Ζει κάπου στο άγριο κέντρο. Και όταν μου εξιστορεί, την ακούω σχεδόν πάντα άναυδη. Σαν ανταπόκριση από την Μέση Ανατολή. Ούτε μέση, ούτε άκρη, εσύ θα με φας. Μα πού ζω; Ο ρητορικός καημός του καθενός που πέφτει και ξαναπέφτει απ' τα σύννεφα. Σύννεφα ναυλωμένα με σπιτική ασφάλεια. Σύννεφο, ανέβασέ με πιο ψηλά απ' τον σακάτη τον Πακιστανό στα φανάρια, πήγαινέ με μακριά απ΄τα διαμελισμένα πτώματα παιδιών στην Παλαιστίνη, μακριά κι απ' τα παιδικά χεράκια που γαζώνουνε στην Κίνα τα ρούχα μου.
Τι όμορφα που σιδερώνει. Θες να σου ράψω εδώ που ξηλώθηκε, με ρωτάει. Και μετά θα βάλει το γυαλί, μεγάλη γυναίκα, να μου μαντάρει τη μασχάλη της μπλούζας. Μικροαστικό αξεσουάρ η οικιακή βοηθός; Εγώ το μεροκάματο δεν θα της το στερήσω. "Η τσιγκουνιά είναι μαγκιά", θα κρώζει η άλλη απ' το ραδιόφωνο. Αποταμίευση uber alles. Έλα τώρα, αφού ξέρω πως σου περισσεύουν, από μισθό και νοίκια που εισπράττεις, γιατί δε δίνεις 30 ευρώ το δεκαπενθήμερο να σου κάνει τη φασίνα, ρωτούσα έναν φίλο εργένη που παραπονιόταν για τις δουλειές του σπιτιού, ενώ με κατηγορούσε που φέρνω γυναίκα να μου καθαρίζει το σπίτι. Φτάσαμε να απολογούμαστε ο ένας στον άλλο για το πού διαθέτουμε τα χρήματά μας. Ομοτράπεζοι στην ενοχή απ' τη μεσαία τάξη και κάτω. Ούτε μέση, ούτε άκρη, εσύ θα με φας. Όλοι μαζί τα φάγαμε. Τα ψεύδη τους.
Μόλις βραδιάσει δεν κυκλοφορούν πια στους δρόμους. Κάθεται με τη φίλη της στο μπαλκόνι και κοιτάνε τις συμμορίες. Καθαριζαν σπίτια και οι δυο τους όλη μέρα. Και οι άλλοι από κάτω με τα κολλητά μαύρα tshirt και τις φλεβίτσες στα μπράτσα, άμα τους ρωτήσεις, ανέλαβαν να καθαρίσουν το σπίτι τους απ' τις βρωμιές. Τα περιττώματα είναι κάτι μαυριδεροί που έχουνε μικρομάγαζα στην πλατεία Αττικής, στην Αχαρνών, στον Άγιο Παντελεήμονα. Και εκείνες, λευκές αλλοδαπές, στη μέση της οδομαχίας. Ούτε μέση, ούτε άκρη, εσύ θα με φας.
Ξέρεις τι γίνεται κάθε βράδυ στη γειτονιά μου; Πάνε αυτοί οι πώς τους λες και σπάνε τα μαγαζιά των μαύρων και μετά αυτοί τους κυνηγάνε και έρχεται η αστυνομία και τους κοιτάει. Όχι, τους έλληνες δεν τους πιάνει. Παίζουνε κρυφτό στα στενά σαν παιδάκια. Μου αφηγείται σε σπαστά ελληνικά και μου γελάει στην οικουμενική γλώσσα. Ταχταρίζει το μωρό στην παγκόσμια γλώσσα της αγάπης. Δεν είναι στα καθήκοντά της να κάνει τόσες χαρές του μικρού. Τον παίρνει αγκαλιά στηρίζοντας τη μέση του με προσοχή. Ούτε μέση, ούτε άκρη, εσύ θα με φας.
Τις προάλλες μόλις τους είδε ένας άνθρωπος άρχισε να τρέχει. Και του λένε μη φοβάσαι! Εμείς μόνο τους ξένους κυνηγάμε. Μα εσείς που είστε έλληνες γιατί τους φοβάστε; Γιατί είμαστε κι εμείς ξένοι. Εγώ όταν διάβαζα στο μικρόφωνο τα ονόματα των νεκρών στην επέτειο του Πολυτεχνείου στο αμφιθέατρο του γυμνασίου δεν ήξερα πως διαβάζω ψευτιές. Δεν με είχε προετοιμάσει κανείς πως θά' ρθει μια μέρα ν' ακούσω πως δεν υπήρξε ποτέ Διομήδης Κομνηνός και Αγγελική Μπεκιάρη. Που ξέχασα μικρά και μεγάλα ονόματα πολλών απ' τους πολλούς που γνώρισα και θυμάμαι δυο ψευτονεκρών. Γιατί όταν διάλεγα μια φράση του Παούλ Τσελάν για ψευδώνυμο δε φανταζόμουν ποτέ ούτε πως το ψευδώνυμο δε θα ήταν απλά στυλ αλλά προστασία, ούτε πόσο σύντομα θα ήταν επίκαιρος ένας εβραίος ποιητής που έζησε μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης...
Μου δίνει συμβουλές. Της ανταποδίδει τα χαμόγελα. Μου κατεβάζει τα σκουπίδια στον κάδο. Σε λίγο καιρό φεύγει οριστικά από την Ελλάδα μετά από δυο δεκαετίες περίπου. Θέλω να της παραγγείλω να πετάξει στα σκουπίδια και ό,τι είδε στη γειτονιά της αλλά κάποτε πρέπει να ξεπεζεύουμε από τα ναυλωμένα σύννεφα. Κάποτε το απροσδόκητο γίνεται πραγματικότητα και έπειτα Ιστορία. Μέχρι τότε ζήσε τον εφιάλτη σου στη χώρα που τον γέννησε.
Τι όμορφα που σιδερώνει. Θες να σου ράψω εδώ που ξηλώθηκε, με ρωτάει. Και μετά θα βάλει το γυαλί, μεγάλη γυναίκα, να μου μαντάρει τη μασχάλη της μπλούζας. Μικροαστικό αξεσουάρ η οικιακή βοηθός; Εγώ το μεροκάματο δεν θα της το στερήσω. "Η τσιγκουνιά είναι μαγκιά", θα κρώζει η άλλη απ' το ραδιόφωνο. Αποταμίευση uber alles. Έλα τώρα, αφού ξέρω πως σου περισσεύουν, από μισθό και νοίκια που εισπράττεις, γιατί δε δίνεις 30 ευρώ το δεκαπενθήμερο να σου κάνει τη φασίνα, ρωτούσα έναν φίλο εργένη που παραπονιόταν για τις δουλειές του σπιτιού, ενώ με κατηγορούσε που φέρνω γυναίκα να μου καθαρίζει το σπίτι. Φτάσαμε να απολογούμαστε ο ένας στον άλλο για το πού διαθέτουμε τα χρήματά μας. Ομοτράπεζοι στην ενοχή απ' τη μεσαία τάξη και κάτω. Ούτε μέση, ούτε άκρη, εσύ θα με φας. Όλοι μαζί τα φάγαμε. Τα ψεύδη τους.
Μόλις βραδιάσει δεν κυκλοφορούν πια στους δρόμους. Κάθεται με τη φίλη της στο μπαλκόνι και κοιτάνε τις συμμορίες. Καθαριζαν σπίτια και οι δυο τους όλη μέρα. Και οι άλλοι από κάτω με τα κολλητά μαύρα tshirt και τις φλεβίτσες στα μπράτσα, άμα τους ρωτήσεις, ανέλαβαν να καθαρίσουν το σπίτι τους απ' τις βρωμιές. Τα περιττώματα είναι κάτι μαυριδεροί που έχουνε μικρομάγαζα στην πλατεία Αττικής, στην Αχαρνών, στον Άγιο Παντελεήμονα. Και εκείνες, λευκές αλλοδαπές, στη μέση της οδομαχίας. Ούτε μέση, ούτε άκρη, εσύ θα με φας.
Ξέρεις τι γίνεται κάθε βράδυ στη γειτονιά μου; Πάνε αυτοί οι πώς τους λες και σπάνε τα μαγαζιά των μαύρων και μετά αυτοί τους κυνηγάνε και έρχεται η αστυνομία και τους κοιτάει. Όχι, τους έλληνες δεν τους πιάνει. Παίζουνε κρυφτό στα στενά σαν παιδάκια. Μου αφηγείται σε σπαστά ελληνικά και μου γελάει στην οικουμενική γλώσσα. Ταχταρίζει το μωρό στην παγκόσμια γλώσσα της αγάπης. Δεν είναι στα καθήκοντά της να κάνει τόσες χαρές του μικρού. Τον παίρνει αγκαλιά στηρίζοντας τη μέση του με προσοχή. Ούτε μέση, ούτε άκρη, εσύ θα με φας.
Τις προάλλες μόλις τους είδε ένας άνθρωπος άρχισε να τρέχει. Και του λένε μη φοβάσαι! Εμείς μόνο τους ξένους κυνηγάμε. Μα εσείς που είστε έλληνες γιατί τους φοβάστε; Γιατί είμαστε κι εμείς ξένοι. Εγώ όταν διάβαζα στο μικρόφωνο τα ονόματα των νεκρών στην επέτειο του Πολυτεχνείου στο αμφιθέατρο του γυμνασίου δεν ήξερα πως διαβάζω ψευτιές. Δεν με είχε προετοιμάσει κανείς πως θά' ρθει μια μέρα ν' ακούσω πως δεν υπήρξε ποτέ Διομήδης Κομνηνός και Αγγελική Μπεκιάρη. Που ξέχασα μικρά και μεγάλα ονόματα πολλών απ' τους πολλούς που γνώρισα και θυμάμαι δυο ψευτονεκρών. Γιατί όταν διάλεγα μια φράση του Παούλ Τσελάν για ψευδώνυμο δε φανταζόμουν ποτέ ούτε πως το ψευδώνυμο δε θα ήταν απλά στυλ αλλά προστασία, ούτε πόσο σύντομα θα ήταν επίκαιρος ένας εβραίος ποιητής που έζησε μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης...
Μου δίνει συμβουλές. Της ανταποδίδει τα χαμόγελα. Μου κατεβάζει τα σκουπίδια στον κάδο. Σε λίγο καιρό φεύγει οριστικά από την Ελλάδα μετά από δυο δεκαετίες περίπου. Θέλω να της παραγγείλω να πετάξει στα σκουπίδια και ό,τι είδε στη γειτονιά της αλλά κάποτε πρέπει να ξεπεζεύουμε από τα ναυλωμένα σύννεφα. Κάποτε το απροσδόκητο γίνεται πραγματικότητα και έπειτα Ιστορία. Μέχρι τότε ζήσε τον εφιάλτη σου στη χώρα που τον γέννησε.