«Τα περιστατικά λοιπόν, εκτός του ότι συμβαίνουν, του ότι υπάρχουν, λένε και κάτι;»
«Το αστείο» - Μίλαν Κούντερα
Ο «οικονομικός συντάκτης», αν και προερχόμενος από την ΚΝΕ, μέσα σε μία δεκαπενταετία εξελίχθηκε στον πλαισιωμένο από το κωστοπουλικό γκλαμουράτο κιτσαριό παρουσιαστή και οικοδεσπότη όποιου ξέβραζε το μιντιακό κύμα στον αφρό της δημοσιότητας. Σήμερα είναι ο εκδότης των πηχιαίων ρατσιστικών τίτλων στα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας του, και μάλιστα σε συνθήκες ανόδου του νεοναζισμού. Παγώνουν τα χαμόγελα. Τα καλαμπουράκια του δεν ήταν ποτέ αθώα.
Ούτε τα δικά μας. Ως κομιστής, λίγο μετά την απόπειρα αυτοκτονίας του Ζαχόπουλου, διακήρυττε βαρύθυμος από το γυαλί: «Αυτή η υπόθεση ξεκίνησε με αίμα και θα τελειώσει με αίμα». Κι αναρωτηθήκαμε τότε αν εννοούσε ότι θα του έρθει περίοδος. Χιουμοράκι. Δεν μας έπεισε, βλέπεις, πως θα προβεί στο απονενοημένο διάβημα. Γιατί, όπως αποδείχτηκε και από τα γεγονότα, ήταν άλλο ένα επικοινωνιακό τέχνασμα για να εκμαιεύσει τη συμπόνοια του τηλεθεατή, υποδυόμενος, αποτυχημένα βέβαια, το ρόλο του μελλοντικού αυτόχειρα. Μετά, δοκίμασε άλλο τρικάκι, απ' αυτά που μεταχειρίζεται καλύτερα. Τα αστειάκια. Κάλεσε στην εκπομπή του τον κατοπινό υποψήφιο βουλευτή του ΛΑΟΣ, τον αυτοαποκαλούμενο «Φιλιππινέζα του Ρουβά», για να διακωμωδήσουν την υπόθεση. Και θα γέλασε κόσμος.
Ο Θέμος Αναστασιάδης είναι από τα πιο ακραία παραδείγματα όχι μετάλλαξης αλλά αποκάλυψης ενός ολόκληρου χώρου, που προφανώς δεν ταυτίζω με τους αριστερούς, μια πρόσκαιρη ιδιότητα που κι ο ίδιος εξάλλου αποποιείται. Εκπροσωπεί όμως το σμήνος του μεταγενέστερου «δηλωσία», εκείνου που απεμπόλησε με ευκολία τις αξίες και τις αρχές με τις οποίες εμφανιζόταν ανέξοδα να εμφορείται, υποτίθεται. Και δεν τις απαρνήθηκε γιατί λύγισε από τους άγριους βασανισμούς του κάθε Μάλλιου και Μπάμπαλη στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας, αλλά γιατί σαγηνεύτηκε από την επαγγελία μιας ζωής χωρίς αυτό που τους ήταν μέχρι πριν τα 80s μέγγενη: το πολιτικό. Του πολιτικού ως ματιά.
Το βλαχομπαρόκ lifestyle παρεισέφρησε και σε μεγάλο βαθμό κυριάρχησε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, αντιστοιχώντας παράλληλα προϊόντα της μεταπολιτευτικής κουλτούρας με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους (ΚΚΕ ή αναρχικό, δεν έχει σημασία), αρκεί να μην υπάρχει συναλλαγή, να περιθωριοποιηθεί, επιβάλλοντας το απολιτίκ ως όρο στο δημόσιο λόγο και όχι μόνο. Ο δρόμος προς τα σημερινά απεταξάμην την «κουλτούρα της μεταπολίτευσης» από τον κυρίαρχο χυλό, από χίπστερ μέχρι σκληροπυρηνικούς νεοφιλελεύθερους, είχε στρωθεί.
Συγχρόνως, η ανερμάτιστη πολιτικά πρόσληψη της λογοτεχνίας που προέκυψε δημιούργησε ένα κοινό που εκτόξευε σε πωλήσεις την πεζογραφία του πετί μπουρζουά. Ολη αυτή η πορεία στον καταχρηστικά ερμηνευόμενο ως μεταμοντέρνο λόγο -ή με το μεταμοντέρνο ως προκάλυμμα- ασφαλώς και θα λειτουργούσε έπειτα ευνουχιστικά ως προς βαθιά πολιτικοποιημένα και πολιτικά κείμενα. Τα σημερινά.
Και πια ακούμε τον πανικόβλητο λόγο ενάντια στη στράτευση όσων απεκδύθηκαν τον αριστερό μανδύα και το πολιτικό γενικότερα και αναδείχθηκαν στη δημόσια σφαίρα ως ουδέτεροι, αποστασιοποιημένοι διανοούμενοι και γραφιάδες. Μα δεν πρόκειται για στράτευση. Σήμερα δεν έχουμε άλλη εκλογή από το να πάρουμε θέση. Κι ας σπεύδουν να αποσοβήσουν τον κίνδυνο να απογυμνωθούν πολιτικά. Είναι πολύ πια αργά για όλους. Η ιστορικότητα των στιγμών δεν αφήνει περιθώρια για άλλα μασκαρέματα. Κρινόμαστε όλοι. Κι από τα ήσσονος σημασίας. Προπάντων από αυτά.
Στην εποχή της αγοραίας αριστεροφροσύνης χώρεσαν όλοι. Το νου μας μόνο, γιατί, αν ισχύει η ρήση του Μαρξ πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται τη δεύτερη φορά σαν φάρσα, δεν θα γελάσει κανείς.