31/5/13

Καλό Σαββατοκύριακο



Κάποιο Σάββατο βράδυ βγήκα από τη μήτρα να δω τον κόσμο. Με σκούπισαν, ίσιωσα το μαλλί –το κρανίο δε μπόρεσαν να το ισιώσουν άμεσα, ήταν πρωτότοκος η γυναίκα, φυσιολογικός ο τοκετός της κι έπαθα ένα μικρό στραπάτσο. Ηπια ένα σφηνάκι γάλα από το βυζί και μέθυσα, δεν έβλεπα μπροστά μου. Πολλά το φώτα. Γι’ αυτό καμιά φορά διψάω για το έρεβος και πέφτω στη σύνθλιψη, που είναι η κατάθλιψη των φτωχών. Το κρεβάτι είναι η μήτρα και τα σκεπάσματα το σάρκινο περίβλημά της. Παίρνω θέση εμβρύου και καταριέμαι τους μαιευτήρες και τη μαμή της Ιστορίας. Γι΄αυτό ακόμα και σήμερα δε θέλω να βγαίνω τα Σάββατα, από φόβο μήπως αναγκαστώ να γεννηθώ ξανά, κι από φόβο για το σαββατογεννημένο εαυτό μου.

Περπατούσαμε ανάμεσα στις δίπατες μονοκατοικίες με το κεραμίδι, το κόκκινο τούβλο, τους φροντισμένους κήπους, όλες ίδιες στη σειρά, λίγο να διέφεραν τα λουλούδια στις γλάστρες, η κουρτίνα και ο φωτισμός από το living room, τι living, τόση ησυχία, σα να περπατούσαμε ανάμεσα σε μνήματα, του είπα κάποιο βράδυ. Περπατούσαμε και ήταν Μεγάλο Σάββατο, στην καρδιά της εβραϊκής γειτονιάς, έψελνε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένας νεαρός παπάς. Πώς νόμιζα πως ένας νέος δε θα γινόταν σήμερα πια λουστράκος, σαλεπιτζής, παπάς, γανωτής ή ντελάλης. Περπατούσαμε και ήταν άνοιξη και μάλλον θα ήμουν πάλι ερωτευμένη με κάποιο είδωλο, ποιος ξέρει, μόνο που τα δικά μου δεν ανασταίνονται, οι έρωτές μου πεθαίνουν πιο πολύ κι από τα έμβια, κι ένιωθα τον Απρίλη στο πετσί μου, ώσπου βγήκε μια γυναίκα, στα μαύρα, και διέκοψε τον περίπατο: ήθελε να της ανάψουμε το κερί γιατί ήταν το εβραϊκό Σάββατο, της αργίας, δεν επιτρέπονται οι εργασίες, δεν επιτρέπεται ν’ ανάψεις ένα κερί. Και στα μανουάλια άναβαν κεριά οι βαφτισμένοι όπως εμάς. Λίγο καιρό μετά βαφτίστηκα με το στίχο του γερμανοεβραίου ποιητή και ξέχασα πώς με λένε.

Τις Κυριακές ένιωθες πως γίνεται κάποιου είδους διαδήλωση στην Όξφορντ Στρητ. Τέσσερις ανθρώπινες λωρίδες φορτωμένες με σακούλες διέσχιζαν παράλληλα κι αντίστροφα τα πεζοδρόμια εκατέρωθεν του δρόμου. Κάποιοι διέφευγαν από τις κινούμενες ουρές, για να τρυπώσουν στα καταστήματα, να διασπαρούν σαν ιοί ανάμεσα στα σειρές με τις κρεμάστρες και τους πάγκους με τα εμπορεύματα, να αλώσουν υφάσματα ραμμένα από παιδικά χεράκια, να πατήσουν το πέλμα τους στις κυλιόμενες, να μεταφερθούν στο δια ταύτα του πολιτισμού.

Αν ο Yann Arthus-Bertrand αποφάσιζε να πετάξει με το ελικόπτερό του πάνω από την Όξφορντ Στρητ ώστε να φωτογραφίσει το θέαμα για την περίφημη συλλογή του, Earth from above, τι θα απεικόνιζε το έργο του; Ποια στιγμή της ανθρώπινης τραγωδίας θα απαθανάτιζε; Το έγκλημα γίνεται πάντα στα παρασκήνια, μέσα σε ντουβάρια, αποκρυμμένα από το μάτι του ουρανού, το μάτι του Γιν και του Yann, του δημιουργού, γίνεται πάντα στα παρασκήνια, και μεταφέρεται το πτώμα σε τροχήλατα, και κραδαίνουν τις τσάντες με τα ψώνια, σα σφάγια μιας μάχης χωρίς τέλος.







23/5/13

και η πρώτη συνέντευξη...


Πώς προέκυψε το βιβλίο;
Ξεκίνησα να γράφω από εννιά χρόνων, αρχικά ποιήματα, αργότερα στίχους, παραμύθια έπειτα και κατέληξα στην πεζογραφία. Επίσης, έγραψα και κατέθεσα μία διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ ξεκίνησα να αρθρογραφώ πριν οκτώ χρόνια, αρχικά σε τοπική εφημερίδα και σήμερα στην Ελευθεροτυπία, στην Αυγή κ.λ.π. Με όλα αυτά, θέλω να πω πως η γραφή ήταν από πάντα συνυφασμένη με τη ζωή μου, και επιδόθηκα σε αρκετά είδη της. Το βιβλίο επομένως προέκυψε με πολύ φυσικό τρόπο μέσα από την πορεία μου, μετά από παρότρυνση ανθρώπων που κινούνται στον χώρο των εκδόσεων.
Γιατί επέλεξες το ψευδώνυμο;
Όταν το 2007 αποφάσισα να ανοίξω κάποιο blog με είχε συγκλονίσει η ποίηση του Παούλ Τσελάν, του γερμανοεβραίου ποιητή που έζησε τη θηριωδία των στρατόπεδων συγκέντρωσης των ναζί. Το Niemandsrose, που σημαίνει «κανενός το ρόδο» είναι φράση από ποίημά του και τίτλος συλλογής στα ελληνικά (εκδόσεις Άγρα). Στο social media συνηθίζεται η ψευδωνυμία για λόγους που δεν είναι εφικτό να αναλύσω niemands rose τα φώτα στο βάθος βιβλίοεδώ. Με δυο λόγια, η ψευδωνυμία στα blogs παρέχει σημαντική ελευθερία έκφρασης, πέρα από ταμπού, καθωσπρεπισμούς και στρογγυλεμένες πολιτικές θέσεις.
Απο κει και πέρα, θα ήθελα, με την ευκαιρία, να θυμίσω πως η χρήση ψευδώνυμου είναι κάτι που συνηθίζεται στην τέχνη και στα γράμματα. Αρκεί να αναφέρω ελάχιστα παραδείγματα από την ελληνική λογοτεχνία που έγραφαν σταθερά με ψευδώνυμο, όπως ο Κοσμάς Πολίτης, ο Καραγάτσης, ο Τσίρκας, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Μυριβήλης, η Μυρτιώτισσα κ.α., ενώ υπήρξαν συγγραφείς που χρησιμοποιούσαν πολλαπλά ψευδώνυμα, σύμφωνα με το βιβλίο του Κυριάκου Ντελόπουλου «Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα». Ενδεικτικά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Χρήστος Χρηστοβασίλης εμφανίζονται με 38 διαφορετικές υπογραφές, Εμμανουήλ Ροΐδης με 33 και ο Κωστής Παλαμάς με 19 κ.α.
Δε σε ενδιαφέρει η αναγνώριση;
Αυτή η ερώτηση είναι πολύ εύστοχη, γιατί μου δίνει αφορμή να πω ότι η ψευδωνυμία προστατεύει τον συγγραφέα, κατά κάποιο τρόπο, από το τέρας της ματαιοδοξίας, με την έννοια ότι μπορεί να διαχωρίσει την καλλιτεχνική του ταυτότητα από την καθημερινότητά του. Δεν είναι ανάγκη, για παράδειγμα, να κουβαλάω την αναγνώριση που μπορεί να έχω σε ένα τομέα της ζωής του σε άλλους τομείς. Δεν γίνομαι καλύτερος άνθρωπος έτσι.
Μίλησέ μου για τον κόσμο των bloggers. Είναι παρεξηγημένοι τελικά;
Δεν υφίσταται κανένας ξεχωριστός κόσμος που αποτελείται από συγκεκριμένο είδος ανθρώπων. Όποιος έχει πρόσβαση στο ίντερνετ και δεν έχει τεχνοφοβικές αναστολές μπορεί να συμμετάσχει στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης στον ένα βαθμό ή στον άλλο. Αλλά όπως κάθε συστηματική συνάθροιση ανθρώπων είναι δυνατόν να δημιουργήσει δυναμικές ομάδας και κοινωνικού δικτύου.
Συγκεκριμένα για τα μπλογκζ, που με ρωτάτε, γνώρισαν σημαντική άνοδο πριν εμφανιστούν άλλες πλατφόρμες των σόσιαλ μήντια, όπως το facebook, το twitter κλπ. Πλέον, έχω την αίσθηση πως είναι μια μόδα που πέρασε και παραμένουν ενεργά τα μπλογκζ που είτε είναι ειδησεογραφικά ή ανήκουν στους κατεξοχήν γραφιάδες, αυτούς που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να γράφουν.


ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
niemands rose τα φώτα στο βάθος βιβλίοΚαλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία.
Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά.
Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα.
Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ τής μητρόπολης. Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ.
Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου.
Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ."


22/5/13

πρώτος σταθμός, η Μαρία

Μ' αυτό το πλασματάκι , ξεκινήσαμε το μπλόγκιν περίπου τον ίδιο καιρό , αγαπηθήκαμε αμέσως, αν και από τότε, έχουμε συναντηθεί τυχαία από μια φορά, μισή σε ένα πάρτυ του radiobubble και άλλη μισή σε μια αβάν πρεμιέρ όπου κάναμε πραγματικά σκουντήματα, καθισμένες δίπλα-δίπλα. Την Τρίτη το πρωί, πρώτη μέρα κυκλοφορίας του βιβλίου, περίμενε έξω από την Απόπειρα, να ανοίξουν το βιβλιοπωλείο, ώστε να το προμηθευτεί. Και ήταν ο πρώτος άνθρωπος που το αγόρασε... Λογικά, δεν θα είναι αντικειμενική η κρίση της. Αλλά, σκασίλα μου και για την λογική και για την αντικειμενικότητα. Που βρίσκεις πέντε ανθρώπους να σε νιώσουν, έχει σημασία. Που συμβαίνουν τέτοιες μικρές ιστορίες να σε συγκινήσουν, έχει σημασία.

21/5/13

καλοτάξιδο, μικρό μου...

Κι αφού σχόλασε ο καλός μου χτες και μπόρεσα να συνέλθω από τη συγκίνηση, ετοιμάσαμε τα δυο μικρά για βόλτα, και κατεβήκαμε το βραδάκι στο κέντρο για να περάσουμε από Απόπειρα να δω το βιβλίο μου στον πάγκο, πλάι στα βιβλία των άλλων ανθρώπων, πίσω από τα κατεβασμένα στόρια. Σαν μαμά που κοιτάει το μωράκι της στη θερμοκοιτίδα και δεν μπορεί ακόμα να το πάρει στα χέρια της... Αλλά σήμερα το νεογέννητο, ξεπήδησε από τους πάγκους του εκδοτικού και διατίθεται πια στο βιβλιοπωλείο Πολιτεία στην Αθήνα και στον Ιανό στη Θεσσαλονίκη.

  Καλοτάξιδο κι από μένα, μικρό μου...

20/5/13

το πρώτο μου βιβλίο

Και κάποτε ένα όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Μαθαίνεις από τον εκδότη σου πως τυπώθηκε το πρώτο σου βιβλίο και ήδη φιγουράρει στη βιτρίνα της Απόπειρας.
Και αναρωτιέσαι πώς θα περάσει τη βραδιά μόνο του, πόσες ώρες είναι από τις 5.30 το απόγευμα ως αύριο το πρωί που θα τρέξεις να το πάρεις στα χέρια σου, σαν το τρίτο σου παιδί.
Και ξαφνικά πάνε οι λέξεις σου, ούτε κάποιο ευφυολόγημα, ούτε μια ευφάνταστη αφήγηση, ούτε ένα ευρηματικό τρικάκι δε σου κάνουν τη χάρη να έρθουν να ανακοινώσουν την έκδοση του πρώτου σου βιβλίου. Τρέμουν τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο, ούτε αυτά δεν συνεργάζονται. Μια παρόρμηση σου λέει πάτα publish και μια φωνή μέσα σου σου λέει πως δεν υπήρχε τρόπος να κρύψεις τη συγκίνησή σου, οι φίλοι θα το καταλάβαιναν, οι φίλοι καταλαβαίνουν.




18/5/13

Επωάζοντας το αβγό του φιδιού

Αναρωτιέσαι καμιά φορά πώς προέκυψε η βαρβαρότητα, σε ποιες τρύπες και με ποια τροφή εκκολάφθηκε το αβγό του φιδιού, με ποια αναγνώσματα, ποια τέχνη, ποια ΜΜΕ. 
Τα φρικαλέας αισθητικής και εμβληματικής ιστορικής παραχάραξης βιβλία των τηλεπλασιέ καθώς και οι αρχαιόπληκτες εκπομπές στα διάφορα ακροδεξιά κανάλια όπου καλτ μορφές διατράνωναν παρανοϊκές θεωρίες για την καταγωγή των Ελλήνων από τον Σείριο, δεν επαρκούν ως εξηγήσεις. Η δε τέχνη των νεοναζί περιορίζεται στα χωρίς απήχηση ρατσιστικά εμέσματα σε ήχους μπλακ μέταλ του κάθε Καιάδα. Κι όσο για τα ΜΜΕ, οι ελάχιστες φασιστοειδείς φυλλάδες και οι αντίστοιχες πλατφόρμες στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, δεν αποτελούσαν παρά γραφικά και περιθωριακά μέσα, και ως τέτοια δεν θα μπορούσαν να έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στον εκφασισμό της κοινωνίας.
Ας ανοίξουμε λίγο το πλάνο. Στην ταινία «This is England», ο σκηνοθέτης Shane Meadows, με ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό σενάριο, επικεντρώνεται στη θατσερική Αγγλία μετά το τέλος του πολέμου των Φόκλαντ, το 1983. Η οικονομική ύφεση, η αυξανόμενη ανεργία, η μεγάλη είσοδος των μεταναστών και η φθορά του μεγαλείου της μητρόπολης δυναμιτίζουν το ρατσισμό και μεταλλάσσουν τους σκίνχεντ σε νεοναζί, που μάλιστα στρατολογούν ένα δωδεκάχρονο πιτσιρίκι δηλητηριάζοντάς του το μυαλό με μίσος και εθίζοντάς το στην ξενοφοβική βία και τον τραμπουκισμό.
Αρχές της δεκαετίας του '90, σε φαινομενικά ανύποπτο χρόνο -αν και δεν υπάρχει ανύποπτος χρόνος αλλά μόνο ανυποψίαστο βλέμμα- ο Βασίλης Ραφαηλίδης περιέγραφε με τη γνωστή του παρρησία και οξυδέρκεια την «Ψυχολογία του φασίστα» στο βιβλίο του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους». Τότε, σε ένα κλίμα τάξης, ασφάλειας και οπωσδήποτε εθνικής συμφιλίωσης, ελάχιστοι είχαν τη διορατικότητα και την τόλμη να θίξουν τις εστίες της Ακροδεξιάς με εξαίρεση τον «Ιό» -τότε- στην «Ελευθεροτυπία». Και έμοιαζαν στους πολλούς αλλόκοτα τα έντυπα του δρόμου, τα αφισάκια και τα συνθήματα στους τοίχους που μιλούσαν για φασίστες.
Την ίδια περίοδο, ο ημεδαπός θατσερισμός έκανε τη δουλειά του: άνοιγε τα σύνορα σε φτηνά εργατικά χέρια, έκλεινε «προβληματικές» επιχειρήσεις αφήνοντας περίπου δέκα χιλιάδες οικογένειες στο δρόμο, ενώ συμπράττοντας οι «φιλελεύθεροι» με την... Εκκλησία -ο ορισμός του οξύμωρου- οργάνωναν συλλαλητήρια για τα Σκόπια, συσπειρώνοντας με εθνικιστικές κορόνες και νεο-ορθόδοξες παρλάτες στην επινοημένη, όπως φάνηκε αργότερα, απειλή από τα βόρεια τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» που περιέγραψε ακριβέστατα ο Βολφ Μπίρμαν.
Το 1993 προβάλλεται στους κινηματογράφους το «Πάνω, κάτω και πλαγίως», όπου ο Μιχάλης Κακογιάννης σχολιάζει με τον πιο παραστατικό κι ευθύβολο τρόπο τα αντανακλαστικά του φιλήσυχου πολίτη σε μία σκηνή: Κάποιο μικροσυμβάν αναστατώνει μέσα στη νύχτα τη μεσοαστική γειτονιά, ώστε να συγκεντρωθούν στο πεζοδρόμιο με τις ρόμπες και τις πιζάμες οι νοικοκυραίοι, οπότε και βρίσκουν ευκαιρία να ξεσπαθώσουν πως «γέμισε η Αθήνα πόρνες, ναρκομανείς, επαμφοτερίζοντες, κίναιδους» μέχρι πως «φοβάσαι πια να κυκλοφορήσεις στο κέντρο μη φας καμιά ρουκέτα στο κεφάλι στις 13 (!) του Νοέμβρη»...
Αργότερα, το 2004, σε ένα κλίμα επίπλαστης ευφορίας και ευημερίας, όταν πια το λάιφσταϊλ είχε αλώσει για τα καλά το δημόσιο λόγο, όταν πλέον ο πολιτικός λόγος είχε εκχωρηθεί ή οικειοποιηθεί από «σταλινικά απολιθώματα», όπως αποκαλούσαν το ΚΚΕ, και από τους «γνωστούς-αγνώστους», οι φιέστες του Euro 2004 και η αίγλη των Ολυμπιακών αναζωπύρωναν ανενόχλητα τον εθνικισμό που αποτυπωνόταν στα «Αλβανέ, Αλβανέ, δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ» και άλλα τέτοια συνθήματα. Να μην ήταν και τόσο αθώα η συμμετοχή, η ανοχή ή η αδιαφορία μας εκείνα τα χρόνια σ' αυτά τα φαινόμενα;
Αλλά τώρα, ποιος να δυσαρεστήσει με μομφές τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο», όταν αποτελεί την κρίσιμη μάζα που θα καθορίσει με την ψήφο της τα αυριανά εκλογικά αποτελέσματα; Αυτό το γιγάντιο τέρας του φιλήσυχου πολίτη ποιος να το ενοχλήσει, όταν είναι απόλυτα βέβαιο πως μόνο την οργή του θα δρέψει; Μόνο παραληρηματικά ο Βίλχελμ Ράιχ θα του απευθύνει το βιβλίο «Ακου Ανθρωπάκο». Και η ποίηση το ίδιο παραληρηματικά με τον Αζίζ Νεσίν στο «Σώπα, μη μιλάς» και τον Μάρτιν Νίμελερ στο αντιναζιστικό «Πρώτα ήρθαν...». Κι όσο για μας, που αρθρώνουμε δημόσιο λόγο, ας γινόμαστε και λίγο δυσάρεστοι στους εαυτούς μας και στους δικούς μας. Η αυτοκριτική είναι επώδυνο, αλλά πολύτιμο δώρο. Ή όπως το έγραφε ο Γιώργος Μανιάτης στα Εξεργα: «Αυτός που έχει φίλους δεν πρέπει να γράφει. Και αν πρόκειται οπωσδήποτε να ενδώσει, ας φροντίζει να τους χάνει πρώτα».

15/5/13

για την απεργία των εκπαιδευτικών

Ναι, βέβαια. Όλοι περάσαμε από σχολεία και ξέρουμε. Είχαμε τύχει και αγράμματα ντουγάνια, με ένα βασικό πτυχίο, κτηθέν προπολεμικά και καμία επιμόρφωση, καμία μόρφωση, που είχαν και την αξίωση να τους αποκαλούμε καταχρηστικά Καθηγητές. Είχαμε τύχει και αρτηριοσκληρωτικούς τυπολάτρες,ψυχαναγκαστικούς γραφειοκράτες, σφραγιδολάτρες, κάτι ακροδεξιά γίδια. Είχαμε τύχει και κλάιν μάιν και πέρα βρέχει λουφαδόρους, το ωραριάκι τους, τα επιδοματάκια τους, η συντεχνία τους, και να πέφτει ο μισθουλάκος κάθε δεκαπέντε, μουστάκι, πρέφα, καφενείο και το γεράνι για πρόφαση. Είχαμε τύχει και κάτι αετονύχηδες που είχαν κάνει την κύρια απασχόληση πάρεργο και πήγαινε το ιδιαίτερο σύννεφο.

Ναι, βέβαια. Δεν έχουμε πια καμία αμφιβολία πως το σχολείο ως κοινωνικός θεσμός αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες, είναι η μεγάλη φυγόκεντρος δύναμη των κάθε λογής αδύναμων, εχθρεύεται και εξοντώνει τις μπασκλασαρίες φορτώνοντάς τους από την κούνια με το στίγμα της ταξικής προέλευσης. Δεν μάθαμε σήμερα πως είναι ο μηχανισμός που θα επιβάλλει τις αξίες της αστικής τάξης ως κυρίαρχες και αναμφισβήτητες με το "κρυφό" και "φανερό" πρόγραμμα, δεν ανακαλύψαμε σήμερα πως ανάμεσα στους στόχους του είναι να ευνουχίσει κάθε κριτική μας ικανότητα με τα εθνικιστικά και θρησκευτικά σύμβολα που διατρέχουν όλη του τη λειτουργία. Από τον Paulo Freire και τον Henry Giroux της Κριτικής Παιδαγωγικής μέχρι τον Ivan Illich του αφοριστικού "Deschooling Society" και τους Pink Floyd του μεγαλειώδους "The wall", δεν τρέφει πια κανείς αυταπάτες για το τι εξυπηρετεί το σχολείο ως θεσμός.

μόνο που

Η συγκεκριμένη κυβέρνηση με ένα ψευτοεπιχείρημα για τις πανελλήνιες λαϊκίζει ασύστολα προτάσσοντας το "καλό" των μαθητών, λες και μια καθυστέρηση στις εξετάσεις θα είναι ο Αρμαγεδδών.
Η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που προασπίζονται την παιδεία ως δημόσιο αγαθό.
Η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει σκοπό τη διάλυση του δημόσιου τομέα (υγεία, παιδεία, πολιτισμός, έρευνα κλπ) με μόνη εξαίρεση την καταστολή.
Η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα άλλο από το να εφαρμόζει μέτρα ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού και άρα δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο από την ιδιωτικοποίηση των μέχρι τώρα δημόσιων αγαθών.
Η απεργία των εκπαιδευτικών είναι αναφαίρετο δικαίωμα που καταστρατηγείται βάναυσα με την επίταξη.
Το δικαίωμα στην απεργία δεν αποκτήθηκε αναίμακτα και αποτελεί τρανό σύμβολο του περάσματος στη νεωτερική εποχή και του πολιτισμού.
Η συγκεκριμένη κυβέρνηση ελέγχει τα αντανακλαστικά μιας κοινωνίας που εκφασίζεται καθημερινά, χρησιμοποιεί σαν πειραματόζωο (και) τους εκπαιδευτικούς για τις πιο αυταρχικές επιβολές.
Το διακύβευμα δεν είναι να σωθεί το καλό εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί δεν υφίσταται, αλλά να διασωθεί η αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών.
Το ζητούμενο τώρα είναι να δηλωθεί ηχηρά η συμπαράσταση και η αλληλεγγύη όλων μας στον απεργιακό αγώνα των ανθρώπων στους οποίους εμπιστευόμαστε την καλλιέργεια των παιδιών μας, οι τα πρότυπά τους, που θα τους εμπνεύσουν, θα τους κάνουν παρόλαυτα να αγαπήσουν τη γνώση. Αυτοί είναι πάντοτε εκείνοι που αγωνίζονται με κόστος πια όχι τα ημερομίσθια αλλά την ανεργία τους.







Μπουκάλια


Μποτίλιες στο πέλαγο τα ποστάκια. Και σε ποια χέρια θα πέσει το μήνυμά σου...

Όμως κοίτα, τη σπάω τη μποτίλια και στο διαβάζω το μήνυμα: Τη θεωρία των δύο άκρων συντηρούν αυτοί που αν δεν υποδαυλίζουν ήδη την εκτροπή του καθεστώτος, θα είναι οι πρώτοι που θα υποστηρίξουν ένα ναζιστικό καθεστώς με την ανοχή, τη συνενοχή ή τη συμμετοχή τους. Έχω και πιο μικρό μήνυμα, πιο εύληπτο: Η θεωρία των δύο άκρων αναπαράγεται από συγκαλυμμένα φασιστοειδή, που μεταξύ λαϊκής εξέγερσης και δικτατορίας, είναι ξεκάθαρο τι θα διάλεγαν.

Τα μπουκάλια μπύρας με το στουπί και τη βενζίνα έκαψαν βιτρίνες πολυκαταστημάτων, τράπεζες,  μπατσικά και ασφαλίτικα οχήματα, έκαψαν και κανέναν κάδο σκουπιδιών για προστασία από τα δακρυγόνα. Όσα δεν ήταν προβοκάτσιες.

Τα μπουκάλια της σπασμένης μπύρας που χαρακώνουν πρόσωπα παιδιών δεν είναι προβοκάτσια ποτέ. Δε χωράνε προβοκάτσιες στο οργανωμένο έγκλημα των νεοναζί. Δε μπορεί να παρεισφρύσει ανάμεσά τους ασφαλίτης, όπως συμβαίνει στο κομφούζιο των διαδηλώσεων που βγαίνει και τα σπάει  μεταμφιεσμένος μπαχαλάκιας για να τα χρεωθούν οι  μεγάλοι εχθροί του κράτους, οι τρομεροί "γνωστοί-άγνωστοι". Τα σπασμένα μπουκάλια είναι όπλο στα χέρια κανίβαλων που στρέφονται κατά  ανθρώπων και μάλιστα αδύναμων: καμιά γυναίκα, κανέναν πούστη, κανέναν επαίτη, κανένα πιτσιρίκι, κανέναν μετανάστη. Και πάντα πολλοί εναντίον ενός και πάντα πισώπλατα.

Αλλά μεταξύ ενός φλεγόμενου κάδου από μολότωφ και του άγρια χαρακωμένου προσώπου κάποιου πιτσιρικά μετανάστη, μάντεψε τι τους καίει πιο πολύ, μάντεψε για τι ωρύονται. 

9/5/13

περί έρωτος: πισωγυρίσματα, ικεσίες, μεγαλοψυχία


Πισωγυρίσματα. Τους βλέπεις. Χασμουριούνται και στα όνειρά τους. Σέρνουν τα βήματά τους. Συντηρούν μια σχέση παστή. Στην αρχή, αρμύρα στα χείλη, κορίτσι με τα ξέπλεκα μαλλιά, αγόρι με την αντηλιά στο βλέμμα. Μετά, σαλαμούρα. Χωρίζουν. Λες επιτέλους, υγεία ρε. Χωρίστε να πάτε να ζήσετε. Να τρεκλίζετε σα δυο χωριστά πια σώματα, να τσακιστείτε, να σκιστεί το καθαρό σας μέτωπο, να ματώσετε. Να δείτε το αίμα πώς γυαλίζει πάντα στο μάτι του τρελού. Μετά, μαθαίνεις πως τα ξαναβρήκαν. Είναι πάλι μαζί τα παιδιά. Χωρίς παιδιά, χωρίς Ε9 και υπογραφές στα Δημαρχεία και στις Εκκλησίες. Είναι μαζί γιατί είναι παχύσαρκοι στο μυαλό. Γιατί, πού να τρέχεις τώρα; Τα σιγουράκια μας. Ενταφιασμός. Ένθα ουκ έστι λύπη, ου πόνος.

Ικεσίες. Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω/ κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω. Ας αποκαλυφθεί κάποτε πως ο Κώστας Βίρβος τρόλαρε γράφοντας τους στίχους. Μόνο ως σάτιρα μπορεί να εκληφθεί σοβαρά. Εκλιπαρεί. Και εκπλιπαρώντας, δεν εκπίπτει απλώς από την ιδιότητα του έκπαγλου αντικειμένου του πόθου. Αποποιείται την μυστηριακή, απροσπέλαστη και ανελέητη μέσα στην αγερωχία της σαγήνη του εξιδανικευμένου Άλλου. Καταβαραθρώνεται. Έρπει. Μετουσιώνεται σε φίδι, σ΄αυτό που θα σε δηλητηριάσει με τα υποκοριστικά του, το σπιτάκι του, την αγαπούλα του, τη δουλίτσα του. Η δουλοπρέπειά του που θα γιγαντώνεται μέρα τη μέρα σε αίσχιστη εξουσία. Είναι δυνάστης με την προβιά ενός επαίτη.

Μεγαλοψυχία. Ήθελα να' χα μια αγκαλιά σα θάλασσα μεγάλη / να χάνεσαι μα όπου κι αν πας κοντά μου νά 'σαι πάλι. Ανωνύμου. Από την μεγάλη τράπεζα της λαϊκής στιχουργίας. Γιατί η τάβλα είναι καύλα. Ο ποιητής που δεν θα τιμήσει καμία Ακαδημία Αθηνών. Που μ' όλα τα στερεότυπα του σχεδόν αναλφάβητου δεμένα μολυβένια μπάλα στον αστράγαλο, θα εξυψωθεί σ' αυτόν που θα αντικρίσει τον έρωτα μεγαλόψυχα, χωρίς κοινωνικές συμβάσεις, χωρίς ιδιοκτησιακό καθεστώς.  Με απέριττη, λιτή και ακριβέστατη μεταφορά, καταφέρνει να υπερβεί το τετριμμένο της "θάλασσας" ως μεταφοράς για να μας την παραδώσει ολόφρεσκη μέσα από συμβατικά παραδοσιακά μέσα, του δεκαπεντασύλλαβου εν προκειμένω. Ολοζώντανη και πρωτότυπη: Η αγκαλιά που καταργεί τα όρια. Που έχει το μεγαλείο να αναγνωρίζει την απεραντοσύνη του ζωτικού χώρου του Άλλου ώστε του προσφέρεται ως  μη πεπερασμένο δόσιμο σε μια επικών διαστάσεων κίνηση ερωτικής γενναιοδωρίας.


Γι' αυτό θα γράψεις

Γι' αυτό θα γράψεις. Γι΄αυτό που βλέπεις μπροστά σου. Για την εταζέρα και τη σκόνη η κυρία με την πατσουλί ευαισθησία, την ευαισθησία δωματίου σε φα ελάσσονα. Για τους δαίμονες στα μάτια των γονιών σου που σου μοιάζουν κατατρεγμένος μια εποχή στην κόλαση. Για το σχοινί που δε σε άντεξε, το κύμα που δε σε έπνιξε, τη σφαίρα που δεν πόνεσε περισσότερο από τη σύφιλη στα όργανά σου και τον Πύργο του Κάφκα που σε συνέθλιψε. Για τον κόσμο που χόρτασες να απλώνεται δικός σου απ' τα ψηλά της Λέσβου και της Μονεμβασιάς για νά 'ναι μετά δικός τους και δικός μας. Για τα ταγκό των μελλοθανάτων στα στρατόπεδα των ναζί, τους Βάγκνερ που τρύπησαν το μυαλό σου, όπως τον κρόταφο της μάνας σου. Γι' αυτό θα γράψεις. Δε μπορείς να γράψεις παρά γι' αυτό που βλέπεις μπροστά στα μάτια σου. Και με τα μάτια διάφανες αυλαίες πάλι εσύ να  βλέπεις μόνο την εταζέρα. Κι όταν έπειτα στριμωχτείς, θα τα κατεβάσεις, όπως ούρλιαζε η άλλη γράφοντας, κεντώντας σιωπηλά τις φλέβες της.  Γι' αυτό θα γράψεις. Γι' αυτό, θα γράψεις. Γιατί δε μπορείς να κάνεις αλλιώς.

7/5/13

Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου



Γονυπετής και σκυμμένη καταγής μπροστά στην αγιογραφία του Άη Γιώργη του Καβαλάρη. Εξόρκιζε με παθιασμένες αλλά ψιθυριστές προσευχές την αμαρτία της. Και δώστου να κινείται ο κορμός της σαν εκκρεμές ώστε το καθαρό της κούτελο, που σπίλωσε χτες, να ακουμπήσει στο πάτωμα ταπεινωμένο μετανοώντας. Και δώστου του η δεξιά παλάμη με ένωμένα τα δάχτυλα στο σημείο του σταυρού, πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά να ξεπλένει από πάνω της σα σφουγγάρι τη ντροπή. Δεν  τολμούσε να υψώσει τα μάτια στον Άγιο. Πώς να τον προσκυνήσει σήμερα, με τι στόμα; Του άναψε το κερί, έβαλε και γενναιόδωρο μπαξίσι στο παγκάρι κι έπεσε στα μαύρα τα μωσαϊκά. 

Από κείνη τη μέρα μπήκε μέσα της ο σατανάς...Από κείνη την μαύρη και σκοτεινή μέρα που είδε την φωτογραφία του διαβόλου στο περιοδικό. Η κουνιάδα της ήταν ο σατανάς ο ίδιος που έδινε λεφτά να αγοράζει τέτοια πράματα. Πού να φανταστεί; Καφέ πήγε να πιει στο σπίτι της- θου-Κύριε, με άσπρα καλλιγραφικά έγραφε απέξω Αρμονία. Πού να φανταστεί; Ένα ζευγάρι αγαπημένο είχε για εξώφυλλο. Ντυμένους. Πού να φανταστεί; Δώσε μου Θε’ μου δύναμη να μην ξαναμαρτήσω. Άη Γιώργη μου, όπως σκότωσες το θεριό, σκότωσέ μου απ΄το μυαλό τις εικόνες που είδα στο περιοδικό του εξαποδώ

Στο προσκέφαλό της ήταν κορνιζωμένος σε καφετί ξύλο με αετοκέφαλες κορυφές ο Εσταυρωμένος, κεντημένος όλος από τα χεράκια της. Όλη μέρα φαϊ και κρασοπότι ανήμερα της Λαμπρής, να μην πουν πως χαλάει την παρέα, έβλεπε χαρούμενο και τον άντρα της, αποπαιδιωμένη πια (τα δυο μεγάλα ούτε ήρθανε στο τραπέζι, ο μικρός δεν είχε πια και την ανάγκη της) δε θέλει πολύ, το έριξε μια φορά κι αυτή έξω. Και βάλε μετά και χωνευτικές ρακές, δε θέλει πολύ, έγινε το κακό. 

Όταν πλάγιασε, πώς της φάνηκε απόψε έτσι λιγωτικός, σαν όταν όταν τον πρωτόδε πριν από είκοσι χρόνια. Ακούμπησε το κεφάλι στο στέρνο του και αυτός κατάλαβε. Την γύρισε ανάσκελα και της ανέβασε το νυχτικό. Αλλά είχε μπει μέσα της ο σατανάς. Γελοχαχάρισαν βλέπεις κι οι άλλες με την απορία της αν θα βγάλει άφθες στο στόμα. Τον αιφνιδίασε. Σηκώθηκε στα γόνατα, του τον έπιασε και τον έχωσε στο στόμα της. Κόντεψε να κάνει εμετό η καημένη. Αλλά λίγο ο αναστεναγμός του που όμοιό του δεν είχε ακούσει, λίγο που εκείνος ξάπλωσε αστραπιαία και της έσπρωχνε μπρος πίσω το κεφάλι, εξακολούθησε θέλοντας και μη. Κι ο Εσταυρωμένος με το ακάνθινο στεφάνι από πάνω τους.

Με τι στόμα τώρα να προσκυνήσει τον άγιο, με τι στόμα να μεταλάβει που δεν έφευγε η στυφή γεύση από τα ζουμιά του αντρός της, ό,τι γαργάρες κι αν έκανε. Με τι μάτια να κοιτάξει τον Άγιο που δεν έφευγε από το νου της η επιθυμία να του το ξανακάνει κι απόψε, να του το κάνει όσο πιο συχνά μπορούσε. Και πού να εξομολογηθεί την αμαρτία της και ποιος να καταλάβει; Μόνο η ζωντοχήρα, η κομμώτρια, θα την ένιωθε γιατί εδώ και χρόνια της άρεσαν κι εκείνης τα ίδια ακριβώς υγρά, του ίδιου ακριβώς παρασκευαστή. Αλλά με τι στόμα να το πουν η μια στην άλλη; 

3/5/13

Which side are you on?

«Οσοι χορεύουνε στη θράκα, στη Θράκη ή στην Ινδία ή οπουδήποτε αλλού, με μουσικές και προσευχές κι ένα θεό μέσα τους, δεν ξέρουν τι θα πει να κάθεσαι, μες στη σιωπή, σε αναμμένα κάρβουνα και να μην έχεις μέσα σου θεό» Αργύρης Χιόνης, «Εσωτικά Τοπία» (εκδόσεις «Νεφέλη»). 

  Το σμήνος των ελληνόφωνων αποδημητικών πουλιών βρίσκαμε πια μπανάλ να ταξιδεύουμε πίσω στα πάτρια εδάφη για Χριστούγεννα και Πάσχα. Ετσι, οργανώναμε αναστάσιμα τσιμπούσια στα σπίτια μας, αυτά τα βικτοριανού στιλ με το κόκκινο τούβλο, κεραμίδια και πίσω κήπο. Ανάβαμε τη θράκα για τα παϊδάκια, κόβαμε χωριάτικες σαλάτες με φέτα, από το μπακάλικο του Κούρδου στη γωνία, και βάζαμε πατάτες στο φούρνο. Κι αν δεν μας τα χάλαγε ο πιο κυκλοθυμικός καιρός της Ευρώπης, ο φίλος μας έβγαζε τα ηχεία έξω στο γρασίδι κι από τα λάπτοπ έκανε πρόγραμμα: από άμπιεντ σε τριπ χοπ για να περάσουμε σε ίντι ροκ και ρέγκε ώσπου να βγει ο Μάλαμας και η Βιτάλη και να καταλήξουμε σε Μοσχολιού και Πάνο Γαβαλά με τσίπουρα και ρακές.
Την επόμενη χρονιά όμως, το 2005, έτυχε να συμπίπτει ημερολογιακά το ορθόδοξο Πάσχα με την Εργατική Πρωτομαγιά. Και κάποιος είπε ας μη τη βγάλουμε στο σπίτι, ας μη σουβλίσουμε φέτος, ας μην τσουγκρίσουμε αβγά. Ας πάμε στην ποδηλατοπορία που θα ξεκινήσει από το Angel και θα καταλήξει στην Trafalgar Square. Μετά, ας κάνουμε πικνίκ στο πάρκο, ας πιούμε μπίρες ή σανγκρία σε πλαστικά κυπελλάκια, μωρέ. Αλλά, τότε ακόμη, έμοιαζε πολύ κνίτικο ή πολύ χίπικο ή πολύ πανκ, σίγουρα πάντως κάτι πολύ ντεμοντέ και γραφικό το να διαλέξεις αυτή την εκδοχή. Και κάπως έτσι, οι φίλοι μας, οι κάπως σαν αριστεροί, κάπως σαν άθεοι, διάλεξαν να τιμήσουν τα έθιμα της Λαμπρής, και μια αισχρή μειοψηφία, ένα ζευγάρι δηλαδή, διάλεξε το δρόμο με τα ποδήλατα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, οι παρέες που διασπάστηκαν θα ενωθούν στις μέρες της μεγάλης κατάθλιψης, σε μια εβδομάδα των παθών που θα διαρκούσε χρόνια και που προοπτική ανάστασης δεν θα διακρινόταν στον ορίζοντα. Θα συγχρωτίζονταν κάτω από λάικ για τις αντίφα μοτοπορίες, θα συνωστίζονταν στα ριτουίτ των καλεσμάτων διαμαρτυρίας, θα συναγελάζονταν μπορεί και σε καμιά διαδήλωση, θα πρόσφεραν από κοινού τους πνεύμονές τους στα χημικά, τα μάτια τους στα δακρυγόνα, τα λαρύγγια τους στα συνθήματα.
Και θα βαφτίσουν τα παιδιά τους, λες και μια πολιτική ονοματοδοσία δεν αρκεί, κι ας μην περισσεύουν τα λεφτά πια για μπομπονιέρες, χρυσά σταυρουδάκια και φανφάρες. Θα παντρευτούν στην εκκλησία, κι ας είναι πεταμένα λεφτά και κιτσαριό τα νυφικά και η τελετή. Και κάποιοι, όπως η Ρέα Φραντζή στη γραμμή του ορίζοντος, θα δουν «τη μικρή ξεκάρφωτη εκκλησία» και δεν θα κάνουν το σταυρό τους γιατί θα ντρέπονται. Και όλοι θα είναι μία παρέα, με εσωτερικές, εσώτατες αντιφάσεις.
Ενα από τα μεγάλα θαύματα στα χρόνια της κρίσης είναι πώς καταφέρνει η Εκκλησία να μην κρίνεται. Στο φάσμα των αποκαλούμενων μεταρρυθμίσεων, ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους παραμένει στα αζήτητα. Στον ορυμαγδό των ανελέητων οικονομικών μέτρων, η εκκλησιαστική περιουσία παραμένει αφορολόγητη. Και στην άνοδο του νεοναζισμού, οι διακηρύττοντες την αγάπη στον πλησίον δεν βγήκαν επίσημα, βροντερά και απερίφραστα να καταδικάσουν τα πογκρόμ και τα μαχαιρώματα των νεοναζί, τις ρατσιστικές διακρίσεις στο οξύμωρο φιλανθρωπικό έργο της Χρυσής Αυγής, αλλά αντίθετα συμπορεύονται με τη συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση σε περιπτώσεις όπως το «Χυτήριο».
Και δεν αυταπατάται κανείς πως η Εκκλησία θα παραμένει στο απυρόβλητο όσο έχουμε πρωθυπουργό κάποιον που επικαλείται δημόσια τη βοήθεια της Παναγίας προκειμένου να «κερδίσει τη μάχη» ενάντια στην κρίση. Αντί για την Παναγία όμως, τον συντρέχει η τρικομματική κυβέρνηση στο... θεάρεστο έργο του, στο να πετύχει βαθύτερη κοινωνική αδικία, πιο ισχυρό κατασταλτικό μηχανισμό, πιο απροκάλυπτη λογοκρισία και σκαιό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Μεταξύ της Ανάστασης και των νεκρών εργατών στην εξέγερση στο Σικάγο του 1886, which side are you on?, όπως έγραφε το 1931 η Florence Reece, η γυναίκα του αρχισυνδικαλιστή, για τη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στο Κεντάκι των ΗΠΑ πάνω σε μια μελωδία από... ύμνο των Βαπτιστών; Σε κοινωνίες όπως η δική μας δεν κινδυνεύουν οι χριστιανοί να περάσουν σχεδόν στην παρανομία, όπως στο «Αστείο» του Κούντερα. Αλλά και η άκριτη σύμπλευση Αριστεράς και Εκκλησίας δεν είναι... ευλογημένη. Η αντιγνώση είναι τα δεκανίκια του καπιταλισμού. Δεν τα έγραφε έτσι, στον αέρα, η Λιλή Ζωγράφου.