27/3/12
ρόμπα
Φοράς μια ρόμπα εμπριμέ με τέσσερα κουμπιά, γιακαδάκι και δυο πιέτες, το πολύ. Τραβάς και τα μισά μαλλιά πίσω. Λίγο κραγιόν, το πολύ. Βγαίνεις στο πάλκο με καθηλωμένο μικρόφωνο. Είναι οι άλλοι από πίσω με ένα λευκό πουκάμισο, ένα σακάκι, μπορεί, και μπριγιαντίνη στο μαλλί. Πέντε μπουζούκια ντρίγκι ντρίγκι. Άντε και μια κιθάρα. Και λέτε το τραγούδι.
Και τι λέει ο στίχος, ντρουμ, ντρουμ τα βραχιόλια της βροντούν, συννέφιασε συννέφιασε ψιλή βροχούλα έπιασε. Και τι λέει το πεντάγραμμο; Δυο συγχορδίες σε δυο έγχορδα. Στο ηχογραφούν σε ένα γραμμόφωνο χράτσα χρούτσα το 1946 και σε απαθανατίζουν με φωτογραφική μηχανή με φυσούνα. Σε τύπωσαν ασπρόμαυρη με κόκο και αυτό ήταν όλο. Και το τραγούδι σου θα ακούγεται εβδομήντα χρόνια μετά.
Και για να βγει μέχρι το περίπτερο έχει χτενίσει το μαλλί δυο ώρες για να δείχνει ατημέλητο. Σαμπουάν, κοντίσιονερ, κρέμα, και στάλες σιλικόνη και κεριά, σεσουάρ, φυσούνες, βούρτσες πρέσσα και λακ και από πριν ψαλίδια, χημικά, ανταύγειες. Και έχει μακιγιαριστεί μισή ώρα για να δείχνει φυσική, κονσίλερ, μέικ, πούδρα και ρουζ πάνω σε τρεις ενυδατικές και serum και μετά μάσκαρα άχρωμη και μάσκαρα με χρώμα και μολύβι και σκιες στα μάτια και μολύβι για περίγραμμα στα χείλη και λιπ γκλος και λεύκανση στα δόντια και αποτριχωμένο με brazilian wax το πράμα της. Και έχει κάνει facial spa και μάσκα και scrub στο σώμα με τα αφρόλουτρα και κρέμες σώματος και roll on στη μασχάλη και eau de toilet πίσω απ΄το αυτί. Κι εσώρουχα και ρούχα και γκατζέτια και τσάντες και μποτάκια και αξεσουάρ. Και πάλι με το photoshop θα σου κάνουνε ρετούς να βγεις πιο ψεύτικη ακόμα. Κι ούτε άντρας δε γλιτώνεις. Έχει πάει κομμωτήριο και βγάζει τα φρύδια του και κάνει αποτρίχωση στο στέρνο, μετροσέξουαλ, για να βγει να πει το βράδυ Καζαντζίδη με ένα λαρύγγι που έχει κάνει φωνητική σε πάλκο που έχει ηχολήπτη και έχει και άλλον για τα φώτα και μικρόφωνο σφήνα στα αυτί, να κινείσαι όπου θες. Και έχει και κρουστά και έγχορδα και πνευστά και τα σκηνικά άμα θέλει ανοίγουνε καταπακτές και πέφτεις και απ΄το ταβάνι και σε ηχογραφούν με κάτι ψηφιακά που πιάνουνε της μύγας το φτερό και κάτι κονσόλες που θα σβήσουν γομολάστιχα το φάλτσο σου. Και θα τα γράψεις τα τραγούδια σου με ενορχηστρώσεις και studio και στίχους από δω κι από κει, είτε εμπορικός είσαι είτε έντεχνος, ποια η διαφορά, δεν έχει διαφορά, και θα στα προωθούν τα ραδιόφωνα, οι μάνατζερ, τα περιοδικά, οι τηλεοράσεις, οι friends και οι followers σου και το τραγούδι σου δε θα αντέξει ούτε να βγάλει τη σαιζόν.
Και βγαίνει η άλλη με μια ρόμπα και ζει εβδομήντα χρόνια φρέσκο και δροσερό στα χείλη το τραγούδι. Εμείς είμαστε η ρόμπα.
Μας έχει κάνει ρόμπα η κρίση. Και ούτε που παίρνουμε χαμπάρι τι ρόμπες είμαστε. Ρόμπα ξεκούμπωτη. Να φαίνεται η ασχήμια και η ψευτιά μας.
21/3/12
θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό, στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
Δημόσιο σχολείο στην πιο άσχημη πόλη του κόσμου. Χρόνια μετά που είχα αποδημήσει σ' άλλους τόπους. Κι ακόμα. Την ώρα που βραδιάζει. Γενεύη, χειμώνας 2005. Η αίσθηση πως περπατώ πάλι στους δρόμους της γενέτειρας. Χώθηκα στο στέρνο του αγαπημένου μου και γλίτωσα από βέβαιο πνιγμό. Στη στεριά.
Το όνομά μου μοιάζει του πελάγου. Αλλά κανείς δε με λέει έτσι. Συστήνομαι με το υποκοριστικό. Δίκαιο. Αφού πνίγομαι στη στεριά. Και η θάλασσα, όπως και η ομορφιά του κόσμου, με γονατίζουν.
Δεν πιστεύω στο Θεό. Η μάνα μου δεν μας πήγαινε ποτέ στην Εκκλησία. Το Πάσχα μόνο κι αυτό ως την εφηβεία. Δεν πίστευε ούτε εκείνη. Ούτε ο πατέρας μου. Τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη για το πλούσιο κομμάτι ελευθερίας που μας χάρισαν, έτσι. Αλλά.
Όταν καμιά φορά έτυχε να βρεθώ σε Μοναστήρια, σφηνωμένα σε βράχια, κυκλωμένα από πυκνή βλάστηση, να ξεπροβάλλουν σε φροντισμένους μπαξέδες, να ευωδιάζουν γιασεμί, λιβάνι και γαλήνη. Όταν κάποτε έτυχε να βρεθώ σε καθεδρικούς ναούς στην Ευρώπη, στο φως που διαθλάται στα βιτρώ, τις αγαλμάτινες μαντόνες, τις αιχμές της γοτθικής στέγης. Τότε σεβόμουν μ' όλη μου την ψυχή το θρησκευτικό αίσθημα. Και ζήλευα καμιά φορά την πίστη σαν ορφανό που όμως δε γνώρισε γονέα.
Στην πρώτη τάξη του γυμνασίου έγραφα ήδη τρία χρόνια ποιήματα. Η μελαγχολία της εφηβείας αποτυπωμένη στιχουργικά σε ένα ωραίο τετράδιο. Η θεολόγος μας, εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, είχε φέρει μαζί ένα σωρό βιβλία. Δέσποζαν το ίδιο επιβλητικά με εκείνη στην έδρα. Μας πρότεινε να τα αγοράσουμε. Ήταν η πρώτη της ποιητική συλλογή. Την αγόρασα. Και μου μίλησαν. Της εμπιστεύτηκα εκείνο το τετράδιο με τα ποιήματα κι όταν τα διάβασε μου το επέστρεψε με ένα γράμμα. Πριν λίγες μέρες τη θυμήθηκα. Αναζήτησα το όνομά της στο δίκτυο. Έχει μονάσει αλλά συνεχίζει να γράφει ποίηση.
Την προηγούμενη χρονιά, στην τελευταία τάξη του δημοτικού, ήμουν, φαίνεται, ακόμα πολύ χαρούμενο και εξωστρεφές κριαράκι. Κι έγραφα στίχους που μελοποιήσαμε με τους συμμαθητές. Η ποπ των 80s στα παιδικά μας στόματα. Ο δάσκαλος των καλλιτεχνικών -ήταν πειραματικό το σχολείο και κάθε μάθημα, άλλος δάσκαλος- σα νέος, σα δάσκαλος και σα καλλιτέχνης, μου είχε γράψει με τα καλλιγραφικά του γράμματα σε ένα χαρτάκι: Ν.Καββαδίας "Πούσι", "Μαραμπού". Το καλοκαίρι της μετάβασης στην εφηβεία έμαθα τον Καββαδία. Μετά όλους τους άλλους. Και συνέχιζα αυθάδικα να σκαρώνω ποιήματα. Ο δάσκαλος εκείνος κομήτης εμφανίστηκε ξανά στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού μου όταν πια ήμουν 19 χρονών.
Δεν ξέρω τα κίνητρα των άλλων δύο συμμαθητριών αλλά εγώ ήμουν ερωτευμένη με τον Γ. Πολύ όμως. Πέρασαν πολλά χρόνια για να μην αναστατώνομαι κάθε φορά που τον βλέπω. Είχαμε τελειώσει το λύκειο, πια, περνούσαν τα χρόνια, εγώ ζούσα και ήμουν αλλού, εκείνος αλλού αλλά βρισκόμασταν ερωτικά.
Όμως εκείνο το πρωινό, είχαμε κανονίσει τις ώρες των "φιλολογικών" να μην κάνουμε μάθημα. Η φιλόλογος, μια νέα κοπέλα και με πάθος για το μάθημά της, είχε δεχτεί την πρότασή μας. Εγώ και δυο ακόμα συμμαθήτριες θα κάναμε ένα αφιέρωμα στον Καββαδία. Απαγγελίες του ποιητή σε ένα κασετόφωνο που φέραμε απ΄το σπίτι. Φιλοτεχνημένα ποιήματα σε χαρτί για διάκοσμο. Αφίσα με θέμα απ΄τον Τσαρούχη. Και ο Σταυρός του Νότου. Το Μαραμπού, το Πούσι, η Βάρδια μπροστά μας. Απαγγελία από τα χείλια δεκαπεντάχρονων κοριτσιών. Tα τραγούδια ενδιάμεσα. Δεν μίλησε κανείς. Στο κουδούνι για το διάλειμμα ατάραχοι. Δυο ώρες. Εκεί.
Οι φίλοι μας, οι συμμαθητές, υπερκινητικοί, που μισούσαν τους τοίχους του σχολείου, που την κοπάναγαν με τα μηχανάκια, που περίμεναν μ' αγωνία το κουδούνι να βγουν να καπνίσουν στο υπόστεγο, οι φίλοι μας που είχαν μάθει τα night club και τη σαπίλα της μουσικής των 90s, οι συμμαθητές μας που είχαν αλλεργία στην ποίηση, κάτι αγρίμια οι φίλοι μας. Οι φίλοι μας. Άχνα. Στο τέλος ήρθαν ένας-ένας και μας φίλησαν. Με δάκρυα στα μάτια. Κλαίγαμε όλοι μαζί. Αγκαλιά.
Αυτά είναι εμένα τα ιερά και τα όσια. Οι δάσκαλοί μου, οι φίλοι μου, οι άνδρες που ερωτεύτηκα, οι άνθρωποί μου, οι μνήμες μου. Και η ποίηση. Που δεν τη βρίσκω μόνο στα βιβλία. Που την αναζητώ στα πρόσωπα και τα έργα των ανθρώπων. Στον κόσμο.
Το όνομά μου μοιάζει του πελάγου. Αλλά κανείς δε με λέει έτσι. Συστήνομαι με το υποκοριστικό. Δίκαιο. Αφού πνίγομαι στη στεριά. Και η θάλασσα, όπως και η ομορφιά του κόσμου, με γονατίζουν.
Δεν πιστεύω στο Θεό. Η μάνα μου δεν μας πήγαινε ποτέ στην Εκκλησία. Το Πάσχα μόνο κι αυτό ως την εφηβεία. Δεν πίστευε ούτε εκείνη. Ούτε ο πατέρας μου. Τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη για το πλούσιο κομμάτι ελευθερίας που μας χάρισαν, έτσι. Αλλά.
Όταν καμιά φορά έτυχε να βρεθώ σε Μοναστήρια, σφηνωμένα σε βράχια, κυκλωμένα από πυκνή βλάστηση, να ξεπροβάλλουν σε φροντισμένους μπαξέδες, να ευωδιάζουν γιασεμί, λιβάνι και γαλήνη. Όταν κάποτε έτυχε να βρεθώ σε καθεδρικούς ναούς στην Ευρώπη, στο φως που διαθλάται στα βιτρώ, τις αγαλμάτινες μαντόνες, τις αιχμές της γοτθικής στέγης. Τότε σεβόμουν μ' όλη μου την ψυχή το θρησκευτικό αίσθημα. Και ζήλευα καμιά φορά την πίστη σαν ορφανό που όμως δε γνώρισε γονέα.
Στην πρώτη τάξη του γυμνασίου έγραφα ήδη τρία χρόνια ποιήματα. Η μελαγχολία της εφηβείας αποτυπωμένη στιχουργικά σε ένα ωραίο τετράδιο. Η θεολόγος μας, εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, είχε φέρει μαζί ένα σωρό βιβλία. Δέσποζαν το ίδιο επιβλητικά με εκείνη στην έδρα. Μας πρότεινε να τα αγοράσουμε. Ήταν η πρώτη της ποιητική συλλογή. Την αγόρασα. Και μου μίλησαν. Της εμπιστεύτηκα εκείνο το τετράδιο με τα ποιήματα κι όταν τα διάβασε μου το επέστρεψε με ένα γράμμα. Πριν λίγες μέρες τη θυμήθηκα. Αναζήτησα το όνομά της στο δίκτυο. Έχει μονάσει αλλά συνεχίζει να γράφει ποίηση.
Την προηγούμενη χρονιά, στην τελευταία τάξη του δημοτικού, ήμουν, φαίνεται, ακόμα πολύ χαρούμενο και εξωστρεφές κριαράκι. Κι έγραφα στίχους που μελοποιήσαμε με τους συμμαθητές. Η ποπ των 80s στα παιδικά μας στόματα. Ο δάσκαλος των καλλιτεχνικών -ήταν πειραματικό το σχολείο και κάθε μάθημα, άλλος δάσκαλος- σα νέος, σα δάσκαλος και σα καλλιτέχνης, μου είχε γράψει με τα καλλιγραφικά του γράμματα σε ένα χαρτάκι: Ν.Καββαδίας "Πούσι", "Μαραμπού". Το καλοκαίρι της μετάβασης στην εφηβεία έμαθα τον Καββαδία. Μετά όλους τους άλλους. Και συνέχιζα αυθάδικα να σκαρώνω ποιήματα. Ο δάσκαλος εκείνος κομήτης εμφανίστηκε ξανά στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού μου όταν πια ήμουν 19 χρονών.
Δεν ξέρω τα κίνητρα των άλλων δύο συμμαθητριών αλλά εγώ ήμουν ερωτευμένη με τον Γ. Πολύ όμως. Πέρασαν πολλά χρόνια για να μην αναστατώνομαι κάθε φορά που τον βλέπω. Είχαμε τελειώσει το λύκειο, πια, περνούσαν τα χρόνια, εγώ ζούσα και ήμουν αλλού, εκείνος αλλού αλλά βρισκόμασταν ερωτικά.
Όμως εκείνο το πρωινό, είχαμε κανονίσει τις ώρες των "φιλολογικών" να μην κάνουμε μάθημα. Η φιλόλογος, μια νέα κοπέλα και με πάθος για το μάθημά της, είχε δεχτεί την πρότασή μας. Εγώ και δυο ακόμα συμμαθήτριες θα κάναμε ένα αφιέρωμα στον Καββαδία. Απαγγελίες του ποιητή σε ένα κασετόφωνο που φέραμε απ΄το σπίτι. Φιλοτεχνημένα ποιήματα σε χαρτί για διάκοσμο. Αφίσα με θέμα απ΄τον Τσαρούχη. Και ο Σταυρός του Νότου. Το Μαραμπού, το Πούσι, η Βάρδια μπροστά μας. Απαγγελία από τα χείλια δεκαπεντάχρονων κοριτσιών. Tα τραγούδια ενδιάμεσα. Δεν μίλησε κανείς. Στο κουδούνι για το διάλειμμα ατάραχοι. Δυο ώρες. Εκεί.
Οι φίλοι μας, οι συμμαθητές, υπερκινητικοί, που μισούσαν τους τοίχους του σχολείου, που την κοπάναγαν με τα μηχανάκια, που περίμεναν μ' αγωνία το κουδούνι να βγουν να καπνίσουν στο υπόστεγο, οι φίλοι μας που είχαν μάθει τα night club και τη σαπίλα της μουσικής των 90s, οι συμμαθητές μας που είχαν αλλεργία στην ποίηση, κάτι αγρίμια οι φίλοι μας. Οι φίλοι μας. Άχνα. Στο τέλος ήρθαν ένας-ένας και μας φίλησαν. Με δάκρυα στα μάτια. Κλαίγαμε όλοι μαζί. Αγκαλιά.
Αυτά είναι εμένα τα ιερά και τα όσια. Οι δάσκαλοί μου, οι φίλοι μου, οι άνδρες που ερωτεύτηκα, οι άνθρωποί μου, οι μνήμες μου. Και η ποίηση. Που δεν τη βρίσκω μόνο στα βιβλία. Που την αναζητώ στα πρόσωπα και τα έργα των ανθρώπων. Στον κόσμο.
12/3/12
παπαγαλάκια
Απ' το παράθυρο του γραφείου της κοντά στο Μουσείο μια κοπέλα συχνά βλέπει εξωτικά παπαγαλάκια. Ρώτησε κάποιον με πιο πολλά χρόνια στη θέα του Πεδίου του Άρεως. Τα είχε κι εκείνος παρατηρήσει. Τριγυρνάνε χρόνια εκεί γύρω. Πόσα χρόνια ζει ένα παπαγαλάκι.
Κάπου δεκαπέντε χρόνια πριν, μια φίλη που διάβαζε και μου μάθαινε και μένα το Νετσάγιεφ, γιατί τον Μπακούνιν, τον Κροπότκιν και τον Μαλατέστα τους είχαμε ήδη διαβάσει μαζί με τη Βαβέλ, είχε έρθει στο σπίτι.
Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσανε κάτι περίπου συνομίληκοι φίλοι που είχαν έρθει από τα ακριτικά της Ελλάδας να σπουδάσουν μουσική. Ο ένας τραγουδούσε σα το Νταλάρα και είναι αλήθεια πως του έμοιαζε. Ήθελε οπωσδήποτε να κάνει καριέρα. Μας έλεγε πως έβλεπε την αύρα του στον καθρέφτη. Λευκή βέβαια. Και τέτοια ωραία. Κάποτε βρέθηκε να σιγοντάρει κάποιον έντεχνο τροβαδούρο. Βοήθησε λίγο και μια ερωτική σχέση με διάσημη μεσήλικη κυρία που ήταν μέσα στα πράγματα. Ο άλλος όλη μέρα έστριβε μπάφους που μετά βέβαια τους έπινε. Είχαν και ένα κλουβί με δυο παπαγαλάκια, εξωτικά. Πράσινα φωσφοριζέ με κίτρινες ανταύγειες. Τόσο όμορφα.
Η φίλη, καθώς ερχόταν σε μένα, είδε κρεμασμένο το κλουβί έξω απ' το παράθυρο. Μύρισε και το καμμένο χόρτο. Ποιοι μένανε στο διπλανό διαμέρισμα, απαιτούσε να μάθει. Τους ήξερα; Τους ήξερα. Να τους φωνάξουμε να τους πούμε να ελευθερώσουν τα παπαγαλάκια. Δε θυμάμαι καν αν συμφώνησα ή αν διαφώνησα, αν συμμετείχα στο σχέδιο απόσπασης του κλουβιού απ' το γειτονικό διαμέρισμα και στην απελευθέρωση των πουλιών. Θυμάμαι μόνο μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα στον ακάλυπτο, μια λεμονιά οπωσδήποτε, μπαλκόνια που υψώνονταν σχηματίζοντας ένα πολυγωνικό σχήμα από όπου φαινόταν κάτι γαλάζιο, σαν ουρανός. Και παραπέρα κάποια ακόμα δέντρα στον ακάλυπτο. Θυμάμαι ένα ξύλινο πάτωμα, το στρώμα στο πάτωμα, το κλουβί στο πάτωμα, το βλέμμα της αγριεμένο, τα χέρια της να αγκαλιάζουν σφιχτά το κλουβί, τα παπαγαλάκια να τιτιβίζουν αλαφιασμένα και τον γείτονα, όχι τον μίμο του Νταλάρα, τον άλλο, να της ζητά σχεδόν ικετευτικά να μην τα απελευθερώσει γιατί το πιο πιθανό είναι να τα φάει καμιά γάτα, πως δε ξέρουν να ζήσουν μες στην πόλη. Μετά η πόρτα του κλουβιού άνοιξε κι εκείνα παραζαλισμένα, περπάτησαν λίγο στο μπαλκόνι με το μωσαϊκό, πέταξαν ίσαμε το κάγκελο όπου περπάτησαν μερικά βήματα και τελικά άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν προς τα δέντρα του ακάλυπτου της διπλανής πολυκατοικίας.
Ο μουσικός γύρισε στη μουσική του και η επαναστάτρια στην επανάστασή της. Κι εγώ έμεινα να σκέφτομαι, εκεί στο φοιτητικό διαμέρισμα, πίσω απ΄το Μουσείο, αν θα κατάφερναν να φτάσουν έστω μέχρι το Πεδίο του Άρεως. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι να κλειδώσω μια για πάντα πίσω μου την πόρτα του φοιτητικού σπιτιού στην Κυψέλη, διασχίζοντας το πάρκο κοιτούσα ψηλά στα δέντρα μήπως και τα δω. Ποτέ δεν κατάφερα να απαντήσω αν η κοπέλα ή το αγόρι είχε το δίκιο με το μέρος του.
Όμως χτες βράδυ νομίζω τα ξανάδα στα μάτια της φίλης που τα κοιτάζει απ' το παράθυρο του γραφείου της στο Μουσείο κοντά.
Κάπου δεκαπέντε χρόνια πριν, μια φίλη που διάβαζε και μου μάθαινε και μένα το Νετσάγιεφ, γιατί τον Μπακούνιν, τον Κροπότκιν και τον Μαλατέστα τους είχαμε ήδη διαβάσει μαζί με τη Βαβέλ, είχε έρθει στο σπίτι.
Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσανε κάτι περίπου συνομίληκοι φίλοι που είχαν έρθει από τα ακριτικά της Ελλάδας να σπουδάσουν μουσική. Ο ένας τραγουδούσε σα το Νταλάρα και είναι αλήθεια πως του έμοιαζε. Ήθελε οπωσδήποτε να κάνει καριέρα. Μας έλεγε πως έβλεπε την αύρα του στον καθρέφτη. Λευκή βέβαια. Και τέτοια ωραία. Κάποτε βρέθηκε να σιγοντάρει κάποιον έντεχνο τροβαδούρο. Βοήθησε λίγο και μια ερωτική σχέση με διάσημη μεσήλικη κυρία που ήταν μέσα στα πράγματα. Ο άλλος όλη μέρα έστριβε μπάφους που μετά βέβαια τους έπινε. Είχαν και ένα κλουβί με δυο παπαγαλάκια, εξωτικά. Πράσινα φωσφοριζέ με κίτρινες ανταύγειες. Τόσο όμορφα.
Η φίλη, καθώς ερχόταν σε μένα, είδε κρεμασμένο το κλουβί έξω απ' το παράθυρο. Μύρισε και το καμμένο χόρτο. Ποιοι μένανε στο διπλανό διαμέρισμα, απαιτούσε να μάθει. Τους ήξερα; Τους ήξερα. Να τους φωνάξουμε να τους πούμε να ελευθερώσουν τα παπαγαλάκια. Δε θυμάμαι καν αν συμφώνησα ή αν διαφώνησα, αν συμμετείχα στο σχέδιο απόσπασης του κλουβιού απ' το γειτονικό διαμέρισμα και στην απελευθέρωση των πουλιών. Θυμάμαι μόνο μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα στον ακάλυπτο, μια λεμονιά οπωσδήποτε, μπαλκόνια που υψώνονταν σχηματίζοντας ένα πολυγωνικό σχήμα από όπου φαινόταν κάτι γαλάζιο, σαν ουρανός. Και παραπέρα κάποια ακόμα δέντρα στον ακάλυπτο. Θυμάμαι ένα ξύλινο πάτωμα, το στρώμα στο πάτωμα, το κλουβί στο πάτωμα, το βλέμμα της αγριεμένο, τα χέρια της να αγκαλιάζουν σφιχτά το κλουβί, τα παπαγαλάκια να τιτιβίζουν αλαφιασμένα και τον γείτονα, όχι τον μίμο του Νταλάρα, τον άλλο, να της ζητά σχεδόν ικετευτικά να μην τα απελευθερώσει γιατί το πιο πιθανό είναι να τα φάει καμιά γάτα, πως δε ξέρουν να ζήσουν μες στην πόλη. Μετά η πόρτα του κλουβιού άνοιξε κι εκείνα παραζαλισμένα, περπάτησαν λίγο στο μπαλκόνι με το μωσαϊκό, πέταξαν ίσαμε το κάγκελο όπου περπάτησαν μερικά βήματα και τελικά άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν προς τα δέντρα του ακάλυπτου της διπλανής πολυκατοικίας.
Ο μουσικός γύρισε στη μουσική του και η επαναστάτρια στην επανάστασή της. Κι εγώ έμεινα να σκέφτομαι, εκεί στο φοιτητικό διαμέρισμα, πίσω απ΄το Μουσείο, αν θα κατάφερναν να φτάσουν έστω μέχρι το Πεδίο του Άρεως. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι να κλειδώσω μια για πάντα πίσω μου την πόρτα του φοιτητικού σπιτιού στην Κυψέλη, διασχίζοντας το πάρκο κοιτούσα ψηλά στα δέντρα μήπως και τα δω. Ποτέ δεν κατάφερα να απαντήσω αν η κοπέλα ή το αγόρι είχε το δίκιο με το μέρος του.
Όμως χτες βράδυ νομίζω τα ξανάδα στα μάτια της φίλης που τα κοιτάζει απ' το παράθυρο του γραφείου της στο Μουσείο κοντά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)