Άνοιξα την μικροσκοπική γροθιά του. Να του φιλήσω ακόμη και τις παλάμες. Μωρό μου. Αγόρι μου. Ομορφιά μου. Ψυχή μου. Λατρεία μου. Αγάπη μου. Ζωή μου. Φως μου. Ματάκια μου. Ζουζούνι μου. Γλυκουλάκι μου. Ζουμπουρλό μου. Παιδί μου. Ένα κείμενο μόνο προσφωνήσεις της μάνας στο παιδί της. Κάθε προσφώνηση και μια παύση. Παύση. Αυτό που μας λείπει. Χτες στην παράσταση Παρθενώνας. Πρόφτασα να μου πω, μην κλάψεις πάλι ρε. Άνοιξα την μικροσκοπική γροθιά του. Να του φιλήσω ακόμη και τις παλάμες. Και έπεσε το βλέμμα μου στη γραμμή της ζωής. Που δεν είναι μακριά. Και δεν έχει καμιά λογική εδώ. Να προλάβεις να πεις τι είναι αυτά ρε; Χειρομαντεία ρε; Στο αντίκρυσμα έχει ήδη περάσει απ' το νου σου η σκέψη. Και δεν έχει πιο τραγική μοίρα από αυτή.
Έλα ύπνε πάρτο, σε μετάξι απάνω βάλτο, σιγά
Κι από μέλι, γάλα νά 'ν' του ονείρου του η σκάλα, πλατιά
Δεκατέσσερα στα δεκαπέντε. Κάπου 'κει. Ο Μ. ένας φίλος από τη γειτονιά, ένα χρόνο μεγαλύτερος, παθαίνει λευχαιμία. Παραγγέλνει στην ξαδέρφη του να του γράψω μια κασσέτα. Του την πήγε. Χόρευε, λέει, με τους ορρούς. Δυο εξηντάρες είχα γράψει, όχι ενενηντάρα, γιατί χαλούσανε αυτές. Λαϊκά και τέτοια. Τους καημούς και τις αναμνήσεις όλες, μέσα σ’ ένα άλμπουμ τα πέρασα, έτσι να θυμάμαι μαζί με σένα, πόσο άσχημες μέρες πέρασα. Χτες βράδυ που κουβέντιαζα με έναν φίλο του έλεγα πως είμαι ευγνώμων στους γονείς μου που δεν πίστευαν στο Θεό, που δε μας πήγαιναν ποτέ στην Εκκλησία, που δεν είχαμε εικονίσματα στο σπίτι. Στην κηδεία του Μ., μαζί με όλο το άθεο ασκέρι των δεκαπεντάχρονων, έψελνε ο παπάς και εμείς βρίζαμε το Θεό του μέσα. Αλλά βλέποντας τη μάνα του, πρώτη φορά κατάλαβα πως δεν είχε χρειαστεί να πιστέψω.
Βλέφαρό μου, σκαλιστό, αχ τυχερό μου
Μη χαράζεις άστρο της αυγής μη μου τρομάζεις
Μετά, θα γίνει κάποιο τρομερό έγκλημα στην Ξάνθη. Την κόρη του, θα τη χτυπήσει μέχρι λιποθυμίας, θα την βιάσει, θα την κάψει ζωντανή. Το βάζεις με το νου σου; Αλλάζεις πρόσωπο. Πας δεύτερο ενικό. Το παιδί σου θα πεθαίνει τον πιο άγριο θάνατο στα σκαλοπάτια του σπιτιού και εσύ θα κοιμάσαι πάνω. Πας πρώτο ενικό. Πάνω, εκεί που το κοίμιζα. Που το νανούριζα. Όπως το έλεγαν χτες στον Παρθενώνα: Έλα, ύπνε, πάρτο, σε μετάξι απάνω βάλτο. Μην πεις για αυτοδικία. Μείνε ψύχραιμος. Νομικός πολιτισμός. Βάλε να το πει σήμερα ο Χρόνης Αηδονίδης τόσες φορές ώσπου να βραχνιάσει για να εξευμενίσει μέσα σου το μίσος. Αν ήταν ενενηντάρα, θα τη μάσαγε το κασετόφωνο. Δεν είναι καλές οι ενενηντάρες. Μασάνε τα λόγια μας. Και αν σ' αγαπώ, χρόνια πολλά, με το έτσι θέλω. Χρόνια πολλά, οπωσδήποτε. Κι ας μην υπάρχει κανένας εκεί πάνω για να εισακουστεί η ευχή μου. Μόνο σαν υπόμνηση. Σαν παύση. Αλλά τι σημασία θα' χε η μακροζωία αν στο μεταξύ δε ζούσα.
Βλέφαρό μου, σφαλιστό, αχ τυχερό μου
Μη χαράζεις άστρο της αυγής μη μου τρομάζεις
Κλείνεις τα βλέφαρα. Φαντάζεσαι χρόνια πολλά, χωρίς τύχη. Υποφέρεται. Χρόνια πολλά αζώιστα. Ανυπόφορο. Χρόνια πολλά που δεν έχεις αγαπηθεί. Αφόρητο. Δεν ξέρω πόσο χρόνια σου μέλλεται να ζήσεις. Δεν περνάει από το χέρι μου. Δεν γράφεται, ελπίζω, στο δικό σου. Μωρό μου. Αγόρι μου. Ομορφιά μου. Ψυχή μου. Λατρεία μου. Αγάπη μου. Ζωή μου. Παιδί μου. Αλλά όσα χρόνια ζήσουμε, θα ζήσουμε. Αυτό ξέρει η μάνα σου να το κάνει καλά. Θα δεις.
Βλέφαρό μου, σφαλιστό, αχ τυχερό μου
Μη χαράζεις άστρο της αυγής μη μου τρομάζεις
Κλείνεις τα βλέφαρα. Φαντάζεσαι χρόνια πολλά, χωρίς τύχη. Υποφέρεται. Χρόνια πολλά αζώιστα. Ανυπόφορο. Χρόνια πολλά που δεν έχεις αγαπηθεί. Αφόρητο. Δεν ξέρω πόσο χρόνια σου μέλλεται να ζήσεις. Δεν περνάει από το χέρι μου. Δεν γράφεται, ελπίζω, στο δικό σου. Μωρό μου. Αγόρι μου. Ομορφιά μου. Ψυχή μου. Λατρεία μου. Αγάπη μου. Ζωή μου. Παιδί μου. Αλλά όσα χρόνια ζήσουμε, θα ζήσουμε. Αυτό ξέρει η μάνα σου να το κάνει καλά. Θα δεις.