Ο τίτλος και ο υπότιτλος μας εισάγουν κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του τόμου: τόσο η εικόνα των φώτων που αχνοφέγγουν (ή τρεμοσβήνουν) στο βάθος, όσο και ο προσδιορισμός «μικρού μήκους» μας υποβάλλουν μια αίσθηση κινηματογραφική. Αίσθηση η οποία επιβεβαιώνεται και από τα κείμενα: τα κοντινά πλάνα, οι ανόμοιες επιταχύνσεις της αφήγησης, οι εικόνες και τα χρώματα, οι «προσωπογραφίες» και οι «τοπιογραφίες» συντείνουν σε αυτήν.
Τα κείμενα του τόμου θα μπορούσαμε να τα πούμε «διηγήματα». Δεν ξέρω όμως αν αυτός -ο γραμματολογικά ακριβής- χαρακτηρισμός μας βοηθάει να συλλάβουμε τα ουσιώδη γνωρίσματα της γραφής της Niemands Rose. Πολύ πιο διαφωτιστικός, για να τα αντιληφθούμε είναι, πιστεύω, ο χαρακτηρισμός του Φοίβου Παναγιωτίδη (στην κριτική του για Τα φώτα στο βάθος, στοwww.bookpress.gr): "αυτομυθογραφίες ή αυτομυθοπλασίες" σε όλα τα κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο υπάρχει αυτοαναφορικό έναυσμα». «Αυτομυθογραφίες», λοιπόν, και όχι αυτοβιογραφίες, αφού το αυτοαναφορικό έναυσμα δεν συνδέεται υποχρεωτικά με πραγματικά περιστατικά του βίου, αλλά μπορεί να απλώνεται σε γεγονότα και πράγματα που δεν ζήσαμε ποτέ, κι όμως μας είναι πιο πραγματικά, πιο οικεία και πιο δικά μας από τα δικά μας. Και αν πρέπει να διακρίνω, κατ' ανάγκην επιγραμματικά, μερικά από τα γνωρίσματα αυτών των «αυτομυθοπλασιών» θα διάλεγα τη δύναμη της εικόνας, τη λαϊκότητα, το μαύρο χιούμορ, το πάθος και τα πάθη, την αγάπη για το σκοτεινό και το μη κανονικό - ένα «αγγελικό και μαύρο φως» διαχέεται και φωτίζει όλα τα κείμενα του τόμου.
H Niemands Rose είναι μια από τις πιο γνωστές και καλές μπλόγκερ (διατηρεί το μπλογκ «Του κανενός το ρόδο»). Ο τόμος αυτός συνιστά, κατά τη γνώμη μου, ένα επιτυχημένο άλμα. Δεν το λέω επειδή πιστεύω ότι το χαρτί υπερέχει της οθόνης ούτε από κάποιον φετιχισμό του χαρτιού ή του βιβλίου – κάθε άλλο. Αλλά επειδή διαβάζοντάς τώρα όλα μαζί τα κείμενα, παλιά και νεότερα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι αντέχουν στον χρόνο (κάποια μετράνε ήδη μια πενταετία ζωής), τις λογοτεχνικές τους αρετές, να τοποθετήσει ως κομμάτια μιας δυνάμει ενιαίας αφήγησης. Και νομίζω ότι «Τα δώρα που σπάνε» ή τον «Επικήδειο αντίλογο» θα τα ζήλευαν αρκετοί λογοτέχνες. Όπως και την τελευταία περίοδο τελευταίες από το «Κυνήγι», με τη νεκρή κοπέλα στον πάγκο του νεκροτομείου: «Την ίδια στιγμή, ο τραυματιοφορέας, βαριεστημένος από τις έξαλλες φλυαρίες του καθηγητή, ένιωσε ένα γουργουρητό στο στομάχι του. Καθώς στεκόταν πάνω από το πτώμα, άρχισε να ξετυλίγει, ατάραχος και βλοσυρός, μέσα από αλουμινόχαρτο ένα σάντουιτς. Δάγκωσε λαίμαργα την πρώτη μπουκιά. Κάποια ψίχουλα έπεσαν στο άψυχο σώμα. Απ' το ανοιχτό παράθυρο όρμησε ένα σπουργιτάκι. Η ομορφιά που είχε μέσα της άρχισε να χύνεται στα φθαρμένα μωσαϊκά του νεκροτομείου, αλλά όλοι κυνηγούσαν αλλόφρονες να διώξουν το σπουργίτι» (σ. 31).
***
«Η φιλοδοξία του δεν ήταν να βγάζει ωραίες φωτογραφίες, αλλά μέσα από τις φωτογραφίες να γνωρίσει τη ζωή», είχε πει ο φωτογράφος και κριτικός Τζων Σαρκόφσκι για τον μεγάλο φωτογράφο Γκάρυ Βίνογκραντ. Θα έλεγα, λοιπόν, αντίστοιχα, ότι φιλοδοξία της Νίμαντς δεν ήταν να γράψει ωραία κείμενα, αλλά, μέσα από αυτά, να γνωρίσει τη ζωή και τους ανθρώπους, τον ψυχισμό και τα πάθη τους. Και, κάνοντάς το, μας χάρισε ωραία κείμενα.