20/3/19

Προδημοσίευση από τη νουβέλα της Πέλας Σουλτάτου "Ανάποδες στροφές"



Οι ρόδες οχτάρια στην άσφαλτο, τα φώτα της πόλης θολό φράκταλ, βούισμα από τρεις χιλιάδες μέλισσες στ’ αυτιά του, στο στομάχι οχτώ μποφόρ θαλασσοταραχή, φρενάρει, σταματάει στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ξεπεζεύει, ξερνάει σε μια βιτρίνα στολισμένη με γκι και γιρλάντες. Στην τζαμαρία λευκό στένσιλ «Ευτυχισμένο το Νέο Έτος». Σκουπίζει το στόμα του στο μανίκι του μπουφάν, καβαλάει το μηχανάκι και οδηγεί για το σπίτι.

Στο γυρισμό, τον κυνηγούν οι μέλισσες, τον τσιμπούν, τον πρήζουν, όλοι τού τα έχουν πρήξει, μακάρι να πάθαινε καμιά σοβαρή αρρώστια να βγει «γιωτάς», τουλάχιστον να γλίτωνε τον στρατό, αυτή είναι η ευχή του για τη χρονιά που έρχεται. Οι άλλοι απόψε θα τα σπάσουν στο σκυλάδικο, ξεκίνησαν να ανοίγουν μπουκάλες ήδη από το κλαμπ, αυτός είχε μείνει με πέντε ευρώ στην τσέπη, προφασίστηκε πως τον βάρεσε πάλι το άσθμα, έβαλε την ουρά στα σκέλια, την κοπάνησε σαν δαρμένος σκύλος.

Το σπίτι σκοτεινό, ούτε μία πλεξούδα λαμπιόνια φέτος, «μεγάλωσε πια και ο γιος», δικαιολογιόταν η μητέρα του, όταν τη ρωτούσαν: «Μα δεν θα στολίσετε για το καλό;» Ποιο καλό, κατάκοπη γυρνούσε από τη δουλειά, οι γιορτές στο πολυκατάστημα τη γονάτιζαν, σπίθιζαν οι πατούσες της από την ορθοστασία, τις νύχτες ντάνιαζε μαξιλάρια να ξεκουράσει τα πρησμένα πόδια της, ζωσμένα από μαβιά κλωνάρια, μάζευε λεφτά να κάνει λέιζερ στο φλεβίτη, ποιο καλό, δεν είχε αντοχή ούτε να κατεβάσει το δέντρο απ’ το πατάρι.

Το σπίτι αδειανό, η μάνα του έχει ξεπορτίσει, ζωντοχήρα είναι βέβαια, έχει κάθε δικαίωμα, μέρες που ’ναι, να βγει να ξεσκάσει κι αυτή, δεν είναι κάνας χωριάτης, κανένας με κολλημένα μυαλά, αλλά και η γειτονιά έχει μάτια και βλέπει, έχει στόμα και μιλάει, έχει αυτιά κι ακούει, όμως καλού-κακού τής έκανε αναπάντητες κλήσεις με απόκρυψη, να τσεκάρει πού βρίσκεται.

Το κεφάλι του καζάνι, το καζάνι της Κολάσεως, κοχλάζουν άνθρωποι ολόκληροι, σκέτα χέρια που μάλλον έκλεβαν, στόματα που πρέπει να βλαστημούσαν, πόδια αμαρτωλά. Ένα πόδι ποια εντολή παράκουσε και βράζει ακρωτηριασμένο, απορία το ’χε όποτε βρισκόταν μπροστά στη χρυσαφιά κορνίζα στο αρχονταρίκι, τρώγοντας λουκούμι τριαντάφυλλο, στην Ιερά Μονή Παναγίας της Παντάνασσας, όπου τον είχε τάξει η αδερφή του πατέρα του, επειδή είχε πάθει έναν νεογνικό ίκτερο, υπόθεση ρουτίνας για τα μαιευτήρια, υπόθεση πίστης για τη θεία.

Αλλού πατεί αλλού βρίσκεται, δεν έπρεπε να έχει πιει τόσα σφηνάκια αφάγωτος, σκουντουφλά σ’ ένα έπιπλο, του απλώνει μια χριστοπαναγία σεμεδάκι. Τρυπώνει στο μπάνιο να βρέξει τα μούτρα του, μπούζι το νερό, άλλο ένα γαμωσταυρίδι. Όσο τον έσερνε η θεία στις εκκλησίες τόσο φούντωνε μέσα του υβρεολόγιο-πυρκαγιά, ώσπου τον άκουσε να περιλούζει με ένα οχετό μεγατόνων τον γιο της, μπάλα έπαιζαν, «παιδιά είναι», δικαιολογήθηκε η μάνα του, αλλά το σοκ της θείας υπερέβη δικαιολογίες, συγγένειες και τάματα, τους έκανε πέρα, ησύχασαν απ’ τα πάρε-δώσε με τη «Λιόχεντρα», τρυφερό παρατσούκλι της μάνας του προς την πάλαι ποτέ κουνιάδα της.

Στον καθρέφτη του μπάνιου ένας άντρας δεκαοχτώ χρόνων, μούσια, μαλλιά, ρούχα, ψυχή, μυαλά, όλα μαύρα, κάτι πενθούσε από παιδί, αλλά είχε σκαλώσει στο δεύτερο στάδιο του πένθους, θυμός, πολύς θυμός, έπαιρνε ανάποδες στροφές το μυαλό του, έβρισκε χαρά στα σπασίματα, τσάκιζε μολύβια μόλις ζοριζόταν στα μαθήματα, τσαλάκωνε χαρτιά αν δεν του πετύχαινε η ζωγραφιά, ξέσκιζε τετράδια από μίσος στα κόκκινα Β και τα Γ των δασκάλων, μικρός όταν ήταν· ύστερα, επεκτάθηκε σε πιάτα, ποτήρια, κούπες, άλλο πράγμα το γυαλί, έχει ήχο, θρύψαλα, αφήνει εποχή. Η μητέρα του, η Μαρία, τα θραύσματα από αρχαίους καβγάδες που ανακάλυπτε στις πιο απίθανες γωνίες του σπιτιού με την ξύλινη σκούπα –την προτιμούσε γιατί δεν έκαιγε ρεύμα– τα πρόσθετε σε μία μπιζουτιέρα, ως συλλογή.

«Μην είσαι σκαλωματίας», «ξεκόλλα, ρε παιδάκι μου», κλασικές μητρικές συμβουλές ώστε να μην είναι εμμονικός, να προχωράει παρακάτω, να αφήνει πίσω του τα άσχημα, τα δύσκολα, τα στενόχωρα, «ό,τι έγινε έγινε», του επαναλάμβανε όποτε βεντούζαρε στρείδι στην αποτυχία, στον πόνο, στο άλυτο πρόβλημα, αλλά εκείνος επέμενε, κολληματίας γαρ, από μικρός είχε μανία με τ’ αυτοκολλητάκια, τα κολλούσε όπου έβρισκε, ποτέ δεν τη θυμάται να τον μαλώνει για τις σκανταλιές του, έριχνε το καθαριστικό στο γυαλί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πέφτει πάνω τους και του τα ξεφτίσει. Τώρα, δεκαοχτώ χρονώ μαντράχαλος, τι του τα κρατάει ακόμα;

Νιώθει έντονα την ανάγκη να ρίξει μία μπουνιά, να μην αντικρίζει το είδωλο ενός μαλάκα που ξέμεινε με πέντε ευρώ στην τσέπη, παραμονή Πρωτοχρονιάς, και προφασίζεται το χρόνιο πρόβλημά του γιατί δεν μπορεί να ακολουθήσει την παρέα στα μπουζούκια. Ο Μάνθος, ο κολλητός, ο αυτοκόλλητος, το κατάλαβε, «έλα, ρε κόπανε, κερνάω εγώ, μου τα ’σκασε ο γέρος», του είπε παράμερα να μην τον προσβάλει μπροστά στους άλλους, αλλά αυτός επέμενε πως δεν μπορεί να αναπνεύσει με την τσιγαρίλα κι έπρεπε να γυρίσει πίσω, να πάρει έστω τα εισπνεόμενα για το άσθμα, και βλέπουμε.

Έβλεπε να διαψεύδεται ακόμα μια προσδοκία: Ήθελε –τι ήθελε;– τις τελευταίες μέρες της ελευθερίας του να τις περάσει αξέχαστα. Σε μία βδομάδα παρουσιάζεται στο Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στον Αυλώνα, θα κουρευτεί γουλί και θα ξυρίζεται κόντρα σαν φλώρος, θα ξυπνάει αχάραγα, μέσα στην πάχνη και στ’ αγιάζι θα τρέχει γύρω γύρω από τον αξιωματικό φωνάζοντας παραδοσιακά συνθήματα κατά Τούρκων, Βούλγαρων και Αλβανών, ανανεωμένα εσχάτως με στροφές κατά Αφρικανών και Αράβων, θα μαζεύει αποτσίγαρα, κάλυκες και πευκοβελόνες από το χώμα, και θα καθαρίζει καμπινέδες σκύβοντας το κεφάλι, ενώ θα φωνάζει: «μάλιστα, κύριε λοχαγέ, στις διαταγές σας», θα βαράει γερμανικά νούμερα στα φυλάκια και στην πύλη, «αλτ, τις ει;» Τον Χριστούλη σας, μέρες που ’ναι, μόνιμο συννεφάκι της σκέψης του. Απόψε έπρεπε πάση θυσία να πάει στον «Minoas», τη μεγάλη πίστα της πόλης, έκοβε το κεφάλι του πως η γκόμενα που “γείωσε” ο Παύλος, και καλά, θα ήταν απόψε στο μαγαζί. Τραγουδούσε ο τύπος που κέρδισε πέρσι στο «Ελλάδα, έχεις ταλέντο», και θα γινόταν ο κακός χαμός, θα του τα διηγιόταν ο κολλητός την επομένη και θα σκύλιαζε κατά την προσφιλή του συνήθεια.

Ο Μάνθος έχει καταταγεί πρόσφατα, αλλά τα έχει πάρει όλα στο χαβαλέ, μιλούσε για τις πρώτες μέρες στο στρατόπεδο λες και είχε πάει πενθήμερη εκδρομή με το σχολείο, του φαινόταν αστεία η διαχρονική αργκό των φαντάρων, το «έρπινγκ», το «αντιγόπινγκ», το «πευκοβελόνινγκ», οι «καλλιόπες», κωμικές οι αγγαρείες, οι σκοπιές, οι υπηρεσίες, οι εντολές, ακόμα και με τα καψόνια γελούσε.

«Καλά, ρε μαλάκα, τι σας ποτίζουν εκεί μέσα;» απορούσαν οι άλλοι ακούγοντάς τον να χαχανίζει καθώς αφηγούνταν ακόμα και πώς τους ήλεγχε ο δεκανέας όταν έστρωναν τις κουκέτες στους θαλάμους.

Περίμεναν να ακούσουν ότι κρυφά έστριβαν κανένα γάρο κι έκαναν κεφάλι, στα μαγειρεία, στις αποθήκες και στο πευκόδασος, το οποίο υπηρετούσε κι αυτό την ιερή πατρίδα στο πυροβολικό.

Όμως, όλοι γνώριζαν καλά ότι, και πριν ανακαλύψει το ευφορικό χορταράκι του Θεού, ο Μάνθος ήταν «χαζό παιδί, χαρά γεμάτο» και «πέρα βρέχει» και «τα ζώα μου αργά», είχε άσο στο μανίκι του τον αλγόριθμο της μακροβιότητας, παρά το γραμμένο του, είχε πιάσει το νόημα, από τα αρχίδια το κρατούσε, παράδειγμα για τον Παύλο και τις γκόμενές του, ο οποίος όλες θα τις παντρευόταν κι όλες θα τις τεμάχιζε, εντέλει, του το συνόψισε: «Καλά, εσύ κουβερλί και πριονοκορδέλα». Ενώ ο Μάνθος μονίμως με αλεξίλυπο γιλέκο, ζεν και κουλ και γιόλο. Ωστόσο, μια γάτα τσαλαπατημένη να έβλεπε στο οδόστρωμα, έλιωνε, έπεφτε σε πένθος, έκλαιγε με το παραμικρό, πλέον στα κρυφά. Το πιο βαρύ άγχος κουβαλούσε, σιδερένια μπάλα στον αστράγαλο. Αλλά γι’ αυτό τσιμουδιά. «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη» είχε βάλει λεζάντα στα σόσιαλ μίντια, όπου εμφανιζόταν κλασμένος από τα μπαφογέλια σε βιντεάκι άδειας εξόδου με άλλους άκυρους, καμένους και πεταμένους τύπους στη Θήβα.

Αντίθετα, ο Μανόλης, μόλις παρέλαβε το χαρτί κατάταξης από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, εισήλθε μετά βαΐων και κλάδων στην Εβδομάδα των Παθών. Άρα… Πρώτα ήθελε να κρεμάσει τη μάνα του από τη συκιά στο διπλανό σπίτι, καθότι την έπιανε αλλεργία όταν είχε ανθοφορία το δεντρί, οπότε στο έμπα της άνοιξης τον ξυπνούσαν τα φταρνίσματα, ο βήχας και τα ξεμυξίσματά της. Ύστερα, ήθελε να ξεσκίσει νουμεράδα όλες τις φιλενάδες της, πιο ηλίθιες από ποτέ του φαίνονταν ξαφνικά, και αυτό του τη βαρούσε κατακούτελα, -τσο και -λο, θα τις πετούσε από το μπαλκόνι ή θα τις έσφαζε σαν τ’ αρνιά, αναλόγως τις διαθέσεις.

Μετά, θ’ άρπαζε απ’ τα μαλλιά την παλιοκαριόλα τη Μάγδα, την πρώην και νυν, και δώσ’ του να τα φτιάχνει και να χωρίζει με τον Πολ, παράτα τον, μωρή, τον μαλάκα, κι έλα να στον δώσω εγώ, εφόσον την ήθελε και το ’ξερε, γιατί τον έπαιζε έτσι, γιατί δεν χώριζε μια και καλή με τον Πολ, ρε τι πουτάνες όλες τους, τι πουτάνες, γαμώ το ξεσταύρι μας! Κατόπιν, στράβωσε με τους φίλους του, έναν έναν, καλά καθίκια όλοι τους, μόνο την πάρτη τους κοιτούσαν, μια χαρά την είχανε βολέψει εκείνοι, σκασίλα τους για τα ζόρια του αλλουνού, κωλόπαιδα, να τους καλούσε να τους έκανε το τραπέζι το αποχαιρετιστήριο πριν παρουσιαστεί στα Τεθωρακισμένα στην Αυλώνα και να τους δηλητηρίαζε όλους, όχι, ρε, τι δηλητήρια και μαλακίες, αυτά τα κάνουν οι γυναίκες, οι μουλωχτές, ουστ, αυτός θα τους καθάριζε με ένα μπαζούκας όλους, λουτρό αίματος, ψυχάκι σίριαλ κίλερ σε αμερικάνικο κολέγιο, μελαχρινό με κρητικό αξάν. Αλλά δεν χωρούσαν στο τριάρι, αυτό ήταν το πρόβλημα. Τελικά, το μόνο που παραδεχόταν φόρα παρτίδα ήταν πως ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης.

Μικρός, το πίστευε ακράδαντα, γινόταν αόρατος, όπως ο Αϊ-Βασίλης στην κατάβαση από τις καμινάδες, καμινάδες βέβαια στη Νέα Ελαία δεν υπήρχαν, κάτι μπουριά από ξυλόσομπες μονάχα σε κάποια χαμόσπιτα και λεβητοστάσια, πετρελαίου όλα, η αορατοσύνη ένα ατού που κληρονόμησε από τον πατέρα του, τον Σήφη τον «Ανύπαρκτο», προσωνύμιο κι αυτό μητρικής έμπνευσης, επιθυμούσε διακαώς να περάσει στην ανυπαρξία, για λίγο, έστω, να υπάρχει undo, κάπως σαν ανάσταση νεκρών, να τον χάσουν, να τον κλάψουν, και τσουπ πάλι πίσω, ήθελε να εξαφανιστεί, είναι κουραστικό να είσαι το επίκεντρο της προσοχής και ταυτόχρονα μία νούλα, όπερ ο μοναχογιός μιας χωρισμένης από έναν ανέκαθεν χαμένο πατέρα, και να σέρνεις σε κάθε σου βήμα κουβέντες-σκιές, να θαρρείς πως είσαι η ανωμαλία σε έναν κόσμο πολύ ομαλό.

Πριν από ή μετά την αορατοσύνη, αδύνατο πια να θυμάται πότε, ήρθε ο πόθος της μεταμορφώσεως. Η μάνα του τού διάβαζε ελληνική μυθολογία, καλά είχαν ξεκινήσει, ότι θα τα δώσει όλα για τον μοναχογιό, καλή μαθήτρια υπήρξε, είχε περάσει στα ΤΕΙ, έβγαλε δύο σκάρτα έτη, τα παράτησε λόγω εγκυμοσύνης, αλλά, τέλος πάντων, της άρεσε το διάβασμα, ορθογραφικά δεν έκανε, από μαθηματικά ψιλοσκάμπαζε, γιατί όχι... Οπότε, έμαθε τα κόλπα του Διός.

Πίστευε πως μπορεί να μεταμορφωθεί σε ταύρο, σε χρυσή βροχή, πουλί, περιστέρι ή αετό αναλόγως τις προθέσεις, σε φίδι ή ακόμα και σε έναν απλό βοσκό, όπως τον θειο του, τον Βενιαμίν. Τέλος, πίστεψε, αλλά όχι όσο χρειαζόταν ώστε να πραγματοποιηθεί, ότι μπορούσε να περπατήσει πάνω στο νερό, πανευκολάκι τού φαινόταν, αφού ήξερε ύπτιο, ποια η δυσκολία, αντί για ανάσκελα, θα το πήγαινε στο όρθιο, σιγά τώρα, δοκίμαζε ξανά και ξανά, αλλά –φευ!– η βαρύτητα δεν αφήνει άνθρωπο να προκόψει, τον κρατά καθηλωμένο στη γη ώσπου να ανοίξει έναν λάκκο να τον ρουφήξει μέσα, και πάπαλα. Κι όσο για μετά θάνατον ζωή, ωραία παρηγοριά και παραμύθια τούμπανο για όσους πέρασαν καλά στην προ θανάτου, για τον Μανόλη έμοιαζε εφιάλτης να κουτελώνει ξανά τα ίδια πρόσωπα μπροστά του, καλύτερα μαύρη μαυρίλα και τέλος εντελώς παντελώς.

Κανένας δεν τον πίστευε ότι είχε μαγικές ιδιότητες, αορατοσύνη, αβαρύτητα, μεταμορφωσιμότητα, συμβαίνουν αυτά, λάθος του ότι το εκμυστηρεύτηκε μια φορά σε έναν, έπεσε σύρμα, το έμαθαν όλοι, «ο Μανόλης, ρε, νομίζει πως είναι ο Μπάτμαν», για Μπάτμαν δεν είχε πει κουβέντα, από το μυαλό τους το είχαν βγάλει, εκείνος από Αϊ-Βασίλη κι απάνω, τον πήραν στο ψιλό, έφτασε στ’ αυτιά μιας δασκάλας, τον μάλωσε, «μονάχα ο Κύριος κάνει θαύματα», παρεξήγηση, εκείνος δεν ήθελε να κάνει θαύματα, να εξαφανιστεί ήθελε ή, έστω, να αλλάξει φάτσα και ζωή, παραδέχτηκε πως το τρικ με τον περίπατο στην επιφάνεια του νερού μια πλάκα ήταν, «σιγά, μωρή πατσαβούρα, πώς κάνεις έτσι;» θα της έλεγε αν είχε φτάσει μέχρι Λόουερ στο υβρεολόγιο, μάλλον θα σκέφτηκε απλώς «ηλίθια» στα δέκα του και ζάρωσε στο πίσω θρανίο.

Να γινόταν όμως διάφανος ή, έστω, κατσαρίδα τη μέρα της κατάταξης, λέει, και βάλτε μετά, στρατόκαυλοι, τα λαγωνικά σας να με βρούνε, έσφιγγε τη γροθιά και τη μασέλα, να έβρισκε, λέει, την τόλμη να γίνει λιποτάκτης, αλλά να μην περάσει στρατοδικείο, να κάνει τη ζημιά και να τη σκαπουλάρει, όπως στα τέσσερά του, όταν είχε σπάσει κατά λάθος μία πορσελάνινη μασκότ σουβενίρ των Ολυμπιακών Αγώνων, οπότε εθίστηκε στο «θρυμματίζειν».

Ωραίες αναμνήσεις, είχε ανεβεί σε μία καρέκλα να κατεβάσει το δίδυμο Αθηνάς-Φοίβου από τη σερβάντα της γιαγιάς, αλλά αυτό γλίστρησε από τα χέρια του, είχε φάει μία βρουβόπιτα πριν, δεν σκούπισε τα χέρια του, «λαδομπούσκα» τον αποκαλούσε η γιαγιά χαϊδευτικά, έπεσε το ολυμπιακό το σύμβολο, ψίχαλα στο μωσαϊκό, ψυχανεμίστηκε ο μικρός την τιμωρία, έγινε μπουχός, «πού είναι ο Μανόλης;», άφαντος ο Μανόλης, άρα, αν θες, μπορείς, αρκεί να το πιστέψεις. Τελικά, τον ανακάλυψαν να κοιμάται του καλού καιρού κάτω από το διπλό κρεβάτι, πάνω σε εφημερίδες στρωσίδι, τον τράβηξαν έξω, «έβγα και δεν θα σε μαλώσουμε», εμφανίστηκε μουντζουρωμένος, έβαλαν τα γέλια, και πήρε το μήνυμα ότι μπορεί να τα σπάει χωρίς επιπτώσεις.

Κοχλάζει τώρα στα τρίσβαθα, είναι μεγάλη ξεφτίλα όλοι γύρω να γιορτάζουν κι εσύ να μην έχεις, αν δεν το έζησες, δεν ξέρεις τι πάει να πει να είσαι «στην απέξω», ειδικά τέτοιες μέρες, η άδεια τσέπη σε ξεφτιλίζει, βράζει μέσα αλλά γύρω παγωνιά, δεν άναψαν πάλι φέτος τα καλοριφέρ, όλο το χειμώνα την έβγαλαν με το μπουφάν μέσα σε σπίτι ιγκλού, βγαίνει από την τουαλέτα, τουαλέτα τη λένε στα καλά σπίτια, εκεί που λένε το χέζω αφοδεύω, εδώ τη λένε καμπινέ κι απόπατο παλιά, εδώ ο χρόνος έχει παγώσει, τα νέα έτη και κουραφέξαλα είναι για αλλού, εδώ οι δείκτες του ρολογιού σταλακτίτες και σταλαγμίτες, πάγος.

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, 07.03.19