Επαναλήψεις. Επειδή δε θα μας σερβίρουν τα ίδια και τα ίδια μόνον οι τηλεοράσεις. Μπορούμε κι εμείς οι εναλλακτικοί πληροφοριοδότες-διασκεδαστές να ξαναπροβάλλουμε τα πονήματά μας ασύστολα.
Τρεις παρά τέταρτο. Έχω μόλις σχολάσει. Είμαι από τους τυχερούς. Έχω δουλειά, ωράριο, οχτάωρο, δεν έχω βάρδιες, έχω μονιμότητα, πληρώνομαι στην ώρα μου, έχω προοπτικές εξέλιξης, έχω κέφι για δουλειά, δεν έχω δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Είμαι το καλό αρκουδάκι που κάθε πλουσιοκόριτσο θα' θελε ως μεταβατικό αντικείμενο.
Τρεις παρά τέταρτο. Στέκομαι ακίνητη μπροστά στο πράσινο φανάρι. Πράσινο για τους πεζούς. Δυο μπουλούκια πεζοί, από τη μια και την άλλη πλευρά του δρόμου.Θέλω να πάω σπίτι μου. Δε με βαστούν τα πόδια μου. Είμαι στο πόδι απ΄τις έξι. Θέλω να βγάλω τα ρούχα που βρωμάνε καυσάεριο, να φάω, να ξαπλώσω, να ξεκουραστεί το σώμα μου, να ηρεμήσει το κεφάλι μου, να μην είμαι ευγενική, να μη χαμογελάω υποκριτικά, χωρίς εντολές, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς. Κάθε μεσημέρι το σπίτι γίνεται η Ιθάκη μου. Αυτά τα 40 λεπτά, ποδαρόδρομος μέσα στης πόλης την αιθάλη, κι έπειτα συγκοινωνίες, όρθια μέσα στου άλλου τη μασχάλη, ώσπου να φτάσω, είναι Γολγοθάς. Είμαι το αρκουδάκι που κουράστηκε να το παίζουν.
Τρείς παρά. Ο τροχονόμος σφυρίζει προς τους οδηγούς. Ο δρόμος έχει ερημώσει από οχήματα. Συνεχίζει να σφυρίζει και να κουνάει τα χέρια του ώστε να περάσουν και τα υπόλοιπα ένα-δυο που καταφθάνουν σαστισμένα. "Τελείωνε ρε μαλάκα" μουρμουρίζει ο διπλανός μου προς τον ρυθμιστή της κυκλοφορίας, "άδειασε ο δρόμος". Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, Μεσογείων και Φειδιππίδου γωνία, περνάει από μπροστά μας ένα τσούρμο μπάτσοι πα' στις μηχανές, τρεις ή τέσσερις μπεμβεδάρες, με αλεξίσφαιρα τζάμια και δερμάτινα καθίσματα στην καθε μία από τις οποίες καθόταν ένας τροϊκανός κώλος. Πρώτος πρέπει να ήταν ο Στρος Καν, με βλέμμα βλοσυρό στραμμένο σε κάτι που'χε στη ποδιά του. Ένα λάπτοπ, ένα ipad, ένας χαρτοφύλακας, ένα φάιλοφαξ, μια δακτυλογραφημένη ομιλία, μια οικονομική εφημερίδα, κάτι από τα αξεσουάρ του πιθηκάνθρωπου, του economicus Crisus. Έπειτα ακολουθούσαν δυο-τρεις ακόμα BMW με σφουγκοκωλάριους, μετά μια κλούβα της αστυνομίας και ουραγός ένα ασθενοφόρο. Είμαι το αρκουδάκι που κοιτάει από κάποιο ράφι εκεί ψηλά ή κάποιο καλάθι εκεί κάτω, μόνο, ανήμπορο, σκονισμένο,στραπατσαρισμένο, ξεχασμένο κι άχρηστο.
Τρεις παρά. Ένας ασπρουλιάρης, ανήλιαγος, κόντρα ξυρισμένος, γυμνασμένος πλαταράς σκατόφλωρος με μαύρα γυαλιά που κοστίζουν κάτι παρά πάνω από το μηνιάτικό μου, και κουστούμι ατσαλάκωτο κι ασχολίαστο, ένας τρόμπας με γραβάτα, έχει σχεδόν κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι της καλογυαλισμένης μπεμβεδάρας, τη βενζίνη της οποίας πληρώνω εγώ, και κοιτάει έξω, κοιτάει προς τα πάνω, κοιτάει αχόρταγα. Κοιτάει εμάς τους πεζούς, που καμιά φορά γράφουμε ποιήματα, κοιτάει τα κτίρια, κοιτάει όπως ο λευκός τα άγρια ζώα στο σαφάρι. Μας κοιτάει σαν αρκούδες. Και είμαστε αρκούδες. Κάτι αρκουδάκια που τα κοιτάει κάποιος ξεδιάντροπα.
Τρεις. Έχει περάσει πια το κομβόι από μπροστά μας. Αλλά πριν φτάσει Κηφισίας, στο επόμενο φανάρι, το αχρηστευμένο από τη σφυρίχτρα του τροχονόμου, η κουστωδία των Homo Economicus και τα μαντροσκυλά τους έχει σταματήσει έξαφνα. Όλα ουρλιάζουν, σφυρίχτρες, κόρνες, σειρήνες, άνθρωποι. Ένας άντρας, μεγαλόσωμος, αξύριστος, με μπλε φόρμα μουτζουρωμένη, είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο. Ένας μπάτσος του πατάει το κεφάλι, ένας άλλος μπάτσος προσπαθεί να του περάσει χειροπέδες πιστάγκωνα. Ο άντρας δεν αντιδρά σχεδόν καθόλου. Τα εξαρτημένα μπατσικά αντανακλαστικά συνεχίζουν να παλεύουν με τον για τα καλά παραδομένο εχθρό. Ένα τεράστιο πηγάδι ανθρώπων, έχει σχηματιστεί πάνω από τον ακινητοποιημένο άνδρα. Ένα τείχος ένστολων έχει σχηματιστεί γύρω από τα αυτοκίνητα με τους τροϊκανούς. Τι έγινε; Τι έγινε; Ένα ποτάμι ερωτηματικά ξεχύνεται ανάμεσα στους περαστικούς. Τι να γίνει; Ο άνδρας, μόλις είδε τους δρόμους να παγώνουν για να περάσει το κονβόι με τους Δυτικούς εχθρούς, άρπαξε από το πεζοδρόμιο έναν ανατολίτη επαίτη που του' λειπαν τα δυο πόδια και το'να χέρι και τον πέταξε πάνω στις αυτοκινητάρες. Κι όπως λύθηκε η απορία, πάνω από το ποτάμι, το φρούριο και το πηγάδι άρχισαν, όπως οι βροχές, να πέφτουν απ΄τον ουρανό οι τίτλοι τέλους. Χωρίς χειροκροτήματα. Είμαστε κάτι αρκούδες που δε χειροκροτά ποτέ κανένας.