"Ο φίλος που θα σε δει να πηγαίνεις στο γκρεμό και δε θα σε πιάσει από το γιακά να σου πει πού πας γαμώ το Χριστό σου και να σου ρίξει δυο χαστούκια και να σε γυρίσει πίσω, δεν είναι φίλος σου."
Μου' πε ο δάσκαλος, σκυμμένος πάνω από ένα πάγκο όπου είχε απλωμένο ένα ψηφιδωτό ενάμιση μέτρο μήκος, ένα τασάκι, μια κούπα καφέ, ένα πλαστικό ποτήρι για ρακές και σταφίδες με στραγάλια. Κρατούσε την πένσα κι έσπαγε την πέτρα, και ψηφίδα την ψηφίδα μετέφερε κάποια μάχη των ρωμαϊκών χρόνων στο υπόγειο εργαστήρι του.
Κατεβαίνοντας για πρώτη φορά τα σκαλιά του εργαστηρίου, περαστική κι αδιάβαστη, μόνο για να ρωτήσω για την εγγραφή γίναν τα λόγια χαλίκια στο στόμα μου μόλις αντίκρυσα έναν, ίδιος ο Άκης Πάνου. Προσηλωμένος στο έργο του, με μια λευκή φανέλα με τιράντες και ένα τζιν παντελόνι, όλος πασπαλισμένος σκόνη, δίχως μαλλιά και δίχως όρεξη για κουβέντες, με ένα μισοσβησμένο στριφτό στα χείλια, μου απαντούσε μονολεκτικά χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Αργότερα θα μου έλεγε πως ήταν εξήντα χρονών και παλιός επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Φιλική υποδοχή δεν μου επεφύλαξε αλλά αυτός θα με έβαζε να δουλέψω τη φιλιά στο μυαλό μου για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Αποφάσισα να ξεκίνησω να μαθαίνω την τέχνη πλάι του, και καταλαβαίνοντας πως δεν είχε λόγια το εργαστήρι, παρά μόνο μια πένσα στα χέρια, και ψηφίδες που έπρεπε να βρουν τη θέση τους στο σχέδιο για να βρει τη θέση του το έργο έπειτα κάπου, είχα ενθουσιαστεί στην προοπτική να κάνω άσκηση σιωπής για τις τρεις ώρες από τρεις φορές τη βδομάδα που θα διαρκούσε η εξάσκησή μου.
Ήταν ο καιρός που είχα συναντήσει τον Ομ ντε μα Βι, έναν άνδρα που έλεγα τότε πως ήταν ό,τι ζητούσα και κάτι περισσότερο. Κι αυτό δεν υποφέρεται. Αν με ρωτούσες και αν ήμουν ειλικρινής θα σου' λεγα πως οπωσδήποτε ήθελα να ζήσω όλη μου τη ζωή μαζί του, να του γεννήσω εφτά παιδιά, να του κάνω ποδόλουτρο και να του σκουπίζω έπειτα τα πέλματα με τα μαλλιά σαν τη Μαρία Μαγδαληνή. Αντί γι' αυτό όμως του έκανα τη ζωή κόλαση, ώσπου μια από τις πολλές φορές που τον εγκατέλειψα δεν ξαναγύρισε. Ήτανε μια μαύρη περίοδος στη ζωή μου κι ο κόσμος όλος σε ένα αδιάκοπο σεισμό, για άλλους λόγους που πάντα τους χρεώνουμε στον έρωτα. Σ' αυτή την εποχή μας έτυχε να αγαπηθούμε και σ' αυτήν την εποχή να χωρίσουμε.
Η φίλη μου, που φύσει, θέσει κι ιδιότητα πατούσε γερά στα πόδια της θα έπρεπε να με προστατεύσει από την αυτοκαταστροφική μου πορεία. Θα' πρεπε να με ταρακουνήσει και να μου πει κοίτα τι πας να κάνεις. Δε θα'πρεπε να μ' αφήσει να διώχνω με όποιο τρόπο μπορούσα αυτόν τον άνδρα. Έτσι σκεφτόμουν.
Κι αντί να κάνω τρίωρες ασκήσεις σιωπής στην ψηφιδογραφία, όπως σχεδίαζα, βρισκόμουν τα απογεύματα να κουβεντιάζω ασταμάτητα, δουλεύοντας παράλληλα, μ' αυτόν που νόμισα αμίλητο και εχθρικό. Ο αμίλητος και εχθρικός μου 'λεγε για τη φιλία:
"Ο φίλος που θα σε δει να πηγαίνεις στο γκρεμό και δε θα σε πιάσει από το γιακά να σου πει πού πας γαμώ το Χριστό σου και να σου ρίξει δυο χαστούκια και να σε γυρίσει πίσω, δεν είναι φίλος σου."
Από τότε, πάνω από δέκα χρόνια μετά, έχω ανακαλέσει στη μνήμη μου πολλές φορές αυτή την ατάκα. Άλλοτε για να αντλήσω κουράγιο και να πιάσω κάποιον φίλο από το γιακά, άλλοτε για να δικάσω κάποιον που δεν με άρπαξε πριν γκρεμοτσακιστώ γι' άλλη μια φορά, κι άλλοτε για να μετατρέψω τα γαμωσταυρίδια που έφαγα, όταν έπρεπε, σε βαθιά συγκίνηση για το ρίσκο που πήρε ο φίλος μου να με χάσει οριστικά ερχόμενος σε ρήξη μαζί μου, προκειμένου να μη με αφήσει να φάω πάλι τα μούτρα μου.
Κι έμαθα πως το ζόρικο δεν είναι, δάσκαλε, να πάρεις το ρίσκο ν' αρπάξεις το φίλο από το γιακά και να τον ταρακουνήσεις πριν πέσει στο γκρεμό. Το δύσκολο είναι, δάσκαλε, να πεις τι είναι γκρεμός και τι δεν είναι. Αυτό που' ναι γκρεμός για μένα, για κείνον μπορεί να είναι ο δρόμος του, που θέλει και πρέπει να τον ζήσει. Αρχάρια στην τέχνη της πέτρινης φιλίας και ημιτελές το έργο, πρέπει βίωμα το βίωμα να το συνθέσω πια μόνη μου, ώσπου να ολοκληρωθεί, αν ολοκληρωθεί ποτέ, το ψηφιδωτό που αναπαριστά τι είναι να' σαι Φίλος.
25/7/12
22/7/12
valedictory
Σε ψηλό βουνό,
σε ριζιμιό χαράκι,
κάθεται έν' αϊτός.
Βρεμένος, χιονισμένος
ο καημένος και παρακαλεί.
Και παρακαλεί
τον ήλιο ν' ανατείλει.
Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε.
Ήλιε λάμψε και δώσε
για να λιώσουνε
χιόνια από τα φτερά μου
και τα κρούσταλλα
από τ' ακράνυχά μου.
Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε.
Έτσι είναι φαίνεται κάποιοι μεγάλοι έρωτες. Να μη μπορείς να τους αντέξεις. Να μη μπορείς να σταθείς πλάι τους. Γιατί, όσο με συγκλονίζει η γεωγραφία της και ο πολιτισμός της, το κορμί και η ψυχή της δηλαδή, τόσο μόλις άνοιξα τα φτερά μου φεύγω και ξαναφεύγω μακριά της. Κι όταν μου δίνεται η ευκαιρία να γυρίσω, πάλι φεύγω.
Καλλιά 'χω εσέ με θάνατο παρ' άλλη με ζωή μου,
Για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
Ήμαστε σε ένα αυτοκίνητο εγώ κι άλλοι τέσσερις. Ο ένας από Ξάνθη, ο άλλος από Πειραιά, οι άλλοι δυο από Αθήνα κι εγώ από την Κρήτη. Κι ακούγαμε Χαϊνηδες οδηγώντας παράλληλα στον Τάμεση.
Ο έρωτας κι ο θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε
κι οι δυό με τρόπο ξαφνικό και ύπουλο χτυπούνε
Όσοι έχουνε μια στάλα ψυχή και την ξέρουνε και πατρίδα τους να μην είναι, καταλαβαίνουν. Εκτός κι αν έχουν πέσει σε βλαχοστιβαναράδες, σε μαφιόζους, σε κάφρους του κερατά. Μετάφραση. Αγράμματοι άνθρωποι, στη ρηγμαγμένη επαρχία, που εκμεταλλεύεται και διαιωνίζει την κατάσταση τους η ελίτ αλητεία με συντεκνιές και ό,τι βρωμιά βάζει ο νους σου. Μετάφραση. Victim blaming. Και το νου σου. Δεν είναι όλοι οι μαυροπουκαμισάδες τέτοιοι. Τα' χουμε πει: Το στερεότυπο είναι η γνώση του ηλίθιου για το άγνωστο άλλο. Ρώτα και τον Ιρλανδό.
Όπως το λέει ο φίλος μου ο Δημήτρης: Η Κρήτη είναι το τελευταίο καταφύγιο παλιών φρικιών.
Πέτε μου έναν άνθρωπο να τά 'χει λύσει όλα
γιατί εγώ δεν τά' λυσα μα δεν με γνοιάζει κιόλα
Αντίο. Πάλι. Λατρεία μου.
Έχω μια τίγρη μέσα μου
άγρια λιμασμένη
που όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ
τηνε μισώ και με μισεί θέλει να με σκοτώσει
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.
5/7/12
ο θεός είναι μπάρμαν
Μπανιαρίζεσαι, ντύνεσαι, μακιγιάρεσαι. Γίνεσαι όμορφη για κάποιον απόψε. Κατηφορίζετε τα ξύλινα μοκετένια σκαλοπάτια του βικτωριανού σπιτιού σας οι τρεις φίλες και συγκάτοικοι. Προχωράτε προς το σταθμό του υπόγειου αγκαζέ, και είστε σαν μια δέσμη από τριαντάφυλλα. Ούτε τριάντα ακόμα. Και βγαίνοντας στην επιφάνεια της γης θα συναντήσεις εκείνον. Και θα σου πει, ο τόσο φειδωλός στις φιλοφρονήσεις, πόσο ωραία είσαι απόψε που έδεσες πίσω τα μαλλιά σου και "φάνηκε όλη η ομορφιά του προσώπου σου" και θα εγγραφεί αυτό μαζί με τα άλλα που σε κάνουν να φαντάζεσαι τον εαυτό σου μαζί του για τα επόμενα χρόνια. Και θα έχεις κάνει λάθος.
Φτάνετε στο Notting Hill, περιμένετε στην ουρά, σας σφραγίζουν τα χέρια για να μπείτε στο κλαμπ. Έχετε έρθει στο underground να ακούσετε experimental από κάποιους γνωστούς γνωστών και κάπως το δίχτυ των ανθρώπων που μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν τις ίδιες αναφορές απλώνεται στο χώρο.
Βρίσκω τον φίλο που μας κάλεσε στο event, του συστήνω τις φίλες μου, μας συστήνει τρεις φίλους του. Εγώ είμαι απασχολημένη σε απόμερες γωνιές με κάποιον που νομίζαμε αγαπιόμαστε αλλά στην πραγματικότητα ταλαιπωρούσαμε ο ένας τον άλλο ή το αντίθετο. Ή και τα δυο μαζί. Ή τίποτα απ' τα δυο. Οι δυο φίλες μου κουβεντιάζουν και χαριεντίζονται, όπως επιτάσσουν οι συνθήκες, με τους άλλους τέσσερις. Και κάπως έτσι οι djs παίζουν πειραματική μουσική και περνάει η ώρα.
Και κάποτε κάτι γίνεται, πιθανόν πήγε και μίλησε σε κάποιους άλλους γνωστούς ή τον παράτησα γιατί είπε ή έκανε κάτι που με εκνεύρισε, ή είχε πάει να πάρει ποτό ή ποιος ξέρει, και βρήκα ευκαιρία να βρεθώ στο πηγαδάκι που είχαν στήσει τα κορίτσια που μαζί είχαμε έρθει και τα αγόρια που βρήκαμε εκεί και ο κοινός μας φίλος.
Και τότε τον πρόσεξα.
Στάθηκα μπροστά του προσοχή με όλη μου την προσοχή στραμμένη πάνω του. Και είπα μέσα μου: "θεέ μου, τι ομορφιά έχει αυτός ο άνθρωπος!" Και απ'έξω μου δεν είπα τίποτα.
Κι από τότε ήθελα να τον προσέχω.
Περίπου οχτώ χρόνια μετά θα με ρωτούσε η κόρη του πώς γνωρίστηκα με τον πατέρα της. Και θα ήταν αδιανόητο για το μικρό κοριτσάκι πώς δεν τον γνώριζα από πάντα. Πώς είναι δυνατόν να μας σύστησε κάποιος, πώς δεν ήταν στην κοιλιά μου από καταβολής κόσμου, πώς υπάρχει ζωή πριν οι γονείς μας σμίξουν για να μας φέρουν στη ζωή. Και κάπως τα κατάφερα να της εξηγήσω πώς συναντηθήκαμε, ερωτευτήκαμε, αγαπηθήκαμε και κάναμε τα παιδιά μας.
Αλλά όμως αν με ρωτήσει τι είναι ο θεός θα ξέρω να της πω πως ο θεός είναι μπάρμαν. Και έτσι όπως εντελώς σπάνια τον επικαλούμαι, μου απέδειξε την ύπαρξή του καθώς άκουσε που σκέφτηκα -δυνατά είναι η αλήθεια- για την ομορφιά του πατέρα της ώστε να μου τον κεράσει κιμπάρικα: Πάρ'τονα και κάντε και δυο παιδιά μαζί. Για να αστειεύομαι μαζί του τόσα χρόνια μετά, Καλά ρε θεέ, πώς κάνεις έτσι; Μια κουβέντα είπαμε...Και πού' σαι, πιάσε μερικά κοκτέιλ ακόμα. Ξέρεις εσύ, απ' αυτά που κανείς δεν θα μπορέσει να καταλάβει την ουσία τους.
Φτάνετε στο Notting Hill, περιμένετε στην ουρά, σας σφραγίζουν τα χέρια για να μπείτε στο κλαμπ. Έχετε έρθει στο underground να ακούσετε experimental από κάποιους γνωστούς γνωστών και κάπως το δίχτυ των ανθρώπων που μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν τις ίδιες αναφορές απλώνεται στο χώρο.
Βρίσκω τον φίλο που μας κάλεσε στο event, του συστήνω τις φίλες μου, μας συστήνει τρεις φίλους του. Εγώ είμαι απασχολημένη σε απόμερες γωνιές με κάποιον που νομίζαμε αγαπιόμαστε αλλά στην πραγματικότητα ταλαιπωρούσαμε ο ένας τον άλλο ή το αντίθετο. Ή και τα δυο μαζί. Ή τίποτα απ' τα δυο. Οι δυο φίλες μου κουβεντιάζουν και χαριεντίζονται, όπως επιτάσσουν οι συνθήκες, με τους άλλους τέσσερις. Και κάπως έτσι οι djs παίζουν πειραματική μουσική και περνάει η ώρα.
Και κάποτε κάτι γίνεται, πιθανόν πήγε και μίλησε σε κάποιους άλλους γνωστούς ή τον παράτησα γιατί είπε ή έκανε κάτι που με εκνεύρισε, ή είχε πάει να πάρει ποτό ή ποιος ξέρει, και βρήκα ευκαιρία να βρεθώ στο πηγαδάκι που είχαν στήσει τα κορίτσια που μαζί είχαμε έρθει και τα αγόρια που βρήκαμε εκεί και ο κοινός μας φίλος.
Και τότε τον πρόσεξα.
Στάθηκα μπροστά του προσοχή με όλη μου την προσοχή στραμμένη πάνω του. Και είπα μέσα μου: "θεέ μου, τι ομορφιά έχει αυτός ο άνθρωπος!" Και απ'έξω μου δεν είπα τίποτα.
Κι από τότε ήθελα να τον προσέχω.
Περίπου οχτώ χρόνια μετά θα με ρωτούσε η κόρη του πώς γνωρίστηκα με τον πατέρα της. Και θα ήταν αδιανόητο για το μικρό κοριτσάκι πώς δεν τον γνώριζα από πάντα. Πώς είναι δυνατόν να μας σύστησε κάποιος, πώς δεν ήταν στην κοιλιά μου από καταβολής κόσμου, πώς υπάρχει ζωή πριν οι γονείς μας σμίξουν για να μας φέρουν στη ζωή. Και κάπως τα κατάφερα να της εξηγήσω πώς συναντηθήκαμε, ερωτευτήκαμε, αγαπηθήκαμε και κάναμε τα παιδιά μας.
Αλλά όμως αν με ρωτήσει τι είναι ο θεός θα ξέρω να της πω πως ο θεός είναι μπάρμαν. Και έτσι όπως εντελώς σπάνια τον επικαλούμαι, μου απέδειξε την ύπαρξή του καθώς άκουσε που σκέφτηκα -δυνατά είναι η αλήθεια- για την ομορφιά του πατέρα της ώστε να μου τον κεράσει κιμπάρικα: Πάρ'τονα και κάντε και δυο παιδιά μαζί. Για να αστειεύομαι μαζί του τόσα χρόνια μετά, Καλά ρε θεέ, πώς κάνεις έτσι; Μια κουβέντα είπαμε...Και πού' σαι, πιάσε μερικά κοκτέιλ ακόμα. Ξέρεις εσύ, απ' αυτά που κανείς δεν θα μπορέσει να καταλάβει την ουσία τους.
1/7/12
βιβλική καταστροφή
Αγόραζε βιβλία, δανειζόταν βιβλία, δεχόταν ως δώρο βιβλία, έκλεβε βιβλία. Στα παιδικά του χρόνια τον αποκαλούσαν βιβλιοφάγο, τώρα πια βιβλιομανή. Και τόμο τον τόμο οι τοίχοι του σπιτιού του γέμιζαν από ένα πελώριο στρατό στοιχειοθετημένων σελίδων. Τοίχο τον τοίχο γύρω του ένα χάρτινο οχυρό. Ένιωθε ανάμεσά τους προστατευμένος, ασφαλής, σχεδόν δυνατός.
Όταν τα πράγματα δυσκόλευαν στη ζωή εκεί έξω, βουτούσε ανάμεσα στις αράδες και κρυβόταν από την πραγματικότητα.
Κι όταν κάποτε ένιωθε πως βάλλεται από κάποιον, μια περιστροφή του ματιού του στους εκατοντάδες τίτλους που αναγράφονταν στις ράχες των βιβλίων τριγύρω του, αρκούσε για να αισθανθεί πως εξοπλίζεται με όσες αρετές απαιτούνται από έναν δεινό ρήτορα, έναν ικανό συνομίλητη, έναν ισχυρό αντίπαλο σε πνευματικές μάχες.
Άλλοτε πάλι, τον κατέκλυζε ένα αίσθημα πανικού, πως τάχα κάποια πυρκαγιά θα μπορούσε να μετατρέψει όλο το χάρτινο οχυρό του με τα στρατεύματα μαζί τα διευθετημένα με αλφαβητική και θεματική τάξη, σε στάχτη. Ο πλούτος των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, που είχε σωρεύσει με τα χρόνια, θα μπορούσε σε μια ώρα να γίνει παρανάλωμα του πυρός.
Έβλεπε συχνά στον ύπνο αυτόν τον εφιάλτη και προκειμένου να μην επαληθευθεί στην πραγματικότητα το κακό όνειρο, φρόντιζε να ελέγχει σχολαστικά ό,τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια καταστροφική φωτιά. Ούτε αυτή η λύση μπορούσε όμως να καλμάρει την αγωνία του, μην όλο το πολιτισμικό κεφάλαιο που μέρα τη μέρα έχτιζε σε αέρα και χαρτί, γινόταν αποκαϊδια.
Έτσι, αποφάσισε να ασφαλίσει τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του με όλο της το περιεχόμενο βέβαια. Το κόστος της ασφάλειας ήταν τελικά μεγαλύτερο από αυτό του συνόλου των βιβλίων, αλλά έκρινε πως άξιζε η επένδυση λόγω του πολύτιμου συναισθηματικού δεσμού του με κάθε τεμάχιο που είχε ακριβά ασφαλίσει.
Όμως αυτό που τελικά του συνέβη, δε θα μπορούσε ποτέ να το προβλέψει και ούτε και να έχει προνοήσει για την αποτροπή του.
Ένα πρωινό, καθώς έπινε τον καφέ του διαβάζοντας την εφημερίδα του, με το ύφος εκείνο το ατάραχο και περισπούδαστο πού' χε αποκτήσει με τα χρόνια ως άνθρωπος της διανόησης, ως ένας κάτοικος ενός απόρθητου κάστρου, καμωμένο από ό,τι πιο πανίσχυρο είχε παράξει η ανθρωπότητα: από ιδέες, ένα ύφος που δεν ήταν ικανή να διαταράξει ούτε η πιο φρικιαστική είδηση, έτυχε να πάρει το μάτι του μια ανθυποστήλη με τίτλο σε μικρή γραμματοσειρά: άρχισαν να διαγράφουν οι συγγραφείς. Παρακάτω, η εξήγηση ήταν σχεδόν τηλεγραφική και ακατανόητη. Μιλούσε για κάποιο κίνημα που ξεκίνησε από το διαδίκτυο και εξαπλώνεται με ταχύτατους ρυθμούς σε όλο τον πλανήτη όπου δεκάδες χιλιάδες συγγραφείς διαγράφουν. Τι διαγράφουν; Πώς διαγράφουν; Το ρήμα παρέμενε ακλόνητα αμετάβατο.
Κάποια διαίσθηση, η λογική ίσως, τον οδήγησε στα ράφια της βιβλιοθήκης. Ακούμπησε τον δείκτη στην αιχμή που ενώνει τη ράχη ενός βιβλίου με τη δέσμη της κορυφής των σελίδων του, το έγειρε προς το μέρος του, το έσυρε έπειτα με δείκτη, μέσο και αντίχειρα απομονώνοντάς το από τη σειρά των υπόλοιπων παραταγμένων βιβλίων. Το ακούμπησε στην ανοιχτή παλάμη του άλλου του χεριού και το άνοιξε με τους δυο αντίχειρες.
Δεν πίστευε στα μάτια του με το θέαμα που αντίκρυσε. Με πολύ πιο γρήγορες κινήσεις πια το τοποθέτησε ξανά στη θέση του, κάπως άγαρμπα, ίσως πιο άγαρμπα από ποτέ. Με πολύ πιο γρήγορες κινήσεις άρπαξε ένα άλλο βιβλίο από άλλο ράφι, από άλλο ύψος, από άλλη βιβλιοθήκη, σε άλλο δωμάτιο. Το άνοιξε. Είδε το ίδιο πράγμα. Το έκλεισε. Το ξανάβαλε πλάι στα υπόλοιπα. Ένιωσε να ζαλίζεται. Πιάστηκε από το έπιπλο. Το έπιπλο που περιείχε αυτό που πάντα θεωρούσε ό,τι πιο πολύτιμο κατείχε. Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Πήρε ένα ακόμα βιβλίο στα χέρια, το φυλλομέτρησε άτσαλα με χέρια τρεμάμενα, του έπεσε στο πάτωμα.
Μα καθώς ξεγλιστρούσε απ΄την παλάμη του, στα κλάσματα του δευτερολέπτου που μεσολάβησαν της πτώσης, άστραψε ακόμα μια φορά μπροστά στα μάτια το θέαμα που του έφερε σκοτοδίνη: οι λευκές, οι πάλλευκες σελίδες του βιβλίου, οι σελίδες από όπου οι λέξεις είχαν όλες διαγραφεί ώσπου όλα τα ράφια με τα παραφορτώμενα βιβλία δεν φιλοξενούσαν παρά άγραφα βιβλία. Ο κόσμος σκοτείνιαζε ενώ ένιωθε πως γύρω του απλωνόταν εφιαλτικά το λευκό των άγραφων σελίδων.
Λίγες μέρες μετά, τον βρήκαν νεκρό να κείται ανάσκελα με ένα βιβλίο στο πλάι. Ο επιθεωρητής άνοιξε το βιβλίο, το ξεφύλλισε προσεκτικά, δεν διέκρινε κάτι υποπτο και το ακούμπησε πάνω στα άλλα, στο πλησιέστερο ράφι. Σύντομα, τα ενδεχόμενα της δολοφονίας ή της αυτοκτονίας αποκλείστηκαν. Ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε με τη φράση "θάνατος από φυσικά αίτια". Όμως είχε γίνει λάθος. Πολλά χρόνια μετά, θα καταλάβαιναν πως έχασε τη ζωή του από κάποια βιβλική καταστροφή που συνέβη στην μόνη του περιουσία πραγματικά: το μυαλό του.
Όταν τα πράγματα δυσκόλευαν στη ζωή εκεί έξω, βουτούσε ανάμεσα στις αράδες και κρυβόταν από την πραγματικότητα.
Κι όταν κάποτε ένιωθε πως βάλλεται από κάποιον, μια περιστροφή του ματιού του στους εκατοντάδες τίτλους που αναγράφονταν στις ράχες των βιβλίων τριγύρω του, αρκούσε για να αισθανθεί πως εξοπλίζεται με όσες αρετές απαιτούνται από έναν δεινό ρήτορα, έναν ικανό συνομίλητη, έναν ισχυρό αντίπαλο σε πνευματικές μάχες.
Άλλοτε πάλι, τον κατέκλυζε ένα αίσθημα πανικού, πως τάχα κάποια πυρκαγιά θα μπορούσε να μετατρέψει όλο το χάρτινο οχυρό του με τα στρατεύματα μαζί τα διευθετημένα με αλφαβητική και θεματική τάξη, σε στάχτη. Ο πλούτος των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, που είχε σωρεύσει με τα χρόνια, θα μπορούσε σε μια ώρα να γίνει παρανάλωμα του πυρός.
Έβλεπε συχνά στον ύπνο αυτόν τον εφιάλτη και προκειμένου να μην επαληθευθεί στην πραγματικότητα το κακό όνειρο, φρόντιζε να ελέγχει σχολαστικά ό,τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια καταστροφική φωτιά. Ούτε αυτή η λύση μπορούσε όμως να καλμάρει την αγωνία του, μην όλο το πολιτισμικό κεφάλαιο που μέρα τη μέρα έχτιζε σε αέρα και χαρτί, γινόταν αποκαϊδια.
Έτσι, αποφάσισε να ασφαλίσει τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του με όλο της το περιεχόμενο βέβαια. Το κόστος της ασφάλειας ήταν τελικά μεγαλύτερο από αυτό του συνόλου των βιβλίων, αλλά έκρινε πως άξιζε η επένδυση λόγω του πολύτιμου συναισθηματικού δεσμού του με κάθε τεμάχιο που είχε ακριβά ασφαλίσει.
Όμως αυτό που τελικά του συνέβη, δε θα μπορούσε ποτέ να το προβλέψει και ούτε και να έχει προνοήσει για την αποτροπή του.
Ένα πρωινό, καθώς έπινε τον καφέ του διαβάζοντας την εφημερίδα του, με το ύφος εκείνο το ατάραχο και περισπούδαστο πού' χε αποκτήσει με τα χρόνια ως άνθρωπος της διανόησης, ως ένας κάτοικος ενός απόρθητου κάστρου, καμωμένο από ό,τι πιο πανίσχυρο είχε παράξει η ανθρωπότητα: από ιδέες, ένα ύφος που δεν ήταν ικανή να διαταράξει ούτε η πιο φρικιαστική είδηση, έτυχε να πάρει το μάτι του μια ανθυποστήλη με τίτλο σε μικρή γραμματοσειρά: άρχισαν να διαγράφουν οι συγγραφείς. Παρακάτω, η εξήγηση ήταν σχεδόν τηλεγραφική και ακατανόητη. Μιλούσε για κάποιο κίνημα που ξεκίνησε από το διαδίκτυο και εξαπλώνεται με ταχύτατους ρυθμούς σε όλο τον πλανήτη όπου δεκάδες χιλιάδες συγγραφείς διαγράφουν. Τι διαγράφουν; Πώς διαγράφουν; Το ρήμα παρέμενε ακλόνητα αμετάβατο.
Κάποια διαίσθηση, η λογική ίσως, τον οδήγησε στα ράφια της βιβλιοθήκης. Ακούμπησε τον δείκτη στην αιχμή που ενώνει τη ράχη ενός βιβλίου με τη δέσμη της κορυφής των σελίδων του, το έγειρε προς το μέρος του, το έσυρε έπειτα με δείκτη, μέσο και αντίχειρα απομονώνοντάς το από τη σειρά των υπόλοιπων παραταγμένων βιβλίων. Το ακούμπησε στην ανοιχτή παλάμη του άλλου του χεριού και το άνοιξε με τους δυο αντίχειρες.
Δεν πίστευε στα μάτια του με το θέαμα που αντίκρυσε. Με πολύ πιο γρήγορες κινήσεις πια το τοποθέτησε ξανά στη θέση του, κάπως άγαρμπα, ίσως πιο άγαρμπα από ποτέ. Με πολύ πιο γρήγορες κινήσεις άρπαξε ένα άλλο βιβλίο από άλλο ράφι, από άλλο ύψος, από άλλη βιβλιοθήκη, σε άλλο δωμάτιο. Το άνοιξε. Είδε το ίδιο πράγμα. Το έκλεισε. Το ξανάβαλε πλάι στα υπόλοιπα. Ένιωσε να ζαλίζεται. Πιάστηκε από το έπιπλο. Το έπιπλο που περιείχε αυτό που πάντα θεωρούσε ό,τι πιο πολύτιμο κατείχε. Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Πήρε ένα ακόμα βιβλίο στα χέρια, το φυλλομέτρησε άτσαλα με χέρια τρεμάμενα, του έπεσε στο πάτωμα.
Μα καθώς ξεγλιστρούσε απ΄την παλάμη του, στα κλάσματα του δευτερολέπτου που μεσολάβησαν της πτώσης, άστραψε ακόμα μια φορά μπροστά στα μάτια το θέαμα που του έφερε σκοτοδίνη: οι λευκές, οι πάλλευκες σελίδες του βιβλίου, οι σελίδες από όπου οι λέξεις είχαν όλες διαγραφεί ώσπου όλα τα ράφια με τα παραφορτώμενα βιβλία δεν φιλοξενούσαν παρά άγραφα βιβλία. Ο κόσμος σκοτείνιαζε ενώ ένιωθε πως γύρω του απλωνόταν εφιαλτικά το λευκό των άγραφων σελίδων.
Λίγες μέρες μετά, τον βρήκαν νεκρό να κείται ανάσκελα με ένα βιβλίο στο πλάι. Ο επιθεωρητής άνοιξε το βιβλίο, το ξεφύλλισε προσεκτικά, δεν διέκρινε κάτι υποπτο και το ακούμπησε πάνω στα άλλα, στο πλησιέστερο ράφι. Σύντομα, τα ενδεχόμενα της δολοφονίας ή της αυτοκτονίας αποκλείστηκαν. Ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε με τη φράση "θάνατος από φυσικά αίτια". Όμως είχε γίνει λάθος. Πολλά χρόνια μετά, θα καταλάβαιναν πως έχασε τη ζωή του από κάποια βιβλική καταστροφή που συνέβη στην μόνη του περιουσία πραγματικά: το μυαλό του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)