19/12/17

Η γραβάτα του Θεού

Η πιο συγκλονιστική είδηση όλων των εποχών επιβεβαιώθηκε. Ο Θεός χρεοκόπησε. Οι συνέπειες ενόψη εορταστικής περιόδου εκτιμάται ότι θα είναι ολέθριες. Ο κίνδυνος να κλυδωνιστεί περαιτέρω η παγκόσμια αγορά είναι ορατός. Επιτακτική ανάγκη να αναζητηθεί επειγόντως λύση. Μία διεθνής αποστολή επισκέπτεται εκτάκτως τον Δία στον Όλυμπο και τον εκλιπαρεί να αναλάβει εκ νέου τη βασιλεία ουρανών και γης. Κατόπιν πολύωρων συνομιλιών, η αποστολή κρίνει άκαρπες τις διαπραγματεύσεις και αποχωρεί.

Ο Δίας βρίσκεται πλέον μόνος στο παλάτι, είναι ξαπλωμένος σε ένα ανάκλιντρο κρατώντας παπύρους. Τσιμπολογάει αμβροσία και πίνει νέκταρ με το καλαμάκι.

Οι θνητοί τού έχουν προσφέρει δώρο ένα πανάκριβο κουστουμι και μία καφέ γραβάτα λυμένη και περασμένη στο κολάρο του πουκαμίσου. Ο Δίας μονολογεί ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το κουστούμι.

“Και αν δε αναλάβω; Αν αρνηθώ, ρε παιδάκι μου. Τι θα μου κάνουν; Ντα; Βαριέμαι, δεν πάω πουθενά.”

Φέρνει σε απόσταση τους παπύρους και διαβάζει συλλαβιστά.

“Λοπαδοτεμαχο, λοπαδοτεμαχοσελαχο, λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανο. Τζίφος. Εδώ σκοντάφτω πάντα. Από το 396 προ ακατανόμαστου προσπαθώ να βγάλω με μια ανάσα τη φράση στις Εκκλησιάζουσες και δεν τα καταφέρνω. Α, ρε Αριστοφάνη, θνητός- θνητός, μας έβαλες τα γυαλιά.”

Ο Δίας βγάζει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας  και κοιτάει το κουστούμι.

“Όλη τους η κάψα είναι να μην χάσουν τον τζίρο. Τις άλλες τις παρλαπίπες ότι τάχα μου θα στεναχωρηθούν τα παιδάκια εάν ματαιωθούν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά τις ακούω βερεσέ. Δεν είμαι και χτεσινός. Θα χάσω εγώ την ωραία μου τη βολή, με το εφάπαξ και τη συνταξούλα μου για να ξανακυβερνήσω; Πριτς!

Πανικός με πιάνει και μόνο που το σκέφτομαι. Όταν είχα εγώ την εξουσία ήμαστε τρεις κι ο κούκος, περισσότεροι οι θεοί από τους ανθρώπους, κάτι σαν τους μπάτσους στις πορείες. Τώρα έχουν φτάσει τα 7.5 δις πληθυσμό, ακολουθώντας το αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι του μικρού. Και σα να μην έφτανε αυτό θέλουν ένα Θεό να τους κουλαντρίσει. Όχι, δε θα βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα.”

Ο Δίας χαμογελάει κοιτώντας τη γραβάτα στο κουστούμι.

“Όχι εσένα βρε. Τρόπος του λέγειν. Δε μου λες, πώς με βρήκαν εδώ πάνω; Τους έβλεπα κατά καιρούς που σκαρφάλωναν σαν τις μαϊμούδες μ’ αυτά τα τσουβάλια τα χρωματιστά.

Πάει, έχουν χάσει το γούστο τους οι Έλληνες. Πού είναι ο Φειδίας, το χρυσό μου, που μας έφτιαχνε κάτι ωραία σκιστά, με πιέτες, αραχνοϋφαντα, μεσάτα, πόρπες εδώ, πολύ ωραία και μετά μας έλεγε κάτσε τώρα να σου φτιάξω ένα άγαλμα. Σιγά μη βγάλω εγώ το μίνι το αεράτο να βάλω αυτούς τους υφασμάτινους σωλήνες.

Πάλι καλά που σκέφτηκαν να βάλουν κι εσένα να έχει μια εσάνς αρχαιότητας. Αν τελικά το αποφασίσω, θα σε κραδαίνω ψηλά σαν την θεά των όφεων.”

Ο Δίας αναστενάζει.

“Την έβλεπα καμιά φορά στη Λέσχη τη Μινωίτισσα. Τι βυζάρες, Θεέ μου! Δεκαοχτώ αιώνες στητά, σφριγηλά, όχι σαν τις θνητές, που δε τους κρατιούνται όρθια ούτε πενήντα χρόνια.

Στις αρχές που ανέλαβε την ηγεμονία ο μικρός, ερχόταν κι αυτός κάπου-κάπου στη Λέσχη.

“Ρε μαλάκα”, τού’ χα πει, “το σκέφτηκες καλά που πήγες να μπλέξεις;”

“Ήρθε ο καιρός να κυβερνήσω. Με ζητάει ο λαός” μ’ απάνταγε.

Έβγαλε δυο χιλιετίες, έπεσε κι αυτός. Δε σ’ αφήνουν να βγάλεις τετραχιλιετία, πάει και τελείωσε. Εντάξει, του έτυχαν πολλά, δε λέω. Αλλά ποιος του φταίει; Πόνταρε λάθος.

“Θα επενδύσω στη Μεσοποταμία”, έλεγε “που έχουν και πετρέλαια”.

“Βρε δεν κάθεσαι στους Έλληνες που τους ξέρουμε τουλάχιστον; Αχρηστοι είναι κι αυτοί μάσα, ξάπλα και ραχάτι, πλακώνονται μεταξύ τους, όπως τους δικούς σου, αλλά τουλάχιστον εδώ έχει ωραίο καιρό και γαμώ τις παραλίες”  του έλεγα.

“Όχι, θα πάω στα πετρέλαια γιατί αυτοί βαριούνται και να πάρουν τα πόδια τους. Θα φτιάξουν μηχανές μια μέρα, θα το χρησιμοποιούν σαν καύσιμο και θα γίνει μεγάλο νταβαντούρι” επέμενε ο δικός σου.

Καλά, δεν έπεσε έξω σ’ αυτό, εδώ που τα λέμε. Δες όμως πώς έγινε η Μέση Ανατολή. Κώλος. Οι δικοί μου το πολύ να σφαχτούν πεντέξι χρόνια μεταξύ τους, μετά κουράζονται, σταματάνε, εθνική συμφιλίωση σου λέει. Βρίζονται μόνο.

Όταν έχει κίνηση στην Αθήνα στήνω αυτί και ακούω τα μπινελίκια. “Καριόλη, γαμώ τη στραβωμάρα σου, δεν είδες το φλας;” Και τα στάδια μ’ αρέσουν, γήπεδα, πώς τα λένε; Εκεί να δεις βρισίδια. Γαμιούνται όλα, γαμώ το σπίτι σου, γαμιέται η μάνα σου, γαμημένη διαιτησία, γαμώ τη Παναχαϊκή μου. Γαμιέται ο Δίας. Το λένε κι αυτό. Εμένα δε με πειράζει. Ο μικρός στραβώνει. Δε θέλει να του βρίζουν την  οικογένεια. Είναι λίγο κομπλεξικό το άτομο.

Και να σου πω και κάτι μεταξύ μας; Δεν είχε πυγμή, γι’αυτό βάρεσε μπιέλα το μαγαζί. Μόνο τους κακόμοιρους εκεί κάτω ήξερε να φοβερίζει και να ταλαιπωρεί. Μες στον Οίκο του ήταν Παναγία. Άμα τον ξαναδείς να του το πεις. Κατά πρώτον, αν δε μπορείς, Κύριε, να επιβληθείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι πώς θα επιβληθείς κάτω; Δε τον σεβάστηκαν οι ίδιοι οι γιοι  του. Κατεβαίνει ο πρώτος να στήσει την επιχείρηση, φτιάχνει μια κατάσταση Γαλιλαία, Ιερουσαλήμ, Γεσθημανή, τρώνε το παραμύθι, ανεβαίνει στο νεφελοφόρο -εγώ του’ το χα πουλήσει μεταχειρισμένο- τσιμπάνε κάτω, ω! αναστήθηκε,ουάου. Όλα καλά.

Ο άλλος ο σπόρος τι ήθελε και κατέβηκε; “Όχι, δεν είναι έτσι ο πατέρας μας, είναι αλλιώς, εγώ θα σας τα πω εγώ καλύτερα.” Κι άρχισε να εκπέμπει από Μέκκα. Μέκκα μου.

Γίνανε από δυο χωριά χωριάτες και μέσα στον Οίκο. “Σκάστε”, τους φώναζα, “θέλουμε να κοιμηθούμε.” Δε μ’ έφτανε η κρεβατομουρμούρα της Ήρας, είχα και τους από πάνω να τσακώνονται.

Εγώ ρε έχω καμιά σαρανταριά παιδιά, νόμιμα και νόθα, δεν τόλμησε ένα να μου κάνει τέτοια νίλα, να κατέβει κάτω να κάνει τον προφήτη. Πιο παλιά του το’ χα πετάξει στη Λέσχη.

“Α, ρε μικρέ, δυο γιους είχες όλους κι όλους και δε μπόρεσες να τους κάνεις ζάφτι. Δε κάνεις κανένα τρίτο τώρα στα γεράματα να δουν και οι Εβραίοι χαϊρι και προκοπή που είναι ακόμα στο περίμενε;”

Τσαντίστηκε ο μικρός και δεν ξαναπάτησε στη Λέσχη. Μετά έβγαλα κι εγώ μια αλλεργία στις βρωμόγατες της Αιγύπτου κι έκοψα. Βλέπεις διεκδίκησαν και πήραν κι αυτές δικαιώματα εισόδου ως σύμβολα λατρείας και μας έκαναν τη Λέσχη το κλουβί του μπόγια, άσταδιαλα, γεμίσαμε τρίχες εκεί μέσα. Δε μου λες, χρυσό μου, αν σε κλείσω σε κανένα τσουβάλι με δαυτες θα τις βγάλεις νοκ άουτ;”

Ακούγεται οχλαγωγία και χτυπήματα στην πόρτα.

“Μας τά’ πανε, μας τά ‘πανε!” φωνάζει ο Δίας. Απευθύνεται ψιθυριστά στη γραβάτα. “‘Ηρθανε για τα καλάντα. Βρήκανε το δρόμο τώρα για το παλάτι και θα μου τα πρήξουνε.”

Όμως αντί για κάλαντα ακούγεται ο ύμνος του Διός.

“Πάτερ Σωτήρ, Δία- Ζευς, ελθέ, ανάλαβε την βασιλεία ουρανών και γης.”

Ο Δίας φοράει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, βάζει την παλάμη στο μέτωπο αντήλιο και κοιτάει πέρα μακριά.

“Θυσιάζουν ταύρο στο βωμό. Αχ, δε το πιστεύω. Πόσους αιώνες έχουν να μου κάνουν δέηση; Παλιόπαιδα, με συγκίνησαν.”

Σκουπίζει ένα δάκρυ και ξεσπάει καταιγίδα. Ο Δίας φωνάζει πασίχαρος. “Με επανέφεραν! Με επανέφεραν!”  Βήχει και ακούγεται βροντή. “Είμαι και πάλι ο βασιλεύς ουρανών και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων.”

Κοιτώντας προς τα πάνω φωνάζει. “Μικρέ, φάε τη σκόνη μου. Και πες στον πρωτότοκο να μου επιστρέψει το νεφελοφόρο γιατί θέλω να κάνω εμφάνιση.”

Στέκεται πάνω από το κουστούμι.

“Πρέπει όμως να φορέσω και αυτούς τους σωλήνες. Θέλουν, λέει, θεό με στόφα μάνατζερ. Τελοσπάντων, ας κάνω κι εγώ μία θυσία. Ένα σμήνος κεραυνούς έχω χαλάσει στα κεφάλια τους κι αυτά επιμένουν να πιστεύουν. Και φταις κι εσύ ατακτούτσικο που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Σου γυάλισε το Ευάκι, άρχισες τα κεράσματα, στράβωσε ο μικρός, που τό’ χει και συνήθεια, και χαλάσατε το έργο από την πρώτη πράξη. Τελοσπάντων. Να σου πω βρε, πείνασες; Τι σου έδινε ο άλλος ο άχρηστος στην Εδέμ; Εμείς εδώ μόνο νέκταρ κι αμβροσία έχουμε.”

Ο Δίας βάζει σε ένα πιατάκι νέκταρ και το αφήνει μπροστά στη γραβάτα.

Αρχίζει να απεκδύεται τον μανδύα, το δάφνινο στεφάνι και τα σανδάλια, πίνει μια γουλιά νέκταρ και τραγουδάει “είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας, ποιος είν΄αυτός που δε λαχτάρησε να πιει.”

Στέκεται πάνω από το κουστούμι. “Καλέ, γιατί δεν πίνεις;” Πιάνει στα χέρια του τη γραβάτα και διαπιστώνοντας πως δεν είναι ζωντανή φωνάζει έντρομος “Αχ, είναι ψόφιο το κωλόφιδο! Βοήθεια! Θεούλη μου!”


(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Αναγνώστης")

4/12/17

μπαλόνι


Εσύ περπατούσες σε λερούς κι έρημους δρόμους τυλιγμένος με το σκούρο σου παλτό και το μαύρο παραμιλητό σου. Διάβαινες με τα χέρια στις τσέπες, κρύωνες χειμώνα- καλοκαίρι. Βάδιζες σκυφτός και βιαστικός. Εγώ σε ακολουθούσα αθόρυβα σαν σκιά από ψηλά. Πάνω στα ηλεκτροφόρα σύρματα έγραφα μελωδίες για σένα, πάνω στους τοίχους σού έγραφα συνθήματα, αλλά συ δε σήκωνες ποτέ το βλέμμα στον ουρανό. Το χώμα, μόνο το χώμα. Μια νύχτα μπλέχτηκα στα κλαδιά ενός δέντρου. Και τότε επιτέλους στράφηκες κατά το μέρος μου επειδή έκανα κρότο. Όταν με είδες ήμουν πια ένα κομμάτι καουτσούκ στο χώμα. Το είχα σκάσει από το χέρι ενός παιδιού.



Φωτογραφία: Μυρτώ Αρστείδου
Από το άλμπουμ The story of a moment