Έβλεπα χτες στο Βοξ
το «Θαύμα στο Μιλάνο» του Βιτόριο ντε Σίκα, μία υπέροχη ασπρόμαυρη ταινία του ’50,
που διαδραματίζεται σε μια παραγκούπολη. Η ταινία κινείται με μαγικό τρόπο ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό
των εξαθλιωμένων, την ποιητική προοπτική στη ζωή και τα στοιχεία του λαϊκού
παραμυθιού. Είναι ένας ύμνος στη ζωή. Όταν ένας από τους χαρακτήρες του έργου
επιχειρεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας στις ράγες του τρένου, ο κεντρικός ήρωας, ο απόλυτα
καλός Τοτό, του λέει με την μελωδικότητα της ιταλικής γλώσσας «La vita e bella! Corragio!» και τον προτρέπει να τραγουδήσει μαζί του για
ευθυμήσει. Του λέει πες "λαλαλαλα" κι ο άλλος το επαναλαμβάνει και κάπως έτσι
φτιάχνει το κέφι του, φεύγει η μαυρίλα και σώζεται από τον ύστατο ρόλο, του
αυτόχειρα.
Σκεφτόμουν πόσο
στον αντίποδα της κατάφασης στη ζωή, πόσο πεισιθάνατες ήταν οι πρόσφατες φράσεις της
Σώτης Τριανταφύλλου που δίκαια πυροδότησαν τόσο μαζικές αντιδράσεις. Η Σ.Τ.
πραγματοποιεί ένα ταξίδι της στη Βενεζουέλα, κι έπειτα, κατά την προσφιλή της
συνήθεια, που μάλλον ξεπερνά πια τα όρια της γραφικότητας, επαναλαμβάνει το
χιλιοειπωμένο της ρεφρέν, για το πόσο τριτοκοσμικοί είμαστε εδώ, για το πόσο
κραυγαλέες ομοιότητες αναγνωρίζει μεταξύ της Αθήνας και της Βηρυττού (σε
παλιότερο άρθρο), της Ελλάδας και της Βενεζουέλας κλπ. Υπάρχει όμως και ένα
επιπλέον στοιχείο στις πρόσφατες μομφές από άμβωνος: η Βενεζουέλα του Τσάβες
και η ελληνική Αριστερά είναι δυνάμεις της συντήρησης, καινοφοβικές, πασχίζουν
να κρατήσουν τις δυο χώρες καθηλωμένες σε ένα υπανάπτυκτο στάτους.
Δε σταματάει όμως εδώ. Υπερθεματίζει ως αυτόκλητος επόπτης δημόσιας υγείας
και μαζί νομοθέτης –γιατί φυσικά δεν υπάρχει καμία τέτοια απαγόρευση, είναι δικής της επινόησης- γράφοντας
"είδα μια τσιγγάνα που θήλαζε το μωρό της καταμεσής στο πεζοδρόμιο: ο
θηλασμός στο πεζοδρόμιο απαγορεύεται". Η αμέσως επόμενη φράση δε, " τα παιδιά
έχουν ανάγκη από στέγη κι όποιος δεν έχει στέγη πρέπει πρώτα να βρει κι ύστερα
να γίνει γονιός" θυμίζει το Πρόγραμμα Ευθανασίας Τ-4 της ναζιστικής
Γερμανίας, κατά το οποίο εκτελούνταν μαζικές στειρώσεις και ευθανασία σε
"ανεπιθύμητα" στοιχεία του πληθυσμού.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Σ.Τ. καταφέρεται εναντίον της τεκνοποιίας. Σε μια
συνέντευξή της στο LiFO γύρω στο 2007, αν θυμάμαι καλά, είχε εκστομίσει το
ανεκδιήγητο «σταματήσετε να γεννοβολάτε, το μαμ δεν φτάνει για όλους» που ήταν
βέβαια το πρόσταγμα για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού του πλανήτη,
ειπωμένο με τρόπο εύληπτο από τον λαουτζίκο. Κατά διαστήματα εκτοξεύει τέτοιες
βόμβες στην προσπάθειά της να μας μεταπείσει από το να γεννήσουμε παιδιά. Σε ένα
επόμενο άρθρο υποθέτω πως η Σ.Τ. θα προσπαθήσει να μας πείσει ότι αν δεν έχουμε τα χρήματα
να αγοράζουμε τεχνητά γάλατα για τα νεογέννητα, εάν επιδιδόμαστε στην
τριτοκοσμική συνήθεια του μητρικού θηλασμού, δε θα πρέπει να είμαστε σε θέσει
να φέρουμε παιδιά στον κόσμο...
Στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Ο χρόνος πάλι» επαίρεται δε για τον διψήφιο αριθμό
εκτρώσεων που έχει πραγματοποιήσει, κάνοντας βέβαια τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν
έχει υπόψη τις μεθόδους αντισύλληψης η πολυταξιδεμένη συγγραφέας, μεταφράστρια,
αρθρογράφος και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Γιατί αν δεν τις έχει η συγκεκριμένη, τότε πώς
ακριβώς δικαιούται να ομιλεί για τη ρομά γυναίκα που ασφαλώς δεν έχει ούτε τα
φράγκα, ούτε την ασφάλιση να κάνει εκτρώσεις από χόμπυ;
Καθώς έβλεπα το «Θαύμα στο Μιλάνο», μου έρχονταν στο μυαλό ταινίες με
ανάλογη θεματολογία, που συνοψίζεται στο «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»
που έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης και τραγουδούσε ο Σερ Μπιθί -γιατί χρίζει κι η
πλέμπα, Sir, τους δικούς της σημαντικούς ανθρώπους, και να
μας συγχωράει η ελίτ και γι' αυτό το ατόπημα. Θυμήθηκα, ας πούμε, τον Μπίλι Έλλιοτ, το παιδί θαύμα που παρά την ταξική του
προέλευση από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα καταφέρνει να αναδειχτεί σε σπουδαίο
χορευτή. Θυμήθηκα τον Τσάρλι Τσάπλιν και την Εντίθ Πιάφ, που γεννήθηκαν μέσα σε άθλιες συνθήκες και τελικά έγιναν αυτοί που έγιναν. Σε σχέση με την πίστη στη ζωή, παρά τις αντίξοες συνθήκες, μου ήρθαν τυχαία στο νου από το προφανές "Η ζωή είναι ωραία" του Μπενίνι, μέχρι το «Μια υπέροχη ζωή» του Φράνκ Κάπρα και «Ο καιρός των τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα και η πηγαία
χαρά του πληθυσμού που κάνει τη Σώτη να φρίττει.
Σε συνθήκες ανόδου του φασισμού στη χώρα, η Σ.Τ. προκρίνει ως λύση τις μεθόδους
της χιτλερικής ευγονικής για να αντιμετωπίσουμε τη φτώχεια, τη φτώχεια που κατά
την κρίση της δεν προκαλεί το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο, η άνιση
κατονομή του πλούτου και η κοινωνική αδικία, αλλά ο υπερπληθυσμός. Δεν είναι το
πρόβλημα ότι καρπώνονται «το μαμ» -για να χρησιμοποιήσω τη χυδαία έκφρασή της-
οι λίγοι αλλά ότι γεννάνε οι πολλοί. Ο ναζισμός και ό,τι ρητά ή υπόρρητα
συνδέεται μαζί του ζέχνει θάνατο.