Θα πάμε στην παρέλαση, μαμά;
Να πάμε. Εδώ διάλεξα να σε γεννήσω, εδώ να σε μεγαλώσω. Είχες την ευκαιρία να ζήσεις στο Λονδίνο και στη στέρησα. Ας πάμε λοιπόν και στην παρέλαση. Να γυρίσουμε στην Ελλάδα, να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Λες και δεν ένιωθα μια ζωή ξένη σ’ αυτόν τον τόπο, λες και δεν έχω πλήρη ανηδονία σε καθετί το πατριωτικό, λες και δε νιώθω αποστροφή για τα εθνικά σύμβολα, λες και μπορώ να καταλάβω την Ιστορία με στρατιωτικό βήμα, λάβαρα και ταμπούρλα, λες και η Ιστορία δεν ήταν παρά η Ηλέκτρα Αποστόλου, η Λέλα Καραγιάννη, κι ο Μιχάλης.
"Είπαμε πολλά κείνη τη νύχτα, κατάφερε ο Μιχάλης και μας έκανε να ξεχάσουμε πως το πρωί θα τον ρίχνανε. Ήταν ατόφιος άνθρωπος, ζεστός, ίσως και να' ταν τυχερός που σκοτώθηκε τότε, τι να πω... Τα ξημερώματα, λίγο πριν έρθουν να τον πάρουν το ρίξαμε στο τραγούδι. Μπα, ούτε επαναστατικά, ουτε αντάρτικα. Είπαμε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, νομίζω, κείνο που λέειΜπορεί να τό 'χουν πλανέψειακρογιαλιές, δειλινάμα σκλαβωμένη για πάντα κρατούνε τη δόλια καρδιά...Έτσι πέθανε ο Μιχάλης. Λες κι ήξερε ο Χάρος και διάλεγε τους καλύτερους."
(Χρόνης Μίσσιος, Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς)
Να πάμε, μωρό μου στην παρέλαση. Στη δεκαετία του ’90, ένας αλβανός μαθητής, ο καλύτερος του σχολείου -ξέρεις, σαν τα παλιά χρόνια, που γινόταν ακόμα το θαύμα να ξεπηδήσει μέσα από τις φτωχογειτονιές ένα υπέρλαμπρο πνεύμα, τότε που ακόμα ο ταχυδρόμος μπορούσε να αναθρέφει έναν Πιέρ Μπουρντιέ- έμελλε να είναι αυτοδίκαια ο σημαιοφόρος στην παρέλαση. Οι μισοί είχανε ρίξει τα μυαλά τους στο μπλέντερ της ιδιωτικής τηλεόρασης και χασκογελούσαν με τον Χριστόδουλο σα να ήταν ο Χαλακατεβάκης στους Απαράδεκτους. Τα χρυσά μου. Κι οι άλλοι μισοί, κλωσσούσαν τον σωβινισμό και την ορθοδοξία. Ανάλαβε ο Τριανταφυλλόπουλος, ναι, αυτή η λέρα, για την οποία πια σήμερα δεν χωράει αμφιβολία, ακόμα τότε τον θεωρούσαν μάχιμο δημοσιογράφο. Ανάλαβε να βαφτίσει τον γιο των μεταναστών. Οδυσσέα τον είπαν. Και χριστιανός και με κλείσιμο ματιού στην προγονολατρεία. Γιατί ο Οδυσσέας ήταν ομηρικό έπος, δεν ήταν ποίηση. Μια βινιέτα της τότε επικαιρότητας που συνοψίζει όλη τη σκατίλα της εποχής.
Να πάμε, αγαπούλα μου στην παρέλαση. Αλλά δώστε μας μια υπόσχεση, εσείς που τώρα μας κοιτάτε από χαμηλά. Δεν πολεμήσαμε, δεν σκοτωθήκαμε, δεν προβάλλαμε και αντίσταση με άλφα κεφαλαίο. Δεν πεινάσαμε, δεν πιάσαμε ψείρες, δεν πάθαμε γάγγρανα στα κάτω άκρα. Στο Γράμμο, θυμάσαι, ανεβήκαμε για εκδρομή μονάχα. Κι είχες κάνει εμετό απ' τις πολλές στροφές. Κι εγώ παθαίνω ίλιγγο με την Ιστορία. Και μένα μου φέρνουν αναγούλα όσοι μιλούν για εμφύλιο και κατοχή σήμερα.
Αλλά να γράψετε και για μας ενα ποίημα. Κι ας μην υπάρχει στο ημερολόγια μία αργία για να το απαγγείλετε. Κάπου ανάμεσα στη λήθη, εμείς οι αγιόρταστοι. Λες και δε δώσαμε καμιά μάχη, λες και δε στερηθήκαμε τίποτα. Ανεπέτειοι.