15/2/19

φυσούσε πολύ, πάρα πολύ

Φυσούσε πολύ, πάρα πολύ, οπότε αυτή βούτηξε μια χούφτα καραμέλες και κλείστηκε στη ντουλάπα. Κούρνιασε ανάμεσα στα κρεμασμένα ρούχα, σφάγια από γιορτές, μνημόσυνα, νύχτες λευκές και μέρες άπραγες. Άλλα έσταζαν μνήμες, άλλα στεγνά, ολόστεγνα, σκέλεθρα βίου αβίωτου. Τύλιγε τα χέρια γύρω της αγκαλιά, έτσι είχε μάθει. Ύστερα ψαχούλευε για τσέπες στα τυφλά, έχωνε μέσα καραμέλες, έπιανε τα μανίκια και κάναν χαιρετούρες.

Ώσπου μέσα στο σκοτάδι πίσα στραφτάλισε μια τροφαντή χιονονιφάδα στο πέτο ενός αφόρετου φορέματος. Θα το ντυνόταν όταν θα συναντούσε κάποτε τον πρίγκιπα, κατόπιν θα τον έσφαζε με το κουζινομάχαιρο κι έπειτα θα ξέπλενε το πτώμα και το φουστάνι με λυγμούς.

Ο άνεμος είχε σα γύρη μεταφέρει από το μέλλον το κρουσταλλιασμένο δάκρυ κι εκείνο καρφιτσώθηκε στο πέτο. Φυσούσε πολύ, πάρα πολύ κι αυτή σκιαζόταν τις στριγγλιές της τέντας στο μπαλκόνι καταχείμωνο.