30/12/19

λαχείο

Τα πρώτα χρόνια της μετοίκησης στην πόλη, ακολουθούσε τον άρρητο νόμο της ευταξίας στα τάγματα των μπουγάδων. Τα σώβρακα πλάι στα σώβρακα, τα πουκάμισα πλάι στα πουκάμισα και οι κάλτσες ζευγαρωμένες. Με τα χρόνια πλήθυναν τα παιδιά, αυγάτεψε και ο ρουχισμός, λιγόστεψε ο χρόνος, μειώθηκε και η έγνοια της τι θα πουν οι γειτόνισσες αν τύχει και ελέγξουν τον ακάλυπτο. Αράδιαζε στο σύρμα τα ρούχα όπως να’ ναι, ώστε από τακτικός στρατός η μπουγάδα μετατράπηκε σε βενετσιάνικο καρναβάλι.

Τα πρώτα χρόνια σιδέρωνε ό,τι υπήρχε στον μπόγο με τα πλυμμένα, από ζιπουνάκια μέχρι λινά τραπεζομάντηλα. Με τα χρόνια πλήθυναν τα παιδιά, αυγάτεψε και ο ρουχισμός, λιγόστεψε ο χρόνος, μειώθηκε και η έγνοια της τι θα πουν οι επισκέπτες αν τύχει και ελέγξουν τις ντουλάπες. Παράδειγμα, οι πετσέτες διπλώνονταν ασιδέρωτες, οπότε με τον καιρό το κουσκουσέ τους τρίχωμα σκλήρυνε, γίνονταν αγριοπετσέτες, σου έγδερναν το πρόσωπο το πρωί, μπορεί και να έκρωζαν. Σιδέρωνε αυτά που φαίνονταν και μοναχά τα παιδικά εσώρουχα, γιατί ακουμπούσανε κατάσαρκα τα κορμάκια τους.

Ο άνδρας της ξυπνούσε αχάραγα, δούλευε όλη μέρα, γυρνούσε σπίτι, πλενόταν, έτρωγε, κοιμόταν, ξυπνούσε, έβλεπε τηλεόραση, κοιμόταν. Η μόνη του έξοδος ήταν κάθε Τετάρτη μέχρι το πρακτορείο ΠροΠο. Τζόγαρε χωρίς να έχει ιδέα από μπάλα. Ήθελε όμως να κερδίσει, να πάρει μια BMW και ένα τριώροφο σε άλλη γειτονιά, στο ένα να κάθεται με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, στο άλλο τα πεθερικά του για να μην είναι στο λυόμενο και το τρίτο θα το νοίκιαζε. Στο δικό του θα είχε και ξύλινη κάβα με πάγκο και πολλά ουίσκι, όπως αυτά στις διαφημίσεις.

Όμως δεν κέρδιζε. Ούτε καν έβλεπε ποδόσφαιρο, γιατί είχε μυωπία και δεν το έκανε η καρδιά του να φοράει γυαλιά. Δε ταίριαζαν με το μουστάκι, παρεκτός αν ήσουν κριτικός κινηματογράφου. Μα αυτός ήταν εργάτης στη Βιομηχανική. Κι όταν παρακολουθούσε κάποια ματς με την παρέα, δε διέκρινε καλά τη μπάλα, πάντα γιουχάιζε, σιχτίριζε ή πανηγύριζε με ελαφρά χρονοκαθυστέρηση, σαν αντίλαλος των υπολοίπων. Όσο γι’ αυτό το γαμημένο το οφσάιντ ποτέ του δε μπόρεσε να καταλάβει πότε δίνεται. 

Αλλά συνέχιζε να παίζει ΠροΠο ελπίζοντας να πιάσει την καλή. Μια φορά τον είχε βρει μπόσικο ο “Μαραντόνας”, ένας σχεδόν συνομίληκός του, τριαντάρης, ο οποίος περνιόταν για μεγάλος μπαλαδόρος, γόης και ξύπνιος. “Πάλι θα πιάσεις 13άρι; Ρε τι θα τα κάνεις τόσα λεφτά;” του είχε πει καθώς εκείνος έβγαζε από το πορτοφόλι εκατόν είκοσι δραχμές να πληρώσει για το δελτίο. 

Γύρισε σπίτι, έβαλε να δει τηλεόραση αλλά η οθόνη έκανε παράσιτα και από το ηχείο δεν ακουγόταν κιχ. Όλοι οι άλλοι στη γειτονιά είχαν αγοράσει πια έγχρωμες, μονάχα εκείνοι βολεύονταν ακόμα με την ασπρόμαυρη. Σηκώθηκε και της έριξε μια καρπαζιά στο πλάι να συνέλθουν οι λυχνίες. Αλλά, ενώ έφτιαξε η εικόνα, ο ήχος αποσυντονίστηκε τελείως . Κάθησε πάλι στον καναπέ πίνοντας Χένιγκερ και τρώγοντας παξιμάδι, τσακιστές ελιές και σαρδέλες με καυτερή πιπεριά.

-Χαμήλωσέ τη, είπε η γυναίκα του, δε βλέπεις ότι έχουν πάει για ύπνο τα κοπέλια;
-Δε χαμηλώνει, της απάντησε φτύνοντας το κουκούτσι από την ελιά. 
-Πέταμα θέλει, μουρμούρισε εκείνη, αλλά είσαι και άξιος να πάρεις μια καινούργια;

Τότε αυτός σηκώθηκε όρθιος και έβαλε μια φωνή στα παιδιά να παρουσιαστούν στο καθιστικό. Βγήκαν από το υπνοδωμάτιό τους και στήθηκαν μπροστά του.

-Ακόμα δεν βάλατε τις πιτζάμες σας; έσπευσε να τα ρωτήσει η μαμά τους. Ο πατέρας την αγριοκοίταξε, δεν ήταν η σειρά της να μιλήσει.

-Ποιος χάλασε την τηλεόραση; τα ρώτησε αυτός.

Εκείνα στιγμιαία σάστισαν, έπειτα άρχισαν να κατηγορούν το ένα το άλλο, να τσακώνονται, ώσπου έπεσαν κάτω και πάλευαν. 

Ο πατέρας τους έβγαλε τη ζώνη από το παντελόνι του και τα μαστίγωσε στα τυφλά σαν ένα μπόγο στο πάτωμα.

Ύστερα βγήκε έξω και χτύπησε πίσω του την πόρτα βλαστημώντας. Πήγε στην πίσω αυλή έκοψε με το κλαδευτήρι το συρματόσχοινο για τη μπουγάδα, το πέρασε στο λαιμό του, το έσφιγγε, το έσφιγγε, μόλις γούρλωσε τα μάτια κι ένιωσε να πνίγεται, το πέταξε πέρα. Μετά, βρήκε τη σκάλα, ανέβηκε στην ταράτσα, μόλις σίμωσε στο στηθαίο, το μετάνιωσε. Τελικά βάλθηκε να φτιάχνει την κεραία.

Εκείνη τα βοηθούσε να γδυθούν και να φορέσουν τις πιτζάμες τους. Κοιτούσε τις χαρακιές στα κορμάκια τους και δάγκωνε τα χείλη της. Έσκυψε πρώτη φορά να τα φιλήσει για καληνύχτα, όπως είχε δει να κάνουν στις ταινίες. Μια στάλα αίμα έβαψε το καλοσιδερωμένο φανελάκι. 

"Ο γάμος είναι λαχείο", έλεγε η γιαγιά της. Μ' αυτόν τον άντρα θα ζούσε αλλά θα τον μαχαίρωνε συχνά στα όνειρά της.





29/12/19

ωραίος πόνος

"Η γλώσσα μου, γιατρέ, πονάει πάνω αριστερά", είπε σουφρώνοντας τα χείλη, σφραγίδα πως ό,τι έλεγε αλήθεια ήταν.

"Ο πόνος σας; Πώς είναι ο πόνος σας; Βαρύς για αλαφρύς, μουντός για διαυγής, συνεχής για διακοφτός, λιτός για πλουμιστός;" ρώτησε πατικώνοντας τα γυαλιά στη ράχη της ρινός, σύμπτωμα ενδιαφέροντος.

"Γαζωτός", απάντησε κείνη και ξεροκατάπιε το σάλιο της σαν περασμένο από ραπτομηχανή.
Ο γιατρός πάτησε τον αντίχειρα στο γραφείο κι έφερε μισή σβούρα τα υπόλοιπα δάχτυλα, όπως διαβήτης στο χαρτί να γράφει ημικύκλιο. Είχε ζηλέψει το κουστούμι που έραψε στον πόνο. Μοδίστρα ήταν βέβαια, δικό της το γαζί, δικά της και τα τόπια, αλλά στάσου μια στιγμή, ποιος έχει δεκαοχτώ χρόνια σπουδές και ποιος πεντέξι, τέσσερα;

Σηκώθηκε, κουμπώθηκε, έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα.

Η Ρηγώ στάθηκε ασάλευτη, μισό αιώνα αφίλητη, πάγωσαν τα μάτια της, χύθηκαν δυο σβώλοι κρούσταλλα στο χώμα, ένα λουλούδι άνθησε γαζωτό, σφυριά τη σφυριά, ωραίος πόνος.


(Δημοσιευμένο στη "Θράκα")