Όπως την έβλεπα πάντοτε να μού 'ρχεται με φόρα, με το Ο της το ολοστρόγγυλο, την κλωτσούσα γερά. Μετά μάθαινα πως ήταν μια Opportunity. Κι όμως. Kαι την επόμενη φορά που μου ερχόταν πάλι με φόρα ένιωθα πάντοτε την ίδια λαχτάρα να τη λακτίσω με φόρα προς το τέρμα. Τέρμα τα αστεία. Life is an opportunity and I'm a great football player. Είμαι ο Ροδρίγο Ντ' Οπορτουνίστα.
30/9/10
23/9/10
Les quatres saisons de ma femme, ma femme des autres
Στην εποχή που υποσχόταν την άνοιξή του ο ανθός της νιότης της, άγουρος ακόμα αλλά ευαγγελιζόμενος την ομορφιά, ήθελες να την έχεις απέναντι σου και να την καμαρώνεις. Μόνον αυτό. Αυτό μόνον. Μη μου άπτου της ωραιότητός της το ανέγγιχτο, παρθένο άνθος, στις παρειές και τα ακροχείλια με τα σφραγισμένα λόγια και φιλιά. Ω, Θεέ των κορασίδων της πρώτης νιότης, σμίλεψε πιο στρογγυλά τα στήθη και τα γοφιά της και παγίδεψέ μας για πάντα στην καμπυλωτή Εδέμ, τον παράδεισο των σαρκικών συναρτήσεων, των ονειρεμένων συναντήσεων. Εκεί που στέκει ανήμπορος ο άνδρας, ο νεαρός ασύμμετρος φαλλοφόρος, αδέξιος στα γιγαντωμένα νέα χαρακτηριστικά του φύλου, που'ρθαν έξαφνα να τραχύνουν τα βαμβακερά παιδικάτα σε μια ανεπίδεκτη κατευνασμού δια μέσω της αμοιβαίας ηδονής στύση και έναν στεναγμό με βράχινο ηχόχρωμα. Αχ, μπουμπούκι επτασφράγιστο κι αμύριστο, πόσο σε επιθύμησα.
Κι έπειτα ήλθε κι όπως πάντα θα'ρχεται, όσο τον εξυμνούμε κι οσο δεν, ο ήλιος κι η καλοκαιριά κι εγδυσε τα κορμιά απ' το κάθε τους περίβλημα, του ρούχου και της
συστολής. Κι άνθισε ο κήπος, και φρούτεψε το δέντρο κι αφράτεψε ο καρπός ο ζουμερός, ο ευφραντής, ο της λαχτάρας θρέμμα. Κι ήθελες να πιεις απ´ άκρη σ' άκρη του χυμούς της μ' όλα τα χρώματά τους και τις γεύσεις στης κοιλίας τα λαγκάδια και στων γονάτων τις κορφές και των στηθιών τα εξωκκλήσια και στα σπαρμένα της μαλλιά και στου αυτιού της τη σπηλιά και του λαιμού τις ρεματιές και των μηρών χαράδρες. Να πέσεις και να μη σε βρει παπάς για να σε θάψει μέρα καταμεσήμερο και ολοπαραδομένον. Και πέρασαν οι τρυγητές κι έδρεψαν τον καρπό της, και πέρασαν τα άροτρα και όργωσαν το εντός της και εσπειραν και πολύ βαθιά άλλοι και τη σπορά τους. Κι ας ήτανε ανάδρομο της Δήμητρος φεγγάρι κι έτυχε και δεν είδε, κι ας ήτανε η μαμή τυφλή κι έτυχε και δεν είδε· μα τα παιδιά τα ασύλληπτα λίπασμα των ερώτων. Λουλούδι μου ολάνθιστο, βαθύχρωμο και βαριομύριστο πόσο σε επιθύμησα κι ενώ ποτέ δε σε είχα.
Πρώτη βροχή, πρώτη κι αρχή του φθίνω της οπώρας κι όπως πατούν τα στράφυλα στραγγίζουν το ζουμί τους, κι όπως μεθούν χαράματα ξερνούνε το κρασί τους. Χτυπούν καμπάνες για χαρά, χτυπά η καρδιά μου λύπη, έκοψε το λουλούδι μου άλλος, κι εμέ μου λείπει. Ντύθηκε στα λευκά κι εγώ φορώ πένθος μες στη ψυχή μου, ανέβαινε στην Εκκλησιά κι εγώ στον Αδη κάτω και χόρεψε υπόσχεση και χήρεψα τη σχέση. Τη σχέση που ως ανάξιος ποτέ δεν αξιώθην και κλαίγω και οι σταλαματιές είναι η βροχή η άλλη. Μία βροχή που κίνησε από τη Γη να βρει κάτι το θείο, κάτι στα σύννεφα να βρει, ή κάτι εις τους αιθέρες κι αν πάλι ανάξια σταθεί, να πέσει και να τσακιστεί στη θάλασσα, στις βέρες. Χρυσό κλαρί και μάλαμα τα φύλλα σου καλή μου κι εμένα που δεν ευωδιάς, θα σ' αλμυροποτίσω όσο να αδειάσουν απ' εμέ οι αδενες του κορμιού μου, το σπέρμα και το κλάμα μου, ο ιδρώτας και το αίμα. Άνθος και δέσμη αλλονού, πόσο σε επιθύμησα κι αλλού στολίζεις τόνε.
Πυκνώσανε τα σύννεφα, γκριζώσαν οι κροτάφοι, κι οι ουρανοί εγκρίζαραν, ανοίχτηκαν και τάφοι. Τάφοι οικογενειακοί, καλοί-κακοί together, together and forever. Μοχλάει τα κουτσουρα εντός του άθου του ανθού της, τα κουτσούρα που γέννησε και που τα περιβάλλει. Είχε το τζάκι αναφτό, πετρόχτιστο κι ωραίον. Και προπαντός ξεχρέωτον και καλοπληρωμένον. Κι απέμενε ο σπαραγμός της φλόγας στην εστία, της φλόγας που εφώτιζεν ρωγμές από τους χρόνους και κρέατα που κρέμασαν αφού έφεραν γόνους. Κι η κάμαρη που αντήχησε των οργασμών το μέλλος και μέλι από αμάλαγη γύρη εις τα δυο σκέλη, που κόνεψε στρατιές ανδρών, σκιές κλειστών βλεφαρων, που άναβαν και χάνονταν όπως τα φώτα φάρων, θά' πρέπε οι τοίχοι οι άτυχοι της κάμαρης ετούτης, αν είχαν κάποια τσίπα, στο λέω και το είπα, να σωριαστούνε καταής και κονιορτός να γίνουν, σκόνη και αύρα και μηδέν να μετουσιωθούνε παρά να αντικρύζουνε το θέαμα ετουτο: μια σιδερώστρα τσίγκινη και πρέσα ατμοσιδέρου καταμεσής να στέκονται με ύφος και με στόμφο και πλάι τα ασιδέρωτα , στεγνά μπουγαδιασμένα να ευωδιάζουν χημικά σα ρόδα και σα μήλα και να γελούν, να περιγελουν εμένα, μόνο εμένα. Όπως με περιγέλασε εκείνη που τα έστησε στητά στη κάμαρά της, όταν της ομολόγησα πως δε μπορώ μακριά της. Και τώρα στέκω ενεός, ανήμπορος για βήμα, και ενώ το θέλω διακαώς να φύγω από το μνήμα. Αχου, dixan και skip και συ soflan και ατμοσίδερο βαρύ πολυπυρακτωμένο πόσοι την επιθύμησαν κι όμως εσείς μονάχα τη βλέπετε να γδύνεται όπως κανείς δε θα'θελε να ιδεί.
Κι έπειτα ήλθε κι όπως πάντα θα'ρχεται, όσο τον εξυμνούμε κι οσο δεν, ο ήλιος κι η καλοκαιριά κι εγδυσε τα κορμιά απ' το κάθε τους περίβλημα, του ρούχου και της
συστολής. Κι άνθισε ο κήπος, και φρούτεψε το δέντρο κι αφράτεψε ο καρπός ο ζουμερός, ο ευφραντής, ο της λαχτάρας θρέμμα. Κι ήθελες να πιεις απ´ άκρη σ' άκρη του χυμούς της μ' όλα τα χρώματά τους και τις γεύσεις στης κοιλίας τα λαγκάδια και στων γονάτων τις κορφές και των στηθιών τα εξωκκλήσια και στα σπαρμένα της μαλλιά και στου αυτιού της τη σπηλιά και του λαιμού τις ρεματιές και των μηρών χαράδρες. Να πέσεις και να μη σε βρει παπάς για να σε θάψει μέρα καταμεσήμερο και ολοπαραδομένον. Και πέρασαν οι τρυγητές κι έδρεψαν τον καρπό της, και πέρασαν τα άροτρα και όργωσαν το εντός της και εσπειραν και πολύ βαθιά άλλοι και τη σπορά τους. Κι ας ήτανε ανάδρομο της Δήμητρος φεγγάρι κι έτυχε και δεν είδε, κι ας ήτανε η μαμή τυφλή κι έτυχε και δεν είδε· μα τα παιδιά τα ασύλληπτα λίπασμα των ερώτων. Λουλούδι μου ολάνθιστο, βαθύχρωμο και βαριομύριστο πόσο σε επιθύμησα κι ενώ ποτέ δε σε είχα.
Πρώτη βροχή, πρώτη κι αρχή του φθίνω της οπώρας κι όπως πατούν τα στράφυλα στραγγίζουν το ζουμί τους, κι όπως μεθούν χαράματα ξερνούνε το κρασί τους. Χτυπούν καμπάνες για χαρά, χτυπά η καρδιά μου λύπη, έκοψε το λουλούδι μου άλλος, κι εμέ μου λείπει. Ντύθηκε στα λευκά κι εγώ φορώ πένθος μες στη ψυχή μου, ανέβαινε στην Εκκλησιά κι εγώ στον Αδη κάτω και χόρεψε υπόσχεση και χήρεψα τη σχέση. Τη σχέση που ως ανάξιος ποτέ δεν αξιώθην και κλαίγω και οι σταλαματιές είναι η βροχή η άλλη. Μία βροχή που κίνησε από τη Γη να βρει κάτι το θείο, κάτι στα σύννεφα να βρει, ή κάτι εις τους αιθέρες κι αν πάλι ανάξια σταθεί, να πέσει και να τσακιστεί στη θάλασσα, στις βέρες. Χρυσό κλαρί και μάλαμα τα φύλλα σου καλή μου κι εμένα που δεν ευωδιάς, θα σ' αλμυροποτίσω όσο να αδειάσουν απ' εμέ οι αδενες του κορμιού μου, το σπέρμα και το κλάμα μου, ο ιδρώτας και το αίμα. Άνθος και δέσμη αλλονού, πόσο σε επιθύμησα κι αλλού στολίζεις τόνε.
Πυκνώσανε τα σύννεφα, γκριζώσαν οι κροτάφοι, κι οι ουρανοί εγκρίζαραν, ανοίχτηκαν και τάφοι. Τάφοι οικογενειακοί, καλοί-κακοί together, together and forever. Μοχλάει τα κουτσουρα εντός του άθου του ανθού της, τα κουτσούρα που γέννησε και που τα περιβάλλει. Είχε το τζάκι αναφτό, πετρόχτιστο κι ωραίον. Και προπαντός ξεχρέωτον και καλοπληρωμένον. Κι απέμενε ο σπαραγμός της φλόγας στην εστία, της φλόγας που εφώτιζεν ρωγμές από τους χρόνους και κρέατα που κρέμασαν αφού έφεραν γόνους. Κι η κάμαρη που αντήχησε των οργασμών το μέλλος και μέλι από αμάλαγη γύρη εις τα δυο σκέλη, που κόνεψε στρατιές ανδρών, σκιές κλειστών βλεφαρων, που άναβαν και χάνονταν όπως τα φώτα φάρων, θά' πρέπε οι τοίχοι οι άτυχοι της κάμαρης ετούτης, αν είχαν κάποια τσίπα, στο λέω και το είπα, να σωριαστούνε καταής και κονιορτός να γίνουν, σκόνη και αύρα και μηδέν να μετουσιωθούνε παρά να αντικρύζουνε το θέαμα ετουτο: μια σιδερώστρα τσίγκινη και πρέσα ατμοσιδέρου καταμεσής να στέκονται με ύφος και με στόμφο και πλάι τα ασιδέρωτα , στεγνά μπουγαδιασμένα να ευωδιάζουν χημικά σα ρόδα και σα μήλα και να γελούν, να περιγελουν εμένα, μόνο εμένα. Όπως με περιγέλασε εκείνη που τα έστησε στητά στη κάμαρά της, όταν της ομολόγησα πως δε μπορώ μακριά της. Και τώρα στέκω ενεός, ανήμπορος για βήμα, και ενώ το θέλω διακαώς να φύγω από το μνήμα. Αχου, dixan και skip και συ soflan και ατμοσίδερο βαρύ πολυπυρακτωμένο πόσοι την επιθύμησαν κι όμως εσείς μονάχα τη βλέπετε να γδύνεται όπως κανείς δε θα'θελε να ιδεί.
10/9/10
πακέτο
Η μετακόμιση είναι πακέτο.
Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Αλλά και μεταφορικά να το πεις
πάλι κυριολεκτικά είναι.
Πές τα βρε Λιτσάκι πάλι, που είσαι και συ της Φιλοσοφικής.
9/9/10
ρε λες;
Φροντίζω ανελλιπώς για κείνη και ανηλεώς για μένα τη θυγατέρα
γράφω εκτενές ερευνητικό πρωτόκολλο στα αγγλικά
καταθέτω ακαδημαϊκό άρθρο σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό
φτιάχνω παστίτσιο μούρλια
τρίβω με σαπουνάδα τα πλακάκια στο κανούργιο σπίτι
ετοιμάζω μετακόμιση
τσατώνομαι με τους φίλους μου
ψιλοδιαβάζω τα νέα online
διορθώνω πτυχιακές
και μέσα σ' όλα
το φιλοσοφώ:
Ρε λες να μην υπάρχω;
Λες;
γράφω εκτενές ερευνητικό πρωτόκολλο στα αγγλικά
καταθέτω ακαδημαϊκό άρθρο σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό
φτιάχνω παστίτσιο μούρλια
τρίβω με σαπουνάδα τα πλακάκια στο κανούργιο σπίτι
ετοιμάζω μετακόμιση
τσατώνομαι με τους φίλους μου
ψιλοδιαβάζω τα νέα online
διορθώνω πτυχιακές
και μέσα σ' όλα
το φιλοσοφώ:
Ρε λες να μην υπάρχω;
Λες;
6/9/10
IQ
Ο έξυπνος:
του μαθαίνεις ένα
καταλαβαίνει πέντε
και παράγει δέκα.
Ο βλάκας:
του μαθαίνεις δέκα
καταλαβαίνει πέντε
και παράγει ένα.
Άλλη μέτρηση ευφυϊας δεν υπάρχει. Καταργούνται όλες. Τέλος.
του μαθαίνεις ένα
καταλαβαίνει πέντε
και παράγει δέκα.
Ο βλάκας:
του μαθαίνεις δέκα
καταλαβαίνει πέντε
και παράγει ένα.
Άλλη μέτρηση ευφυϊας δεν υπάρχει. Καταργούνται όλες. Τέλος.
3/9/10
home sweet home
Κι όταν ο slug δεν άντεχε άλλο πια το βαρύ ζητούμενο της ιδιοκτησίας να τον γονατίζει, τι να τον γονατίζει, να του κόβει τα πόδια, τι να του κόβει τα πόδια, να τον έχει κάνει να σέρνεται, αποφάσισε να πάρει ένα στεγαστικό δάνειο. Το έψαξε αρκετά. Κάποτε, βρήκε σχεδόν κρυμμένο ένα με χαμηλό σταθερό επιτόκιο και το πήρε μαζί του. Κάθε μέρα το δάνειο του χτυπούσε το κεφάλι, εφόσον δεν είχε ακόμα σπίτι, και πολύ περισσότερο πόρτα να του χτυπήσει και του ζητούσε να του δώσει φαϊ. Ο slug το κοιτούσε με συμπάθεια, με κείνο το χαμηλό του επιτοκιάκι που φορούσε στραβά στο κεφάλι του το δάνειο και με την ελπίδα που ανέδυε - μια φθηνή κολώνια που πουλιέται σε όλα τα παζάρια-, και του έδινε από το φαγητό του. Όσο το τάιζε τόσο εκείνο μεγάλωνε και όσο μεγάλωνε, τόσο αγρίευε. Και μια μέρα το επιτόκιο που φορούσε στην κεφάλα του ψήλωσε και έγινε και κυμαινόμενο άμα λάχει. Το χτυπούσαν, βλέπεις, όχι βλέπεις, ακούς, όχι ακούς, διαβάζεις, τα κύματα της οικονομίας και βολόδερνε μια στα ψηλά και μια στα ακόμα ψηλότερα. Ήταν τελικά από φελλό και δεν υπήρχε περίπτωση να βουλιάξει. Σέρφερ το επιτόκιο. Μια φορά μάλιστα, μια άλλη slug που ήταν και λίγο slut, μεταξύ μας, το είδε, μα το Δία, με τα κυάλια εις τον ουρανό λόγω των μποφόρ. Κάποτε, ο μίστερ σλάγκ που επιθυμούσε κατοικία ιδιόκτητη, να ριζώσει κι αυτός κάπου, να αποκτήσει πατρίδα, θεό και πλυντήριο πιάτων, αλλά δεν, του ήρθε να τα πάρει στο κρανίο με τούτα και με κείνα. Ενώ όμως του ερχόταν τώρα αυτό το συναίσθημα διαπίστωσε πως κρανίο δεν υπάρχει. Εξάλλου και να τα έπαιρνε, δε θα του έβγαινε σε καλό εφόσον ό,τι παίρνεις το πληρώνεις. Για δες τι έγινε με το στεγαστικό το δάνειο, που στον υπόκοσμο τον ανεπτυγμένο του κολλήσαν το παρατσούκλι mortgage. Ο μόργκας, όπως έγινε με τον καιρό το παρατσούκλι -πώς ας πούμε ο Ορέστης στις τάξεις των ρεμπετών έγινε Ρέστης- απειλούσε το slug πως αν δε του δώσει φαϊ τόσο όσα να χορτάσει θα στείλει bailiffs να του πάρουν τις κεραίες. Και άσε που θα το καρφώσει στην tv license να το ανακρίνουν πόθεν έσχες κεραίες χωρίς τηλεόραση. Να έχεις τηλεόραση χωρίς πληρωμένη κεραία, γίνεται και τρως ωραίο πρόστιμο 1000 λίρες, αλλά το ανάποδο, δυο κεραίες χωρίς τιβί, αυτό θα προκαλέσει νομικό αδιέξοδο και για πρόσεχε. Τελικά, ο slug αποφάσισε να συρθεί μέχρι το Σούνιο και να πέσει από τα βράχια σαν τον Αιγέα, την αίγα, την ανορθόγραφη, που έγινε τράγος,τραβεστί ανάποδο δηλαδή, και γι' αυτόν τον λέμε τραγικό. Γιατί εφόσον δεν έχεις μια ζωή υποφερτή ας έχεις έναν ποιητικό θάνατο, είπε και τραβήχτηκε σιγά -σιγά από την γηραιά αλβιόνα στον χαλκολιμνιόνα και από κει στο φέρρυ μπόατ του αγούδημου και μετά πήρε την παραλιακή, πέρασε μπροστά από όλους τους σκυλλάδες και κάποτε έφτασε στο Ναό του Κοσειδώνα, που τον λέει η κόρη μου από τότε που πήγαμε να δούμε την αυγουστιάτικη πανσέληνο από κει ψηλά γιατί το διασκεδάζουμε με τα λαϊκά. Τα λαϊκα προσκυνήματα, εννοούμε, στη σελήνη, στα αρχαία, στους ναούς και γενικά. Έτσι, αφού έφτασε στον πιο ψηλό αρχαίο βράχο, πήρε μια ανάσα, άναψε ένα τσιγάρο, γιατί ωστόσο έγινε και καπνιστής, fuck smoking ban, σκέφθηκε και ατένισε το πέλαγο. Ξαφνικά, ένιωσε ένα ξύσιμο στην πλάτη. Γυρνάει και τι να δει; Ήτανε back home. Ο slug ήταν τελικά έλλην, όπως και κάθε λευκό σκουλήκι στον μάταιο τούτο κόσμο. Από τότε ο slug άλλαξε όνομα. Τον λένε Άρη Σαλιγκάρη και περιφέρει το καβούκι του όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Που δηλαδή στέκεται πάντα και βρίσκεται μέσα στην πατρίδα του εφόσον είναι πάντοτε και θα' ναι πάντοτε back home. Γι΄αυτό κι εγώ αγαπώ πολύ τους χοχλιούς τους μπουμπουριστούς με το ξύδι και το δεντρολίβανο, που στην Κρήτη το λέμε αρισμαρύ, δηλαδή rosemary -για να μη πεις τίποτα βλαχαδερό. Μ' αρέσουν γιατί νιώθω συγχρόνως μια σιχασιά και μια νοσταλγία για το home sweet home.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)