22/11/18

Για τον πόθο ενός απλού ανθρώπου

«Ό,τι είχα να πω το είπα. Σας ικετεύω, μη με πιέζετε άλλο, ένας απλός ταχυδρόμος είμαι» παραπονέθηκε ζαρώνοντας σε μια άβολη ξύλινη καρέκλα, λάφυρο ενός ακόμα λεηλατημένου και σφαλισμένου πια σχολείου.

Ο ανακριτής εκτινάχθηκε ελατηριωδώς ταρακουνώντας το θρανίο μπροστά του - απότοκο πλιάτσικου ομοίως- χύνοντας τον καφέ σε μια αρμαθιά κλειδιά και ένα μισογραμμένο τετράδιο. Συνάμα, εκτόξευσε σάλιο, γρέζι και βρισιές, όπως συνήθως γίνεται για κάθε αβαρία. Στάθηκε ύστερα ορθός πίσω από τον φουκαρά με τα μαδημένα υποδήματα και τα μπαλώματα στο φουστάνι.
Κνώδαλο μιας παρελθούσας αίγλης, ο κύριος Μάκης, αισθάνθηκε τις σταγόνες από την οργισμένη μπούκα, ωσάν σπονδές σε αίγαγρο καψαλιζόμενο στα κάρβουνα. Χάρηκε μια στάλα. Συνταξιούχος εδώ και χρόνια, εξακολουθούσε να προσφέρει εθελοντικά- υποχρεωτικά τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα, ελπίζοντας πια μονάχα στο εφάπαξ του θανάτου. Φανταζόταν τον γλυκό, βαθύ κι ατελεύτητο ύπνο ως την ύστατη λύτρωση από καθήκοντα χιλιετιών. Ωστόσο, απείχε παρασάγγας από το θείο δώρο της οριστικής εξαφάνισης, δίνοντας προς ώρας κατάθεση για την εξαφάνιση κάποιου Σάκη, ενός χάκερ, γνωστού για τον ιό Trojan ο οποίος αγνοείται για χρόνια και τον ψάχνει η γυναίκα του, μια Πέπη.

«Να μου τα ομολογήσεις όλα από την αρχή» γρύλλισε ο πρώην αρτοποιός, σκύβοντας στο σβέρκο του ταχυδρόμου, ο οποίος ένιωσε την παγερή ανάσα του ανακριτή- φούρναρη όπως ο ζωγράφος με το σκέλεθρο του βιολιστή-θανάτου στην ελαιογραφία του Μπέκλιν. Ύστερα, φτύνοντας στο πάτωμα, συνήθεια αξιωματούχων του νέου καθεστώτος, ο ανακριτής τράβηξε κατά την πόρτα, κλειδώνοντας ανώφελα, αφού ο κύριος Μάκης και να ήθελε να το σκάσει, δεν είχε πού να πάει. Όταν βρόντηξε ο Όλυμπος κι άστραψε η Γκιώνα, ο Μάκης έκανε τσίσα πάνω του, οπότε αφαίρεσε φτερά από τα σανδάλια του, τα μόνταρε σε μια πάνα για την ακράτεια, έδωσε ΑΣΕΠ μπήκε πρώτος στα ΕΛΤΑ, θεϊλίκι τέλος.

«Λέγε!» διέταξε τον εκπεπτωκότα αγγελιαφόρο ο ανακριτής, και, ακουμπώντας στο κούφωμα, κατέβασε το φερμουάρ και τρύπωσε τη χερούκλα του στο σώβρακο. Ο Ερμής, ανίδεος για το τι συνέβαινε πίσω από την πλάτη του, έγειρε το κορμί του προς το θρανίο και ξεροκατάπιε. Βαριά σιωπή αντήχησε στο δικαστικό μέγαρο, πρώην σταφιδεργοστάσιο.

«Λέγε!» επανέλαβε ο εντολέας, προστακτική που προκάλεσε μια κάποια απελπισία στον Ερμή. Γνώριζε από πρώτο χέρι το συμπαντικό φαινόμενο βλακεία κι ήταν αυτός που σφύριξε σε μια στιγμή μέθης την πασίγνωστη ατάκα στον θείο Αλβέρτο. Όμως, ότι θα ανακρίνεται από έναν πρωταθλητή ηλιθιότητας για το τι διεμείφθη στο νησί της Ωγυγίας ούτε που το είχε φανταστεί.

Προφανώς δεν ενδιέφερε διόλου τον αξιωματούχο του στρατιωτικοθρησκευτικού καθεστώτος να εντοπίσει τον ιδιοφυή κακοποιό Σάκη, ο οποίος ως πολυμήχανος είχε καταφέρει να εισβάλλει στο άβατο των μυστικών υπηρεσιών και να υποκλέψει αρχεία και στοιχεία. Τον απασχολούσε μόνο η μοιχεία. Κι αυτό γιατί η δικτατορία του Θεοδοσίου Ζ’ έχοντας αναγάγει την μονογαμία σε λατρευτικό σύμβολο και έχοντας συνάμα εξοβελίσει την θεά Μοιχεία στο πυρ το εξώτερον, είχε προκαλέσει πολλαπλάσια επιθυμία στους κοινούς θνητούς να ξενογαμήσουν, όπως συνέβη εξάλλου με την ποτοαπαγόρευση, την ινδική κάνναβη και το Νόμο 4000 οπότε άνθισαν οι μαφιόζοι, οι αλκοολικοί, οι χασικλήδες και οι τεντιμπόιδες.

«Τον γούσταρε η καριόλα όπως τη γάμαγε και δεν τον άφηνε να φύγει, έτσι;» πρόγγηξε τον θεό ο απόγονος των Ούννων, κοντοστούμπης, φαρδιοπλάτης, σμιχτομάτης, κατσουνομύτης και χαραγμένος με ένα σταυρό στο μάγουλο, ο γελοίος. Λαχταρούσε να ακούσει μια ιστορία πορνό ανάμεσα σε μια θεά κι έναν θνητό. Βλέπετε, οι πορνοστάρ, όσο θεές κι ήταν, γερνούσαν συν το χρόνω ή τις δολοφονούσαν πρόωρα οι νταβατζήδες ή ακόμα χειρότερα παντρεύονταν.

Ο Ερμής έπασχε από κενά μνήμης, ήταν πια αδύνατο να θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τον διάλογό του με την Καλυψώ. Μπροστά στον κίνδυνο του ανηλεούς μαστιγώματος από τον διψασμένο για πορνό μετανεοπρωτοχριστιανό, θυμήθηκε ότι είχε σουφρώσει μία ανεπίδοτη επιστολή της νεράιδας προς τον Δία. Για χρόνια το γράμμα προς τον πατέρα των θεών είχε αποτελέσει για τον Ερμή ό,τι η Ζάκουλα επί τουλάχιστον δύο γενιές αγοριών. ‘Ελιωσε στην ιδρωμένη του παλάμη, την ελεύθερη, από τις αλλεπάλληλες αναγνώσεις.

Έβγαλε από την τσέπη το φθαρμένο χαρτί και του το έτεινε για να το διαβάσει. Ο ανακριτής ήταν αναλφάβητος, όπως πάντα συμβαίνει στα φασιστικά καθεστώτα, για να το πούμε αυτό και να το ξεκαθαρίσουμε διότι κι ο αναγνώστης κάπου έχει πιτσικάρει από τα δεινά του καπιταλισμού, τιβί, ησόπ, σμαρτφόν, πορνχάμπ και φέισμπουκ, άλλα γράφεις, άλλα καταλαβαίνει, οπότε χρειάζεται επεξηγήσεις, αν και κατόπιν διαμαρτύρεται πως του σερβίρεις μασημένη τροφή και άρα τον υποτιμάς και θίγεται σα μυξοπαρθένα και σου γυρνάει την πλάτη μουτρωμένος, οπότε τι κάνεις, βγάζεις τσιτάτα, βερμπαλισμό και σύμβολα και τον μεθάς ώσπου να τα δει όλα διπλά, να κουτουλάει τους τοίχους τρεκλίζοντας και να φάει τα μούτρα του στην Εθνική, να τονε βγάλουν με φτυάρι απ’ τη τσαλακωμένη λαμαρίνα, άντε, γιατί πολύ κόντρα την είδε με τους Δημιουργούς κι αυτό δε θα του βγει σε καλό. Ερμής.

Προκειμένου να αναγνώσει όπως έπρεπε την επιστολή της Καλυψώς, ο συνταξιούχος μεταμορφώθηκε σε ανυφαντού ωριοπλέξουδη και χιονοβραχιονάτη με κρουσταλλένια τη φωνή.

«Να τον αφήσω μου ζητάς καθόλου για το δίκιο
καθόλου γιατί νοιάστηκες γυναίκα και παιδί του
καθόλου γιατί λύγισες απ’ το πικρό του δάκρυ
στην άκρητα της θάλασσας που σκύβει το κεφάλι
κι ορέγεται το σύθρηνος για τη γλυκιά πατρίδα.
Όχι, πατέρα των θεών, άλλη βουλή σου κρένεις
να μου τον πάρεις πολεμάς και να τον αλαργέψεις
και να τον χάσω ολότελα και μόνη ν’ απομείνω
γιατί πολύ με φθόνησες και θες να με ρημάξεις
τι είδες του αντρόκαρδου το σώμα να σπιθίζει
γυμνός ως πέφτει πάνω μου και με γλυκοφιλάει
και γεύεται τα κάλλη μου και τ’ άψεγο κορμί μου
και η σπηλιά λαμποκοπά και η σπηλιά μου θάλλει
απ΄τη ζεστή του αγκαλιά και το καυτό του μέλος
π’ ανάμεσα στα σκέλια μου αχόρταγα σαλεύει
σαν κορυφώνει με κραυγές σύντας το σπέρμα χύσει
και σπαρταράει σύγκορμος και ρίγη τον θερίζουν.
Τι η πεθυμιά κάθε θνητού είν’ η αθανασία
κι ο μόνος δρόμος να τη βρει και να την ψευταγγίξει
είναι ο έρως ο γλυκός και η τεκνογονία.
Μα είναι πιότερο θαρρώ κάτι άλλο που τους κάνει
τον έρωτα να χαίρονται όπως θεός κανένας
γιατί οι θνητοί μας ξεπερνούν σε ηδονή και πόθο
τους βλέπεις πώς λιγώνονται στον οργασμό, στην καύλα
τι είναι φθαρτοί και έχουν στο νου πως θα τελέψουν όλα
πως θα τελέψει η στύση τους και οι σπασμοί του κόλπου
πως θα τελέψει ο ίμερος που νιώθουν μες στα στήθη
καθώς μια στίβα κόκκαλα είναι να καταλήξουν.
Κι ως πέφτουν στο προσκέφαλο γλυκά αποκαμωμένοι
και ο ύπνος αβροχύνεται βαρύς στα βλέφαρά τους
ξέρουν κι ας μη τ’ ομολογούν πως φτώχυναν μια μέρα
πως ένα βήμα πιο σιμά βαδίζουν στο χαμό τους
κι έτσι μπορούν όπως κανείς θεός να γαμηθούνε.»


Τη στιγμή κατά την οποία ολοκλήρωσε την απαγγελία ο ένας, ολοκληρώθηκε η αυτοϊκανοποίηση του άλλου, οπότε το φαινόμενο το οποίο προκλήθηκε ονομάστηκε «ταυτόχρονος αναργασμός» ή απλώς «αναργασμός», μία σύνθεση των παραγώγων «ανάγνωση» και «οργασμός» με την απαραίτητη μεταξύ των φωνηέντων (ο-, α-) συναίρεση. Ο «αναργασμός» απαντάται σε κατά μόνας ή ομαδόν αναγνώσεις ερωτικών ή άλλων ερεθιστικών ποιημάτων, ενώ αποτελεί διακαή πόθο των λογοτεχνών η εμφάνιση του φαινομένου στο ακροατήριο ή/ και το αναγνωστικό κοινό, γεγονός το οποίο συνεκδοχικά προκαλεί την μήνιν των συμβίων τους και την παρέμβαση του Διός ο οποίος θα σας μετατρέψει σε σκατζόχοιρους, βατράχια και κροκόδειλες.


(Δημοσιεύθηκε στην "Θράκα")