Τις Κυριακές, στο κέντρο μιας πόλης κατάστικτης με τατού στα ντουβάρια, ή στις εξοχές και τις θάλασσες, αγοράζαμε εφημερίδες. Τυλιγμένες σε σελοφάν. Τις αδειάζαμε από τα περιττά, από διαφημιστικά φυλλάδια και σομόν οικονομικά ένθετα. Η ζωή κυλούσε χωρίς οικονομικούς δείκτες, χωρίς γραφήματα των τιμών του χρυσού και του πετρελαίου, χωρίς τους ολοσέλιδους πίνακες με τις τιμές των μετοχών. Κυλούσε χωρίς να λέμε: CDS, PSI, spreads, χρηματοπιστωτική κρίση, ύφεση, χρεωκοπία, περικοπές, στάση πληρωμών, εργασιακή εφεδρεία, επιτόκια δανεισμού. Κυλούσε χωρίς μνημόνιο, μεσοπρόθεσμο και πολυνομοσχέδιο. Χωρίς ΔΝΤ, Eurogroup και τρόικα. Οι φυλλάδες της οικονομίας αδιάβαστες προορίζονταν για ανακύκλωση ή για καθάρισμα τζαμαρίας.
Και μετά οι όροι ξεχύθηκαν από τις φυλλάδες, ανακυκλώνονταν στα χείλη μας, βρώμιζαν τα στόματά μας. Και μετά τα παράθυρα θόλωσαν. Πύκνωσαν οι ανάσες στα σπίτια μας. Μέναμε μέσα όλο και πιο συχνά. Ακούγαμε όλο και πιο αμίλητοι τις τηλεπερσόνες να μας κατακεραυνώνουν με μια γλώσσα αυταρχική, γεμάτη δυσνόητους οικονομικούς όρους, εκβιαστικά διλήμματα και φασίζοντα ορθολογισμό. Ζαρώναμε όλο και πιο φοβισμένοι στα καθιστικά. Βουλιάζαμε όλο και βαθύτερα στον ιδιωτικό βίο. Παραδίδαμε το συρρικνωμένο ελεύθερο χρόνο μας σε οθόνες, μιας ψευτοσυμμετοχής στα εν δήμω μέσα απ’ τα social media ή μιας παθητικής ενημέρωσης από μισθωμένα φερέφωνα. Ξεφυλλίζαμε πια με αγωνία τα οικονομικά ένθετα, σαν χρησμό.
Τους είδες. Μια οικογένεια με δυο παιδιά. Σταθμεύουν δωρεάν στο αχανές πάρκιν. Παίρνουν τσάμπα μια πελώρια τσάντα από χοντρό πλαστικό. Περιφέρονται χωρίς χρέωση στους ατέλειωτους διαδρόμους του σπιτάδικου. Χαζεύουν χωρίς αντίτιμο τα ανεξάντλητα εκθέματα του πολιτισμού. Φτάνουν στο ταμείο με τα ψώνια: κανένα αρωματικό ρεσώ, κανένα διακοσμητικό σκατολοϊδι, λίγη χρωματιστή άμμο, ας πούμε, κανένα αποξηραμένο φυτό. Ψιλοπράματα. Μετά θα φάνε ξέπνοοι χοτ ντογκ ή παγωτό μηχανής. Τίποτα δεν ήταν χωρίς κόστος. Η αγορά ήταν η εκδρομή τους.
Το Τοτέμ κείται ημιθανές μπροστά στα μάτια τους. Καμώνονται πως δε το βλέπουν. Το προσπερνούν. Ώστε δεν ήταν αθάνατο τελικά. Οι πιστοί πάντα εθελοτυφλούν. Συνεχίζουν να διασχίζουν τους διαδρόμους του μεγαθήριου, σαν αυτό να είναι πάντα εκεί: προσηνές, προσιτό και συγχρόνως μεγαλόπρεπο. Προσκυνούμε την άνεση, το γούστο, το φθηνό που δεν είναι ευτελές. Προσκυνήσαμε πολύ τα σπιτικά μας. Ώσπου έμοιασαν με σκηνικά νεανικής σαπουνόπερας. Χρωματιστοί τοίχοι, λαμπιόνια, φωτιστικά, στυλ, πολύ στυλ. Και τα ρούχα μας. Και τα μαλλιά μας. Στυλ πολύ στυλ. Και γυμνοί δε ξέραμε κατά πού να κάνουμε, πιο αμήχανοι από ποτέ. Και όταν μιλούσαμε δε ξέραμε τι να πούμε, πιο μπερδεμένοι από ποτέ. Και τα τραγούδια. Μια έντεχνη ποπ με ηλεκτρικές κιθάρες, βαρύ μέικ απ, πονηρούς image makers, ακριβά βίντεο κλιπ, άνευρο κι ασπόνδυλο στίχο. Μουσική δωματίου ΙΚΕΑ.
Το ταμπού είναι να πεις πως δεν έχει άλλο. Πως τελειώσε το ρευστό, οι πιστώσεις, τα αποθέματα. Μαζί να δούμε να αργοπεθαίνουν τα νεκροζώντανα, τα ζόμπι της μη-ζωής μας, η προκάτ αισθητική μιας σουηδικής (απ)οικίας, η ευδαιμονία του πολυγκατζετούχου, η new age βαλβίδα εκτόνωσης λαϊφστάιλ νευρώσεων, η μετακίνηση της κουζίνας από τα λαδερά στη ρόκα-παρμεζάνα με μπαλσάμικο, η μουσική υπόκρουση της επίπλαστης ευμάρειας, η απολιτίκ πορεία με ορόσημο σταθμό διορισμένες κυβερνήσεις, η εξάντληση της συμμετοχής στα κοινά από τα πουφ των σόσιαλ μήντια, τα greeklish και τα ακρωνύμια της παγκόσμιας αργκό στο διαδικτυακό μας παρόν, OMG, τα πολυμορφικά αυτοκίνητα στο επαρχιακό τοπίο που έμοιασε φολκλόρ στο βλέμμα ενός ξένου. Το βλέμμα μας.
Οι Κυριακές πια περνούν όπως φιλμάκι γκραν γκινιόλ. Κάνουμε ταμείο. Τι θάψαμε τη βδομάδα που πέρασε. Κάποια γηραιά ελευθερία, καμιά λατρευτή μας αξιοπρέπεια, ένα αδικοχαμένο δικαίωμα, ένα κομμάτι από τον χρόνια αγνοούμενο Λόγο. Ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη. Εκεί που παραμένουμε μονάχα θεατές με καρδιές ρέπλικες. Ευειδείς μες στο ευ ζην που μας είπαν να πιστέψουμε κι εμείς το πιστέψαμε. Το Blade Runner ήταν πάντα εδώ. Εμείς είχαμε γυάλινα μάτια και δεν το βλέπαμε. Στο τέλος να θυμηθείς να μου κλείσεις τρυφερά τα βλέφαρα για να μπορέσω να ξαναδώ καμιά ικμάδα φωτός.
Νοέμβρης 2011