23/8/13

νά 'σουνα θεέ μου Σώτη, να χαθεί η ανθρωπότης



Έβλεπα χτες στο Βοξ το «Θαύμα στο Μιλάνο» του Βιτόριο ντε Σίκα, μία υπέροχη ασπρόμαυρη ταινία του ’50, που διαδραματίζεται σε μια παραγκούπολη. Η ταινία κινείται με μαγικό τρόπο ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό των εξαθλιωμένων, την ποιητική προοπτική στη ζωή και τα στοιχεία του λαϊκού παραμυθιού. Είναι ένας ύμνος στη ζωή. Όταν ένας από τους χαρακτήρες του έργου επιχειρεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας στις ράγες του τρένου, ο κεντρικός ήρωας, ο απόλυτα καλός Τοτό, του λέει με την μελωδικότητα της ιταλικής γλώσσας «La vita e bella! Corragio!» και τον προτρέπει να τραγουδήσει μαζί του για ευθυμήσει. Του λέει πες "λαλαλαλα" κι ο άλλος το επαναλαμβάνει και κάπως έτσι φτιάχνει το κέφι του, φεύγει η μαυρίλα και σώζεται από τον ύστατο ρόλο, του αυτόχειρα.

Σκεφτόμουν πόσο στον αντίποδα της κατάφασης στη ζωή, πόσο πεισιθάνατες ήταν οι πρόσφατες φράσεις της Σώτης Τριανταφύλλου που δίκαια πυροδότησαν τόσο μαζικές αντιδράσεις. Η Σ.Τ. πραγματοποιεί ένα ταξίδι της στη Βενεζουέλα, κι έπειτα, κατά την προσφιλή της συνήθεια, που μάλλον ξεπερνά πια τα όρια της γραφικότητας, επαναλαμβάνει το χιλιοειπωμένο της ρεφρέν, για το πόσο τριτοκοσμικοί είμαστε εδώ, για το πόσο κραυγαλέες ομοιότητες αναγνωρίζει μεταξύ της Αθήνας και της Βηρυττού (σε παλιότερο άρθρο), της Ελλάδας και της Βενεζουέλας κλπ. Υπάρχει όμως και ένα επιπλέον στοιχείο στις πρόσφατες μομφές από άμβωνος: η Βενεζουέλα του Τσάβες και η ελληνική Αριστερά είναι δυνάμεις της συντήρησης, καινοφοβικές, πασχίζουν να κρατήσουν τις δυο χώρες καθηλωμένες σε ένα υπανάπτυκτο στάτους.

Δε σταματάει όμως εδώ. Υπερθεματίζει ως αυτόκλητος επόπτης δημόσιας υγείας και μαζί νομοθέτης –γιατί φυσικά δεν υπάρχει καμία τέτοια απαγόρευση, είναι δικής της επινόησης- γράφοντας "είδα μια τσιγγάνα που θήλαζε το μωρό της καταμεσής στο πεζοδρόμιο: ο θηλασμός στο πεζοδρόμιο απαγορεύεται". Η  αμέσως επόμενη φράση δε, " τα παιδιά έχουν ανάγκη από στέγη κι όποιος δεν έχει στέγη πρέπει πρώτα να βρει κι ύστερα να γίνει γονιός" θυμίζει το Πρόγραμμα Ευθανασίας Τ-4 της ναζιστικής Γερμανίας, κατά το οποίο εκτελούνταν μαζικές στειρώσεις και ευθανασία σε "ανεπιθύμητα" στοιχεία του πληθυσμού.
 
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Σ.Τ. καταφέρεται εναντίον της τεκνοποιίας. Σε μια συνέντευξή της στο LiFO γύρω στο 2007, αν θυμάμαι καλά, είχε εκστομίσει το ανεκδιήγητο «σταματήσετε να γεννοβολάτε, το μαμ δεν φτάνει για όλους» που ήταν βέβαια το πρόσταγμα για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού του πλανήτη, ειπωμένο με τρόπο εύληπτο από τον λαουτζίκο. Κατά διαστήματα εκτοξεύει τέτοιες βόμβες στην προσπάθειά της να μας μεταπείσει από το να γεννήσουμε παιδιά. Σε ένα επόμενο άρθρο υποθέτω πως η Σ.Τ. θα προσπαθήσει να μας πείσει ότι αν δεν έχουμε τα χρήματα να αγοράζουμε τεχνητά γάλατα για τα νεογέννητα, εάν επιδιδόμαστε στην τριτοκοσμική συνήθεια του μητρικού θηλασμού, δε θα πρέπει να είμαστε σε θέσει να φέρουμε παιδιά στον κόσμο...   

Στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Ο χρόνος πάλι» επαίρεται δε για τον διψήφιο αριθμό εκτρώσεων που έχει πραγματοποιήσει, κάνοντας βέβαια τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν έχει υπόψη τις μεθόδους αντισύλληψης η πολυταξιδεμένη συγγραφέας, μεταφράστρια, αρθρογράφος και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Γιατί αν δεν τις έχει η συγκεκριμένη, τότε πώς ακριβώς δικαιούται να ομιλεί για τη ρομά γυναίκα που ασφαλώς δεν έχει ούτε τα φράγκα, ούτε την ασφάλιση να κάνει εκτρώσεις από χόμπυ; 

Καθώς έβλεπα το «Θαύμα στο Μιλάνο», μου έρχονταν στο μυαλό ταινίες με ανάλογη θεματολογία, που συνοψίζεται στο «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» που έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης και τραγουδούσε ο Σερ Μπιθί -γιατί χρίζει κι η πλέμπα, Sir, τους δικούς της σημαντικούς ανθρώπους, και να μας συγχωράει η ελίτ και γι' αυτό το ατόπημα. Θυμήθηκα, ας πούμε, τον Μπίλι Έλλιοτ, το παιδί θαύμα που παρά την ταξική του προέλευση από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα καταφέρνει να αναδειχτεί σε σπουδαίο χορευτή. Θυμήθηκα τον Τσάρλι Τσάπλιν και την Εντίθ Πιάφ, που γεννήθηκαν μέσα σε άθλιες συνθήκες και τελικά έγιναν αυτοί που έγιναν. Σε σχέση με την πίστη στη ζωή, παρά τις αντίξοες συνθήκες, μου ήρθαν τυχαία στο νου από το προφανές "Η ζωή είναι ωραία" του Μπενίνι, μέχρι το «Μια υπέροχη ζωή» του Φράνκ Κάπρα και «Ο καιρός των τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα και η πηγαία χαρά του πληθυσμού που κάνει τη Σώτη να φρίττει.

Σε συνθήκες ανόδου του φασισμού στη χώρα, η Σ.Τ. προκρίνει ως λύση τις μεθόδους της χιτλερικής ευγονικής για να αντιμετωπίσουμε τη φτώχεια, τη φτώχεια που κατά την κρίση της δεν προκαλεί το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο, η άνιση κατονομή του πλούτου και η κοινωνική αδικία, αλλά ο υπερπληθυσμός. Δεν είναι το πρόβλημα ότι καρπώνονται «το μαμ» -για να χρησιμοποιήσω τη χυδαία έκφρασή της- οι λίγοι αλλά ότι γεννάνε οι πολλοί. Ο ναζισμός και ό,τι ρητά ή υπόρρητα συνδέεται μαζί του ζέχνει θάνατο.



19/8/13

Βιβλιοκριτική για "Τα φώτα στο βάθος" στην Αυγή

Το ρόδο του κανενός, είναι το ταυτοτικό οδόστρωμα μιας νέας Ελληνίδας συγγραφέως και δημοσιογράφου. Η Niemands Rose στις μικρές ιστορίες της, που έχουν δημιουργήσει αίσθηση, πλάθει με τρόπο ξεχωριστό τα ακροκέραμα μιας καθημερινότητας νευροδιαλυτικής, που κατέχει πολλά προσωπεία. Η προσοχή μας στη μικρή φόρμα, οφείλει να είναι αμέριστη και απλόχερη. Αφού εκεί διακρίνει κανείς τη πύκνωση της σκέψης και το ένστικτο της οικονομίας, που περιβάλλει κάθε αξιομνημόνευτο συγγραφέα. Ιδιαίτερα όταν βρίσκεται στο ξεκίνημα.
Με έκταση δύο σελίδες κατά μέσο όρο, οι ιστορίες του λεπτού αυτού τόμου, τρυπούν τον παθητικό υμένα του ντόπιου πεζογραφήματος. Τουλάχιστον της νεότερης γενιάς. Βαθαίνοντας μέσα στην κρίση, όλο και περισσότεροι αναρωτιούνται, μα πού μπορεί να βρίσκονται έστω και εν σπέρματι, δείγματα της νέας γλώσσας και της νέας αντίληψης των πραγμάτων, από τους ανθρώπους που ουσιαστικά θάβονται από την ταφόπλακα της ύφεσης; Εδώ λοιπόν μπορούμε να διακρίνουμε με άνεση τη σαρκαστική, αλλόκοτα νατουραλιστική, επιθετική φωνή της Νiemands Rose.
Πολιτική, όσο τα ερείπια που καταρρέουν γύρω μας. Ερωτική, όσο μια αρχέγονη τελετή. Κοινωνική, όσο της επιτρέπει η κάθετη αποξένωση. Στο ανθρωποφαγικό περιβάλλον που προϋπήρξε της κρίσης και στη συνέχεια βάθυνε με άλλους όρους, οι ήρωες της συγγραφέως που δεν διαμένουν σε κουκούλια ορθολογισμού, αναποδογυρίζουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Μέσα από την οπτική γωνία της Νiemands Rose, αποκτούν κριτική διάθεση και ανατρεπτική προοπτική. Σχήμα οξύμωρο και άκρως λειτουργικό όμως, σε μια εποχή που οι ορίζοντες για όνειρα έχουν στενέψει απελπιστικά. Ο χρόνος έχει επίσης συρρικνωθεί επιτακτικά, σ' αυτή τη γωνιά της Μεσογείου. Ακολούθως και οι σύντομες αφηγήσεις του βιβλίου, διακρίνονται από μια διαρκώς παρούσα ντομπροσύνη που λέει: ό,τι έχεις να πεις να το πεις τώρα.
Έτσι και η Niemands Rose, δεν αναβάλλει, δεν τυχοδιωκτεί. Απευθύνεται σε όσα βλέπει και σε όσα τη βουλιάζουν σε ένα μπαγιάτικο παρελθόν. Ξορκίζει τους δαίμονες της θυμωμένης νηνεμίας τριγύρω, συλλαβίζοντας φωναχτά λέξεις. Λόγια στο χαρτί που βουίζουν από ζωή και νιάσιμο. Η συγγραφέας δεν γίνεται ηθικουλίστικη. Αλλά δεν διακονεί και την απομάγευση ενός συνδρόμου μετά-υλικότητας. Οι «συσκευασίες» των αποστασιοποιημένων στάσεων απέναντι στη σκληρή αισθαντικότητα του παρόντος, αποκλείονται. Γι' αυτό και οι μικρές ιστορίες της, αποκτούν μεγάλες διαστάσεις. Φαίνονται «μισοτελειωμένες» στον βαθμό που ο αναγνώστης δεν συμμετέχει. Και για έναν άλλο λόγο. Η τέχνη μπορεί να φτάσει μέχρις ενός σημείου, για να φωτίσει τα γεγονότα. Από και και πέρα η φαντασία τού καθενός διαμορφώνει τα απαραίτητα σκοτεινά σημεία. Εξάλλου πόσες επαναστάσεις έφτασαν άφθαρτες ως στο τέλος τους; Σύντομες μυθιστορίες, που διαθέτουν τσαγανό επειδή αναπτύσσονται στο κοίλωμα του ψυχικού λαβύρινθου και βγαίνουν αλώβητες από τα «πρέπει» του καθωσπρεπισμού.

13/8/13

white trash

Τι ήταν να πετάξει δυο αχτίδες ήλιο ο ταγμένος στο μολύβι ουρανός; Άνθιζαν τα πρόσωπά τους. Έβγαζαν από τις αποθήκες τα πτυσσόμενα τραπεζάκια με τις καρέκλες και τις πλαστικές πισίνες και τα άπλωναν στον κοινό κήπο του μπλοκ: ένα τετράγωνο δηλαδή καμιά εκατοστή τετραγωνικά μέτρα ανάμεσα στο Π που σχημάτιζαν τα δίπατα χαμηλοτάβανα διαμερίσματα με το κόκκινο τούβλο και την μιζέρια στα δομικά υλικά. Ενα τετράγωνο στρωμένο με γκαζόν, έπαιζε το ρόλο του κήπου. Και μερικά ψηλά αειθαλή δέντρα παραδίπλα που τα ανεβοκατέβαιναν αεικίνητοι σκίουροι συμπλήρωναν το τοπίο.
Βρισκόμαστε στο Λονδίνο των φτωχών. Με τα πλαδαρά τους σώματα και τα σωσίβια στη μέση, ντυμένοι τις βερμούδες και τα αμάνικα απολαμβάνουν τον ήλιο. Τους χαζεύω κι εγώ χορτασμένη ηλιοφάνεια. Ώσπου ακούω κάποιον να τους αποκαλεί white trash.

Πρώτη φορά ρύπαινε τα αυτιά μου η συγκεκριμένη φράση. Σκουπίδια όσοι από τη λευκή φυλή μας μέσα σε συνθήκες σκληρού καπιταλισμού δεν κατάφεραν να πιάσουν την καλή, όσοι εξεθεταν στα εστέτ μάτια τη μιζέρια, αυτό που ορίζουν σα μιζέρια οι ιλουστρασιόν αντιλήψεις περί καλοπέρασης. Κηλίδωναν το οπτικό πεδίο του πετυχημένου λευκού, και δεν είχε ένα τηλεκοντρόλ να τους εξαφανίσει στον κάδο απορριμάτων. White trash όποιος γυρεύει στον ήλιο μοίρα, τσάμπα, αλλά όχι χωρίς κόστος. Έχει αντίτιμο το ρατσισμό να βγαίνεις να λιαστείς σε κοινή θέα χωρίς να έχεις πληρώσει ένα σκασμό λεφτά.

Το καλοκαίρι του '07 που καιγόταν η μισή Ελλάδα, η πιο διαστροφική εξήγηση για τις πυρκαγιές είχε δοθεί από την μεγαλοφυή κόρη του Μητσοτάκη : οι γνωστοί-άγνωστοι που καίνε το χειμώνα την Αθήνα, καίνε το καλοκαίρι τα δάση. Κι όμως, η αρλουμπολογία της Ντόρας, εξέφραζε τη δεξιά ρητορία, που τώρα δικαιολογεί το εξωφρενικό πρόστιμο για το ελεύθερο κάμπινγκ.

Κι ας ξέρουν πως όσοι κατασκηνώνουμε στη φύση, τη λατρεύουμε. Κι ας ξέρουν πως η φύση δεν κινδυνεύει από τα πασαλάκια μας, αλλά από τα τσιμέντα που απλώθηκαν μέχρι το κύμα. Κι ακριβώς επειδή το ξέρουν, εφαρμόζουν τη στρεψοδικία, που είναι η τακτική του κουτοπόνηρου, για να μεταφέρουν αλλού την ευθύνη, για να επινοήσουν εχθρούς, για να επιδείξουν και με αυτό τον τρόπο τη λύσσα τους ενάντια στη συγκεκριμένη κουλτούρα. Γιατί είναι θέμα κουλτούρας να κοιμάσαι τα καλοκαίρια στα αντίσκηνα, στα χώματα που δεν είναι εμπόρευμα κανενός.

Με την αγαστή σύμπραξη fashion police των λαϊφσταϊλάδων και police σκέτη, τα επόμενα λευκά σκουπίδια στοχεύουν να είμαστε εμείς. Πρώτα είναι η δεξιά ρητορία, μετά είναι το πρόστιμο των 300 ευρώ για τους κατασκηνωτές και ακολουθεί το ρυπαρό στερεότυπο του λευκού που δεν θα διαθέσει τον εαυτό του σε ξενοδοχεία με πισίνες, τζακούζι, σπα κι αστακομακαρονάδες. Γιατί έτσι πάει αυτή η μηχανή η καπιταλιστική με το νεοφιλελέ το πρόσημο, παράγει περιθώριο για να χωρέσουμε όσοι περισσεύουμε κι από μια θέση στον ήλιο.