Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς χειρότερα. Με συγχωρείτε, δεν έχουμε συστηθεί. Με λένε Πλέμπα. Γιορτάζω της Αγίας Πλεμπαγίας. Στεναχωρέθηκα σήμερα για τους ανθρώπους που χάσαν άδικα τη ζωή τους. Στεναχωριέμαι με το άδικο, γενικά. Όταν με αφορά θυμώνω όμως. Εξοργίζομαι. Θύμωσα πάλι με το ισραηλινό κράτος. Για να τα καταλαβαίνω τα πράγματα τα προσωποποιώ όπως στα παραμύθια της γιαγάς. Το Ισραήλ μου μοιάζει σαν έξυπνη γυναίκα που' ναι όμως θύμα κάποια ορμονικής διαταραχής. Όσο bitch και να μου την παρουσιάζουν δε μπορώ να τη δω ως τέτοια. Δεν υπάρχει κράτος που να μην είναι μια αγάμητη σκύλλα που ξεκοιλιάζει και σοδομίζει ακόμα και νεογέννητα αν πεινάσει, κι αν καυλώσει. Το Ισραηλ είναι απλώς μια πιο διαταραγμένη σκύλλα. Διαταραγμένη ή υγιής δε μπορώ να παραγνωρίσω τα λαμπρά ξώγαμά της, από τον Μάικ Λη ως τον Φίλιπ Ρόθ κι απ' τον Τσελάν ως τον Γούντυ Άλλεν. Λυπάμαι, αλλά δεν μου έρχεται στο νου κανένας Παλαιστίνιος που να με τάισε πνευματική τροφή ή έστω μια έξυπνη κινηματογραφική ατάκα. Σήμερα θύμωσα για τα σημερινά. Αύριο θα τα έχω ξεχάσει. Ακόμα χειρότερα, τα ξέχασα και σήμερα. Απ' τη μια με βόλεψε η ερμηνεία της τραγωδίας ενός Ισραηλινού στρατιωτικού που σε άπταιστα ελληνικά εξηγούσε στον ανταποκριτή του ελληνικού κρατικού καναλιού, του ήσσονος, πως έγινε λάθος, βρε αδερφέ. Η σκύλλα είχε προεμμηνορυσιακό σύνδρομο ή εμμηνοπαυσιακό -ανάλογα αν βλέπεις τη σερβιέτα του Ισραήλ μισογεμάτη ή μισοάδεια- υποψιάστηκε πως το πλοίο είναι γεμάτο πυρομαχικά και το έλουσε με πυρά, όπως μια bitch θα περιέλουζε με βρισιές μία άγνωστη γυναίκα που έκρινε ότι την πλησιάζει απειλητικά, κατά προτίμηση με όχημα. Στεναχωρέθηκα λίγο το μεσημέρι που τό' μαθα, θύμωσα ακόμα λιγότερο και καθώς δεν είμαι μαθημένη στις πορείες και στις διαδηλώσεις, σχεδόν το ξέχασα. Δε ξέρω πού έχουν εκπαιδευτεί κάτι άλλοι σαν τα σκυλιά του Παβλόφ και μόλις δουν αφίσσα με τις λέξεις διαδήλωση και πορεία τρέχουν. Εμένα ο θυμός και η στεναχώρια μου ήρθε πάλι σήμερα από μια ανεγκέφαλη, κακιασμένη, αγάμητη, προϊσταμένη που με αδίκησε κατάφωρα. Αυτόν το θυμό και τη στεναχώρια θα κουβαλήσω στο προσκέφαλό μου. Τη νύχτα δε θα δω στον ύπνο μου διαμελισμένους και αιμόφυρτους ακτιβιστές αλλά την ηλίθια στη δουλειά που με νευρίασε. Κι απορώ. Όλα αυτά τα μαύρα και κόκκινα σκυλιά του Παβλόφ που τρέχουν στις πορείες όπως τα σκυλιά πίσω απ' τα τρόλλεϋ, νομίζοντας πως κάποτε θα τα πιάσουν αλλά και να τα πιάσουν, τι θα τα κάνουν, αφεντικά δεν έχουν; Δεν έχουν σκοτούρες να τους πιπιλίζουν τον εγκέφαλο ώσπου να τους μελανιάσουν το μυαλό; Εμένα η στεναχώρια και ο θυμός μου είναι η καθημερινή σφαγή απ' την προϊσταμένη, απ' τον σύζυγο, απ΄την τράπεζα, απ' τη σπιτονοικοκυρά, απ' τον εργοδότη, απ' το δημόσιο υπάλληλο, απ' τον εμποράκο, απ' το δάσκαλο, απ' τον παπά, απ' τον συγγενή, απ' τον συνάδελφο, απ' τον γείτονα, απ' τον τηλεπαρουσιαστή, απ΄τον φίλο, απ' το γιο. Κάθε μέρα κι όλη μέρα. Και τη νύχτα βλέπω πως εγώ τους σφάζω. Όμως την άλλη μέρα το ξεχνάω. Όπως κι όλες τις σφαγές στη Γάζα. Δεν έχω μνήμη. Μόνο έγνοιες έχω. Μόνο έγνοιες.
Ζούσαν σε ένα σπίτι με κεραμύδια κάπου στο βορειοανατολικό Λονδίνο. Ξύλινα φθαρμένα παράθυρα, μια μικροσκοπική μπλε ξύλινη πόρτα, χαλιά σε όλα τα ξύλινα πατώματα, ξύλινη εσωτερική σκάλα. Παραμυθένιο. Έτσι μου έμοιαζε, αφού τα παραμύθια με τα οποία μεγάλωσα κι εγώ, είναι γραμμένα από παραμυθάδες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, όπου το μπετόν δε ρήμαξε τις κατοικίες τους και όπου η βροχή φρόντισε για πελώρια δέντρα μέσα από τα οποία μπορούν να ξετρυπώνουν νεράιδες και ξωτικά. Ένα τέτοιο έβλεπες από τα παράθυρα της πρόσοψης.
Στο καθιστικό ήταν αραγμένες κάτι μαξιλάρες στα χρώματα του κυπαρισσί και του μπορντώ, που σου' κλειναν το μάτι και σου έλεγαν: έλα, σε εμένα. Ήταν και κάτι ριχτάρια στους καναπέδες που μύριζαν στικάκια ινδικά και σέρνονταν στο πάτωμα με ύφος και μυστήριο, όπως ηρωίδα σε ταινία του Νίκου Νικολαϊδη. Στον έναν τοίχο ήταν γραμμένες ατάκες φίλων που πέρασαν απ' αυτό το πολύ φιλόξενο σπίτι. Στον άλλο τοίχο δε θυμάμαι τι ήταν, κάποιο πόστερ του Μοντιλιάνι, ή μπορεί και ένα στεφάνι από αποξηραμένα λουλούδια πλάι σ' ένα ψάθινο καπέλο. Κάτι τέτοιο ωραίο θα' ταν.
Στην κουζίνα που' χε βεραμάν πλακάκια με αυτοκόλλητα αγγελάκια και μεγάλη τζαμαρία που' βλεπε στην πίσω αυλή, ήταν παρκαρισμένα δυο ποδήλατα. Στον πάγκο είχε ψωμί και στο νεροχύτη πλάι κακτάκια σε κίτρινες και κόκκινες γλαστρούλες. Στο ψυγείο είχε γαλακτομπούρεκο με φύλλο αγορασμένο από το μπακάλικο του κούρδου. Στην αυλή είχε κάρβουνα και μια σχάρα μπάρμπεκιου. Είχε και βασιλικούς.
Όταν βλέπαμε ταινία στο σπίτι τους, ο φίλος μας έφτιαχνε ποπ-κόρν με βούτυρο και αλάτι. Μας τα πρόσφερε σε αυτοσχέδια χωνάκια με κόλλες άλφα τέσσερα και μας έφτιαχνε καϊπιρίνιες με lime αν είχαμε δει μια στάλα ήλιο κατά τη διάρκεια της μέρας ή ζεστό κόκκινο κρασί με γαρύφαλλο, κανέλα κι ίσως άλλα κρυφά μυρωδικά για τον αιώνιο βρετανικό χειμώνα. Το βράδυ ξεμέναμε στο σπίτι του και κοιμόμασταν ευτυχισμένοι όπως οι καλοί στα παραμύθια.
Το πρωί είχε σταφιδόψωμα και έβρισκες καφέ σε ρομαντικά κουτάκια. Ένα πρωινό μου έδωσε το ένα ποδήλατο, καβάλησε αυτός το άλλο. Μου ζήτησε να τον ακολουθήσω ως το κανάλι. Του είπα πως θα τον ακολουθήσω, αλλά πεζή. Και θα έπαιρνα το ποδήλατο παραμάσχαλα. Είχα να οδηγήσω ποδήλατο από παιδί. Θα έπεφτα, θα τράκαρα, θα τούμπαρα, θα, θα. Δεν ήξερα να ζω σαν αυτόν τον απένταρο βασιλιά. Αλλά ξεπέρασα τους φόβους και τις αναστολές μου και πήγαμε ποδηλατάδα στο κανάλι και μια άλλη βραδιά πήγαμε σε ένα άλλο κανάλι και τραγουδούσαμε και μια άλλη φορά ξετρύπωσε το πιο cult μπιλιαρδάδικο στο κέντρο και με άφησε να πίνω μπύρες με έναν παλαβιάρη γέρο και να κοιτάω τα πολύχρωμα λαμπιόνια στο μπαρ ενώ αυτός σκόραρε με την μαύρη μπίλια, και μια άλλη φορά κλαίγαμε από τα γέλια, μια άλλη φορά είχαμε ανέβει σε κάτι δέντρα και καπνίζαμε και μια άλλη φορά παίζαμε πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο και ακούγαμε Μάλαμα και μια άλλη φορά σκαρώναμε ένα σενάριο στους καναπέδες ενός ατμοσφαιρικού lounge cafe.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν πάντοτε μια φορά που ο πιο alternative bon viveur που είχα γνωρίσει μας έδειχνε τι θα πει la vita e bella. Και μετά έφυγα για λίγο καιρό από το Λονδίνο και όταν επέστρεψα ήταν τέλη Απρίλη. Έξω ήταν άνοιξη και μέσα στο μυαλό μου καταιγίδα. Δεν ήμουν καλά. Ήμουν θυμωμένη με πολλά και με πολλούς. Τον πήρα τηλέφωνο να δηλώσω την επιστροφή μου. Σε μερικές μέρες έξω θα ήταν Πρωτομαγιά αλλά και το ορθόδοξο Πάσχα. Την ίδια μέρα. Είχε πορεία με ποδήλατα. Του τηλεφώνησα για να του πω πως εγώ με τον καλό μου θα πάρουμε τα ποδήλατα και θα πάμε Angel για τη διαδήλωση. Αλλά όμως αυτός προτίμησε να γιορτάσει το Πάσχα. Θύμωσα και μαζί του. Θα πάτε και Εκκλησία το πρωί; τον ρώτησα. Τελικά μάλλον θα πέρασαν ωραία ψήνοντας παϊδάκια στον κήπο και κόβοντας χωριάτικες σαλάτες στην χαριτωμένη κουζίνα. Τελικά εμείς προτιμήσαμε να τιμήσουμε την Πρωτομαγιά από την Ανάσταση και περάσαμε σχεδόν χάλια.
Από εκείνη τη μέρα ένα τεράστιο ερωτηματικό υψώθηκε ανάμεσα σε εμένα και τον φίλο. Και κάπως τα καταφέραμε και χαθήκαμε. Πάνε πέντε χρόνια από τότε και δε ξέρω που μου 'παν τα πέντε στο θέμα φιλία. Όμως στο τέλος μόνο ένα έμεινε. Πως ζήσαμε εμείς καλά και εμείς καλύτερα.
Δε βλέπω τηλεόραση γενικά. Τά' χουμε ξαναπεί αυτά. Δεν το κάνω από άποψη. Μάλλον πάσχω από κάποια μορφή επιληψίας που αν την έχεις δεν τη παλεύεις καθόλου να παριστάνεις τον τηλεθεατή για πολύ ώρα. Έτσι όμως, όποτε παρακολουθώ κάτι στην tv παθαίνω ό,τι και ο συμπρωταγωνιστής του Νάνι Μορέτι στο Caro diario (νομίζω): κολλάω.
Είχαν πάει οι δυο κουλτουριάρηδες φίλοι κάπου στο πουθενά για κάμπινγκ όπου φαινόταν να μην υπάρχει ψυχή ζώσα. Όμως αντίθετα με τους γελαδάρηδες στο Brokeback Mountain που οι δυο φίλοι είχαν φάει κόλλημα ο ένας με τον άλλο, ο φίλος του Μορέτι είχε κολλήσει με κάποια σαπουνόπερα εκείνη την περίοδο. Δε το είχε ομολογήσει (όπως και τα γκεόλια στο Brokeback mountain) μέχρι που διαπίστωσε πως στην αντίπερα όχθη του λόφου υπήρχε άνθρωπος. Ο φίλος του Μορέτι άρχισε, φωνάζοντας και με τον σχετικό αντίλαλο, να ρωτάει τον άνθρωπο της αντίπερα όχθης τι έγινε στα τελευταία επεισόδια του σήριαλ.
'Εβλεπα στη τηλεόραση προχτές μια συνέντευξη της Μαρίας Χαράμη που δε θυμάμαι τι ακριβώς έλεγε αλλά μιλούσε και για τη φιλία. Συγκινήθηκα και βούρκωσα. Ξαφνικά κατάλαβα πόσο πολύ έχω ξεκόψει από τους φίλους μου. Η τηλεόραση με υποβάλει τελικά. Θα την κόψω. Δε γίνεται να ζω στο βούρκο των δακρύων.
Μετά, το ίδιο βράδυ νομίζω διαπίστωσα πως έχω φτάσει αισίως το πεντακοσιοστό πρώτο ποστάκι και έναν φίλο δεν έχω κάνει μέσα από τα blogs. Ή μήπως έχω; Φοβάμαι πολύ την απομυθοποίηση που έρχεται όταν γνωρίζεις τον άλλο με σάρκα και οστά. Αλλά διαλέγεις: ή ζεις με το φόβο της απομυθοποίησης στην απομόνωση ή ζεις με την απομυθοποίηση με την ελπίδα της επανένταξης. Ναι, ήμουν τζάνκι της επικοινωνίας και πριν έρθει το διαδικτυο αυτό το κάλυπτα μέσα από τις πραγματικές επαφές με τους ανθρώπους. Μετά έγιναν διάφορα και ξέκοψα από όλους. Εδώ και πέντε χρόνια κόντεψα να γίνω Σοπενάουερ. Όχι στην ευφυία, όπως φαίνεται. Στην μισανθρωπία.
Προχτές πήγα σε μια συναυλία στην Αθήνα και συνάντησα τυχαία έναν πολύ αγαπημένο φίλο από τα χρόνια του Λονδίνου, πού' χα να τον δω 5 χρόνια. Ήταν ο πρώτος φίλος που έχασα έτσι ξαφνικά, για ψύλλου πήδημα. Μας πήδηξε ο ψύλλος. Κινδύνεψα να κάνω ψυχανάλυση και να ψάχνω ψύλλους στ' άχυρα. Όταν τον είδα ξαφνικά μπροστά μου, μου' ρθε να του σπάσω το κεφάλι και να τον αγκαλιάσω μέχρι σκασμού. Προφανώς και με πλήγωσε και μου έλειψε. Τελικά αρκέστηκα να χαμογελάω και να κοιτάω σα χαμένη.
Μετά το 501 έστειλα στη stassa ένα email με μία φωτογραφία από το "Εντιμότατοι φίλοι" μου. Που δε συνηθίζω την prive επικοινωνία. Αφού και στη stassa μια φορά ήθελα να γράψω γράμμα και το έκανα δημόσια. Την αγαπάω τη stassa γενικά επειδή τώρα που είμαι σε φάση λειψοφιλίας αυτή μετράει για δύο.
Και μου απαντάει:
Ακόμα όμως και ως Σοπενάουερ ξέρω να διαλέγω τους καλύτερους για φίλους. 'Αμα καμιά φορά πάτε για ψώνια φιλίας πάρτε μαζί. Ξέρω να σας πω μια γνώμη.