28/8/19

Δροσουλίτες και μια κόκκινη Βολγκσβάγκεν

"Εμείς οφέτος δεν επήγαμε πουθενά γιατί αργήσαμε να κάμουμε τσι κουρές κι ύστερα όντε πιάσανε οι ζέστες με έπαιρνε ο πατέρας μου στα πρόβατα. Πέρυσι που ήμουνε πιο μικιός επήγα με το θειό μου και τα ξαδέρφια μου στο Φραγκοκάστελλο. Να γράψω θέλει για πέρυσι μα το ίδιο κάνει."

Ο Χαραλάμπης, αφού έγραψε τον παραπάνω πρόλογο, έπιασε να ξύνει το μολύβι του ροκανίζοντας τον χρόνο, ώσπου να τον επισκεφθεί η άπιστη ερωμένη των καλαμαράδων με το σαγηνευτικό όνομα «έμπνευση» και να ανταποκριθεί στο «σκέφτομαι και γράφω» της Γλώσσας της Ε’ Δημοτικού με τίτλο «Πώς πέρασα το καλοκαίρι» αλλά και να εντυπωσιάσει το Κουλιώ, μια συμμαθήτριά του όλο σκέρτσο και νάζι.

Όμως η αλήθεια είναι ότι για τις κτηνοτροφικές οικογένειες στα ορεινά της Κρήτης οι καλοκαιρινές διακοπές σπανίζουν όσο το χιόνι για τους βεδουίνους, η έρημος για τους Εσκιμώους και το πρωτάθλημα για την ΑΕΛ. Έτσι ο Χαραλάμπης, αμάθητος σε διακοπές έπαθε μια ξεγυρισμένη ηλίαση, οπότε την έβγαλε ανάμεσα σε υψηλό πυρετό, εμετούς, ρίγη και χριστοπαναγίες, οι οποίες ενδημούν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Τι τις ήθελε τις διακοπές;

Οι διακοπές, οι εξοχικές κατοικίες και τα συμπαρομαρτούντα είναι επινόηση των Ρωμαίων ευγενών, οι οποίοι αρέσκοντο στα λουτρά, τα σταφύλια, τις χρυσές κούπες, τα δάφνινα στεφάνια και τους καυγάδες σύμφωνα πάντα με τον Αστερίξ και άλλα ιστορικά ντοκουμέντα.

Η σύντομη διακοπή στο αυτοματοποιημένο καπιταλιστικό παραγωγικό μοντέλο διέρρευσε από την άρχουσα τάξη, επεκτάθηκε στην υπόλοιπη κοινωνική πυραμίδα και βεβαίως ευτελίστηκε. Έτσι φτάσαμε από το χλιδάτο παραθερισμό επί Τιβέριου Ιούλιου Καίσαρα στα μπάνια του λαού επί Ανδρέα Παπανδρέου. Αλλά αυτά συμβαίνουν όταν ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός δεν ανακόπτεται από τους αστούς, όταν δεν αναχαιτίζεται η πρόσβαση στις ακτές χάρη στην όμορφη ιδιωτική πρωτοβουλία και τη γλυκιά τουριστική ανάπτυξη.

Έτσι το καλοκαίρι του 1987, κι αφού η πατρίδα μας είχε θριαμβεύσει στο Ευρωμπάσκετ, είχε αποσοβηθεί ο κίνδυνος σύρραξης λόγω παραβίασης της υφαλοκρηπίδας μας από το Σισμίκ στο Αιγαίο, και είχαν πάλι τελματώσει οι συζητήσεις για τον διαχωρισμό Εκκλησίας- Κράτους μετά την οξεία αντιπαράθεση των δύο μερών με αφορμή το νόμο Τρίτση, ο Χαραλάμπης βρέθηκε να παραθερίζει αρχοντικά μέσα σε σμαραγδένια νερά και αντίκρυ σε ενετικά κάστρα.

Ο θείος διέθετε μία κόκκινη κλούβα Βολγκσβάγκεν, την οποία είχε επενδύσει εσωτερικά με κόντρα πλακέ, ώστε να μαλακώσει το γερμανικό το μέταλλο σε ντόπιο ψευτόξυλο και να μπορέσει να υποδεχθεί το στρωματέξ με εμπριμέ πανωσέντονα και άφθονα μαξιλάρια, αφήνοντας χώρο και για μίνι κουζίνα, δηλαδή πλαστικό ψυγειάκι, κατσαρολικά, πιατικά και πετρογκάζ. Προς θεού, το πετρογκάζ δε το άναβαν μέσα στο όχημα, παρεκτός βέβαια αν έπιαναν τα τρελά μελτέμια και ο θείος έπρεπε εξάπαντος να πιει τον γλυκύ βραστό το πρωί, οπότε συντελούταν η κουζουλάδα να ανάψει η φλόγα με κίνδυνο να λαμπαδιάσει και να γίνει αποκαΐδια το αυτοσχέδιο τροχόσπιτο.

Ο θείος του, χεριστής ανυψωτικών μηχανημάτων στο επάγγελμα, μερακλής μάστορας στο χόμπι, περιέφερε με περηφάνια το έργο του, μόνος του έκανε τις μετατροπές στη κλούβα. Φόρτωνε τη γυναίκα και τα δυο ξαδέρφια του Μπάμπη -να σημειωθεί εδώ πως όταν κατέβαινε από τα βουνά στα πεδινά της πρωτεύουσας αποκτούσε υποκοριστικό- ζαλώνονταν θερμός, πτυσσόμενες καρέκλες, λουξάκια, τάπερ, ψάθες και πράσινα φιδάκια αντικουνουπικά και μισανθρωπικά και εξορμούσαν κομβόι με δυο ακόμα οικογένειες στην πάραλο κρητική γη.

"Δεν είδαμε βέβαια τσι Δροσουλίτες γιατί εμείς επήγαμε τση Παναγιάς κι αυτοί βγαίνουνε από το Μάη μέχρι τον Ιούνη. Αλλά είπε μου ο θειός μου πως του χρόνου, πρώτα ο Θεός, θα πάμε την Πρωτομαγιά μπας και τσι δούμε. Δε με γνοιάζουν εμένα τα φαντάσματα, κι ας είναι και στρατιώτες. Μόνο να είμαστε καλά να κάμουμε πάλι στρωματσάδα στο τροχόσπιτο."

Η δασκάλα διάβασε την έκθεση του Χαραλάμπη μέσα στην τάξη. Προοδευτική εκπαιδευτικός, δεν επιθυμούσε να επιβραβεύει μόνο τους άριστους με την ανάγνωση των πονημάτων τους, οπότε τα διάλεγε με κλήρωση. Στην κατακλείδα η κυρία Ματίνα με ένα ειρωνικό μειδίαμα σχολίασε πως δεν ήταν τροχόσπιτο αυτό που περιέγραφε αλλά μια απλή κλούβα.

Το βοσκαρουδάκι, πολλά χρόνια αργότερα έμαθε, χαζεύοντας σε ένα τηλεπαιχνίδι, πως volk θα πει λαός και wagen αυτοκίνητο, όλο μαζί το αμάξι του λαού, και θα της το έλεγε να φανεί πως ξέρει και τι πειράζει που δεν ήτανε κανονικό τροχόσπιτο, τροχόσπιτο ήταν γι’ αυτούς και εξοχικό και θερινά ανάκτορα, αλλά τότε μονάχα λούφαξε στο θρανίο ντροπιασμένος. Και το Κουλιώ πάντως δεν είχε γελάσει.

Αργότερα παντρεύτηκε με το Κουλιώ, αλλά πιάστηκαν στα ορεινά, δεν κατάφεραν ακόμα σήμερα που μιλάμε να πάνε διακοπές το καλοκαίρι, τα ζωντανά θέλουν τάισμα και πότισμα όλο το χρόνο. Έτσι εκείνες οι διακοπές, οι μοναδικές του Χαραλάμπη, ξεθώριασαν με τα χρόνια, έμοιασαν μια οφθαλμαπάτη, κάπως σαν τους Δροσουλίτες, κάτι που ίσως είδε, ίσως και όχι.


(Δημοσιεύθηκε στο "Εξιτήριον")