18/5/19

Προδημοσίευση από τις "Ανάποδες στροφές" στην Εφημερίδα των Συντακτών

«Αν με γυρίσεις τούμπα, δε θα πέσει ούτε δίφραγκο», συνήθιζαν να παραδέχονται οι άνθρωποι σε πιο παραδοσιακούς κοινωνιακούς τύπους, όπου η φτώχεια δεν ήταν ακραίο ταμπού. Στην επαρχιακή πρωτεύουσα, όπου διαδραματίζεται το νέο βιβλίο της Πέλας Σουλτάτου, οι κεντρικοί ήρωες αποκρύπτουν την οικονομική και οικογενειακή κατάστασή τους, τις επιθυμίες τους, τους φόβους τους, ακόμα και την ταυτότητά τους ώστε να συνεχίζουν να είναι αποδεκτοί σαν... κανονικοί άνθρωποι. Οταν όμως η αγία ελληνική οικογένεια αντιστρέφεται, η αποκάλυψη θα φέρει τη σταύρωση.

Απόσπασμα από το βιβλίο δημοσιεύουμε παρακάτω

Στην κουζίνα τον υποδέχεται ένας χαμογελαστός Εσκιμώος, πλαστικό σηματάκι στο ψυγείο, γύρω του πάτσγουερκ φάτσες αθλητών, νεκροκεφαλές, ράλι, φορτηγά, μηχανές, μπάλες, ούφο, λιοντάρια και ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος του Ολυμπιακού, εκβιασμοί για να φάει, «ή θα μου δώσεις να πάρω αυτοκόλλητα ή δεν τρώω», μετά κόλλησε στα καπάκια από αναψυκτικά, έπειτα στην πιο μακάβρια συλλογή, κομμένα κεφάλια τζιτζικιών, ύστερα του εξήγησε ο μικρός αδερφός της μάνας του.

«Τα τζιτζίκια ζουν σαν σκουλήκια στο χώμα κοντά δέκα χρόνια, προτού βγάλουν φτερά να ανέβουν στα δέντρα και να υμνήσουν τη ζωή για ένα μόνο καλοκαίρι», είχε πει σοφά ο Βενιαμίν, καταλήγοντας: «γι’ αυτό, ρε τσόγλανε, μην τα σκοτώνεις έτσι άκαρδα, να πούμε», οπότε ο Μανόλης κατάλαβε πως ο μικρός αδερφός της μάνας του έχει σαλτάρει και, πράγματι, λίγα χρόνια αργότερα, τα μάζεψε και πήγε στο χωριό, όπου κατοικούν πέντε γριές, δυόμισι γέροι, τρεις κότσυφες, οχτώ σαύρες, εκ των οποίων μία κολοβή –τη βρήκε κοτρόνα απ’ ανθρώπου χέρι–, δυο φίδια ολάκερα και μια νυφίτσα, η οποία κατεβαίνει και τρώει τα κεφάλια από τις εφτά κότες, οι οποίες ξαναγίνονται εφτά χάρη στην επιμονή της πιο μουστακαλούς γριάς –αυτή εξέκανε τη σαύρα–, για να ζήσει σαν ερημίτης.

Ανοίγει την πόρτα του ψυγείου, αναζητά την απομίμηση κόκα κόλας που παίρνουν από το πολυκατάστημα όπου δουλεύει η μάνα του, να πιει μόνος του μερικά ουίσκι ακόμα, να πέσει τάβλα, να ξυλιάσει από το κρύο μέσα έξω, οι άλλοι τώρα θα τα σπάνε στην πίστα, πού στο διάολο τα βρίσκουν τα λεφτά μέσα στην κρίση, αν και τελειώνει φέτος, βγαίνουμε απ’ τα μνημόνια, το ’πε ο Τσίπρας, ’ντάξ’, τα πιάσαμε τα λεφτά μας, ρε, πού τα βρίσκουν οι άλλοι κι αυτός μόνος κι απένταρος ανάμεσα σε μια ντουζίνα κοπρίτες, έχουν τον τρόπο τους, σκατά να φάνε!

Του Μάνθου ο πατέρας ταξιτζής, μέσα στη μίρλα και στα νεύρα μια ζωή, ένας σατράπης, έδερνε τα παιδιά του, είχε γκόμενες, αλλά έφερνε καλά λεφτά στο σπίτι, οπότε… Του Παύλου οι γέροι έχουν το περίπτερο στην πλατεία, ξετσούμισε από απλό κιόσκι σε κοτζάμ λούνα παρκ, με κουνιστό αλογάκι και σκαραβαίο με κερματοδέκτη, επιχείρηση-θησαυρός, ειδικά μετά που πίεσαν το δήμο και τους κότσαρε μόνιμα χημική τουαλέτα από δίπλα, να ξαλαφρώνει τη φούσκα του το παιδί, από δεκαπέντε χρονώ βαράει κι αυτό βάρδιες στο κουβούκλιο, εξελίχτηκε σε μεγάλο κόπανο. Ο Αντρέας την έχει καλύτερα απ’ όλους, με μάνα διορισμένη στο Δημόσιο, κάθε δεκαπέντε πέφτουν τα μισθά, και πατέρα ιδιοκτήτη ταξιδιωτικού γραφείου, ο τουρισμός στην Κρήτη δεν ανακόπτεται ούτε αν καταλάβει τον Μυλοπόταμο και το Μονοφάτσι η Χεζμπολάχ, όχι, επειδή κάτι είχε ακουστεί για τον πατέρα του και για παράνομη μεταφορά όπλων με την νταλίκα, τι μαλακίες λέει ο κόσμος, οπωροκηπευτικά κουβαλούσε να φάει, να ντερλικώσει κι η πάνω Ελλάδα, Κρήτη, Γη της Επαγγελίας, ρε, στύψτε κάνα πορτοκάλι, κόψτε καμιά ντομάτα, ντόπια, κι αφήστε τις μπερέτες και τα Μάγκνουμ για όσους ξέρουν να τα χειρίζονται. Ο Θωμάς, μόλις αποστρατευτεί, θα αναλάβει την ψαροταβέρνα του παππού του στο λιμάνι, εκατό φορές κινδύνεψε να της βάλει λουκέτο, εκατό φορές σώθηκε, ο πατέρας του το ’χει ρίξει τελευταία στο πιοτό, «αν δε το αναλάβεις εσύ, Θωμά, πάει το μαγαζί, θα πέσει πείνα», λέει η μάνα του φίλου του, αλλά ο ψάρακας περί άλλα τυρβάζει, ξέρεις τι, έχει όνειρο να μπει στην Εμποροπλοιάρχων, με τους βαθμούς που βγάζει ο ντούγανος ούτε μέχρι Ιχθυοκαλλιέργειας.

Του Μανόλη ο πατέρας είχε βγάλει επαγγελματικό δίπλωμα, φορτηγατζής δηλαδή, μια μέρα, λέει, θα τα κανόνιζε να πάρει άδεια και τότε ποιος τον έπιανε, προς το παρόν τον είχε οδηγό ένας τύπος που είχε μεγάλη μεταφορική εταιρεία με έδρα τον Πειραιά, μαφιόζο τον ανέβαζε, μαφιόζο τον κατέβαζε τον αφεντικό, ένας αυτοκινητιστής στο Ηράκλειο, όπου δούλευε, βάρεσε μπιέλα κι εκείνος έμεινε στον άσο για καιρό, άνεργος, πολλά νεύρα τότε, ξέσπαγε στη γυναίκα του, τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές, αναγκάστηκε να κάνει ό,τι χαμαλοδουλειά υπήρχε για να τα βγάλει πέρα μονάχη της, βρήκε δουλειά με έδρα Πειραιά ο Σήφης, πλήρωνε μια ψευτοδιατροφή λίγο καιρό, μετά την έκοψε, της Μαρίας δεν της περίσσευαν λεφτά για αγωγές και δικαστικά έξοδα, οπότε παγιώθηκε η κατάσταση, ο Σήφης ξαναπαντρεύτηκε, απέκτησε μια κορούλα, πέντε χρόνων πια, πολλά τα έξοδα. Πήγαν να τον χώσουν σε κάτι βρομοδουλειές να κουβαλάει λαθραία μετανάστες από τα νότια παράλια του νησιού μέχρι το Κιλκίς, αλλά δεν ήθελε να μπλέξει, έτσι έλεγε στον γιο του, αλήθεια ή φούμαρα για να παραστήσει τον τίμιο βιοπαλαιστή, ποιος ξέρει;

Επινε τώρα το δεύτερο ουίσκι-κόλα ιμιτασιόν, δεύτερο βρακί να μην είχαν να φορέσουν, το ουίσκι δεν έλειπε απ’ αυτό το σπίτι, έπινε και η μάνα του τελευταία, πού ήταν τέτοια ώρα, οι άλλοι τώρα θα χόρευαν ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια στην πίστα, θα έραιναν με γαρίφαλα τις γκόμενες, θα κατέβαζαν τα ακριβά ουίσκια και θα κάπνιζαν Ντάβιντοφ για φιγούρα, ο Παύλος θα έχει βγάλει πάλι τα πούρα, τα παίρνει χονδρική λόγω περιπτέρου, θα καπνίζει για εφέ στα πουτανάκια με βλεφαρίδες σαν ντεραπαρισμένα σαμάρια γαϊδάρου και νύχια με περικοκλάδες στρας.