Είχε
διαβάσει κάπου ένα ποίημα που πήγαινε περίπου έτσι: I'll meet the one,
near Christmas, around evening in some laundrette. Και τέλειωνε λέγοντας πως θα επλεναν μαζί ό,τι τους λέρωνε, να βγουνε έπειτα αγκαλιά στους στολισμένους δρόμους.
Έτριψε το βρώμικο τζην του στο γόνατο που ακουμπούσε στο στήθος του, έτσι όπως καθόταν στο τσιμεντένιο δάπεδο. Έτριψε ξανά το τζην ώσπου εμφανίστηκε ένα τζίνι. «Θέλω να με πας πίσω στο χρόνο». Μια mercedes έκανε όπισθεν καθώς αποχωρούσε με δυο πελάτες από το Savoy. Το τζίνι έτριψε λίγο το καραφλό κεφάλι του, τον κοίταξε με απορία σηκώνοντας τους ώμους και μετά, τσουπ, ξαναχωθηκε στο μαγικό ρουθούνι του.
Την επόμενη στιγμή ένα ακόμη λευκό σύννεφο ινδικής κάνναβης έβγαινε από τη μύτη του και σχημάτιζε συννεφάκια σκέψης που έγραφαν με κεφαλαία: Χιλιες και μία νύχτες. Ε;
Το έψιλον και το ερωτηματικό ήταν τυπογραφικό λάθος γιατί δεν είχε καμία ερωτηση κατά νου. Ήταν όλα κάπως απαντημένα. Ακόμα και το μεγάλο ερωτηματικό: ήταν αυτός ή κάποιος άλλος;
Το πολυκατάστημα πίσω του άρχισε να παίζει Brahms. Τα συννεφάκια της σκέψης τα έκαναν μαξιλάρι κάποια παχουλά γυμνά αγγελάκια που μετά έγιναν χερουβείμ του Ραφαέλο Σάντσιο, κι έπειτα τσάντες, κούπες, μπρελόκ, αυτοκόλλητα, ατζέντες και τετράδια.
Η ίδια μελωδία, με ίδια όργανα, όπως ακριβώς το νανούρισμα που ακολουθούσε το τράβηγμα ενός κορδονιού από την Μάμμυ. From organs to orphans. Τον εγκατέλειπε μέσα στις νότες. Κι από την αγκαλιά της, τον παρέδιδε στην αγκαλιά του Μορφέα. Όμως αυτός θα πρέπει να ήταν ο πιο υπουλος molester στο Manchester. Όνειρα φριχτά.
Όπως αυτό το δίπατο κόκκινο αλλά ξεσκέπαστο λεωφορείο που κουβαλούσε τουρίστες από τη Leicester Square προς το Waterloo στην ονειρεμένη μητρόπολη του East End που η μπόχα του πάντα θα αναδίδεται από το ξεφύλλισμα της Ιστορίας.
Εκείνος καθόταν στο πεζοδρόμιο, με δυο πλαστικα κυπελλάκια. Το ένα για νομίσματα. Το αυτί μιας χαρτόκουτας έγραφε με μαρκαδόρο hunger απ' τη μια όψη, ενώ απ' την άλλη κάποιοι μεθυσμένοι πιτσιρικάδες χτες στον υπόγειο του έγραψαν με στυλό hungover.
Τράβηξε από την κωλότσεπη ένα δελτίο από τη χτεσινή λοτταρία και έφτυσε μια χλέπα.
Αυτό το τζην κάποτε το έβαλε μπουγάδα σε κοινόχρηστα πλυντήρια. Όταν το πήρε σπίτι βρήκε ένα φθαρμένο χαρτί στην τσέπη του παντελονιού. Το πέταξε. Θα πρέπει να είχαν περάσει χίλιες και μία νύχτες από τότε. Ήταν ένα λαχείο που' χε αγοράσει. Τους αριθμούς τους είχε καταπιεί ο κάδος της καθαριότητας. Δεν ήξερε: ήταν αυτός ή κάποιος άλλος; Αυτός ήταν ο υπερτυχερός εκείνου του τζακ ποτ, που ποτέ δε βρέθηκε. Καλύτερα. Στο άλλο κύπελο είχε ακόμα αχνιστό τσάι.
Έτριψε το βρώμικο τζην του στο γόνατο που ακουμπούσε στο στήθος του, έτσι όπως καθόταν στο τσιμεντένιο δάπεδο. Έτριψε ξανά το τζην ώσπου εμφανίστηκε ένα τζίνι. «Θέλω να με πας πίσω στο χρόνο». Μια mercedes έκανε όπισθεν καθώς αποχωρούσε με δυο πελάτες από το Savoy. Το τζίνι έτριψε λίγο το καραφλό κεφάλι του, τον κοίταξε με απορία σηκώνοντας τους ώμους και μετά, τσουπ, ξαναχωθηκε στο μαγικό ρουθούνι του.
Την επόμενη στιγμή ένα ακόμη λευκό σύννεφο ινδικής κάνναβης έβγαινε από τη μύτη του και σχημάτιζε συννεφάκια σκέψης που έγραφαν με κεφαλαία: Χιλιες και μία νύχτες. Ε;
Το έψιλον και το ερωτηματικό ήταν τυπογραφικό λάθος γιατί δεν είχε καμία ερωτηση κατά νου. Ήταν όλα κάπως απαντημένα. Ακόμα και το μεγάλο ερωτηματικό: ήταν αυτός ή κάποιος άλλος;
Το πολυκατάστημα πίσω του άρχισε να παίζει Brahms. Τα συννεφάκια της σκέψης τα έκαναν μαξιλάρι κάποια παχουλά γυμνά αγγελάκια που μετά έγιναν χερουβείμ του Ραφαέλο Σάντσιο, κι έπειτα τσάντες, κούπες, μπρελόκ, αυτοκόλλητα, ατζέντες και τετράδια.
Η ίδια μελωδία, με ίδια όργανα, όπως ακριβώς το νανούρισμα που ακολουθούσε το τράβηγμα ενός κορδονιού από την Μάμμυ. From organs to orphans. Τον εγκατέλειπε μέσα στις νότες. Κι από την αγκαλιά της, τον παρέδιδε στην αγκαλιά του Μορφέα. Όμως αυτός θα πρέπει να ήταν ο πιο υπουλος molester στο Manchester. Όνειρα φριχτά.
Όπως αυτό το δίπατο κόκκινο αλλά ξεσκέπαστο λεωφορείο που κουβαλούσε τουρίστες από τη Leicester Square προς το Waterloo στην ονειρεμένη μητρόπολη του East End που η μπόχα του πάντα θα αναδίδεται από το ξεφύλλισμα της Ιστορίας.
Εκείνος καθόταν στο πεζοδρόμιο, με δυο πλαστικα κυπελλάκια. Το ένα για νομίσματα. Το αυτί μιας χαρτόκουτας έγραφε με μαρκαδόρο hunger απ' τη μια όψη, ενώ απ' την άλλη κάποιοι μεθυσμένοι πιτσιρικάδες χτες στον υπόγειο του έγραψαν με στυλό hungover.
Τράβηξε από την κωλότσεπη ένα δελτίο από τη χτεσινή λοτταρία και έφτυσε μια χλέπα.
Αυτό το τζην κάποτε το έβαλε μπουγάδα σε κοινόχρηστα πλυντήρια. Όταν το πήρε σπίτι βρήκε ένα φθαρμένο χαρτί στην τσέπη του παντελονιού. Το πέταξε. Θα πρέπει να είχαν περάσει χίλιες και μία νύχτες από τότε. Ήταν ένα λαχείο που' χε αγοράσει. Τους αριθμούς τους είχε καταπιεί ο κάδος της καθαριότητας. Δεν ήξερε: ήταν αυτός ή κάποιος άλλος; Αυτός ήταν ο υπερτυχερός εκείνου του τζακ ποτ, που ποτέ δε βρέθηκε. Καλύτερα. Στο άλλο κύπελο είχε ακόμα αχνιστό τσάι.