23/10/11

δε περνάμε τέλεια, περάσαμε στην υποτέλεια

Κι εκεί που οι διαχωριστικές γραμμές είχαν συμπτυχθεί στην εξής μία, αυτή που διακρίνει από τη μια τους υπερασπιστές της αδιαπραγμάτευτης υποταγής στις προσταγές της τρόικα ως μονόδρομο εθνικής σωτηρίας, όπου βέβαια το οξύμωρο, εθνική σωτηρία και εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας κρίνεται ως γραφικό και ανάξιο λόγου αντεπιχείρημα, ένα σινάφι από τα εγχώρια Chigago Boys, είτε κυβερνητικοί, είτε ακραιφνείς -επικροτητές- της- κυβερνητικής -πολιτικής- νεολιμπεράλες, κι από την άλλη μεριά τους επικριτές της κατάστασης, που' ναι ένα συνοθύλευμα του πιο επιφανούς σύγχρονου έλληνα διανοητή, του πιο απεγνωσμένου ανέργου αλλά και του απλού απλώς αγανακτισμένου, κινηματικού ή μη, πολίτη.

Εκεί που δεν χρειαζόταν να ανατρέξεις στην εξέγερση της Κροστάνδης, την αλληλογραφία Μπακούνιν και Μαρξ, το θάνατο του Ντουρούτι ή τη νύχτα στο Χημείο του '79 για να καταλάβεις πως ο στίχος του Τζιμάκου "στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτε ο κνίτης με φρικιά" έχει μια βάση, αλλά που σ' αυτή τη δεδομένη στιγμή προσδοκούσες, εύλογα αλλά αφελώς, πως οι διαφορές εξαλείφονται κάτω από τη βαριά σκια γεγονότων που τρέχουμε ασθμαίνοντας ξοπίσω τους, πάνω στη στιγμή που το ζητούμενο δεν ήταν ποιος την έχει μεγαλύτερη την αγωνιστικότητα, αλλά η συσπείρωση των δυνάμεων που αντίκεινται σε αυτό που πολύ ευφημιστικά θα αποκαλούσε κανείς ως "κυβερνητικές επιλογές", στη φάση που το προκείμενο είναι η αποτροπή της υπερψήφισης του πολυνομοσχεδίου, σε μια πρώτη φάση, στο ιστορικό σημείο του ενδεχομένου τρίτης αποτυχίας αναχαίτισης της πορείας στην κοινωνική γενοκτονία (social genocide, ο όρος από ντοκιμαντέρ του Fernando Solanas για την Αργεντινή), μετά το μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο, οι μαύροι και οι κόκκινοι αποφασίζουν να πλακωθούν άσχημα.

Έχουν ήδη ειπωθεί πολλά. Τι νόημα έχει ένα post a posteriori; Τόσο νόημα όσο έχουν όλες οι προηγούμενες κουβέντες: το νόημα που είσαι έτοιμος να δεχτείς πως έχουν. Αναλωθήκαμε σε technicalities, που είναι πόσα καδρόνια κρατούσε και πόσα κράνη φορούσε το ΠΑΜΕ, πόσα μπουκάλια και πόσα μάρμαρα εκσφενδόνισαν οι άλλοι. Βιαστήκαμε να θεωρήσουμε εαυτούς αμερόληπτους κριτές των γεγονότων και αυταπατηθήκαμε ότι τα μάτια μας είναι κάμερες που καταγράφουν τις συμπλοκές αντικειμενικά, ψύχραιμα, αποστασιοποιημένα. Αλλά η γλώσσα πάντα θα μας προδίδει, τα scripta θα κείνται έκθετα. Και εκεί θα φανεί πόσο βιαστήκαμε να υιοθετήσουμε τον λόγο των συμβατικών μμε, να παπαγαλίσουμε τον όρο κουκουλοφόροι, να χρεώσουμε σύσσωμο τον αναρχικό χώρο με τα μπάχαλα και βέβαια να αποσύρουμε την όποια πρότερη συμπάθειά μας προς αυτό το χώρο, να σπεύσουμε να αποδώσουμε, ως άλλοι ιατροδικαστές, πριν καν το πρώτο ανακοινωθέν το θάνατο του ανθρώπου στις δολοφονικές επιθέσεις των κουκουλοφόρων και όχι βέβαια στα χημικά των ματατζήδων -που είναι το πιο εξοργιστικό από όλα τα εξαρτημένα αντανακλαστικά- και τέλος να θεωρήσουμε ως σημείο εκκίνησης του τσαμπουκά τους "Δε πληρώνω" ή τους μπάχαλους και όχι βέβαια την περιφρούρηση του ΠΑΜΕ που ζητούσε δημοσιογραφικές ταυτότητες για να σε αφήσει να περάσεις προς τη Βουλή... Ο τσαμπουκάς ξεκινάει από κει που ο άλλος αποφασίζει αυθαίρετα αλλά συνειδητά πως είναι το αφεντικό.

Δε συνηθίζω να γράφω πολιτικά κείμενα και να με συγχωρείς δηλαδή για το αποψινό μου ατόπημα. Μόνο που, αν θες και τη δική μου εκδοχή, πολιτική δεν είναι *μόνο* τι ψήφισες, πόσες απεργίες έκανες σε πόσες πορείες κατέβηκες, πόσα ασφυξιογόνα εισέπνευσες και πόσα tweets πόσταρες. Πολιτικά μετριέσαι από την ώρα που θα ξυπνήσεις και θα αφήσεις τη βρύση να τρέχει βουρτσίζοντας τα δόντια, μέχρι τα μεταλλαγμένα κόρν φλέικς που θα φας, το μέσο με το οποίο θα μετακινηθείς, τον τρόπο που οδηγείς, το βρακί που φοράς, το ραδιόφωνο που ακούς, τις ώρες τηλεθέασής σου, τις παραλίες που διάλεξες για τις διακοπές σου, το πού και πώς γέννησες το παιδί σου, το πώς μιλάς στη γκόμενά σου, που θα μου τσινίσεις που την είπα γκόμενα γιατί είναι υποτιμητικό, ενώ, ας πούμε, δεν είναι υποτιμητικός ο ευνουχισμός που θα της κάνεις με τρόπο αδιόρατο σχεδόν αλλά συστηματικό όταν την μέμφεσαι για ό,τι δε συνάδει με το πρότυπο της αγίας ελληνίδας μητέρας που θα ασπρίσουν τα μαλλιά σου κατηγορώντας της ως και μετά το θάνατό της για την ευνουχιστική αγάπη της, όπου αγάπη είναι να μη στη λέει ο δικός σου άνθρωπος. Ενώ αγάπη είναι ακριβώς αυτό. Δεν περνάμε τέλεια. Τελειώσανε τα τέλεια. Η επίπλαστη ευμάρεια και η συνοδευτική υποκριτική ελαφρότητα στην μεταξύ μας επικοινωνία, τα φληναφήματα, οι φιλοφρονήσεις και τα φθηνά αστεία, τελειώνουν κάτω από την επανεμφάνιση των επιπλέον διαχωριστικών γραμμών που η σύγκρουση, όπως πάντα, έρχεται να αναδείξει. Δε περνάμε τέλεια. Περάσαμε στην υποτέλεια. Σημασία δεν έχει πόσο μαύροι, πόσο κόκκινοι είμαστε. Σημασία έχει πως είμαστε υποτελείς. Σημασία έχει να καταλαβαίνεις πως όσο "στη λέω" τόσο σ' αγαπάω.

10/10/11

Να φύγουμε, Νίκο

Μιλάς σοβαρά ρε; Θα σηκωθείτε να πάτε στου διαόλου τη μάνα;

Αφηρημένη έγνευσα καταφατικά αλλά οπωσδήποτε δε με είδε. Έχουμε εξάλλου να ιδωθούμε περίπου ένα χρόνο και ας ζούμε σε γειτονικά προάστια. Για άλλη μια φορά τα λέγαμε από το τηλέφωνο. Επειδή είναι επαρχιωτάκι, λέει, το προτιμάει από το να τα λέμε από το ίντερνετ. Με τους λιγότερο επαρχιώτες μιλάμε κατά κανόνα σε chat, άλαλοι, με σκέτα ψηφία του δυαδικού συστήματος. Μόνο με τους αληθινούς σου φίλους περνάς μαζί τις Κυριακές και σας παίρνει το χάραμα κουβεντιάζοντας. Ακόμα και σήμερα; Ακόμα. Ώσπου να φτάσουμε σε επίπεδα ανάπτυξης πόλεων όπου δεν ακούγονται πια ομιλίες, παρά μόνο πλήκτρα στα 8ωρα που ξεχείλωσαν σε 10ωρα και 12ωρα, και τηλεοπτικός βόμβος στον ελεύθερο χρόνο ανελεύθερων.

Όσο τον άκουγα να αναρωτιέται για το αν η απόφασή μας να αναζητήσουμε δουλειές στην Αυστραλία είναι απόφαση έλλογων όντων, από τον 5ο όροφο ατένιζα την Αθήνα των ατενίστας, του τενίστα Πολιτείας, του φασίστα Αγίου Παντελεήμονα, του σολίστα Μεγάρου, του φρίκουλου Εξαρχείων, του φύτουκλα Κάνιγγος, του αγανακτισμένου Συντάγματος, του καφεπότη Βουκουρεστίου, του καταναλωτή Mall Αμαρουσίου, του ποδηλάτη Χαλανδρίου, του μετανάστη Βοτανικού, του περιπτερά Περιστερίου, του πορτιέρη Μπουρναζίου, του τζάνκι Τοσίτσα, του καγιενούχου Φιλοθέης, του τραβεστί Συγγρού, του gay κλάμπ Ιεράς Οδού, του οδηγού κάμπριο διθέσιου Γλυφάδας, του σινεφίλ θερινών Αμπελοκήπων, του υποστράτηγου Παπάγου, του σκεϊτά Νέας Φιλαδέλφειας, του κράχτη σερβιτόρου Πειραϊκής, του φαντάρου Πενταγώνου, του φιλοθεάμονος Baddminton, του χριστιανορθόδοξου Λιοσίων, του διαδηλωτή της Πανεπιστημίου, του φοιτητή Νέου Κόσμου, της συνταξιούχου Πατησίων, του ντήλερ Ομονοίας.

Η αίσθηση του οικείου είναι η ζεστή κουβέρτα που σε τυλίγει στον τόπο που έτυχε να κατοικήσεις, μου λέω. Η αίσθηση πως μιλάς την ίδια γλώσσα, πως έχεις όμοιες προσλαμβάνουσες, κοινές αναφορές, ίδια προβλήματα στην καθημερινότητα. Η ψευδαίσθηση του οικείου. H ψευδαίσθηση πως επειδή έχεις δώσει όνομα στα πράγματα, τα ορίζεις. Η ψευδαίσθηση πως καθώς έχεις κονσερβοποιήσει τις πληροφορίες, με ετικέτα στερεοτύπου, γνωρίζεις τον άλλον. Όπως: του τενίστα Πολιτείας, του φασίστα Αγίου Παντελεήμονα, του σολίστα Μεγάρου, του φρίκουλου Εξαρχείων, του φύτουκλα Κάνιγγος κ.ο.κ. Όμως πέρα από τον γεωγραφικό προσδιορισμό, μια αυθαίρετη επινόηση, πώς αλλιώς ενώνονται οι ζωές μας, οι ετερόκλητες, ετερογενείς και ετερόδοξες. Ούτε ο αττικός ουρανός στεγάζει το ίδιο τις ζωές μας, αλλιώς μολύνεται, αλλού περισσεύει η συγκέντρωση του διοξειδίου του αζώτου, αλλού του οξυγόνου.

Η αίσθηση του οικείου που παραχαράζει την πραγματική εικόνα μιας άχαρης πόλης πουλώντας τη στα μάτια του προσκολλημένου ως ιδεατό τόπο κατοικίας. Το πρόσωπο της μάνας σου δεν ήταν το ωραιότερο γυναικείο πρόσωπο από καταβολής κόσμου. Ούτε το βυζί της ήταν το πιο θεσπέσιο έδεσμα που έχει ποτέ παρασκευαστεί επί Γης. Όμως αυτά γνώρισες, αυτά είναι ο κόσμος σου. Ο μικρόκοσμος του ορεσίβιου Κρητικού, απ' το μιτάτο στο σπίτι και από το σπίτι στα χωράφια και από τα χωράφια στα καφενεία. Μια ζωή περιγεγραμμένη στα σημεία. Ενώστε τις τελίτσες, παιδάκια, να δείτε τι εικόνα σχηματίζεται. Η εικόνα ενός λαού από πάντα ξεκομμένου από το γύρω του, ούτε Ανατολή, ούτε Βαλκάνια, ούτε Ευρώπη, ούτε Αφρική.

Αλλά ο παππούς ο Νίκος, πριν τον χτυπήσει προχτές το μηχανάκι έξω απ' το σπίτι του, πριν τον σκοτώσει στα 87 του, υγιή στα μυαλά και στο σώμα αλλά πιο πολύ ακόμα στην καλοσύνη του, πολλά χρόνια πριν έφυγε gasterbeiter στη Γερμανία. Και έζησε αξιοπρεπώς. Και σπούδασε το γιο του γιατρό και έφτιαξε ένα σπίτι και μια κάποια περιουσία και επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε για να ζήσει αξιοπρεπώς. Και επέστρεψε. Και επέστρεψε, όπως ο εξ αίματος παππούς μου, πολιτισμένος άνθρωπος. Με το καπέλο του, την ολιγοφαγία του, τα μελίσσια του, το σκυλάκι του, τις μετρημένες του κουβέντες, και την γαλήνια και καλοσυνάτη του μορφή. Επέστρεψε, όπως ο παππούς μου, που ήταν άλλη ιστορία, αιχμάλωτος πολέμου και έπειτα όμηρος στη Τσεχία, όπως ο νονός μου στο Μόναχο, όμοια ιστορία. Τρεις άνδρες, τρεις ιστορίες, μία κοινή εικόνα: του ανθρώπου που έζησε, καλά ή άσχημα, μακριά από το βυζί της μαμάς πατρίδας. Δεν είναι όλων οι μανάδες αγίες. Η δικιά μας η μάνα είναι πουτάνα.

Μιλάμε ο ένας στον άλλο με απελπισία που κατακερματίζεται σε φθηνά αστεία. Σε φωτοσιοπιές με πολιτικούς, σε ανέκδοτα και ευφυολογήματα. Μιλάνε στα ραδιόφωνα για την επικαιρότητα λες και είναι τα βυζιά της Μπεζαντάκου. Χαριεντιζόμαστε περιμένοντας το θαύμα. Αλλά η Μεγαλόχαρη έχει συγχωνευθεί με τη Madonna και τη Mary και ο Messiah κάνει σεμινάρια στο entrepreneurship για να έρθει να μας χτίσει ωραία νοσοκομεία, με ανθοδέσμες στην υποδοχή και χαμογελαστούς υπαλλήλους και ωραία σχολεία με ατσαλάκωτες στολές και λογότυπα με λιοντάρια.

Θα του έλεγε άραγε κι εκείνη, πριν 50 τόσα χρόνια, πάμε να φύγουμε Νίκο, πάμε να φύγουμε; Θα ακούει το εγγόνι μου, 50 χρόνια μετά, πάμε να φύγουμε Νίκο, πάμε να φύγουμε; Θα πάψει ποτέ αυτή η πόρνη η μάνα μας να μας διώχνει; Του διάολου η μάνα είναι εδώ.