31/7/08

κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό

Ταιριάζουν οι Portishead με την ταχύτητα που αναπτύσσει ένα δίτροχο μεγάλου κυβισμού στην εθνική οδό; Ένα είναι το έθνος. Μία και η οδός του. Και η ταχύτητα που αναπτύσσει μία κι αυτή: στους δρόμους και μόνο. Ίσως και στη σκέψη. Ενίοτε. Κάτι λίγοι.

Μα ταιριάζουν οι Portishead με το καταμεσήμερο; Ένα είναι το καταμεσήμερο. Σιχαμένη λέξη, αταίριαστη με το επίσης σιχαμένο ψιλόβροχο και τον μολυβί ουρανό του Bristol της Beth Gibbons. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δε νοιάζονται για τον καιρό κι ούτε του αποδίδουν απαξιωτικούς επιθετικούς προσδιορισμούς. Θυμήθηκε, παραφράζοντας τον Ευγένιο της Σώτης Τριανταφύλλου, στο Λίγο από το αίμα σου.

Κι ούτε θα την απασχολούσε η συμβατότητα μουσικής και ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας αν δεν διάβαζε εκείνο τον καιρό τη Μανία με την Άνοιξη του Άρη Μαραγκόπουλου όπου γίνεται μια κουβέντα με αφορμή τους Πόρτισχεντ και τη θλίψη που αποπνέουν -ή εμπνέουν- εν μέσω θέρους και λοιπά.

Την ώρα που ανακάλεσε στη μνήμη δύο από τα βιβλία του φετινού καλοκαιριού, γουργούρισε σαν ευτυχισμένη γάτα. Και αυτό το "φετινό" της θύμιζε πάντα φέτα από καρπούζι. Όπως το ρήμα ομολογώ της έφερνε ως συνειρμό την πεολειχία. Και το καρπούζι με τη σειρά του, της έφερνε στο νου το Σαββόπουλο και το τραγούδι που λέει "καλοκαίρι, με τη φέτα το καρπούζι στο' να χέρι" όταν το καλοκαίρι των 18 της χρόνων τον είχε πρωτοδεί ζωντανά και μαγεύτηκε σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό. Και που το ίδιο καλοκαίρι πήγε πρώτη φορά διακοπές χωρίς τους γονείς, πρωτόκανε γυμνισμό και ήταν ασύλληπτα ερωτευμένη με ένα άνδρα πολύ αλλιώτικο, πολύ σεξουαλικό, πολύ μεγαλύτερο και που τώρα πια ίσως και να τον αποφεύγει στα κοινά στέκια, γιατί έτσι είναι αυτά. Ή γιατί έτσι είναι αυτή. Μόνο ο έρωτας για τη μουσική, το διάβασμα, το καλοκαίρι και το μωβ τσαλακωμένο του δειλινού θα τη συνοδέψει μέχρι τέλους. Έτσι είναι αυτά. Το ήξερε.

Κι ενώ ρέμβαζε τις αναμνήσεις της στο εσωτερικό τοπίο, ο σύντροφός της έστριψε απότομα αριστερά το τιμόνι της μηχανής με κίνδυνο όχι τόσο να απαγκιστρωθεί το mp3 player από τα αυτιά της ή να διακοπούν οι έτσι κι αλλιώς αλλόκοτοι συνειρμοί της στην έσω ρέμβη της, αλλά να βρεθούν οι δυο τους ανάμεσα στις θλιβερές στατιστικές των τροχαίων ατυχημάτων. Και θα βρίσκονταν στους στατιστικούς δείκτες του Υπουργείου Μεταφορών, τι κατάρα, γιατί ένα σακίδιο λύθηκε από τον μολυβί ουρανό του προπορευόμενου ΙΧ. Ένα σακίδιο από τα στοιβαγμένα στη σχάρα του αυτοκινήτου μπροστά ξεσκάλωσε με κατεύθυνση τα σώματά τους, τα επιβαίνοντα στη μοτοσικλέτα, τα νόστιμα μέσα στην αρμύρα, τα νόστιμα καλοψημένα από τον ήλιο, τα νόστιμα με τις μυρωδιές από το θυμάρι και τους φρυγανότοπους της διαδρομής, τα νόστιμα από τη φρεσκάδα της διεκδικούμενης νεότητας. Παρ' ολίγο δηλαδή να γίνονταν νόστιμα σφαχτάρια στον Μεγάλο Χασάπη όπως το λέει περίπου ο Σοπενάουερ. Αλλά ουφ!, τη γλίτωσαν. Η κωλοφαρδία του δε περιορίζεται στο τάβλι αλλά και στην οδήγηση καθώς φαίνεται, σκέφτηκε η συνεπιβάτης στη μηχανή και χαμογέλασε πονηρά και ανακουφισμένη. Του χτύπησε τοκ-τοκ το κράνος για να την ακούσει.

"Προσπέρνα τον, τον χαζόβλακα, να του πούμε πως του έπεσε το σακίδιο!" φώναζε εκεί όπου υποθετικά είναι τα αυτιά του αγαπημένου της, τα κατειλημμένα από το κράνος και την ταχύτητα. Την άκουσε όμως. Γιατί "τόσο πολύ μ' αγάπησες κυρά που άκουα διπλά τα βήματά σου". Γι' αυτό.

Γυρνάει το γκάζι εκείνος και καταφέρνει να βρεθεί πλάι στο ανεμοδαρμένο ΙΧ με τις αποκολλημένες αποσκευές. Ο οδηγός της απολεσθείσας βαλίτσας δεν δίνει σημασία στα νοήματα του ζεύγους των μηχανόβιων. Ούτε κι ακούει την κοπέλα που κάτι του φωνάζει. Έχει κλειστά παράθυρα και φουλ το αιρ κοντίσιον και το σιντί με τα σκυλονησιώτικα- χειρότερα από το ντάρι-ντάρι στο γιαλό πετούν και τα σχετικά. Γκαζώνει κι άλλο για να ξεφύγει από τα φρικιά. Φασαρίες με τέτοια άτομα εν ώρα μη υπηρεσίας δε θέλει, ειδικά μετά από όσα έγιναν πριν δυο χρόνια. Κωλόπαιδα, γαμώ το σπίτι σας. Η μηχανή τον προφταίνει και η κοπέλα συνεχίζει να χειρονομεί δείχνοντας προς τα πίσω με το δεξί της χέρι. Το αριστερό της χέρι είναι στη μέση του οδηγού της μηχανής. Ρίχνει μια ματιά στον αριστερό καθρέφτη του. Τι διάολο του δείχνει η μαλακισμένη; Εκείνη αντιλαμβάνεται πως κάτι αντιλαμβάνεται ο οδηγός και συνεχίζει να χειρονομεί με περισσότερη ένταση ώσπου δέχεται δυο ισχυρά κατάγματα στον ώμο και στον καρπό από τη δύναμη του αέρα. Μισολιπόθυμη από τον πόνο και το σοκ χάνει την ισορροπία της και βρίσκεται στην άσφαλτο. Με ταχύτητα 110 χλμ την ώρα.

Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν για τον άδικο θάνατο μιας 30χρονης στο τάδε χιλιόμετρο της εθνικής οδού τάδε. Έγραψαν για τα άγνωστα αίτια του δυστυχήματος. Μια που ο "άτυχος οδηγός της μοιραίας μοτοσικλέτας" δε δέχτηκε να διαφωτίσει τα τοπικά μμε για το συμβάν. Αν και λίγα πράγματα ήξερε να τους πει κι εκείνος. Πως δηλαδή προσπαθώντας να πληροφορήσουν τον οδηγό του ΙΧ για το σακίδιο η κοπέλα έπαθε κατάγματα στο χέρι, έχασε την ισορροπία της και σκοτώθηκε ακαριαία. Αλλά ακόμα δεν θα ήξερε να τους πει πως ο οδηγός ήταν ο σεκιουριτάς του υπουργού που επιχείρησε να σπάσει την κατάληψη και που του είχαν κάνει ντου καμιά δεκαπενταριά σύντροφοι με αποτέλεσμα να πυροβολήσει στα πόδια έναν από αυτούς και να τον αφήσει κουτσό, και πως έπειτα αυτός και η φίλη του βρέθηκαν να συμπαρίστανται στη δίκη που έκανε ο υπουργός στους συντρόφους γιατί του επιτέθηκαν και άλλα εμπριμέ. Γιατί έτσι είναι αυτά. Κάποια πράγματα τα μαθαίνεις πολύ αργά ή καθόλου. Όμως εκείνη έφυγε και ήξερε κάτι. Πως ήταν ερωτευμένη με τη μουσική, το διάβασμα, το καλοκαίρι και το μωβ τσαλακωμένο του δειλινού. 'Εφυγε με την ερωτευμένη γνώση. Για την φιλανθρωπία ήξερε; Ποιος ξέρει...

11/7/08

Ώρα Ελλάδας

141. Μήνυμα χωρίς χρέωση. Σας ενημερώνουμε ότι ο αριθμός άλλαξε. Για να ακούσετε την ωρα Ελλάδας παρακαλούμε διαβάστε το ποστ.


Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι

19 ρε μαλάκα και χέσ’ τα δευτερόλεπτα

Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι

19 και κάν’το κορόιδο και γάμα τα δευτερόλεπτα

Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι

19 και γράψ'τους κι αυτούς και τα δευτερολεπτα

Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι


9/7/08

Όλα γραμμένα είναι

Στο σπίτι ήταν ο πρωτότοκος. Είχαν προηγηθεί βέβαια οι δυο του αδελφές αλλά το φύλο κάνει τη σειρά στον τόπο που γεννήθηκε. Εφόσον αυτός ήταν ο πρώτος γιος, ήταν αυτομάτως και το πρωτότοκο τέκνο. Το καμάρι του Γερακοστελή, του πατέρα του. Μέσα από τα μάτια του πατέρα, κάτι μαύρους σπινθηροβόλους βολβούς χωμένους σε άγρια χαραγμένες κόγχες σκεπασμένες από βαριά μαύρα φρύδια, έβλεπε ο γιος. Έβλεπε το φύλο του, την καταγωγή του, το σόι του, την ιστορία του, την πορεία του, τους εχθρούς του, τους δικούς του, το ήθος του, τα πάθη του, τα χούγια του και την περιουσία του. Όλα γραμμένα καθαρά και ευανάγνωστα στο βλέμμα του πατέρα του.

Στο σχολείο ήταν τελευταίος. Ο δάσκαλος δασκαλεμένος από συγχωριανούς έκανε το κορόιδο. Ούτε τιμωρίες, ούτε επιπλήξεις, ούτε προφορική εξέταση. Έκανε μάθημα αλλά δε θα του έκανε και μάθημα. Με το Γερακοστελή δεν ήθελε μπλεξίματα. Ο γιος κουμπούρας και μ’ όλα τα κουμπούρια του κόσμου ο δάσκαλος δεν άλλαζε γνώμη: κου-μπού-ρας. Αλλά τη γνώμη του την κρατούσε για τον εαυτό του. Αλλά αν και κρατούσε το στόμα του κλειστό, τα μάτια δεν μπορούσε να τα κλείσει κι από κείνα έρρεαν ασυγκράτητα η απαξίωση, η αποδοκιμασία, η ειρωνεία, ο θυμός, η αηδία προς του Γερακοστελή το γιο. Όλα γραμμένα καθαρά και ευανάγνωστα στο βλέμμα του δασκάλου του.

Για τον βουλευτή της νομού ήταν φιλιότσος. Ο βουλευτής εμφανιζόταν όταν το χωριό τον προσδοκούσε με χαρά. Ακόμα και στις κηδείες με χαρά τον περίμεναν. Εμφανιζόταν για πολύ λίγο αστράφτοντας. Έπειτα έφευγε βιαστικά και εξακολουθούσε να λάμπει πια δια της απουσίας του. Ο τρελός του χωριού τον έλεγε κομήτη. Κάποιοι τολμηροί γελούσαν με τον χαρακτηρισμό. Κρυφά εννοείται. Κάποιοι άλλοι, κι ο Γερακοστελής μέσα, δε γελούσαν καθόλου. Φανερά εννοείται. Ο κομήτης, όσο δεν απειλούσε τη γη, είχε μνήμη: ποιους βάφτισε χριστιανούς ορθόδοξους, ποιους όχι, ποιους έχει στα υπόψη, ποιους χριστιανούς- ξεχριστιανούς ούτε που να γυρίσει να τους κοιτάξει. Τον γιο του Γερακοστελή τον είχε κοιτάξει στα μάτια περιστασιακά, μέχρι και που ενηλικιώθηκε, και για λίγο τόσο ώστε να ο φιλιότσος να διαβάσει: βασίσου πάνω μου, εδώ είμαι εγώ, όσο ζει ο νονός σου μη φοβάσαι κανένα, άμα σε πειράξει κανείς έλα να μου το πεις. Όλα γραμμένα καθαρά και ευανάγνωστα στο βλέμμα του νονού του.

Για το δημόσιο υπάλληλο στην πρωτεύουσα του νομού ήταν πετσαράς. Σαραντάρης με γυαλιά, πουκαμισάκι μπεζ και υφασμάτινο μπλε παντελόνι. Καθισμένος πίσω από ένα γκισέ. Κοιτούσε τον πολίτη στο ύψος του καβάλου. Τον γιο του Γερακοστελή τον κοιτούσε στη ζώνη του παντελονιού, δηλαδή στη ζώνη του όπλου. Κι όταν αναγκάστηκε να τον κοιτάξει για δεύτερη φορά στα μάτια για να του εξηγήσει για πολλοστή φορά την αυτονόητη για τον ίδιο γραφειοκρατική διαδικασία, το βλέμμα του γραφειοκράτη άδειασε την κονσέρβα προς κάθε μαυροπουκαμισά: πετσαρά, ηλίθιε, καθίκι του κερατά, με τις πλάτες του νονού σου και με τα όπλα μόνο μπορείς να επιβιώσεις, παράσιτο της κοινωνίας. Όλα γραμμένα καθαρά και ευανάγνωστα στο βλέμμα του υπαλλήλου.

Για τις νύφες του χωριού ήταν περιζήτος γαμπρός. Για τις φοιτήτριες της πόλης ήταν προτιμότερος γαμπρός ο Χάρος απ’ αυτόν. Ούτε οι μεν ούτε οι δε έβγαζαν άχνα μπροστά του, αλλά όλα γραμμένα καθαρά και ευανάγνωστα στα βλέμματα των γυναικών.

Για τους συνομίληκους συγχωριανούς ήταν "καλά καλό παρεάκι" και γιος του Γερακοστελή. Δηλαδή ήταν στα μάτια τους από καλή σειρά, μεγάλο σόι, τιμημένο σπίτι με μπόλικο χρήμα. Δηλαδή έτρεχε από τα μάτια τους κι ο φόβος κι ο θαυμασμός και η ζήλια και η υποταγή. Όλα γραμμένα καθαρά και ευανάγνωστα στα βλέμματα της παρέας.

Για τον ιδιοκτήτη του νάιτ κλαμπ ήταν διπλός νονός. Νονός κατά το θρήσκευμα, νονός και κατά Κόπολα. Προστάτης. Ο Άγιος Παντελεήμων με πιστόλι: προστάτης των πτωχών σε δύναμη νεόπλουτων επιχειρηματιών της νυχτερινής ζωής. Τα νταραβέρια άνετα στα μουλωχτά, τα ουίσκια και τα κεράσματα άφθονα στη μπάρα, ο πρασινοκοκκινοκίτρινος φωτισμός άπλετος στο μπούστο της σερβιτόρας, η σιωπή άρρηκτη στην ομερτά, και το βλέμμα καθαρό και ευανάγνωστο στα μάτια του μαγαζάτορα: σύμπραξη, συντεκνιά, συνενοχή, συμμαχία, σύφιλη- από κάτι πουτάνες β' διαλογής.

Για τον συνομίληκο πρωτευουσιάνο -του νομού- ήταν ένας που πήγε να του φάει τη θέση στο πάρκινγκ του προστατευόμενου νάιτ κλάμπ. Νύχτα ήταν και δεν είδε τον οδηγό του 4Χ4; Ή ήταν πολύ φιμέ τα τζάμια του 4Χ4 για να φαίνεται ο οδηγός και το παρεάκι του; Αν τον έβλεπε θα του παραχωρούσε τη θέση στο πάρκινγκ; Ή πάλι θα του έκανε χειρονομίες και θα τον έβριζε μέσα από το ΙΧ; Αν δεν έβρισκαν δυο σφαίρες στο σβέρκο τον συνομίληκο πρωτευουσιάνο θα κοιτάζονταν στα μάτια και θα δίνονταν εξηγήσεις. Όλα θα ήταν γραμμένα καθαρά και ευανάγνωστα στα βλέμματά τους. Αλλά έτσι ήταν τελικά το γραμμένο τους. Καθαρό και ευανάγνωστο. Αλλά μπορεί και να διαβάζω λάθος.

8/7/08

Το μυστήριο και το μυστήριο

Πρόσφατα πραγματοποιήσαμε (το έμβρυο και η κυοφορούσα) επίσκεψη στην Αρχιεπισκοπή. Ο λόγος; Οι άδειες του γάμου μας. (Όπως είναι γνωστό τόσο η κόρη όσο και η μάνα θα παντρευτούν τον ίδιο άντρα). Ο χώρος; Καλογυαλισμένα μάρμαρα (εικάζω ότι βοηθά να γίνει η μετάβαση από τα εγκόσμια στα αλλοκόσμια ομαλά, κάτι σαν πατινάζ από μάρμαρο σε μάρμαρο). Γραφεία επανδρωμένα με γενειοφόρους ρασοφόρους. Το θέαμα; Πολύ αστείο. Οι τοίχοι διακοσμημένοι με αγιογραφίες. Με ξενίζει; Όχι. Τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τα δικαστήρια και οι δημόσιες υπηρεσίες βρίθουν επίσης από αγιογραφίες. Με ξενίζει; Ναι.

Κι εγώ πρέπει να ξένισα σύσσωμο το παπαδαριό που πέρασε από μπροστά μου φουριόζικο ντεμέκ, διότι μου απηύθυναν ένα σύντομο απαξιωτικό βλέμμα και με προσπερνούσαν. Μα γιατί; Μια ευπρεπώς ενδεδυμένη έγκυος κοπέλα και να αντιμετωπίζεται ωσάν τη Μαγδαληνή στης Αρχιεπισκοπής τα μαρμαρένια αλώνια; Καθώς περίμενα υπομονετικά, σχεδόν στωικά, τη σειρά μου προσπαθούσα να ερμηνεύσω τη γενικότερη απαξίωση της Εκκλησίας της ίδιας στο πρόσωπό μου. Μήπως οι Ανθίμου ανοησίες περί προγαμιαίας πορνείας βρήκαν ενσάρκωση στο πανθομολογούμενα ωραίο πρόσωπό μου; Μήπως όταν προσέρχεσαι στην Αρχιεπισκοπή 6 μηνών έγκυος για να ζητήσεις άδειες γάμου είσαι καραμπαμπάμ πορνίδιο και κάτω από το φουστανάκι σου από τα Gap μεγαλώνει ο καρπός της αμαρτίας; Μήπως είμαι εκτός από ιερόδουλος του διαδικτύου (Ξένια πάντα επίκαιρη) και ιερόδουλος σκέτη;

Κι ενώ έχω επιδοθεί στην ανάλυση των δεδομένων της έρευνας πεδίου ροκανίζοντας παράλληλα το χρόνο αναμονής ώσπου ο αρμόδιος ιερωμένος να με καλέσει στα ενδότερα -με τα οποία αντίθετα με το Ιερό των Ιερών Ναών έχω οπτική επαφή καθώς η πόρτα είναι ορθάνοιχτη, ωσάν αυτή του Παραδείσου που αναμένει τους καλότατους υπαλλήλους της υπηρεσίας ταύτης- διαπιστώνω με έκπληξη πως ο ιερωμένος εγκαταλείπει αίφνης το γραφείο του! Με προσπερνάει δις χωρίς να στρέψει καν το βλέμμα του προς το μέρος μου και επιδίδεται σε κλασσικό δημοσιοϋπαλληλικό παπάρισμα (το παπάρισμα ετυμολογείται από τον παπά ή μπα; ) , ήτοι μπαινοβγαίνει σε γειτονικά γραφεία, συνομιλεί με συναδέλφους άλλοτε χαχανίζοντας και άλλοτε ψιθυρίζοντας πίσω από έγγραφα ως άλλος εισαγγελέας, κάνει κάποια τηλέφωνα, μπαίνει στο ασανσέρ, βγαίνει από την κουζίνα, επισκέπτεται το WC, σχηματίζει πηγαδάκια στους διαδρόμους και προπάντων αγνοεί επιδεικτικά την ουρά της ανακόντα που έχει αρχίσει πλέον να σχηματίζεται έξω από το γραφείο του. Η υπογράφουσα αποτελεί το κεφάλι της ανακόντα. Όλοι οι άλλοι έπονται.

Τελοσπάντων όταν επιτέλους επιστρέφει στο θεάρεστο πόστο του, καταπιάνεται με κάποια χαρτούρα στο κατά τα άλλα τακτοποιημένο γραφείο, και ουδεμία διάθεση δε δείχνει να καλέσει το κεφάλι της ανακόντα προς εξυπηρέτηση. Το κεφάλι αγανακτεί σιωπηλά και ύπουλα σα φίδι που είναι (στο Κινέζικο ωροσκόπιο). Ώσπου ένας κύριος με πολιτικά ρούχα από το πιο μέσα γραφείο-έπιπλο του γραφείου-δωματίου καλεί τον επόμενο παρακαλώ να περάσει μέσα. Γιατί βρε Χριστιανέ μου δε με καλούσες τόσην ώρα να τελειώνουμε; αναρωτιέται σιωπηλά η αγανακτισμένη κεφαλή του απογόνου του ενός εκ των τριών πρωταγωνιστών του γνωστού κωμειδυλλίου της Εδέμ.

Αφού κατέθεσα τα σχετικά δικαιολογητικά, πλήρωσα το κληρικόσημο που όμως έμαθα καλύπτει τα έξοδα του μυστηρίου και ένα παράβολο, μου ζητήθηκε να περάσω σε μία ώρα να παραλάβω τις σχετικές άδειες.

Στη μία ώρα που ακολούθησε, το μυστήριο ελύθη. Κοιτάζοντας το είδωλό μου (που ενίοτε λαρεύω ως γνήσια ειδωλολάτρης) καθρέφτη παρατήρησα πως είμαι ιδρωμένη. (Welcome to Greece! Welcome to maternity land!) Το τρικολόρε κολιέ που είχα αγοράσει από το Κάμπντεν Τάουν είχε ξεβάψει. Πιο συγκεκριμένα, τα κόκκινα κομμάτια του ξύλινου κολιέ που φορούσα πάνω από το ευπρεπέστατο φόρεμά μου, είχαν ξεβάψει από τον ιδρώτα βάφοντας το λαιμό και το στέρνο μου με κοκκινάδια. Ωσάν να πέρασα μία νύχτα ξέφρενου έρωτα και ο καλός μου να είχε ρουφήξει παθιασμένα τα συγκεκριμένα τμήματα του σώματός μου αφήνοντας τα ένοχα σημάδια στη θέα ολάκερης της Αρχιεπισκοπής. Καθαρίστηκα όπως όπως με κάτι υγρά μαντηλάκια και επέστρεψα στην Αρχιεπισκοπή από όπου τελικά παρέλαβα τις άδειες και κάποια έκπληκτα βλέμματα στο αθώο πλέον ντεκολτέ μου.

Το μυστήριο θα γίνει. Σε λίγες μέρες. Και δε θα λυθεί, αγαπημένε μου. Τα δικά μας χρώματα, μια αυταπάτη σαν χρώμα, θα είναι ανεξίτηλα. Θα δεις. Στα δικά μας μήκη κύματος.

Σ' αγαπώ σε παντρεύομαι,
σ' αγαπώ σ' ονειρεύομαι,
σ' αγαπώ είμαι παιδάκι σου
μια φωτιά στο καθρεφτάκι σου.

Το μωρό μας είναι...

Το μωρό μας είναι ασφαλώς μεγάλη τσαμπατζού. Σε ό,τι παραστάσεις και συναυλίες έχει (ή προγραμματίζει να) πάει η μαμά του, μπαίνει τσαμπέ. Αρκεί να πω πως προσφάτως άκουσε (ορθότερο το "είδε" για μας, της εξωμητρίου ζωής) το SPAMALOT των Monty Python's στο Λονδίνο και συντόμως θα ακούσει τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και το Διονύση Σαββόπουλο for free. Στα καλύτερα σε πάω, τσαμπατζόνι μου. Κοίτα μη στη βαρέσει και πετάξεις τίποτε λαχανικά στον κο Σαββόπουλο σαν κάτι παλιούς τσαμπατζήδες-συναυλιαστές και κάνει πάλι 15 χρόνια να πατήσει το ποδάρι του στην Κατσαριδούπολη που γεννήθηκα και θα γεννηθείς.

1/7/08

δεδικαίωνται

Ήταν πολύ μικρός και ήταν μεγάλο άδικο να έχει χάσει την οικογένειά του. Όμως όταν βρέθηκε κοντά στον άνδρα είχε πια για τα καλά ξεχάσει. Ο άνδρας έζησε όλη τη ζωή του χωρίς παιδιά και ήταν άδικο. Γιατί τα αγαπούσε βαθιά. Αλλά βαθιά αγαπούσε και τους άνδρες. Κι έμεινε πλάι σε πολλούς από αυτούς αλλά σε κανένα παιδί. Όμως τώρα υπήρχε πλάι του ένα παιδί και μια γυναίκα. Η γυναίκα έζησε όλη της τη ζωή άδικα, σαν άσχημη και σαν γεροντοκόρη. Τώρα όμως αυτά δε μετρούσαν. Υπήρχε με τον άνδρα και το παιδί. Σαν σκόνη αστρική. Σε κάποια μαύρη τρύπα του γαλαξία, κάποια χιλιάδες έτη φωτός μακριά από τη Γη.

Αυτό στον ουρανό, εκείνος στη θάλασσα κι εκείνη στη γη. Και οι τρεις σε ένα μικρό σημείο του πλανήτη, κάποια Ελλάδα. Και οι τρεις σκοτώθηκαν. Και οι τρεις με τον ίδιο τρόπο: άδικα. Το παιδί στο αεροπορικό δυστύχημα του Ήλιος τον Αύγουστο του 2005, ο άνδρας στο ναυάγιο του Σάμινα το Σεπτέμβρη 2000 και η γυναίκα στο σεισμό που καταδέφισε τη Ρικομέξ το Σεπτέμβρη 1999.

Σ' ένα μικρό σημείο της γης, κάποια Ελλάδα, ο ουρανός , η θάλασσα και το χώμα τώρα έχουν καλοκαίρι. Κι από τη δίκη έλειψε ένα αλφα κι ένα γιώτα. Και από μένα λείπει κάθε διάθεση να μιλάω για δίκια. Γιατί ζω. Γιατί γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω σ' αυτό το μικρό σημείο της γης. Και γιατί είναι και καλοκαίρι.

Θα πάρω το δώρο των διακοπών από τη δουλίτσα μου, θα πάρω πλοία και αεροπλάνα και θα ξαμοληθώ στα όμορφα μέρη της πατρίδας μου.

Καλό μήνα ντε!
Καλό κι αναίμακτο το καλοκαίρι του 2008!

(Μ' αρέσουν οι ευχές γιατί είναι φθηνές πουτάνες. Όποτε θελήσεις τις καλείς, πάντα διαθέσιμες, κάνεις τη δουλειά σου, και τις ξεφορτώνεσαι ανέξοδα σχεδόν. Και σ' αυτό το μικρό σημείο της Γης τις βρίσκεις σε αφθονία).