25/4/13

Λέων Τρολστόι



Είσαι μικρό και καθώς ακούς την Εύη Δεμίρη στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ-1 να εκφωνεί τη φράση «ηλιόλουστα τα Θεοφάνεια σήμερα» με τέρμα τα μπάσα και τον στόμφο, ανακαλύπτεις πως μιμείσαι φωνές. Κι από ‘κει και πέρα θα μιμείσαι από τη φωνή του πατέρα σου, μέχρι σελέμπριτυς, δασκάλους και γκόμενους , ώσπου η ασυδοσία θα φτάσει ως την ένρινη ομιλία της κόρης σου που μάλλον χρειάζεται αφαίρεση αμυγδαλών.
Μετά, την ώρα του «Εμείς κι ο κόσμος» ο δάσκαλος θα σε εμπνεύσει να φτιάξεις την πρώτη σου καρικατούρα. Και θα συνεχίσεις να φτιάχνεις σκίτσα τις φάτσες και τα σουλούπια των ανθρώπων που σε περιβάλλουν, μέχρι που δεν θα υπάρχουν πια μολύβια και στυλό, και θα τους φαντάζεσαι μόνο, με τον αόρατο παραμορφωτικό φακό που ’ χεις στα μάτια. Περίπου την ίδια περίοδο, θα ανακαλύψειςτη μαγεία της τηλεφωνικής φάρσας και ακόμα χειρότερα, δεν θα απομαγευτείς ποτέ πια. Θα είσαι τριανταπέντε χρονών και θα προσπαθείς να ψήσεις και τους άλλους να πάρετε καμιά φάρσα και ας έχετε ξενερώσει με την αναγνώριση κλήσεων και όλο το χαφιεδιλίκι.
Έχετε κάνει κοπάνα απ’ τα αγγλικά ή έχετε πετάξει βρωμερή αμπούλα στην τάξη για να μην κάνετε μάθημα και παίρνετε τους δρόμους. Κάτι καινούργια καραμελάκια στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς θα σας προκαλούν να τα σουφρώσετε, ενώ τα κουδούνια των σπιτιών θα είναι επίσης ένα πειρασμός που σας καλεί να τον αγγίξετε και μετά να αρχίσετε να τρέχετε μη σας πετύχει η σπιτονοικοκυρά, κωλόπαιδα. Το ίδιο και τα μούσμουλα στις αυλές των μονοκατοικιών. Ανέβαινε ένας από την παρέα να κόψει μούσμουλα (δέσπολα τα λέμε στην Κρήτη), έκανες πως φυλάς τσίλιες μαζί με τους άλλους. Μετά φωνάζατε οι από κάτω «θεία τα μούσμουλα!!!» για να βγει έξαλλη η θεία και να βρει τη μαϊμού στα κλαριά και τις τσέπες του γεμάτες. Και θα λιώνετε κάτι κασέτες του Χάρυ Κλυνν και βιντεοκασσέτες με τον Διαβολάκο του Μπενίνι, την Τούτσι με Ντάστιν Χόφμαν και Στάθη Ψάλτη.
Αργότερα, οι άντρες με αλωπεκία θα ήταν σαφώς ο αγαπημένος στόχος για να τους ρίξετε βρεγμένες χαρτοπετσέτες (παστάκια) από τα μπαλκόνια και φλαπ να προσγειωθούν στη γυαλιστερή καράφλα τους. Στο γυμνάσιο, οι καθηγητές θα κλειδώνουν το σύστημα να μην τρέχει νερό από τις βρύσες γιατί το είχατε ξεσκίσει στα μπουγέλα, κι έτσι θα αναγκαστείτε να μπουγελώνεστε με ό,τι σας βρίσκεται. Το μίλκο ήταν τελικά το πιο ελεεινό μπουγέλο. Θα ανακαλύψετε επίσης ότι το σκονάκι δεν είναι ανάγκη, είναι τέχνη και θα επιδοθείτε σ’ αυτήν, αν και άριστοι μαθητές και θα εισπράξετε ωριαίες αποβολές από τα γέλια, γενικά.
Τα καλοκαίρια, θα πηγαίνετε σε συναυλίες ροκ –βασίλης παπακωνσταντίνου, αλλά ντρεπόμαστε να το πούμε- και θα κάνετε «σύννεφο» και «σχιζοφρένεια» .Τα ίδια θα κάνετε και λίγα χρόνια μετά όταν θα ανακαλύψετε το πανκ και θα πάτε σε κανένα live των Panx Romana αργότερα, τα ίδια και στο Reading Festival πολλά καλοκαίρια μετά.
Από τις γιορτές της χριστιανοσύνης η πιο αγαπημένη σου θα είναι οι Απόκριες και γι’ αυτό, όταν θα βγαίνεις ντυμένη και μακιγιριασμένη για πρώτη φορά και ενώ θα’ ναι την πρωτοχρονιά, θα ρωτάς τους άλλους στο δρόμο «εσείς τι έχετε ντυθεί;» ενώ κάποια στιγμή θα δοκιμάσετε να παίξετε «πιστολιά» σε κάποιο μπαρ, όπου θα φύγετε με τρόπο ο ένας μετά τον άλλο χωρίς να πληρώσετε. Μετά θα ξεκολλάτε από τις πολυκατοικίες επαγγελματικές πινακίδες που σας γυάλισαν, με σαφή προτίμηση σε αυτές που αναγράφουν ψυχιάτρους. Και οι πινακίδες οδών δε θα λείψουν από την ιδιότυπη αυτή συλλογή σας.
Φοιτητές, αργότερα, θα ακούτε Πουλικάκο και Πιλαλί στο ΑΝ, θα παίζετε δηλωτή και στο τέλος τα αυγά που σας έστειλε δέμα η γιαγιά, θα έχουν σπάσει στα κεφάλια όλων ενώ για μέρες μετά θα βρωμάει αυγουλίλα όχι μόνο το δυαράκι αλλά όλος ο όροφος της πολυκατοικίας. Κάπου εκεί θα σας έχουν επισκεφτεί κάμποσες φορές και οι μπάτσοι για σύσταση, διατάραξη κοινής ησυχίας κλπ. Κάποτε, θα βρεθείς και εσύ στο ρόλο του θύματος όταν εξαντλημένη από τις ολονυχτίες στα φοιτητόσπιτα θα τολμήσεις να πας να κοιμηθείς και θα βρεθείς με το μισό στρώμα στο μπαλκόνι και φωτιά γύρω-γύρω, γιατί ναι, κάποιο μαλακισμένο είχε πάει στρατό και είχε μάθει πιο προηγμένα κόλπα.
Μετά, θα ανακαλύψεις τα social media, θα σε έχουν μπανάρει από τρία φόρουμ, για εντελώς προφανείς λόγους, αλλά δε θα σταματήσεις ποτέ να βγάζεις παρατσούκλια στους φίλους σου, να τρυπώνει στη γλώσσα η αργκό του χαβαλέ, να μιμείσαι φωνές, να κάνεις λογοπαίγνια της πλάκας, να διαβάζεις παλιές Βαβέλ, να λατρεύεις τον Μποστ και το Λένο Χρηστίδη, να ακούς ανελέητα Τζιμάκο και Αποστόλη από Ελληνοφρένεια, να ανακαλύπτεις όποια φάρσα υπάρχει και δεν υπάρχει στο youtube ενώ θα αποστηθίσεις «to poulas to moulari?”, θα προσκυνάς κυριολεκτικά επί των Τόπων Μύστες,  θα πεθαίνεις για Remi Gaillaird, Monty Python, Groucho Marx και δεν θα απορείς καθόλου που θα κλαις από τα γέλια με τα βιντεάκια της Calypso Larah και τα tweets του kanekos69 κανιβαλίζοντας το κομ ιλ φο της ατσαλάκωτης εικονίτσας μας, το πετί μπουρζουά της ζωούλας μας, ώσπου να μεγαλώσεις και να γίνεις full-time τρολ και συγγραφέας, να γίνεις Τρολστόι. Μάλιστα θα κάνεις και εγχείρηση αλλαγής ζωδίου, θα γίνεις Λέων. Λέων Τρολστόι.


20/4/13

"Σαν απόκληρος γυρίζω"

Γαιοκτήμονες και επιστάτες πυροβολούν καμιά διακοσαριά μετανάστες εργάτες γιατί ζητούν τα μεροκάματα που τους χρωστάνε έξι μήνες. Στο «Τζάνγκο, ο τιμωρός», την τελευταία ταινία του Ταραντίνο, επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά πως οι κολαούζοι είναι συχνά πιο ανελέητοι από τα διεφθαρμένα αφεντικά τους. Και έτσι, οι υποτακτικοί εξασκούν τη βαναυσότητά τους στον πιο αδύναμο αποβλέποντας στην εύνοια του ισχυρού, είτε πρόκειται για μια κυβέρνηση απέναντι σε μια τρόικα είτε για δημοσιογράφο απέναντι σε καναλάρχη είτε για προϊστάμενο απέναντι σε εργοδότη.
Ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, ζουν σε πιο άθλιες συνθήκες από εκείνες που περιγράφουν οι Μπουρνόβα και Προγουλάκης για τον αγροτικό κόσμο στην Ελλάδα του 1830-1871: «Τα σπίτια των φτωχών χωρικών αποτελούνταν από ένα δωμάτιο που φωτιζόταν από ένα ή δύο παράθυρα, χωρίς τζάμια. Ο μισός χώρος καταλαμβανόταν από την οικογένεια και ο υπόλοιπος από τα ζώα». Πολλοί από τους μετανάστες ζουν στο ύπαιθρο της Μανωλάδας.
Ζωντανεύει μια φωτογραφία του J. Α. Riis που είδα πριν από αρκετούς μήνες στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη»: Ελληνες εργάτες, μετανάστες, πάμφτωχοι, στοιβαγμένοι σε κουκέτες σε μια τρώγλη στο Μανχάταν του 1898. Στο ίδιο δωμάτιο, μια σόμπα, κατσαρολικά και τεράστιοι μπόγοι από σεντόνια με τα χρειαζούμενα του ξενιτεμένου. Ομοιο σκηνικό με τα σύγχρονα διαμερίσματα μεταναστών στη Σοφοκλέους. Δεκαπέντε άτομα σε πενήντα τετραγωνικά.
Είναι όλοι ξένοι. Και οι δικοί μας και οι αλλοδαποί. Δεν υπάρχει «ο τόπος μου» γι' αυτόν που έχει μόνο τα δυο του χέρια. Υπάρχει μόνο δυστοπία. Ακόμη και τα δυο του χέρια περισσεύουν. Γι' αυτό στην Ινδία, στο «Slumdog Millionaire» του Ντάνι Μπόιλ, κάποιος στήνει μια επικερδή μπίζνα: συγκεντρώνει ορφανά και απροστάτευτα παιδάκια από τους δρόμους της Βομβάης με την πρόφαση ότι θα τους παρέχει στέγη, τροφή και εκπαίδευση στην ιδιωτική του Αμυγδαλέζα. Στη συνέχεια τα ακρωτηριάζει ή τα τυφλώνει και τα αμολάει πάλι στους δρόμους ως επαγγελματίες επαίτες πια. Μετά, έξω απ' τα κινηματογραφικά πλατό, δυο παλάμες χωρίς δάχτυλα κρατούν με δυσκολία ένα πακέτο χαρτομάντιλα πλάι στο παράθυρο του οδηγού. Εκείνος θα ψελλίσει κάποια βρισιά, θα κάνει μια χειρονομία άρνησης ή θα στρέψει αλλού το βλέμμα του. Δεν θα αγοράσει τα χαρτομάντιλα που του προσφέρει ο Πακιστανός γιατί ξέρει για τα κυκλώματα σύγχρονης δουλείας που μεταφέρουν σε βάρκες σκυλοπνίχτες ανάπηρους πένητες για να ζητιανεύουν στα φανάρια. Θα πατήσει γκάζι και θα τον προσπεράσει με τη συνείδησή του ήσυχη. Το παρακλητικό βλέμμα και το χαμόγελο με τα χαλασμένα δόντια του ανθρώπου θα συντριβούν το επόμενο λεπτό κάτω απ' τους τροχούς της βεβαιότητας.
Η Ευρώπη ξυπνάει δήθεν αλαφιασμένη από τους πυροβολισμούς, καταφεύγοντας στον ανέξοδο χειρισμό της «διεθνούς κατακραυγής» για το μεταναστευτικό. Αν ήταν κυβέρνηση σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και πραγματοποιούσε την εξαγγελία του για παραχώρηση ταξιδιωτικών εγγράφων για τους μετανάστες που θέλουν να αποχωρήσουν από τα ελληνικά εδάφη για πιο πλούσιες χώρες της Ε.Ε., πώς θα αντιδρούσε άραγε η πεφωτισμένη Δύση;
 Ωστόσο, από το φαντασιακό του αναπτυγμένου κόσμου έρχεται κι αυτή η είδηση που διάβαζα δυο μήνες πριν: «Οι εργαζόμενοι στις αποθήκες της γνωστής βρετανικής αλυσίδας σουπερμάρκετ Tesco πρέπει να φορούν ψηφιακές συσκευές στο χέρι τους που θα μετρούν τις επιδόσεις τους. [...] Οι εργάτες στο κέντρο διανομής, που φορούν υποχρεωτικά από τη διοίκηση της εταιρείας τη συγκεκριμένη συσκευή μέτρησης, "βαθμολογήθηκαν" χαμηλά, επειδή έκαναν διάλειμμα ή πήγαν στην τουαλέτα». Δεν πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Δεν πρόκειται καν για προβολή από το μέλλον. Είναι ήδη παρελθόν. Χάι τεκ προνεωτερικότητα.
Στο ένα κανάλι προβάλλεται σίριαλ όπου οι φραγκάτοι πίνουν σαμπάνια με συνοδεία φράουλας πλάι στην πισίνα, στο άλλο παίζει διαφημιστικό σποτάκι με σαρκώδη γυναικεία χείλη να δαγκώνουν ηδονικά μια φράουλα, και στο τρίτο ζαχαροπλαστική για τσιζκέικ φράουλας. Το φρούτο που μποϊκοτάρουμε συνοψίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την πιο χαρακτηριστική σεκάνς της εποχής: σύγχρονοι δούλοι συλλέγουν τον καρπό που θα ευφράνει τους απαιτητικούς ουρανίσκους των νεο-ευγενών. Ανοίγω πάλι το πρώτο βιβλίο που διάβασα, την «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά». Και δεν μου μοιάζει πια ούτε τόσο μακρινό στο χρόνο ούτε τόσο μακρινό στο χώρο.

14/4/13

μια σημείωση για τη σάτιρα στη ΧΑ



A joke is a very serious thing, είπε κάποιος που δεν είχε καθόλου πλάκα. Πριν το ξεσάλωμα στα σόσιαλ μήντια, όταν ακόμα ήταν στα φόρτε τους τα πανάθλια FW, την ώρα που οι αμερικάνοι σφάζανε τον μισό αραβικό κόσμο, κάποιοι έφτιαχναν χιουμοριστικά δήθεν φώτοσοπ που εμφάνιζαν τον Μπους σαν μαϊμού και άλλα τέτοια φτηνά καλαμπουράκια.
Τώρα έχει επεκταθεί ο γυμνασιακός χαβαλές, χωρίς όμως την αθωότητα του νεανικού και την σπιρτάδα του χαβαλέ, στους χρυσαυγίτες. Για να είναι πετυχημένη η σάτιρα στους νεοναζί, θα πρέπει να μη μπορούν να γελάσουν μ’ αυτή. 
Κι έτσι, κάποιες κακότεχνες φωτοσοπιές που κάνουν κατά καιρούς σουξέ στα σόσιαλ μήντια, είναι διπλά αποτυχημένες. Γιατί αισθητικά είναι φρικαλέες και θλιβερές όσο και τα αστεία αυτών τους οποίους σατιρίζουν και γιατί πολιτικά αφαιρούν το πιο βασικό συστατικό της ΧΑ, την κτηνωδία.
Κι όταν πάλι το χιουμοράκι που δήθεν στρέφεται κατά των νεοναζί, τους εμφανίζει σχεδόν συμπαθητικούς, όταν εξανθρωπίζει τα τέρατα, δεν έχει απλώς αποτύχει, έχει παίξει το παιχνίδι τους, τους έχει κάνει ποπ. Και δεν είναι ποπ, δεν είναι καλτ φυσιογνωμίες της trash TV, δεν έχουμε να κάνουμε με καμία Μιχαλονάκου, με καμία Πέπη Τσεσμελή και με τον Λεωτσάκο. Έχουμε να κάνουμε με εγκληματίες.
Η σάτιρα στους χρυσαυγίτες πρέπει να πονάει, να είναι σκληρή και ανελέητη. Ή να μη γίνεται καθόλου.

2/4/13

Ο Μικρός Προφήτης στη Μέκκα του Τρόμου

041200 england_0179a-1
Φωτογραφία: Θοδωρής Κοτταρίδης

Σκηνικό: Η Μέκκα της τρομολαγνείας. Το φουκωικό Πανοπτικό και το ουργουελιανό 1984 είναι τα αξιοθέατα που θα απολαύσετε σε όλη την μητροπολιτική πρωτεύουσα.
Καλοκαίρι 2004. Περιμένω στην ουρά του ταχυδρομείου, απέναντι από τον σταθμό του Stockwell, εκεί όπου ένα χρόνο αργότερα, η βρετανική αστυνομία έμελλε να εκτελέσει σε βαγόνι του μετρό τον Ζαν Τσαρλ ντε Μενέζες, έναν βραζιλιάνο μετανάστη 27 χρονών. Μια μέρα πριν τη δολοφονία, τα μέσα μαζικής μεταφοράς δέχονταν, σε ώρα αιχμής, συντονισμένες βομβιστικές επιθέσεις από φονταμενταλιστές ισλαμιστές ως αντίποινα για τον πόλεμο στο Ιράκ. Από τα λαγούμια των συρμών ανασύρθηκαν 54 νεκροί και περίπου 700 τραυματίες.
Η βρετανική αστυνομία εξαπολύει λυσσαλέο ανθρωποκυνηγητό. Ένας άνθρωπος πηγαίνει στη δουλειά του. Μοιάζει ύποπτος. Τον ρίχνουν στο πάτωμα και τον πυροβολούν με εφτά σφαίρες στο κεφάλι. Κι όμως ήταν αθώος. Η Metropolitan Police αργότερα θα παραδεχτεί ότι έκανε λάθος. Τον έλεγαν Ζαν Τσαρλς.
Τις επόμενες μέρες τα μέτρα ασφάλειας κατακλύζουν το Λονδίνο. Αστυνομικοί, CCTV, και τρομοϋστερία από τα μμε. Αυτοκόλλητα, φυλλάδια και γιγαντιαίες αφίσσες στους σταθμούς του μετρό. Η φωτογραφία στην αφίσα: Μια γυναίκα κάθεται στο μετρό και κοιτάει καχύποπτα ένα σακίδιο αφημένο δίπλα της. Η πηχυαία λεζάντα την προτρέπει να καταδώσει. Η ρουφιανιά είναι αρετή. Κάμερες σφηνωμένες ψηλά στα δοκάρια και στις γωνίες εποπτεύουν τους έγκλειστους στο σύγχρονο «Νησί των καταραμένων» του Σκορσέζε.
Την ίδια περίοδο, το ζέπελιν περιπολεί τον αττικό ουρανό. Όμως θα φαινόταν κανείς μίζερος αν κοιτώντας τότε τον ουρανό των Ολυμπιακών αγώνων έβλεπε όχι πυροτεχνήματα και φανφάρες αλλά σημεία της πανοπτικής επιτήρησης. Η βιομηχανία της ασφάλειας είχε ξεκινήσει ήδη να κάνει τζίρο.
Καθώς περιμένω στο ταχυδρομείο, απέναντι απ’ το σταθμό του Stockwell, μία μαμά προσπαθεί να περιορίσει τις ζωηρές κινήσεις του μικρού της τραβώντας το από το χέρι και μαλώνοντάς το. Το πιτσιρίκι κινείται ασταμάτητα. Κλείνει τα μάτια του, τα αυτιά του. Δείχνει σα να βασανίζεται από κάτι. Παρά τη διακριτικότητα –live and let others live ή die- που χαρακτηρίζει τους άγγλους, όλο και περισσότερα βλέμματα στρέφονται με περιέργεια στο παιδί. Μία γυναίκα ρωτάει τελικά τηn μητέρα τι του συμβαίνει: «Φοβάται τις κάμερες» θα απαντήσει εκείνη. H συνομιλήτριά της θα απορήσει. Δεν έχει ξανακούσει τον όρο. H μήτερα, είναι λευκή βρετανίδα, εργατική τάξη, μπορεί και να ζει με επιδόματα. Επιμένει με βαριά κόκνεϋ προφορά: Το διάβασε σε κάποιο περιοδικό. White trash. Αλλά έσερνε από το χέρι έναν μικρό προφήτη.