27/5/15

η τελευταία μασκαράτα

Όταν ξέσπασε η τρικυμία μέσα στη νύχτα, κάποιοι χόρευαν στη σάλα, άλλοι κοιμούνταν ήδη στις κουκέτες τους, πολλοί τουρτούριζαν στο κατάστρωμα και λίγοι αγνάντευαν τον μαύρο ορίζοντα και τα αστέρια.

Όλοι όμως φορούσαν προσωπεία σαν σε βενετσιάνικη μασκαράτα. Το πλοίο θαλασσοδερνόταν για χρόνια και χρόνια. 
 

Και οι μάσκες έπεφταν και έπεφταν, ράγιζαν και ράγιζαν, ώσπου δεν έμεινε ίχνος από αυτές. Στο τέλος δεν απέμεινε ούτε δέρμα στα πρόσωπα των ναυαγών. Ήταν το τελευταίο τους γεύμα.

18/5/15

Στον αστερισμό του Ληστή

Δεν τα είχαν κανονίσει πολύ καλά ο μπαμπάς με το αστέρι, δηλαδή τον γιατρό που θα ξεγεννούσε τη μαμά. «Ο γυναικολόγος μου είναι μεγάλο αστέρι», έλεγε και ξανάλεγε περήφανη η μαμά. Ο μπαμπάς έλειπε σε ταξίδι για δουλειές και έφτασε τελευταία στιγμή στο μαιευτήριο. Έβαλε βιαστικά τα ρούχα του χειρουργείου για να μπει στον τοκετό, όπως είχε υποσχεθεί στη μαμά, που ήταν έξαλλη στο μεταξύ με την αργοπορία του. Λίγο νωρίτερα, το αστέρι, ο γιατρός της μαμάς, τον είχε εκβιάσει από το τηλέφωνο, πως δε θα την ξεγεννήσει, αν δεν φροντίσει πρώτα να τακτοποιήσει την εκκρεμότητά του, δηλαδή να του παραδώσει το φακελάκι. Έτσι, ο μπαμπάς την στιγμή που γεννιόμουν, πάνω στον πανικό του, έβγαλε έναν φάκελο γεμάτο χαρτονομίσματα και τον παρέδινε στο αστέρι, τον ληστή με τη λευκή μπλούζα. Η μαμά παρακολουθώντας τη σκηνή προσπαθούσε να κάνει την προσευχή της, δηλαδή για την ακρίβεια να επαναλάβει το μάντρα της. Και έτσι ήρθα στον κόσμο καθώς η ενέργεια μιας δωροδοκίας εξέπεμπε όλη την κακή ενέργεια πάνω στο κεφαλάκι μου που ξεμύτιζε στο φως.

Η μαμά δεν πίστευε στο θεό, ούτε στην εκκλησία πήγαινε. Μπορώ να το βεβαιώσω. Αλλά πίστευε πολύ στην ενέργεια, την καλή ενέργεια, την κακή ενέργεια, τον υπερβατικό διαλογισμό , το φενγκ σούι και τη χάθα γιόγκα. Ωστόσο, της άρεσε να λέει πως είναι πιστή στον αγνωστικισμό, που εμένα μου θύμιζε εργαλείο του Μαγκάιβερ. Ο Μαγκάιβερ ήταν το αγαπημένο σήριαλ των γονιών μου, το είχαν γραμμένο σε DVD και με έβαζαν να το βλέπω μαζί τους. Γιατί, όταν ήμουν πολύ μικρός, γύρω στα επτά, έκανα πολλές σκανταλιές και τους είχα τρελάνει. Η μαμά δοκίμασε να με πάει σε διαλογισμό για μικρά παιδιά, μήπως και ηρεμήσω, αλλά είχα το στομαχάκι μου εκείνη τη μέρα και άφηνα συνέχεια πορδίτσες. «Ήταν Βατερλό» η πρώτη και τελευταία μου συνεδρία, έλεγε και ξανάλεγε η μαμά, κι εγώ είχα καταλάβει πως το βατερλό είναι όταν κλάνεις πολύ. Συνέχισα να κάνω αταξίες, ώσπου μια μέρα κάλεσαν πυροσβεστικό να με κατεβάσει από τη βελανιδιά στο κτήμα! Η μαμά έπαθε πανικό και φώναξε επιτόπου τη γκουρού της για να την καλμάρει, πάνω στο ησυχαστήριό της, τη σοφίτα δηλαδή. Εκεί πήραν και την απόφαση: οι γονείς μου θα έπρεπε να περνούν μαζί μου ποιοτικό χρόνο. Ο πανικός που άφησε τη μαμά, έπιασε εμένα. Δε μου άρεσε καθόλου αυτή η φράση. Μου φαινόταν πως θα με κλείσουν σε αναμορφωτήριο σαν εκείνη την ταινία με τη Ζωή Λάσκαρη που είχαμε δει με τη νταντά μου, την κυρία Φρόσω, ένα σαββατοκύριακο που είχαν πάει οι γονείς μου στη Ζυρίχη για δουλειές του μπαμπά. Δεν το είπαμε όμως στη μαμά πως είδαμε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, γιατί θα έλεγε πάλι «δεν είναι ωφέλιμα αυτά για το παιδί». Έτσι ο ποιοτικός χρόνος έπεσε στο κεφάλι μου σαν κεραμίδα, και έβριζα από μέσα μου τους πυροσβέστες επειδή με κατέβασαν από το δέντρο. Μετά πήρε κι ο μπαμπάς τηλέφωνο τον οικονομικό του σύμβουλο να τον ηρεμήσει, και συμφώνησε κι αυτός πως ήταν καλή ιδέα να περνούν μαζί μου ποιοτικό χρόνο, αρκεί να μην παρακώλυε τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του μπαμπά. Τελοσπάντων όλοι συμφώνησαν, ακόμα και η κοπέλα που έκανε στη μαμά πεντικιούρ, πως χρειαζόμουν να μπω σε αυτό το πράμα. Πανικός!

Τελικά δεν ήταν τόσο τρομακτικό όσο το φαντάστηκα. Οι γονείς μου θα περνούσαν ποιοτικό χρόνο μαζί μου κάθε δεύτερη Παρασκευή, βλέποντας όλοι μαζί αγκαλιά στον καναπέ ένα ευχάριστο πρόγραμμα στην τηλεόραση. Ουφ, φτηνά τη γλίτωσα. Έτσι όμως καταλήξαμε στον Μαγκάιβερ. Ο Μαγκάιβερ ήταν μια βλακεία και μισή, εγώ ήθελα να βλέπω κινούμενα σχέδια καλύτερα, αλλά ο Μαγκάιβερ ήταν της γενιάς τους, λέει, τους έπιανε νοσταλγία την ώρα που τρώγαμε πίτσες, ή ποπ-κορν ή μπέργκερ. Πίναμε εγώ και ο μπαμπάς κόκα κόλα, επιτρεπόταν και να ρεύομαι, αλλά όχι πολύ δυνατά, οπότε όλα καλά. Μετά αυτοί άρχιζαν τις «ζουζουνιές», έλεγε η μαμά, κι ανέβαιναν πάνω στην κρεβατοκάμαρά τους, και ξέμενα εγώ στο υπόγειο πλέη ρουμ μόνος με τον προτζέκτορα. Σε εκείνο το επεισόδιο στη Βουδαπέστη, που συναντάει το γυφτάκι και τον ρωτάει αν είναι κι αυτός τσιγγάνος – ο ξανθομπάμπουρας ο Μαγκάιβερ, αν είναι δυνατόν, χαζό ήταν;- και μετά βρίσκει μια άλλη τσιγγάνα που φοράει κολιέ ένα κλεμμένο ρολόι με τα μυστικά της KGB και κανονίζουν να το πάρει με αντάλλαγμα να βοηθήσει τους τσιγγάνους να το σκάσουν για Αμερική, ε, την ώρα που μπαίνουν στην κόκκινη σακαράκα με τα κράνη και αρχίζει το κυνηγητό, την κοπανάνε οι δικοί μου. Τότε παίρνω κι εγώ τη μεγάλη απόφαση: θα κερδίζω πολλά λεφτά για να τα δίνω στους φτωχούς. Τη μεθεπόμενη Παρασκευή, που θρονιάστηκαν πάλι οι δικοί μου για να δούμε Μαγκάιβερ, τους ανακοίνωσα την απόφασή μου να γίνω ένας πλούσιος που θα χαρίζω τα λεφτά μου στους φτωχούς. Οι γονείς μου κοιτάχτηκαν για μια στιγμή έκπληκτοι και μετά ξέσπασαν σε γέλια. Ούτε την έκπληξή τους κατάλαβα, ούτε πού το βρήκαν το αστείο.

Θα γινόμουν ένας σύγχρονος Ρομπέν των Δασών, είπε η μαμά πολύ ευχαριστημένη με την απόφασή μου. Το κατάλαβα ότι χάρηκε γιατί χαμογελούσαν τα μάτια της, όχι μόνο το στόμα της, όπως με αυτούς που δε χωνεύει καθόλου και παριστάνει πως τους συμπαθεί. Ο μπαμπάς ήταν πιο σκεφτικός, νομίζω δε του άρεσε η ιδέα να γίνω πιο πλούσιος από αυτόν, μάλλον θα ζήλεψε. Τι με νοιάζει όμως. Ο Ρομπέν ήταν πια ο ήρωάς μου. Φορούσε και πιο ωραία ρούχα από τον φλώρο τον Μαγκάιβερ και μοιάζαμε και περισσότερο γιατί ήταν μικρούλης με καστανά μαλλιά, σαν εμένα. Εκείνο το βράδυ ο μπαμπάς μάς έκανε μεγάλη έκπληξη, γιατί βρήκε ένα άλμπουμ φωτογραφιών που ήταν σε ένα αποκριάτικο πάρτυ και μαντέψτε τι είχε ντυθεί! Ρομπέν των Δασών. Ήταν ίδιος εγώ, αλλά στο κατσούφικο. Ένα άλλο παιδάκι, ντυμένο ιππότης ,τού είχε σπάσει το βέλος με το σπαθί και ο μπαμπάς είχε περάσει χάλια σε εκείνο το μπαλ ντ’ ανφάν. Ο παππούς δεν του αγόρασε, λέει, άλλο βέλος γιατί «έπρεπε να τιμωρηθεί για την ατιμωτική ήττα που υπέστη», κάτι τέτοιο. Κι ο καημένος ήταν στην πολαρόιντ σαν κακός Ρομπέν, ενώ ο Ρομπέν ήταν καλός. Σίγουρα εγώ θα γινόμουν πιο άξιος Ρομπέν από τον μπαμπά γιατί ήξερα να σκαρφαλώνω στα δέντρα, ήμουν δηλαδή γνήσιος Ρομπέν των Δασών.

Μετά από λίγο καιρό μού έκαναν και δεύτερη έκπληξη. Ήταν σαββατοκύριακο. Οι γονείς μου είχαν πάει σε κάποιο σαλέ, για σπα και χαλάρωση. Εγώ είχα μείνει στο σπίτι με τη νταντά μου. Χτυπάει το θυροτηλέφωνο, κοιτάει από την κάμερα η κυρά Φρόσω και βλέπει έναν άγνωστο άντρα να κουβαλάει ένα μεγάλο πακέτο. «Μην ανοίξεις!» της φωνάζω, «μπορεί να είναι κάποιος κακός που έχει βόμβα στο περιτύλιγμα!» Έβλεπα πολύ τηλεόραση εκείνο τον καιρό, μπορεί να το παράκανα με τον ποιοτικό χρόνο, γιατί στο μυαλό μου είχαν γίνει κουβάρι από τον Κώστα Πρέκα στον πόλεμο μέχρι τον Χαχανούλη με τα δωράκια- βόμβες. Όμως η παράτολμη κυρία Φρόσω, έτσι ήταν πάντα αυτές οι Ευφροσύνες και δες τι πάθανε από τον Αλή Πασά, πάτησε το κουμπί και η εξώπορτα στον κήπο άνοιξε! Μόλις την είδα να απομακρύνεται, πήγα και πάτησα το κουμπάκι στην κάμερα και παρακολουθούσα από το θυροτηλέφωνο το νουάρ, τον γκάνγκστερ με την βόμβα σε συσκευασία δώρου, και την ανυποψίαστη νταντά που θα διαμελιζόταν μόλις το έπαιρνε στα χέρια της. Μετά ο γκάνγκστερ θα με κυνηγούσε σε όλο το σπίτι, αλλά το κορόιδο σιγά μη με έβρισκε αφού είχα καταπακτή στη σοφίτα της μαμάς και καταφύγιο στα ψηλά κλαριά της βελανιδιάς. Κι από κεί πάνω θα του πετούσα βελανίδια όπως τα σκιουράκια στον χαζό τον Πλούτο, σε εκείνο το κόμικ που ο Μίκυ Μάους είχε κόψει το έλατο για να το στολίσει τα Χριστούγγενα και στα κλαδιά του κατά λάθος κουβάλησε τα σκανταλιάρικα σκιουράκια. Τελικά όμως η κυρία Φρόσω παρέλαβε την καμουφλαρισμένη βόμβα, ο κακός έφυγε, και μου την κουβάλησε μέσα στο σαλόνι! Μέχρι να ανοίξει το μυστηριώδες δέμα, είχα γίνει άσπρος από τον φόβο μου και παραλίγο να κατουρηθώ. Κι αυτή δεν μου έδινε καμιά σημασία που της έλεγα να πετάξει το κουτί στο κτήμα, ή να καλέσουμε έναν ειδικό πυροτεχνουργό, αλλά συνέχιζε να ξεπακετάρει. Έτσι καλού – κακού ανέβηκα στον πάγκο της κουζίνας κρατώντας για ασπίδα ένα ταψί και μια κατσαρόλα για περικεφαλαία. Περίμενα λίγη ώρα ώσπου να γίνει η έκρηξη, αλλά τίποτα. Κατεβαίνω από τον πάγκο, φοράω τον εξοπλισμό μου και παίρνω και το μεγάλο μαχαίρι για το ψωμί –εντάξει, βλακεία, όμως τα άλλα τα είχαν κρυμμένα σε ψηλά ντουλάπια για να μην τα πειράζω- και προχωρώ πανέτοιμος για τη μάχη στο σαλόνι. Γιατί, στο μεταξύ, είχα πειστεί πως η κυρά Φρόσω ήταν κατάσκοπος του εχθρού που θα ενεργοποιούσε τη βόμβα μόλις εμφανιζόμουν μπροστά της. Και τι να δω; Ένα βέλος και ένα τόξο, ξυλόγλυπτα, αντίκα μεγάλης αξίας, με μια τιμή πάνω δεμένη με ένα σχοινένιο κορδόνι. Ωραία έκπληξη να σου πετύχει. Τι να το κάνω το τόξο, αφού δε μπορούσα να το παίξω; Το βάλαμε πάνω σε ένα έπιπλο και έπιανε σκόνη, για να το ξεσκονίζει μετά με το φτερωτό ξεσκονιστήρι η Γιρλάντα, η Φιλλιπινέζα μας. Γιολάντα την έλεγαν κανονικά, αλλά σιγά, αφού ούτε αυτό ήταν το αληθινό της όνομα, αλλιώς την είχαν βαφτίσει, εγώ την έλεγα Γιρλάντα και δεν την ένοιαζε.

Τα Χριστούγεννα του 2012, ήμουν πια δεκαοχτώ χρονών, είχα συμπληρώσει μια δεκαετία και ένα χρόνο από τότε που πήρα την απόφαση να γίνω πλούσιος και να χαρίζω τα λεφτά μου στους φτωχούς, αλλά ο μπαμπάς έλεγε πως δεν το θεωρούσε πια και τόσο καλόγουστο το αστείο μου. Το αστείο πού το είδε δεν έχω καταλάβει. Αφού οι φτωχοί είχαν γίνει πιο πολλοί κι απ΄τους πολλούς. Έτσι, μια νύχτα εισέβαλλα στο δωμάτιό τους να κοιμούνται του καλού καιρού. Η μαμά φορούσε στα μάτια μια μάσκα ύπνου που ήταν σαν τα ρέιμπαν του Μαγκάιβερ αλλά από ροζ μετάξι, ενώ ο μπαμπάς φορούσε τις σιλικονάτες ωτοασπίδες του, λες και τον ενοχλούσε κανένας θόρυβος στη μέση του πουθενά που ήταν χτισμένη η μεζονέτα μας. Τελοσπάντων, κρατώντας ένα καλάσνικοφ ρέπλικα, σούπερ τέλειο, που είχα αγοράσει από το Μοναστηράκι, όρμησα στην κρεβατοκάμαρά τους! Έσπασα ένα πορσελάνινο βάζο που βρήκα πάνω στο μπουντουάρ της μαμάς. Επίτηδες, για να τους ξυπνήσω αλλά χωρίς να χρειαστεί να μιλήσω και αναγνωρίσουν τη φωνή μου. Πανούργος, ε; Μόλις έβγαλε τη μάσκα η μαμά και τα βουλωτήρια από τα αυτιά ο μπαμπάς, με κοίταξαν έντρομοι. Έκανα νόημα στον μπαμπά, τρίβοντας δηλαδή τον αντίχειρα στο λυγισμένο δείκτη, που θα πει σε όλες τις γλώσσες «λεφτά». Μετά έκανα δεύτερο νόημα με τον δείκτη κάθετο στα χείλη, που θα πει «μην ακούσω κιχ». Τέλος έκανα νόημα με το πιστόλι πως θα τους κόψω το λαιμό –εντάξει, δεν ήταν πολύ πετυχημένο αυτό, αλλά πιστέψτε με το έπιασαν το νόημα- για να μην καλέσουν τίποτα αστυνομίες και έχουμε μπλεξίματα. Ο μπαμπάς βγήκε με την πιτζάμα από την κρεβατοκάμαρα με το πιστόλι μου στην πλάτη του. Με το άλλο χέρι κλείδωσα πίσω μου τη μαμά, αφού βέβαια τους είχα κατασχέσει τα κινητά και είχα κόψει με τον μαγικό σουγιά μου το καλώδιο του ξύλινου τηλεφώνου στο κομοδίνο της μαμάς. Μετά έριξα μια κλοτσιά στο παλιοτηλέφωνο, όχι γιατί θα το χρησιμοποιούσε, αφού το είχα αχρηστέψει κόβοντας το καλώδιο, αλλά γιατί–για να πω την αλήθεια- μου την έσπαγε αυτή η ηλίθια αντίκα, αφού όταν την έπιανε η μαμά στα χέρια της ξεχνούσε να την κατεβάσει και εγώ σκυλοβαριόμουν μόνος μου στο σπίτι όσο αυτή μιλούσε με τις ώρες.

Ο μπαμπάς με πήρε στο θυσαυροφυλάκιό μας και μού παρέδωσε αδιαμαρτύρητα όλο το χρήμα και κάποια κοσμήματα αξίας. Στοχεύοντας σταθερά το όπλο προς το μέρος του, κατάφερα να βρω μέσα στη μπιζουτιέρα ένα δαχτυλίδι της μαμάς, το αγαπημένο της ήταν, την έκανε να λάμπει κάθε φορά που το φορούσε, είχε πάνω μια πεταλούδα από λευκόχρυσο με κεφάλι ένα μαργαριτάρι, και του το έδωσα. Με κοίταξε απορημένος ο μπαμπάς καθώς άνοιγε τη χούφτα του να πάρει το δαχτυλίδι. Μόλις είχα φτάσει στην έξοδο, έτοιμος να δραπετεύσω με τα κλοπιμαία, τον άκουσα να φωνάζει το όνομά μου. Πάλι καλά που δεν γύρισα αυθόρμητα, ακούγοντας το όνομά μου! Αυτός όμως φώναζε για να δει αν είμαι ζωντανός ή αν με είχε καθαρίσει ο διαρρήκτης γιατί τον είδα να τρέχει κατά τις σκάλες στον πάνω όροφο που ήταν το υπνοδωμάτιό μου.

Λίγες μέρες μετά ο μπαμπάς και η μαμά με έψαχναν μέσω άμπερ αλέρτ, η πόλη είχε γεμίσει από τη φάτσα μου και τα χαρακτηριστικά μου, φοβούμενοι πως ο διαρρήκτης με είχε απαγάγει και θα τους ζητούσε λύτρα επιπλέον. Ταυτόχρονα με έψαχνε η αστυνομία ως «τον φαντομά της Εκάλης» γιατί στο μεταξύ είχα καταφέρει να τρυπώσω σε δύο ακόμα επαύλεις φίλων των γονιών μου, που ήξερα τα κατατόπια, και να πάρω μερικά λεφτά για τους φτωχούς. Αν και για να πω την αλήθεια, την Εκάλη την είχα βαρεθεί. Το όνειρό μου ήταν να ληστέψω τράπεζα. Τελικά ήμουν σίγουρος, είχα γεννηθεί στον αστερισμό του Ληστή.

(Γραμμένο για ΤΟ ΠΑΡάΘΥΡΟ)