Πριν ακόμα αποφασίσω να δώσω εξετάσεις για υποτροφία ώστε να φύγω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά, με είχαν προετοιμάσει άλλοι που πήραν τον ίδιο δρόμο πριν από μένα: οι έλληνες είμαστε κατά κανόνα οι νεότεροι φοιτητές των μεταπτυχιακών στη Μεγάλη Βρετανία.
Και πράγματι. Στο Master ήμουν από τους νεότερους. Οι υπόλοιποι ήταν εργαζόμενοι (από την Αγγλία, την Ολλανδία, την Κένυα και τον Καναδά, για παράδειγμα), που αφού είχαν απορροφηθεί σε έναν τομέα, αποφάσισαν να εξειδικευθούν σ' αυτόν, όπως είναι το λογικό. Και είτε φοιτούσαν part time, παράλληλα με τη δουλειά τους, είτε ο εργοδότης τους ή κάποιος οργανισμός ή κάποιο charity τους σπονσόραρε το μεταπτυχιακό.
Στο διδακτορικό αργότερα, παρά τη θεωρητική και εμπειρική πια πρετοιμασία μου, δε μπόρεσα να μην εκπλαγώ όταν ανάμεσα στους βρετανούς συμφοιτητές μου ήταν ένας συνταξιούχος μαθηματικός, μία μεσήλικη φαρμακοποιός που εργαζόταν σε φαρμακευτική εταιρεία, ένας σαραντάρης δάσκαλος και μια γενική ιατρός κάπου στα σαράντα επίσης ενώ παρέμενα από τους νεότερους στην ομάδα.
Το ελληνόπουλο δεν έχει λόγο να εντρυφήσει στα ιδιαίτερα μαθήματα, αν έχει αποφοιτήσει από "καθηγητική" σχολή, στην αποκλειστική φροντίδα, αν έχει αποφοιτήσει από νοσηλευτική σχολή, στα γραμματειακά, αν έχει αποφοιτήσει από τμήμα κοινωνιολογίας, στην παράδοση γευμάτων κατ' οίκον, στην παραγωγή ροφημάτων και στο σερβίρισμα, αν έχει αποφοιτήσει από οποιοδήποτε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Και πώς να σπουδάσει στο εξωτερικό; Με φιλοδωρήματα της σερβιτόρας και του ντελιβερά;
Έτσι, ο φυσικός δρόμος είναι η ανεργία, η υποαπασχόληση σε ετεροαπασχόληση και η περιστασιακή ή καθόλου ενασχόληση με το αντικείμενό σου. Διαφορετικά, δανείζεσαι, επιχορηγείσαι από τους γονείς ή κάποιο από τα λιγοστά ιδρύματα υποτροφιών και πηγαίνεις στην Ευρώπη να μετεκπαιδευθείς σε ένα αντικείμενο για να κερδίσεις 200 μόρια για τον ΑΣΕΠ.
Ας μη γινόμαστε όμως μίζεροι. Υπάρχουν και άλλοι δρόμοι. Μπορείς να κάνεις ένα μεταπτυχιακό στα οικονομικά, με μέγα χορηγό τον μπαμπά και την μαμά σου, να προσκολληθείς στο ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ από τα φοιτητικά σου χρόνια, να σπρώχνει και όλο σου το σόι με ψηφαλάκια, να γλείφει, να τραπεζώνει και να συνάπτει κουμπαριές με τοπικούς παράγοντες, να έχει στην ατζέντα του τα κατάλληλα τηλέφωνα και να βρεθείς στον πλέον στενό δημόσιο τομέα, σε υπουργεία, σε οργανισμούς αλλά και σε κάποιες ΜΚΟ που δεν έχουν τίποτα να φοβούνται.
Ή μπορεί να έχεις αποφοιτήσει από τη Νομική, την Ιατρική ή το Πολυτεχνείο και αν το ατομικό συμφέρον, η κολακεία και η διαπλοκή είναι το φόρτε σου, δε χρειάζεσαι καν να ξενιτεύεσαι και να χάνεις τον καιρό σου με άχρηστα master ή ακόμα πιο άχρηστα διδακτορικά. Έχεις την πτυχιάρα σου. Άσχετα αν ως ΟΝΝΕΔίτης ή ΠΑΣΠίτης αποφοίτησες με τις ευλογίες πανεπιστημιακών ομοϊδεατών σου, με αντιγραφές και τα στραβά μάτια ΔΕΠιτών ομήρων στα εκλεκτορικά.
Το βιογραφικό σου θα γεμίσει από κάτι λίγα χρόνια επαγγελματικής προϋπηρεσίας, ίσα-ίσα για να κάνεις κάποιες γνωριμίες στο χώρο, κι έπειτα θα αρχίσεις να συνδικαλίζεσαι ασύστολα. Και δικηγορικοί σύλλογοι υπάρχουν, και ιατρικοί σύλλογοι και το ΤΕΕ και το ΠΑΣΟΚ έχει ανάγκη δημάρχους, περιφερειάρχες και η ΝΔ κάποιους πρέπει να κατεβάσει βουλευτές και κανείς καλός στην κομματική υποταγή, στη διαφθορά και την ψηφοθηρία δε χάνεται.
Έτσι λοιπόν όταν ένα χούφταλο 33 χρονών, η οποία κάνει διδακτορικό σ΄ αυτή την ηλικία -αν είναι δυνατόν!- πετάξει κανένα αυγό σε κανέναν όμοιό σου, θα έχεις κάθε λόγο να τη σαρκάσεις ως "αιώνια φοιτήτρια", και θα έχεις όλο το δίκιο με το μέρος σου. Το δίκιο ενός άξεστου αιώνιου πολιτικάντη. Ένα φαινόμενο που κανείς από το σινάφι σου δε θα θελήσει να πατάξει προάγοντας copy-paste μεταρρυθμίσεις, χαμογελώντας θατσερικά στο φακό.
28/9/11
13/9/11
εφεδρικό μίσος
Υπάρχουν εργαζόμενοι που θριαμβολογούν επειδή σύντομα 4.000 εργαζόμενοι θα απολυθούν. Υπάρχουν νοήμονες ενήλικες που μισούν το "Δημόσιο" σαν αυτό να ήταν μία ενιαία και αδιαίρετη οντότητα η ύπαρξη της οποίας είναι κάτι κατεξοχήν κακό.
Υπάρχουν πολίτες που στη λίστα των οργανισμών που μπαίνουν σε εργασιακή εφεδρεία επικεντρώνονται σε 2-3 οργανισμούς -φαινομενικά τουλάχιστον- άνευ αντικειμένου, παραβλέποντας παράλληλα ότι στη λίστα με τους 151 οργανισμούς οι 3 μεγάλες κατηγορίες που θίγονται και απαξιώνονται είναι η έρευνα, ο πολιτισμός και η ψυχική υγεία.
Πόσο βολικό είναι να μισείς, πόσο βολικό είναι να μη νοιάζεσαι, να μη συμπονάς, να αξιώνεις περισσότερο το χρήμα από τον άνθρωπο.
Ούτε αόρατη θέλω να γίνω για μια μέρα, ούτε Θεός, που λέγαμε παιδιά. Θέλω μια μέρα να σκέφτομαι και να νιώθω σαν αυτούς τους ανθρώπους.
Να γελάω σαρδόνια όταν ο υπάλληλος βγαίνει σε εργασιακή εφεδρεία χωρίς προοπτική να βρει δουλειά μέσα σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής ύφεσης, όταν κρύβεται από το διαχειριστή γιατί δεν έχει να πληρώσει τα κοινόχρηστα, όταν πέφτει μπρούμυτα βουλιάζοντας στο μαξιλάρι μέρα μεσημέρι με ντάλα κατάθλιψη. Τι ανάγκη έχει ο κόσμος τους ανάξιους;
Να πάρω όλα τα ΑΜΕΑ, με τα μπαστουνάκια των τυφλών, με τα ψυχοφάρμακα των αυτιστικών, τη νοηματική των κωφάλαλων, που εξυπηρετούνταν στις δομές ψυχικής υγείας και πρόνοιας, να τα φορτώσω στα καροτσάκια τους, στα πούλμαν με τα σπαστικά και να τα σπρώξω στον Καιάδα. Τι ανάγκη έχει ο κόσμος τους αναξιοπαθούντες;
Να σαρκάσω τον κάθε επιστήμονα, τον κάθε διδάκτορα, τον καθένα που διέθεσε τα νιάτα του σε σπουδές για να παράγει έρευνα στο φαληρισμένο Ελλαδιστάν καθώς θα τον βλέπω να κυκλώνει αγγελίες για ντελίβερυ και πλασιέ στη χρυσή ευκαιρία. Τι ανάγκη έχουμε τόσους επιστήμονες;
Να πετάξω αυγά στον κάθε φιλόμουσο, φιλότεχνο και καλλιτέχνη γιατί ήμαστε μια χώρα με υπερπαραγωγή τέχνης και πολιτισμού και τι στο διάολο χρειάζονται τόσα θέατρα, τόσα ποιήματα, τόση λογοτεχνία τη στιγμή που υπάρχει το Mall, τα Starbuck's και η τηλεόραση με το ψηφιακό σήμα;
Αλλά δε γίνεται. Δεν έχω μέσα μου τόσο εφεδρικό μίσος.
Γιατί στο δικό μου εργασιακό χώρο, μέρα τη μέρα, σφυρηλατείται η ανθρωπιά μας. Το τυφλό τσιγγανάκι, το ορφανό αγοράκι, το κακοποιημένο κοριτσάκι, οι γονείς με το βαρύ αυτιστικό, το αδελφάκι με τη λευχαιμία, το παιδί που δε θα γυρίσει ποτέ σπίτι του. Πάντα υπάρχει ένας λόγος να είσαι ανάλγητος. Εγώ δε ξέρω κανέναν.
Στη δική μου οικογένεια δεν έτυχε να με μεγαλώσουν με μίσος για τον γείτονα, γιατί είναι τεμπέλης, γιατί είναι κάφρος, γιατί είναι βολεμένος δημόσιος υπάλληλος. Πάντα υπάρχει ένας λόγος να μισείς. Εγώ δε ξέρω κανέναν.
Εγώ δεν ξέρω κανέναν σαν αυτούς τους ανθρώπους. Ξέρω πολλούς σαν εμένα. Ευτυχώς.
Υπάρχουν πολίτες που στη λίστα των οργανισμών που μπαίνουν σε εργασιακή εφεδρεία επικεντρώνονται σε 2-3 οργανισμούς -φαινομενικά τουλάχιστον- άνευ αντικειμένου, παραβλέποντας παράλληλα ότι στη λίστα με τους 151 οργανισμούς οι 3 μεγάλες κατηγορίες που θίγονται και απαξιώνονται είναι η έρευνα, ο πολιτισμός και η ψυχική υγεία.
Πόσο βολικό είναι να μισείς, πόσο βολικό είναι να μη νοιάζεσαι, να μη συμπονάς, να αξιώνεις περισσότερο το χρήμα από τον άνθρωπο.
Ούτε αόρατη θέλω να γίνω για μια μέρα, ούτε Θεός, που λέγαμε παιδιά. Θέλω μια μέρα να σκέφτομαι και να νιώθω σαν αυτούς τους ανθρώπους.
Να γελάω σαρδόνια όταν ο υπάλληλος βγαίνει σε εργασιακή εφεδρεία χωρίς προοπτική να βρει δουλειά μέσα σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής ύφεσης, όταν κρύβεται από το διαχειριστή γιατί δεν έχει να πληρώσει τα κοινόχρηστα, όταν πέφτει μπρούμυτα βουλιάζοντας στο μαξιλάρι μέρα μεσημέρι με ντάλα κατάθλιψη. Τι ανάγκη έχει ο κόσμος τους ανάξιους;
Να πάρω όλα τα ΑΜΕΑ, με τα μπαστουνάκια των τυφλών, με τα ψυχοφάρμακα των αυτιστικών, τη νοηματική των κωφάλαλων, που εξυπηρετούνταν στις δομές ψυχικής υγείας και πρόνοιας, να τα φορτώσω στα καροτσάκια τους, στα πούλμαν με τα σπαστικά και να τα σπρώξω στον Καιάδα. Τι ανάγκη έχει ο κόσμος τους αναξιοπαθούντες;
Να σαρκάσω τον κάθε επιστήμονα, τον κάθε διδάκτορα, τον καθένα που διέθεσε τα νιάτα του σε σπουδές για να παράγει έρευνα στο φαληρισμένο Ελλαδιστάν καθώς θα τον βλέπω να κυκλώνει αγγελίες για ντελίβερυ και πλασιέ στη χρυσή ευκαιρία. Τι ανάγκη έχουμε τόσους επιστήμονες;
Να πετάξω αυγά στον κάθε φιλόμουσο, φιλότεχνο και καλλιτέχνη γιατί ήμαστε μια χώρα με υπερπαραγωγή τέχνης και πολιτισμού και τι στο διάολο χρειάζονται τόσα θέατρα, τόσα ποιήματα, τόση λογοτεχνία τη στιγμή που υπάρχει το Mall, τα Starbuck's και η τηλεόραση με το ψηφιακό σήμα;
Αλλά δε γίνεται. Δεν έχω μέσα μου τόσο εφεδρικό μίσος.
Γιατί στο δικό μου εργασιακό χώρο, μέρα τη μέρα, σφυρηλατείται η ανθρωπιά μας. Το τυφλό τσιγγανάκι, το ορφανό αγοράκι, το κακοποιημένο κοριτσάκι, οι γονείς με το βαρύ αυτιστικό, το αδελφάκι με τη λευχαιμία, το παιδί που δε θα γυρίσει ποτέ σπίτι του. Πάντα υπάρχει ένας λόγος να είσαι ανάλγητος. Εγώ δε ξέρω κανέναν.
Στη δική μου οικογένεια δεν έτυχε να με μεγαλώσουν με μίσος για τον γείτονα, γιατί είναι τεμπέλης, γιατί είναι κάφρος, γιατί είναι βολεμένος δημόσιος υπάλληλος. Πάντα υπάρχει ένας λόγος να μισείς. Εγώ δε ξέρω κανέναν.
Εγώ δεν ξέρω κανέναν σαν αυτούς τους ανθρώπους. Ξέρω πολλούς σαν εμένα. Ευτυχώς.
5/9/11
η μυρωδιά της απουσίας
Κυρίες και κύριοι,
είμαι η κυρία Λαμπροπούλου που είχα βγει στο Alter. Έχω το παιδάκι μου άρρωστο [...] Τρεις αναπτήρες, ένα ευρώ [...].
Η σχολική σεζόν ξεκινάει. Χωρίς βιβλία. Φωτοαντίγραφα σε φωτοτυπάδικα πλήρη ακτινοβολίας. Υπάλληλοι ημιαπασχολούμενοι συμβασιούχοι χωρίς επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. Ανοίγουν καπάκια, ανοίγουν βιβλία, όπως οι πουτάνες ανοίγουν τα πόδια τους, μπρος- πίσω σκαννάρει το τζάμι της μηχανής, βγαίνουν οι Α4, όπως βγαίνει και πετιέται η χρησιμοποιημένη καπότα του πληρωμένου έρωτα. Οι φωτοτυπίες είναι μια ξεφτίλα που θα έπρεπε η ευτέλειά της να περιορίζεται σε ευτελή έγγραφα: δικόγραφα, τοπογραφικά, αστυνομικές ταυτότητες και φορολογικές δηλώσεις.
Τα βιβλία, κωθώνια των επιτροπών, έμμισθοι αυλοκόλακες, αγράμματοι συμβουλάτορες, επικίνδυνοι σφουγγοκωλάριοι, δε μπορούν να αντικατασταθούν με πατσαβουρόχαρτα.
Δεν υπάρχει διάβασμα από τις φωτοτυπίες. Όλα τα μαθήματα που μίσησα ήταν συρραμένες λευκές κόλλες φωτοτυπάδικου. Ό,τι θυμάμαι από το σχολείο ήταν η μυρωδιά του βιβλίου. Η λαχτάρα αλλά περισσότερο η αγωνία να τα βγάλεις πέρα μ' αυτό το τυπωμένο, εικονογραφημένο, τερατάκι με την κουκουβάγια.
Που άμα ήσουν από καμιά γειτονιά της επαρχίας και ο πατέρας σου ήταν λίγο αγρότης, λίγο εργάτης, και δεν ήταν ο πρώτος του χορού σε "μορφωτικό κεφάλαιο", που έλεγε ο γιος του ταχυδρόμου στην Αρμενία, ο Μπουρντιέ, μπορεί τα ίδια βιβλία να τα πετούσες στις φωτιές του Άη Γιάννη του Κλήδονα τέλος Ιούνη. Και να τα πήδαγες φλεγόμενα με ιαχές ζουλού, ξορκίζοντας μέσα από τη καύση τους το δαίμονα του θεσμού που κατάλαβες νωρίς, πως αργά ή γρήγορα θα σε λιώσει σα σκουληκάκι μεταφέροντας στο πέρασμά του το παιδί του ρετιρέ των δημοσίων υπαλλήλων, του άχρηστου κι ανάλγητου μέλους κάποιας επιτροπής, που στην αναμπουμπούλα χαίρεται σα λύκος, και τώρα προφασιζόμενος την κρίση αποφασίζει να σου στερήσει ακόμα και το σχολικό εγχειρίδιο.
Ώστε θα' ναι όλα ασπρόμαυρα. Στο μελάνι του φωτοτυπάδικου τα χρώματα κοστίζουν. Ώστε θα' ναι όλα ευτελή. Στη ξεφτιλισμένη χώρα όλα κοστίζουν για σένα που βύζαινες τη δωρεάν εκπαίδευση, τη δωρέαν περίθαλψη λες και το μητρικό γάλα δε θα'χε τέλος. Κι ούτε που ήταν δωρεάν. Την έχει πληρωμένη ο πατέρας σου ο ψηφοφόρος τους, ο φορολογούμενος, ο κάποτε φαντάρος, ο προσωρινά αγανακτισμένος, ο παντοτινά μαλάκας.
Κι εγώ που είμαι στο 6%, των παιδιών που μια μικρή κλωτσιά τους έριξε το apparatus, γιατί δε γινόταν αλλιώς, δε γινόταν να προχωράς χωρίς προέλευση, χωρίς ταξική συνείδηση, αλλά μετά συνέχισαν και συνεχίζουν, και μ' έλεγε η μάνα μου βιβλιοφάγο, και στις πανελλήνιες που έπεσε θέμα το βιβλίο έγραψα 18.25, και τ' αγάπησα για κάποιο λόγο τα βιβλία, και είναι η μόνη μου περιουσία, θα σου αγοράσω 3 αναπτήρες, 1 εύρω για να κάψεις μαζί με τις φωτοτυπίες κάθε αυταπάτη, πως αυτό το σχολείο, αυτού του κράτους, έχει μια θέση για σένα στο όχημα της κοινωνικής κινητικότητας, έχει μια στάλα παιδεία να σου προσφέρει. Άκου καλά. Τα εκπαιδευτήρια και τα κολλέγια ξεκίνησαν εγγραφές.
Στο απουσιολόγιο, αυτή την έντυπη ντροπή ενός σχολείου που επιβραβεύει τους άριστους χρήζοντάς τους παιδονόμους ομηλίκων, να σημειώσετε το κράτος. Δε το βρήκε η κυρία Λαμπροπούλου στη μυρωδιά του αντισηπτικού των νοσοκομείων και βγαίνει στα κανάλια και στη ζητιανιά. Δε το βρήκες κι εσύ στη μυρωδιά του βιβλίου και θα βγεις στα φωτοτυπάδικα. Θα το βρούμε στην μόνη μυρωδιά που θα το συμβολίζει: στα ασφυξιογόνα όσων μετράμε την απουσία του. Οι τρεις μυρωδιές του κράτους. Ξόφλησαν οι δυο σχεδόν χωρίς να πάρουμε μυρωδιά.
είμαι η κυρία Λαμπροπούλου που είχα βγει στο Alter. Έχω το παιδάκι μου άρρωστο [...] Τρεις αναπτήρες, ένα ευρώ [...].
Η σχολική σεζόν ξεκινάει. Χωρίς βιβλία. Φωτοαντίγραφα σε φωτοτυπάδικα πλήρη ακτινοβολίας. Υπάλληλοι ημιαπασχολούμενοι συμβασιούχοι χωρίς επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. Ανοίγουν καπάκια, ανοίγουν βιβλία, όπως οι πουτάνες ανοίγουν τα πόδια τους, μπρος- πίσω σκαννάρει το τζάμι της μηχανής, βγαίνουν οι Α4, όπως βγαίνει και πετιέται η χρησιμοποιημένη καπότα του πληρωμένου έρωτα. Οι φωτοτυπίες είναι μια ξεφτίλα που θα έπρεπε η ευτέλειά της να περιορίζεται σε ευτελή έγγραφα: δικόγραφα, τοπογραφικά, αστυνομικές ταυτότητες και φορολογικές δηλώσεις.
Τα βιβλία, κωθώνια των επιτροπών, έμμισθοι αυλοκόλακες, αγράμματοι συμβουλάτορες, επικίνδυνοι σφουγγοκωλάριοι, δε μπορούν να αντικατασταθούν με πατσαβουρόχαρτα.
Δεν υπάρχει διάβασμα από τις φωτοτυπίες. Όλα τα μαθήματα που μίσησα ήταν συρραμένες λευκές κόλλες φωτοτυπάδικου. Ό,τι θυμάμαι από το σχολείο ήταν η μυρωδιά του βιβλίου. Η λαχτάρα αλλά περισσότερο η αγωνία να τα βγάλεις πέρα μ' αυτό το τυπωμένο, εικονογραφημένο, τερατάκι με την κουκουβάγια.
Που άμα ήσουν από καμιά γειτονιά της επαρχίας και ο πατέρας σου ήταν λίγο αγρότης, λίγο εργάτης, και δεν ήταν ο πρώτος του χορού σε "μορφωτικό κεφάλαιο", που έλεγε ο γιος του ταχυδρόμου στην Αρμενία, ο Μπουρντιέ, μπορεί τα ίδια βιβλία να τα πετούσες στις φωτιές του Άη Γιάννη του Κλήδονα τέλος Ιούνη. Και να τα πήδαγες φλεγόμενα με ιαχές ζουλού, ξορκίζοντας μέσα από τη καύση τους το δαίμονα του θεσμού που κατάλαβες νωρίς, πως αργά ή γρήγορα θα σε λιώσει σα σκουληκάκι μεταφέροντας στο πέρασμά του το παιδί του ρετιρέ των δημοσίων υπαλλήλων, του άχρηστου κι ανάλγητου μέλους κάποιας επιτροπής, που στην αναμπουμπούλα χαίρεται σα λύκος, και τώρα προφασιζόμενος την κρίση αποφασίζει να σου στερήσει ακόμα και το σχολικό εγχειρίδιο.
Ώστε θα' ναι όλα ασπρόμαυρα. Στο μελάνι του φωτοτυπάδικου τα χρώματα κοστίζουν. Ώστε θα' ναι όλα ευτελή. Στη ξεφτιλισμένη χώρα όλα κοστίζουν για σένα που βύζαινες τη δωρεάν εκπαίδευση, τη δωρέαν περίθαλψη λες και το μητρικό γάλα δε θα'χε τέλος. Κι ούτε που ήταν δωρεάν. Την έχει πληρωμένη ο πατέρας σου ο ψηφοφόρος τους, ο φορολογούμενος, ο κάποτε φαντάρος, ο προσωρινά αγανακτισμένος, ο παντοτινά μαλάκας.
Κι εγώ που είμαι στο 6%, των παιδιών που μια μικρή κλωτσιά τους έριξε το apparatus, γιατί δε γινόταν αλλιώς, δε γινόταν να προχωράς χωρίς προέλευση, χωρίς ταξική συνείδηση, αλλά μετά συνέχισαν και συνεχίζουν, και μ' έλεγε η μάνα μου βιβλιοφάγο, και στις πανελλήνιες που έπεσε θέμα το βιβλίο έγραψα 18.25, και τ' αγάπησα για κάποιο λόγο τα βιβλία, και είναι η μόνη μου περιουσία, θα σου αγοράσω 3 αναπτήρες, 1 εύρω για να κάψεις μαζί με τις φωτοτυπίες κάθε αυταπάτη, πως αυτό το σχολείο, αυτού του κράτους, έχει μια θέση για σένα στο όχημα της κοινωνικής κινητικότητας, έχει μια στάλα παιδεία να σου προσφέρει. Άκου καλά. Τα εκπαιδευτήρια και τα κολλέγια ξεκίνησαν εγγραφές.
Στο απουσιολόγιο, αυτή την έντυπη ντροπή ενός σχολείου που επιβραβεύει τους άριστους χρήζοντάς τους παιδονόμους ομηλίκων, να σημειώσετε το κράτος. Δε το βρήκε η κυρία Λαμπροπούλου στη μυρωδιά του αντισηπτικού των νοσοκομείων και βγαίνει στα κανάλια και στη ζητιανιά. Δε το βρήκες κι εσύ στη μυρωδιά του βιβλίου και θα βγεις στα φωτοτυπάδικα. Θα το βρούμε στην μόνη μυρωδιά που θα το συμβολίζει: στα ασφυξιογόνα όσων μετράμε την απουσία του. Οι τρεις μυρωδιές του κράτους. Ξόφλησαν οι δυο σχεδόν χωρίς να πάρουμε μυρωδιά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)