27/3/08

drink a toast

Πώς θα γεμίσει κι αυτό το ποστ;
Φτιάξε μου πάλι ένα τοστ.
Είμαι αγνή, δεν είδα Lost.

Έχει γεμίσει κρέας το τζην.
Και το κουμπί φτάνει στο αμήν.
Σαμάνθα Φόξ χωρίς το PIN.

Πες μου τι θέλεις Φιλέα Φόγκ;
Θα σε βαρέσω με 'κανα γκόγκ.
Απ' τη ναυτία σε βλέπω Ζόγκ.

Let's drink a toast to this post
let's cook a frog with some hog
let's plant some green in your chic chin.


19/3/08

πλαστικά

Μια σφίγγα, ή μπορεί και μέλισσα, μπαίνει στην τουαλέτα του νοικιασμένου παλιού μας σπιτιού στο κεντρικό Λονδίνο. Τα παράθυρα κλειστά. Μπαίνει από την πόρτα. Η πόρτα ανοιχτή γιατί καθαρίζω. Πηγαίνει ζαλισμένη σε μια μικροσκοπική γλάστρα με πλαστικές κίτρινες τουλίπες και χορταράκι πλαστικό. Το γλαστράκι το έχω κλεμμένο από ένα εστιατόριο βραζιλιάνικο στο Άμστερνταμ. Κλέβω μικροπράγματα, στιγμές και καμιά φορά συναισθήματα. Ντροπή μου. Όχι που τα κλέβω αλλά που τα βαριέμαι και τα πετάω. Η σφίγγα πέταξε και ήρθε να πεθάνει στο κλεμμένο πλαστικό γλαστράκι με τις κίτρινες τουλίπες. Την παρατηρώ. Δε πετάει, σέρνει τα ποδάρια της. Άδικο. Με τα κίτρινα πλαστικά γάντια, παίρνω τη γλάστρα στα χέρια μου, χειρουργώ την κάθαρση. Η σφίγγα θα ζήσει για καινούργια αινίγματα, όπως την μέλιτταν ορώμεν εφ' έκαστα μεν τα βλαστήματα καθιζόμενη και αφ' εκάστου τα βέλτιστα λαμβάνουσα. Καλά τα λέω; Εννοώ, θα ζήσει; Τι με νοιάζει αν ζήσει. Να πεθάνει σε πλαστική γλάστρα δεν ήθελα. Την γκρέμισα από το ανοιχτό παράθυρο του κάτω δωματίου. Και πέταξε! Addio θα πει στο Θεό. Στον Πλάστη σου. Και πες του πνιγήκαμε στα πλαστικά.

13/3/08

Βρέχει στο Λονδίνο

Είναι πολύ όμορφα που βρέχει. Ακούω κάποια αγαπημένα instrumental χαμηλά για να μη χάνω τον ήχο της σταγόνας που φτάνει στη γη.




Θολώνει η βροχή το παράθυρο. Μόνο στο σκίουρο δεν αρέσει να γίνεται παπί.



Την αγαπάω τη βροχή ακόμα. Οι μεγάλοι δεν μουσκεύουν το στρώμα τους. Ούτε στον άστεγο αρέσει να γίνεται μούσκεμα το στρώμα του.



Είναι μαγευτική η βροχή. Είναι φθηνά τα καλλυντικά. Ο χρόνος όμως είναι χρήμα. Η μετανάστρια στέκει βαμμένη και περιμένει το λεωφορείο. Η βροχή χρωματίζεται από το πρόσωπό της και ο χρόνος της κλέβει το πορτοφόλι.



Η βροχή μου φέρνει το ουράνιο τόξο. Όπως τη σημαία του ομοφυλόφιλου που κρύβει το παράθυρό του. Και δε βλέπει τη βροχή, έξω.



Και θα το δούμε. Δε γίνεται αλλιώς.

10/3/08

Ανοργασμικιά



Σκύλα,
δε θα σου τηλεφωνήσω
κι αν με πάρεις θα στο κλείσω
θα σου δείξω εγώ.
Κάργια,
έσκισα τα γράμματα σου
μάζεψα τα πράγματα σου
τέρμα ως εδώ.

Ρφρέν
Γιατί είσαι άχαρη
είσαι αχάριστη
είσαι μονόχνωτη,
κομπλεξικιά.
Γιατί είσαι άγαρμπη
είσαι αναίσθητη
είσαι κρυόκωλη
και ανοργασμικιά.

Κτήνος,
δε μου φτάνει ένα μπουκάλι
με κατάντησες ρεμάλι
κι αλκοολικό
Βούρλο,
πρώτα θες να με φυτέψεις
κι ύστερα θα με πιστέψεις
πόσο σ' αγαπώ.

Στίχοι- Μουσική- Φωνή: Γιάννης Μηλιώκας




GIANNI GYRNA PISO!

9/3/08

The kite runner

Συνήθως αποφεύγω να γράφω για ταινίες και βιβλία γιατί μου φαίνεται σαν να κάνω επίδειξη. Και φροντίζω επίσης όταν γράφω να μην κάνω name-dropping, δηλαδή να μην πετάω ονόματα, τίτλους και τσιτάτα γιατί κι αυτό είναι δείγμα ότι θέλω να κομπάσω για όσα έτυχε να δω, να διαβάσω να ακούσω. Και τις εγγλέζικες εκφράσεις, τις αποφεύγω κι αυτές (πριν ταίριαζε πιο πολύ να γράψω show off αλλά συγκρατήθηκα). Κι ούτε για τα ταξίδια μου θέλω να μιλάω. Δε θέλω να γίνομαι ανυπόφορη. Αν και τώρα μόλις έγινα, κομπάζοντας για τους αυτοπεριορισμούς μου και τη δήθεν ταπεινότητα που καλλιεργώ.
Επίσης αποφεύγω να γράφω με αφορμή την επικαιρότητα. Η βαβούρα των μμε και η ρηχότητα των ειδήσεων με αρρωσταίνει. Ενημερώνομαι αλλά θέλω να αφήνω τα γεγονότα να περάσουν από μέσα μου, να δω αν θα αφήσουν τίποτα και έπειτα να μιλήσω. Θα ήθελα να ζω στην εποχή πριν την εποχή της πληροφορίας. Όπου αντί να γράφω σε ένα blog θα φρόντιζα το εγγονάκι μου, 30 χρονών γυναίκα. Και τότε, αν είχα μια στάλα κριτική ικανότητα, θα έκλαιγα καθαρίζοντας κρεμμύδια για την ανελευθερία μου. Αλλά θα έκλαιγα κρυφά για να μην είμαι ανυπόφορη.



Ας κάνω μια εξαίρεση τώρα, μετά τη μίνι εξομολόγηση. Παίρνοντας αφορμή από την Καθαρή Δευτέρα και το πέταγμα του χαρταετού, θα γράψω δυο λόγια για μια ταινία που είδα και ακόμα δε μπορώ να αποφασίσω αν μου άρεσε, το "The kite runner", που για καλή μου τύχη βρήκα ήδη ολόκληρο review από πιο ειδικό blog από το δικό μου, το ελληνόφωνο Cinema.

Αυτό που δεν μου άρεσε καθόλου στην ταινία ήταν ότι κατέληξε να παρουσιάσει τις ΗΠΑ σαν τη γη της ελευθερίας σε κραυγαλέα αντίθεση με το Αφγανιστάν. Όπως επίσης δε μου άρεσε και το ότι ο σεναριογράφος αναγκάστηκε να στύψει το βιβλίο -πάνω στο οποίο βασίζεται- για να βγει το κινηματογραφικό σενάριο, με αποτέλεσμα να αφαιρεθεί ένα από τα πιο σημαντικά σημεία της ιστορίας (η απόπειρα αυτοκτονίας του μικρού αγοριού στο τέλος). Δε μου άρεσε που κάθησε δίπλα μου ένας ηλικιωμένος κύριος που μύριζε έντονα λεβάντα και ταλκ.

Αυτό που μου άρεσε ήταν η φωτογραφία, οι ερμηνείες, η πλοκή, κάποια πλάνα με όμορφους, διακριτικούς συμβολισμούς. Μου άρεσε τέλος που σκουπίσαμε το δάκρυ μας την ίδια στιγμή με τον ηλικιωμένο κύριο και ήθελα να του χαϊδέψω το χέρι, που έλαμπε μες στο σκοτάδι πάνω στα αεροπορικά καθίσματα του σινεμά. Λες και ήμαστε έτοιμοι για προσγείωση στη γη του Αφγανιστάν. Μόνοι σαν αετοί, στο δάκρυ, χάρτινοι στη συγκίνηση.


5/3/08

Angel

Κάπου στο Angel, μια περιοχή στο κεντροανατολικό Λονδίνο, βρίσκεται ένα καφέ. Αλλά ας αφήσουμε τα καφέ. Το Angel έχει μια ατμόσφαιρα κοσμοπολίτικη- ολτέρνατιβ- κουλτουρέ. Έχει μεξικάνικο μπριζολο-μπουφέ που σερβίρεσαι όσο κρέας θέλεις από τις περιφερόμενες σερβιτόρες, τούρκικα εστιατόρια με ναργιλέδες, μαξιλάρες, κεριά και αρκετή δηθενιά, έχει κεμπαμπτζίδικα, κουβανέζικο μπαρ με καϊπιρίνιες και καλή σανγκρία σε πλαστικά εμπριμέ τραπεζομάντηλα, έχει γιαπωνέζικο σούσι μπαρ, έχει και πολλές βρετανικές παμπ με οθόνες για ποδόσφαιρο και κουλοχέρηδες και άλλα πολλά.

Μια βραδιά, στο Angel είχε και μια ταμπέλα στο πεζοδρόμιο ζωσμένη μέχρι πάνω με λουλούδια, ανθοδέσμες και αναμνηστικά αρκουδάκια. Αν δεν ήταν μωβ οι κορδέλες θα νόμιζα πως κάποιος ερωτευμένος εκδήλωσε την τρέλα του. Όμως τα σφηνωμένα σημειώματα ανάμεσα στα άνθη έλεγαν κάτι διαφορετικό. Αποχαιρετούσαν για πάντα ένα φίλο που μαχαιρώθηκε και ξεψύχησε σε αυτό εδώ τον δρόμο. Τον κεντρικό δρόμο του πολύβοου Angel. Ψηλά στον στύλο είχε μια αγγελία της βρετανικής αστυνομίας με τη φωτογραφία του θύματος. Λευκός γύρω στα 30. Χαμογελαστός. Τον μαχαίρωσαν δύο άντρες με κουκούλες έξω από ένα κλαμπ χωρίς προφανή λόγο. For no obvious reason, μάγκα μου. Έτσι, για το τίποτα.

Το Angel όμως έχει και ένα όμορφο κανάλι με τρυφερές γέφυρες, ποταμόπλοια, και δέντρα που χαϊδεύουν με τις φυλλωσιές τους τα νερά του ποταμού. Και το κανάλι έχει παγκάκια. Και η άνοιξη έχει κέφια. Και άμα η άνοιξη έχει κέφια, εμείς ερωτευόμαστε. Κι εγώ τότε σε ερωτευόμουν και περνούσαμε όλη τη μέρα μαζί, παρέα και με τους φίλους μας. Ώσπου το βράδυ βρεθήκαμε να τραγουδάμε σιγανά στα σκοτεινά, δίπλα στο κανάλι που καθρέφτιζε την φεγγαροβραδιά.

Μετά, βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο και περπατούσαμε όλοι μαυλισμένοι κατά τη στάση του λεωφορείου. Θα με καλέσεις να μείνω μαζί σου απόψε; Μακάρι να με καλέσεις γιατί φοβάμαι και να γυρίσω με night bus μόνη μου στο σπίτι. Και με κάλεσες χωρίς να ακούσεις μια λέξη από τις ερωτήσεις μου! Και τότε είδαμε μια λίμνη αίματος στο πεζοδρόμιο. Στη μέση του μεγάλου πεζοδρομίου με τα εκατοντάδες άτομα να πηγαινοέρχονται μέσα σε ένα βράδυ. Ακριβώς δίπλα από ένα δέντρο μια λίμνη κόκκινο ανθρώπινο αίμα. Κοκαλώσαμε όλοι οι φίλοι. Αίμα που θα ήταν ζεστό ακόμα. Ούτε αστυνομία δεν είχε προλάβει να έρθει, ούτε η κορδέλα του crime scene, ούτε μια κάμερα. Άλλο ένα συνηθισμένο έγκλημα στο Angel. Αίμα ζωντανού ή ήδη νεκρού. Ποτέ δε μάθαμε. Μόνο πως είσαι πια ο φύλακας άγγελός μου. Αυτό το ξέρουν όλοι. Κι εγώ.

3/3/08

Ψωμί και Τριαντάφυλλα με τη Βούλα

Με τη Βούλα ήμαστε μαζί σε όλες τις τάξεις του δημοτικού, αν και τις ταξικές μας διαφορές τις είχαμε. Εκείνη ανήκε στα κατώτερα στρώματα. Στην καδραρισμένη φωτογραφία των πλανόδιων φωτογράφων, στα πίσω θρανία, καθόταν άλλοτε ζαρωμένη, άλλοτε μουτρωμένη, άλλοτε απαθής και κάποτε με γελαστές πονηρόφατσες όλη η αφρόκρεμα της πρώιμης κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Κάθε λογής φρούτο μη κατάλληλο για το σχολικό κλίμα τοποθετούνταν αυτοβούλως στο περιθώριο. Κακοί μαθητές, κουμπούρια, αρρωστιάρικα, κακομούτσουνα, υπερμετρωπικά με πρεσβυωπικές γυαλαμπούκες, με μόνιμη ρινόρροια, ψείρες, πολύ ψηλά ή πολύ παχιά ή πολύ λεπτά ή πολύ καμπούρικα για τον μέσο όρο, παιδιά σαν σίγμα τελικό από τη σκολίωση, υπερκινητικά, με προβλήματα άρθρωσης, κεκεδάκια, ασθματικά με τα εισπνεόμενα ανά χείρας, ταραξίες, κακοντυμένα, λεκιασμένα, με απλανές βλέμμα, νοικοκυρούλες από κούνιας, άνεργοι από κούνιας, αποκομμένοι και αυτοεξόριστοι...στα πίσω θρανία.

Εμείς εκεί μπροστά ήμαστε οι δέκτες: οι καπάτσοι, ξύπνιοι, μελετηροί, ήσυχοι, δραστήριοι, συχνά ευείδεις, από τα καλά σπίτια ή έστω σπίτια που πίστευαν στη μόρφωση. Εμείς, οι ταλαντούχοι, οι καλοί μαθητές, οι ικανοί για το καλύτερο ήμαστε η ελπίδα του σχολείου. Οι άλλοι;.... «άστους μωρέ αυτούς»... Και η Βούλα ήταν στους «άστους μωρέ». Κι ας χώριζαν τα σπίτια μας λίγα τετράγωνα. Μας χώριζαν όμως πολλά άλφα με τόνο. Αγεφύρωτες διαφορές για πιτσιρίκια, ιδίως κατά τη διάρκεια της σχολική σεζόν.

Το καλοκαίρι πάλι, κάπως τα πράγματα χαλάρωναν και οι ταξικές διαφορές υποχωρούσαν. Λίγο το περίπτερο με τα παγωτά που γινόταν κοινό σημείο αναφοράς, λίγο τα ποδήλατα, λίγο κανένα πινγκ-πονγκ με μπάλα molten του βόλλεϋ, λίγο κανένας κεραυνοβόλος έρωτας που έπρεπε επειγόντως να κοινοποιηθεί, λίγο οι συλλογές από αφίσες και κόλλες αλληλογραφίας. Πολύ θέλει ένα 10χρονο να ξεχάσει τη θέση του στην κοινωνία; Έτσι, μια φορά που είχα μαλώσει με την Ελένη την κολλητή μου, που ανήκε στο ίδιο άππερ κλας με μένα - γιατί είχαμε και τις διαφορές μας εκεί στις ανώτερες τάξεις- αποφάσισα να στραφώ στη Βούλα, τη γειτόνισσα και συμμαθήτρια, να σκάσει η κολλητή από τη ζήλια της και εγώ να έχω παρέα για το καλοκαίρι που αλλιώτικα προβλεπόταν μοναχικό έννοια συνώνυμη του βαρετού εκείνα τα χρόνια.

Και τελικά κάναμε καλή παρέα με την γνωστή-άγνωστη Βούλα. Καλό κορίτσι, λαϊκό και έτοιμο να δώσει περιμένοντάς όμως με ανοιχτή τη χούφτα την ανταμοιβή του. Αν και μαζί μου η ανταμοιβή ήταν να κάνει παρέα με την μπουρζουζία της μίζερης σχολικής πραγματικότητας και να ανεβαίνει το πρεστίζ της εξ αντανακλάσεως. Ωραία περάσαμε εκείνο το καλοκαίρι της γεφύρωσης των ταξικών διαφορών! Τα είπαμε όλα. Αναλύσαμε σε βάθος όλους τους χαρακτήρες της κοινωνίας μινιατούρας που ζούσαμε, πήραμε γενναίες αποφάσεις για φλέγοντα ερωτικά ζητήματα, ανοιχτήκαμε σε καινούργιες αγοροπαρέες που είχε πρόσβαση η Bούλα λόγω του ξαδέλφου της του Γιώργου. Τούτο το τελευταίο είχε αποτέλεσμα να περάσω ζάχαρη γιατί και τα φλέρτ μου είχα εξασφαλισμένα και παίζαμε και κανένα μπασκετάκι.

Όταν η αυξητική μου ορμόνη τα έφτυσε, δεν είχα ξεπεράσει σε πόντους το πάλαι ποτέ ψηλότερο παιδί κείνο το καλοκαίρι του ’88. Είχα ξεπεράσει όμως ανεπιστρεπτί τις μυρωδιές, τα απογεύματα, τις συγκινήσεις και τα χρώματα της εποχής που συνοδεύτηκε από τη Βούλα. Την μικρομέγαλη, καχεκτική Βούλα με τα σμιχτά φρύδια και την κυρτή μύτη. Που μετά το καλοκαίρι, ξαναζάρωσε εκεί στα πίσω θρανία μαζί με τους άλλους, κάνοντας χώρο σε μας τους προνομιούχους να απαλλοτριώνουμε με λύσσα όποιο σύμβολο ανήκε στη σχολική κοινότητα: βραβεία, σκυταλοδρομίες, βαθμούς, απαγγελίες, επαίνους, προσευχές, ευχαριστίες, προεδρίες, χορωδίες, χαμόγελα, εγκώμια και γκόμενους.

Μετά πέρασαν τα χρόνια και χαθήκαμε οριστικά. Δε χρειαζόταν καμιά δικαιολογία. Αλλάξαμε σχολείο και τάξη. Μονάχα όταν πέθανε ο ξάδερφός της, ο Γιώργος, 17 χρονών αυτός κι εμείς 15, μου χτύπησε την πόρτα και μου είπε: «Πέθανε ο Γιώργος. Η κηδεία θα γίνει αύριο το μεσημέρι. Ειδοποίησε όποιον μπορείς». Και ειδοποίησα μέσα μου πολλά κι όποιον μπορούσα, όπως μου παράγγειλε η Βούλα που ήρθε δέκα χρόνια πιο μεγάλη στο σπίτι μου εκείνο το βράδυ.

Πολλά καλοκαίρια μετά, late twenties, βρίσκομαι να πλήττω και πάλι στην αδηφάγα μου γενέτειρα. Ας είν’ καλά η μόδα-λύση DVD που μας γλιτώνει από την ανία της συντροφιάς εαυτών και αλλήλων. Νοίκιασα το «bread and roses» («ψωμί και τριαντάφυλλα» για τους λάτρεις του υποτιτλισμού) του Ken Loach και πήγα στης Ελένης να το δούμε παρέα. Έφτιαξε κατάσταση με κρασί για τις γυναίκες και ουίσκι για το σύζυγο, ξηροκάρπια, κεριά, πουράκια. Προς μεγάλη μου έκπληξη το φιλοθεάμον κοινό δεν απαρτιζόταν από μας τους τρεις αλλά και δυο ακόμα κορασίδες την Μάτα και την Χάρυ, ας πούμε.

"Η Μάτα είναι κόρη του μπατζανάκη του αδερφού του κουμπάρου του πατέρα μου", μου φάνηκε πως είπε η Ελένη.

"Και η Χάρυ είναι φίλη της", συμπλήρωσε η φιλενάδα μου.

"Χάρηκα για τη γνωριμία με τις νεαρές αλλά άντε να παίξουμε και τον Λόουτς που καραγουστάρω και θα με πάρει ο ύπνος με τα κρασιά, κόρες!" , σκέφτηκα αλλά αποσιώπησα.

Η Ελένη έσπευσε να κάνει τα πράγματα ακόμα πιο ξεκάθαρα. Η Μάτα και Χάρυ –που μόνο στο ψευδώνυμο είναι τέτοιες- είχαν στρογγυλοκαθήσει στη σινεφίλ συντροφιά μας και δεν την έκαναν διακριτικά, μια που η Ελένη είχε χτυπήσει φλέβα, πριν την άφιξή μου στο χόμ σίνεμα. Τόσο η Μάτα όσο και η Χάρυ ήταν συνομήλικες, που σιγά το γεγονός θα μου πείτε. Εκτός αυτού ήταν και γειτόνισσες! Σπουδαία πράγματα. Μάλιστα ήταν και συναδέλφισσες- κοσμογονικές καταστάσεις- ως ταμίες στην ίδια πολυεθνική εταιρεία Ftiahto Monos Sou. So fucking what? Θα έλεγα αν το διηγητικό κρεσέντο της Ελενίτσας μου, δε χτύπαγε κάτι ενδιαφέρον.

"Ρε συ, ξέρεις ποια έχουν προϊσταμένη τα κορίτσια; Τη Βούλα!"
"Ποια Βούλα ρε;" ρωτάω.
"Tη Βούλα, τη συμμαθήτριά μας στο δημοτικό!"
"Τι λες τώρα! Έγινε και προϊσταμένη η Βουλίτσα; "
"Προσωπάρχης!" έσπευσε να με διορθώσει η Χάρυ.

Το δίδυμο Μάτα Χάρι δεν ήταν ένα απλό δίδυμο. Ήταν οι identical twins. Έτσι θα βγω από τον κόπο να κάνω δυο περιγραφές και θα αρκεστώ στην παρακάτω: Θήλυ, ετών ένα χρόνο μετά το λύκειο, πανελλήνιες Βατερλό, μάσκαρα, σκιές ροζ, κραγιόν ροζ, σταυρουδάκι τρέντυ ανυπολόγιστα φθηνό στο λαιμό, κομποσκοίνι με χαντρούλα μπλε στο χεράκι, παντελόνι λίκρα, κολλητό μπλουζάκι συνθετικό, μαλλί κακοποιημένο στην προσπάθεια να υποταχτεί στην τάξη που επιθυμεί η κάτοχος. Δεν ήμουν τόσο αδιάκριτη να κοζάρω και τα παπούτσια των νεανίδων.


Επάγγελμα πωλήτριες/αποθηκάριες/ταμίες/καθαρίστριες/γραμματείς/και ψήστες καφέδων στο στολίδι της εθνικής οδού, το μέγα «Ftiahto Monos Sou», που με τον υπο-βασικό μισθό σου προσφέρει μια τόσο ενδιαφέρουσα πολυθεσιτική δουλειά. Όλα καλά! Μόνο αυτή η Βούλα ήταν το πρόβλημα.

"Πριν έρθεις μου λέγανε τα κορίτσια πως τις έχει πηδήξει στη δουλειά! Τις χώνει πολύ άσχημα" συνέχισε η Ελένη που είναι δικηγόρος ακόμα και όταν δε χρειάζεται.
"Ποιος ρε; Η Βούλα, η Παρασκευή;" ρώτησα εγώ με έμφαση στο υποκοριστικό και στο βαφτιστικό της συμμαθήτριας για να βεβαιωθώ πως μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο.
"Ναι, ναι! Η Παρασκευούλα!" με βεβαίωσε με επικριτικό στόμφο η Μάτα για να μου διαλύσει κάθε υποψία.
"Για πες..." της απάντησα, γιατί το πράγμα είχε αρχίσει να έχει ζουμί. Δε μπορούσα να φανταστώ τη Βούλα να τρέχει κανέναν. Ούτε τον εαυτό της. Αλλά άμα σε κάνει προσωπάρχη το Ftiaksto...
"Μας βάζει να κάνουμε όλες τις δικές της δουλειές όταν δεν είναι κανείς μπροστά και μας φωνάζει «γρήγορα! Ακόμα δε τελειώσατε, ανίκανες;» και μόλις μπαίνει κανείς μέσα, κάνει την καλή και μας μιλάει με «το σεις και με το σας». Και μια μέρα που είχα κάνει ένα λάθος στο ταμείο και έφταιγε όμως αυτή, έκανε στους άλλους την άνετη και μετά μου λέει εμένα σιγανά «θα τα πούμε μετά οι δυο μας!», με κατατόπισε με μια ανάσα η μια από το δίδυμο.
"Τι να πω δεν ξέρω...", απάντησα στη φωνή της εργατιάς που μου καταμαρτυρούσε το άδικο με την μορφή κουτσομπολιού.

Το εργατικό κίνημα φοράει βαριές ροζ σκιές και απλώνει ρούχα στην ταράτσα πάνω από τους δρόμους, τους άδειους από πλακάτ και συνθήματα.

-Παιδιά, δε βάζουμε να δούμε την ταινία; πρότεινα, αίφνης με φοβερή αμφιθυμία για ό,τι είχαν ακούσει τα αυτιά μου και δε μπορούσε να επεξεργαστεί το μυαλό μου.
-Θα καθίσετε να δείτε την ταινία μαζί μας; Ρώτησε η οικοδέσποινα τις αδικημένες υπαλλήλους.
-Τι υπόθεση έχει; Με ρώτησε μια από αυτές.Έτσι τους διάβασα τι έγραφε το οπισθόφυλλο του DVD.

«Η Μάγια Μοντενέγκρο, μια νεαρή Μεξικανή, περνάει τα σύνορα προκειμένου να εργαστεί μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της, τη Ρόζα, καθαρίστρια σε ένα κεντρικό κτίριο γραφείων του Λος Άντζελες, όπου βρίσκονται εγκατεστημένοι μερικοί από τους ισχυρότερους κεφαλαιοκράτες της πόλης. Η σχέση ανάμεσα στις δύο αδελφές είναι βαθιά αλλά και γεμάτη ένταση, την οποία επιτείνει ο Σαμ Σαπίρο, ένας διορατικός αναρχικός που συμμετέχει σε μια πρωτότυπη εκστρατεία των καθαριστών κατά των παλιών συνδικαλιστικών μεθόδων. Το σύνθημά τους, απλό: «Χωρίς Δικαιοσύνη, Δεν Υπάρχει Ειρήνη» (Νο
Justice, No Peace). Ο Σαμ εισβάλλει δυναμικά στη ζωή της Μάγια και της Ρόζα και τις προκαλεί να αγωνιστούν για την επαγγελματική τους αξιοπρέπεια, θέτοντας βέβαια σε κίνδυνο την ασφαλή παραμονή τους στη χώρα. Ο Αμερικανός ακτιβιστής έλκεται από το ελεύθερο πνεύμα και τον ευάλωτο χαρακτήρα της μικρότερης αδελφής. Εκείνη παρασύρεται από τους επαναστατικούς στόχους του, παρόλο που συχνά την εξαγριώνει η απερισκεψία του...»

Αντάλλαξαν ένα-δυο βλεμματα –από κείνα που ενώνουν τις προλετάριες όλων των πολυεθνικών- και αποφάνθηκαν, πως ναι, θα δουν μαζί με μας την ταινία.

«Ωραίος ο Loach!Τι μαλακίες μου λέει ο άλλος, ότι είναι λαϊκισμός ο ρεαλισμός στην τέχνη; Καλά, άντε να κάνει καμιά ακόμα διαφήμιση για τα ΜακΝτόναλντς και μετά να έρθει να κάνει και κριτική στον Loach και τον Mike Leigh!» σκεφτόμουν σιωπηλά ενώ έβλεπα την ταινία και καταφερόμουν ενάντια στον φίλο μου το διαφημιστή και υπέρ μιας ουσιαστικής, ρεαλιστικής και στρέιτ ταινίας που θα μπορούσε να γίνει εύληπτη και από ανθρώπους που τους αφορά αλλά δεν είναι σινεφίλ και άρρωστοι με τη σημειολογία. Και αναφερόμουν στις Ματα και Χάρυ εν προκειμένω. Για καλή τους τύχη επιχειρηματολογούσα σιωπηλά και έτσι δεν τις ξύπνησα.

Όταν τέλειωσε το φιλμ, η αφελής οικοδέσποινα ρώτησε το ζευγάρι των υφισταμένων της Παρασκευούλας:

-Σας άρεσε κορίτσια η ταινία;
-Εγώ κοιμήθηκα... απάντησε ναζιάρικα η Μάτα.

Και η Χάρυ από δίπλα έγνεψε καταφατικά δίνοντας πόντους στην παρατήρηση-ωμή αλήθεια της συντρόφισσας Μάτας.

Εγώ με την παιδική μου φίλη, που είμαστε ακόμα άππερ κλας-όπως στο σχολείο- η καθεμιά για άλλους λόγους, ανταλλάξαμε κάποια βλέμματα. Μόνο που αντίθετα με τις σιαμαίες βασανισμένες προλετάριες τώρα και με τη Βούλα, εγώ και η Ελένη δε συνεννοηθήκαμε καθόλου.