30/6/11

χημεία

Στη Μεγάλη Κατάθλιψη να μας ψεκάζετε με Λαντόζ, Ζολόφτ, Σιπραλέξ και Ντουμυρόξ.



Όχι με δακρυγόνα, μαλάκες. Ήδη κλαίμε. Όχι με ασφυξιογόνα. Ήδη πνιγόμαστε. Εδώ που μας ρίξατε.

Η Μεγάλη Κατάθλιψη ξεκίνησε με οικονομική κρίση, κράτησε μια δεκαετία και έληξε με πόλεμο. Ψεκάστε και την Ιστορία με αντικαταθλιπτικά. Με αντικαταθλιπτικά μηνύματα.

δυο λωρίδες σελοτέιπ για την αξιοπρέπεια

Η επιστολή της Μυρσίνης Λοϊζου προς τον πρωθυπουργό, σχετικά με τη χρήση του "Καλημέρα Ήλιε" από το ΠΑΣΟΚ.



Μέσα στον ορυμαγδό των γεγονότων κάποιοι άνθρωποι γράφουν επιστολές σα μπουκάλια στο πέλαγος. Και υψώνουν στα μάτια μας την αξιοπρέπειά τους με δυο λωρίδες σελοτέιπ. Ας είναι οι συμβολισμοί και η αξιοπρέπεια τα τελευταία που θα χαθούν.

26/6/11

XV

Ανάμεσα στα δάχτυλά μου,
και στη σάρκα σου
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.

Του Αργύρη Χιόνη
«Ό,τι περιγράφω με περιγράφει»

17/6/11

στα όρια

Κατάλαβες τώρα γιατί απαξιώνω την επικαιρότητα; Γιατί η μονοθεματικότητά της αγγίζει τα όρια του φασισμού. Γιατί εκτός από τον ανασχηματισμό -που σιγά τη σπουδαία λύση για το χάος στο οποίο έχουμε περιέλθει- δεν επιτρέπεται να μιλάς για τίποτα άλλο σήμερα. Ποιος τη χέζει τη ζωή σου όταν ο ΓΑΠ έβαλε τον Μπένι στο ΥΠΟ για να γίνει τσάρος;

Γίνονται τα πράγματα με όρους ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, ή όρους καρτούν. Βγαίνει η Βάσω Παπανδρέου και αδειάζει τον Γ. Παπ/νου, τη στιγμή που η αυλή του, ήταν η πρώην αυλή της. Μιλάμε για κάποιον ΓΑΠ, κάποιον Μπένι, κάποιον ξέρω 'γω, Αντωνάκη, κάποια Ντόρα. Αλλά ποιες είναι αυτές οι καρικατούρες για τις οποίες μιλάμε σα να είναι πιο ακίνδυνοι από τον Μπένι Χιλ και τον Τουίτυ; Ποια κινούμενα σχέδια περνάνε μπροστά από χιλιάδες κόσμου που τους γιουχάρει και δε δακρύζουν από ντροπή; Ποια καρτούν δε νιώθουν την απελπισία και την οργή του λαού που τους εξέλεξε; Ποια καρτούν δίνουν εντολή στα ΜΑΤ να την πέσουν με χημικά στον κόσμο που χορεύει στην πλατεία; Ποια καρτούν μέσα σε συνθήκες πολέμου, σχεδόν, είναι προσηλωμένα στην εξουσία και την κονόμα;

Ο άλλος ζητάει μια ευνομούμενη "σοβαρή" (sic) δημοκρατία. Και σοβαρός στη δική του συνείδηση, τη συνείδηση ενός όψιμου γενίτσαρου του -έτσι κι αλλιώς πια- φαληρισμένου american dream, είναι να σε μαστιγώνουν για κάτι που δεν έφταιξες και να μη διαμαρτύρεσαι. Γιατί ο σοβαρολάτρης για 22 μέρες σερί απαξίωνε μετά βδελυγμίας αυτό που συνέβαινε στις πλατείες και όταν την Τετάρτη στον κόσμο αυτόν που απαξίωνε κατέβασαν το φράχτη και ο κόσμος αυτός, δεν ήταν 100.000 Μαχάτμα Γκάντι, και κάποιοι αντέδρασαν -και δεν εννοώ τους σε εντεταλμένη υπηρεσία μπάχαλους- τότε ο σοβαρολάτρης έσπευσε να αποχαιρετήσει με δήθεν πίκρα τις ειρηνικές διαδηλώσεις. Αλλά αυτό δε μπορείς να το πεις προβοκατόρικο γιατί όλη αυτή τη φρασεολογία την έχει κατοχυρώσει το κουκουέ και είναι βίνταζ.

Και αν οι μέρες που βγήκαμε από τα γαμημένα τα κωλόσπιτά μας, τα υποθηκευμένα στις ληστρικές τράπεζες -στις ουρές της τράπεζας θέλω να φωνάξω "ληστεία" και να εννοώ την επιχείρηση- με τις ελεεινές τηλεοράσεις που ποτέ δε κλείνουν, που βουίζουν στα κουτιά αυτά που στεγάζουμε τις μαλακισμένες μας ζωές, τις ακοινώνητες, τις παλαβωμένες, που η κοινωνικότητά μας περιορίζεται σε like, RT, follow και μπουρδολογία σε τσάτ -ούτε καν πια συνομιλούμε με τις φωνές μας μέσω skype, ας πούμε, γιατί φοβόμαστε να ανοίξουμε το στόμα μας ρε, χωρίζουμε με sms- και αν αυτές οι μέρες που κατεβήκαμε και καθήσαμε κατάχαμα και ακουμπούσαν οι ώμοι μας και μαθαίναμε ένα άλλο ήθος και νιώθαμε πως μπορεί να μας μεταχειρίζονται σα σκατά αλλά έχουμε ο ένας τον άλλο, διάολε, και μαθαίναμε φτου κι από την αρχή τη συλλογικότητα, τη συνέλευση, το σεβασμό στην άλλη άποψη και αρχίσαμε κάπου να ελπίζουμε, αν αυτές οι μέρες κατέληξαν σε ένα γελοίο ανασχηματισμό, τότε φίλε, σε εισαγωγικά ή χωρίς, αυτό μη περιμένεις εγώ να το δω σαν επιτυχία. Που θα ορκίζεται η νέα κυβέρνηση από παπάδες λες και είμαστε το Ιράν των Βαλκανίων, μη περιμένεις να το δω σαν επιτυχία. Που τελικά άδραξαν όλο αυτό που συνέβη σα μια ευκαιρία να τοποθετήσουν έναν πιο ακραιφνή νεολιμπεράλο στο minfin, μη περιμένεις να το δω σαν επιτυχία. Είχαμε φτάσει στην επιτυχία πριν από αυτό το τσίρκο.

14/6/11

μισό αιώνα, μισό ζευγάρι, στην πλατεία

Κατηφόριζε προς την πλατεϊτσα του χωριού με προορισμό το καφενείο. Tην ίδια διαδρομή μισό αιώνα και βάλε. Την ίδια περίπου ώρα. Την ίδια ώρα που έπινε τον καφέ, την γκαζόζα ή την τσικουδιά του, εκείνη στο σπίτι.
Μισό αιώνα πριν εκείνος θα κουβέντιαζε στην πλατεία για τις εκλογές βίας και νοθείας και τα εξωφρενικά ποσοστά της ΕΡΕ. Μισό αιώνα πριν εκείνη θα τις βύζαινε και θα φοβόταν μη γίνει χούντα.
Σαράντα χρόνια πριν εκείνος θα κουβέντιαζε στην πλατεία για την κηδεία του Γιώργου Σεφέρη που εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες. Σαράντα χρόνια πριν εκείνη θα τους μάθαινε σταυροβελονιά και θα συγκινιόταν με το λαό στην Αθήνα που τραγουδούσαν όλοι μαζί, πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή.
Τριάντα χρόνια πριν εκείνος θα κουβέντιαζε στην πλατεία για την μεγάλη νίκη του ΠΑΣΟΚ, με ποσοστό 48%, στις βουλευτικές εκλογές. Τριάντα χρόνια πριν εκείνη θα τους έδινε από το τηλέφωνο τα μυστικά για τα σιροπιαστά της συνεπαρμένη από την ελπίδα της αλλαγής.
Είκοσι χρόνια πριν εκείνος θα κουβέντιαζε στην πλατεία για τις μαζικές καταλήψεις στα σχολεία και τη δολοφονία του συνδικαλιστή εκπαιδευτικού. Είκοσι χρόνια πριν εκείνη θα τις νουθετούσε πώς να μη βαρυγκομούν με όσα έχουν φορτωθεί στις πλάτες τους, αυτή είναι η μοίρα της γυναίκας, ενώ θα τις παρότρυνε να έχουν το νου τους στα παιδιά μη μπλέξουν με καταληψίες, ελπίζοντας βαθιά να μπλέξουν.
Δέκα χρόνια πριν εκείνος θα κουβέντιαζε στην πλατεία για την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους και το μέλλον της ανθρωπότητας πια. Δέκα χρόνια πριν εκείνη θα περίμενε πώς και πώς να έρθει η ώρα να δει το καινούργιο επεισόδιο του Καλημέρα ζωή και της Λάμψης έπειτα, ενώ θα της φαίνονταν όλα μέσα από τη ζωή βγαλμένα.
Και χτες, μόλις χτες, εκείνος και εκείνη, θα έβλεπαν μαζί τα εγγόνια τους, άφυλα, απολίτικα, άναρχα, άνεργα με όλα τα στερητικά άλφα τους κατακτημένα και παραταγμένα, πλάι σε άλλα εγγόνια, πλάι σε άλλους γέροντες, πλάι στα παιδιά τους. Στην πλατεία. Να παίρνουν το λόγο στα μικρόφωνα. Να ψηφίζουν δι' ανάτασης χειρών. Να επικροτούν κουνώντας την παλάμη σα βεντάλια. Να αποδοκιμάζουν στρέφοντας τον αντίχειρα στη γη. Να σηματοδοτούν το τέλος του χρόνου του ομιλητή κινώντας τα δυο χέρια τους σα γρανάζια. Να σηματοδοτούν το τέλος μισού αιώνα. Σαν γρανάζια.
Θα τους έβλεπαν μαζί άλαλοι. Όπως όταν κοιτάς το ανεξήγητο. Αυτός θα ένιωθε πως απόψε ήθελε να την πάρει απόψε μαζί του στην πλατεία και εκείνη θα σκεφτόταν πώς γέρασε χωρίς τις πλατείες των πολιτικών συνειδήσεων. Αλλά μαζί. Οπωσδήποτε μαζί. Όπως την πάνω και την κάτω πλατεία αύριο.




...................................................................................................



Για το δι-ιστολογικό αφιέρωμα "Η δημοκρατία στις πλατείες"
Τα άλλα ιστολόγια:
1. Ψαροκόκαλο: Η δημοκρατία στις πλατείες....(;)
2. Αναγεννημένη: Για την πλατεία (και την κάθε πλατεία)
3. Krotkaya: επανοικειοποίηση της πλατείας
4. Κυνοκέφαλοι: Στην πλατεία αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
5. Ιχνηλασίες: Η δημοκρατία στις πλατείες
6. ο Βιβλιοθηκάριος: Η πλατεία Δημοκρατίας και τα αγάλματα
7. Εξεγερμένο το 2009: Πάμε πλατεία;
8. Rubies and Clouds: Πλατεία πλατιά
9. Κουπέπκια ατάκτως τυλιγμένα: Οι πλατείες κι οι πορείες

8/6/11

δε βρέχει, φτύνουνε

Έχωσε ηδονικά το δάκτυλο στο δεξί ρουθούνι. Το αριστερό το είχε καθαρίσει πριν από πέντε λεπτά. Ήταν πρωί ακόμα και έβγαζε κάτι κροκόδειλους, να! Το ξύσιμο ήταν το χόμπυ του. Γενικά. Έξυνε το κεφάλι του, το αυτί του, τη μύτη και ενίοτε τους όρχεις του, με σαφή προτίμηση στον αριστερό. Ήταν οικογενειακή παράδοση. Ο πρώτος του ξάδελφός ευφραινόταν πολύ να ξύνει συγχρόνως την κορυφή του -κατά πολύ πιο τριχωτού- κεφαλιού και την αιχμή του- κατά πολύ πιο προτεταμένου- πηγουνιού. Τον είχαν πει και τον ίδιο κάποτε χιμπατζή κάτι γκόμενες στην παραλία. Χρέωσε τότε την πιστωτική και έκανε λέιζερ. Οι τρίχες παρέμειναν στη θέση τους αλλά οι μηνιαίες άτοκες δόσεις έκαναν φτερά. Είχε κάνει κι άλλα έξοδα.

Τα πιο πεταμένα λεφτά πάντως ήταν ο αρραβώνας του. Τον είχαν ζαλίσει να την πάρει την κοπέλα. Και ζαλισμένος τι απόφαση να πάρεις, δέχτηκε. Και την πήρε. Και την απόφαση και την κοπέλα. Τη ζήτησε. Του την έδωσαν. Δε ζήτησε όμως λίγο καιρό μετά να εκδηλώσει σχιζοφρένεια ο αδελφός της. Του την έδωσε. Η μάνα του ήταν κάθετη: "Το νου σου πού πας να μπλέξεις. Τα παιδιά που θα σου κάνει θα΄ναι για το ψυχιατρείο. Αυτά τα πράματα είναι 100% κληρονομικά". Τι σημασία έχουν οι μελέτες, η κλινική εμπειρία, οι ανακοινώσεις στα συνέδρια και τα άρθρα στα επιστημονικά περιοδικά όταν υπάρχει η άποψη της μάνας;
Την παράτησε την κοπέλα. Σύντομα προέβη στις δικές του ανακοινώσεις: είχε ξεχρεώσει μαζί της. Αλλά ήταν χρεωμένος μέχρι τα ξυσμένα αυτιά. Γι' αυτό δούλευε μέχρι αργά. Δηλαδή καθόταν μπροστά σε έναν υπολογιστή και ξυνόταν. Αλλά ήταν καλός στη δουλειά του, έλεγε. Δηλαδή τα έξυνε με μαεστρία.

Μάλιστα κάποιοι συνάδελφοί του, εκτιμώντας πιθανόν το ταλέντο του, κάποτε του χάρισαν ένα χρήσιμο αξεσουάρ. Κάτι που θα έκανε το συγκεκριμένο χομπίστα να αγαλλιάσει. Σε έναν συλλέκτη γραμματοσήμων θα χάριζαν ένα δερματόδετο άλμπουμ. Σ' έναν ερασιτέχνη ψαρά τίποτε μπομπάρδες. Σ' εκείνον χάρισαν βαμβάκι και ιωδιούχο αντισηπτικό. Αν τυχόν μάτωνε από το ξύσιμο, να μη πάθει καμία μόλυνση ο άνθρωπος. Τον νοιάζονταν.

Κόλλησε τον κροκόδειλα που ψάρεψε από τα άδυτα της μύτης του, στην έσω και κάτω επιφάνεια του γραφείου, αν τον ψάχνετε, στη συλλογή με τα υπόλοιπα κακάδια, ως ψαράς και ως συλλέκτης μαζί, ενώ συνέχιζε να κοιτάει αποχαυνωμένος την οθόνη του υπολογιστή. Η αποχαύνωση δεν ήταν ωστόσο αποτέλεσμα παρατεταμένης χρήσης του Η/Υ. Δεν είχε ούτε μιάμιση ώρα δουλειάς. Η αποχαύνωση δεν ήταν επίκτητη, ήταν εγγενής. Στο γενετικό του κώδικα, εκεί δίπλα στην πληροφορία "είμαι γνήσιος απόγονος του Περικλέους" (και του Μινώταυρου θα προσθέταμε) την οποία ο ίδιος με συνοπτικές διαδικασίες είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει, με το δικό του πειραγμένο σύστημα επεξεργασίας δεδομένων, υπήρχε άλλη μια καταγεγραμμένη πληροφορία. Είχε μια έμφυτη προδιάθεση στη βλακεία. Η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία περί καταγωγής ήταν και η μόνη που θα γινόταν αποδεκτή από τον εργαζόμενο. Όλα τα άλλα ήταν κακοήθειες. Ως γνήσιος απόγονος του Σωκράτους έπαιζε το γνώθι σε αυτόν στα δάχτυλα.

Στα δάχτυλα έπαιζε όμως και ένα μικροσκοπικό πράσινο μπαλάκι. Ήταν λιγάκι κάπως από μύξα αλλά τι σημασία είχε. Ήταν πιο αποτελεσματικό για τα νεύρα του από τα stress balls που σου δίνουν οι ψυχίατροι πριν σου σπάσουν τελείως τα νεύρα. Το παιχνιδάκι του είχε φέρει σε απελπιστική κατάσταση την έγκυο συνάδελφό του, τη διαγωνίως καθήμενη και με οπτική επαφή στο θέαμα. "Ο εμετικός, ο εμετικός", είπε δυο φορές σαν ξόρκι και εκτόξευσε το πολτοποιημένο κρουασάν και το ρόφημα που είχε καταναλώσει πριν λίγο. Αηδίασε ο άνθρωπος. Τι ελεεινή να μη μπορεί να συγκρατηθεί. Ήξερε κι άλλες έγκυες που είχαν αναγούλες αλλά δεν έβγαζαν τα σωθικά τους μπροστά στον κόσμο. Τελοσπάντων, αυτός συνέχιζε να κάνει τη δουλειά του. Οι άλλοι οι άχρηστοι βρήκαν ευκαιρία με την αναμπουμπούλα να λασκάρουν. Μόνο αυτός από όλο το γραφείο δεν κουνήθηκε απ' τη θέση του. Αυτά έβλεπε το αφεντικό και τον κρατούσε τη στιγμή που γινόταν σφαγή στο γραφείο. Ο ένας μετά τον άλλο έπαιρναν πόδι.

Κάποιο μεσημέρι εκλήθη αιφνιδίως στο γραφείο του διευθυντή. Του ανακοινώθηκε χωρίς περιστροφές η απόλυσή του. Βγήκε έξω. Κράτησε το στόμα του κλειστό. Μόνο τη σχισμή εκείνη του εγκεφάλου από όπου τρυπώνει και φωλιάζει το μίσος άφησε ανοιχτή. Κάποιος από τα λαμόγια στο γραφείο έβαλε ρουφιανιές στο διευθυντή. Θα τον βρει ποιος είναι και θα του γαμήσει ό,τι έχει και δεν έχει. Κράτησε το στόμα του κλειστό. Μόνο τις εκκρεμότητες άφησε ανοιχτές. Θα τον βρει τον πούστη και θα τον σκίσει. Κράτησε το στόμα του κλειστό. Μόνο το συρτάρι του γραφείου άφησε ανοιχτό όταν πια είχε μαζέψει και το τελευταίο πραγματάκι του. Κράτησε το στόμα του κλειστό. Μόνο την πόρτα άφησε ανοιχτή φεύγοντας. Και το στόμα των συναδέλφων του. Κι αυτό το άφησε ανοιχτό. Έτσι όπως έφυγε χωρίς ένα γεια.

Τις επόμενες μέρες το δικό του στόμα και τα στόματα εκείνων που νόμισε πως τον κατέδιδαν, που νόμισε πως τον λοιδορούσαν, που δε νόμισε αλλά τον χλεύαζαν, που δε νόμισε αλλά τον περιγελούσαν, το δικό του το στόμα το σφραγισμένο με μίσος και το δικά τους τα άναυδα στόματα, θα ενώνονταν σε ένα σύνθημα, ένα γιουχάισμα, ένα αίτημα. Στην πλατεία. Εκείνος πιο ψηλά, προς τη Βουλή. Εκείνοι πιο χαμηλά, προς τις συνελεύσεις. Εκείνου τα χέρια θα έδιναν πιο πολλές μούτζες. Εκείνων θα σηκώνονταν για πιο πολλές ψηφοφορίες. Στον ίδιο τόπο, εκεί, εκεί θα έφτυνε το προτεσταντικό work ethic αλά ελληνικά, που είχε καταπιεί αμάσητο. Εκεί θα έφτυναν τον εμπαιγμό και την ειρωνεία προς τον συνάδελφο. Και πάνω στο ολισθηρό έδαφος των φτυσμένων αντανακλαστικών, σε μια αρένα όπου κανείς δεν προϊσταται, θα πήγαιναν παραπέρα. Άγνωστο πού. Αλλά παραπέρα.

5/6/11

θέλω να πάω στη συνέλευση και να απαγγείλω ένα ποίημα

Ο παπαγάλος

Σαν έμαθε τη λέξη καλησπέρα
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:
«Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά.
Τι κάθομαι δω πέρα;»

Την πράσινη ζακέτα του φορεί
και στο συνέδριο των πουλιών πηγαίνει,
για να τους πει μια γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μια στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα,
και τους λέει: «καλησπέρα».

Ο λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τι διαβασμένος, λένε, ο παπαγάλος!
Θα ’ναι σοφός αυτός πολύ μεγάλος,
αφού μπορεί και ανθρώπινα μιλεί.
Απ’ τις Ινδίες φερμένος, ποιος το ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του να ’χει φέρει,
με τι σοφούς εμίλησε, και πόσα
να ξέρει στων γραμματικών τη γλώσσα!
«Κυρ παπαγάλε, θα ’χομε την τύχη
ν’ ακούσωμε τι λες και πάρα πέρα;»

Ο παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει…
μα τι να πει; Ξανάπε: «καλησπέρα».


Ζαχαρίας Παπαντωνίου

4/6/11

τα δώρα που σπάνε

Τον ρώτησε αν ήθελε άλλο καφέ. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, ξύνοντάς το ελαφρά, παράλληλα. Έπειτα του σέρβιρε μισή κούπα. Δίστασε για μια στιγμή, μήπως διακόψει το συλλογισμό του. Τελικά όμως ρώτησε: "Θέλετε κάτι άλλο;" Εκείνος της απάντησε μηχανικά, πως όχι και την ευχαρίστησε χαμένος στις σκέψεις του. Η γραμματέας κράτησε στις εκκρεμότητες την ειδοποίηση από το ταχυδρομείο. Ας μην τον ενοχλούσε ξανά τώρα. Δεν ήταν κάτι επείγον. Ας περίμενε μέχρι να την ξαναφωνάξει.

Δεν άργησε να συμβεί. Ο Σύμβουλος έβηξε και άφησε το πέμπτο γράμμα του αλφάβητου να τραβηχτεί ως νοητός άξονας μεταξύ εκείνου και εκείνης. Στο σύντομο παράγγελμα εκτινάχθηκε από την καρέκλα της. "Βρε κορίτσι μου", να την αποκαλεί έτσι ήταν εύκολο, γιατί δε χρειαζόταν να ανακαλεί το όνομά της στη μνήμη του. Όχι περιττές νοητικές διεργασίες. "Θα μου φτιάξεις εκείνο το έγγραφο που πρέπει να στείλουμε στη διεύθυνση ψυχικής υγείας του 5ου τομέα;", τη ρώτησε ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο χειρόγραφο που έτεινε προς το μέρος της. "Με την ευκαιρία, μπορώ να σας παραδώσω αυτό το ειδοποιητήριο;" ρωτούσε η γραμματέας ενώ αντέτεινε προς τα κείνον το σχετικό χαρτάκι. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε, καθώς το βλέμμα του πέρασε από το ένα χαρτί στο άλλο."Πέρασε υποθέτω ο κούριερ όσο ήμαστε στη σύσκεψη και το άφησε κάτω από την πόρτα." του εξήγησε.

Διάβασε το όνομα του αποστολέα. "Είναι πάλι από κείνη απ' το νησί, που έβλεπα το παιδάκι της. Αυτό, που είχε τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Το θυμάσαι; Το είχαμε νοσηλεύσει πριν τρία χρόνια, όταν ήμουν ακόμα διευθυντής στην Κλινική" Η γραμματεύς έγνευσε καταφατικά. Τη θυμόταν.

Μια μητέρα που ερχόταν με το καράβι χειμωνιάτικα από το νησί της άγονης γραμμής όσο το παιδί της νοσηλευτόταν στην παιδοψυχιατρική κλινική κάποιου δημόσιου νοσοκομείου. Και καθώς είχε μια κάποια συνείδηση, μέσα στη γενικότερη κατάντια της -ελαφρώς καθυστερημένη, πνιγμένη στα χρέη, παρατημένη από τον άντρα της, με ένα παιδί άρρωστο, σε ένα νησί στο πουθενά, ξεχασμένη από το θεό της κοινωνικής πρόνοιας- όλους εκείνους τους μήνες που το παιδί νοσηλευόταν, επισκεπτόταν τακτικά εκείνο και βέβαια το διευθυντή και θεράποντά του, όμως μόνο μια φορά, όταν θα έπαιρναν το εξιτήριο έφερε μια κούτα σπιτικά γλυκά στους θεράποντες. Που από την ταλαιπωρία του ταξιδιού και τη σιχασιά των παραληπτών πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Από τότε, αν και ο διευθυντής είχε παραιτηθεί πια για να γίνει Σύμβουλος στο Υπουργείο, δεχόταν τα δώρα της κάθε χρόνο περίπου στη γιορτή του. Κάποια γυαλικά από το τουριστικό κατάστημα που είχε στη Χώρα.

"Μα τι θέλει τώρα και με σκοτίζει; Δυο φορές μου έχει στείλει στη γιορτή μου τα γυαλικά και τις δυο φορές είχαν γίνει θρύψαλα. Δεν της έκοψε να τα τυλίξει με ένα πώς το λένε; Και πρέπει μετά να παίρνω να ευχαριστήσω. Και τι να της πω; Πως ήταν σπασμένα τα γυαλικά που μου έστειλε να με ξαναβάζει σε διαδικασία να τρέχω πάλι στα ταχυδρομεία; Δες τώρα μπελάς πάλι. Να πρέπει να πηγαίνω ο ίδιος να στήνομαι το απόγευμα στις ουρές στα ταχυδρομεία να παραλάβω πάλι τα θρύψαλα. Σπασμένα θα είναι. Δε θα της έκοψε να τα τυλίξει με κάτι. Και δε τα στέλνει στο Υπουργείο να μη τρέχω, παρά τα στέλνει στη διεύθυνση του σπιτιού μου να πρέπει να πηγαίνω στο ΕΛΤΑ της περιοχής. Αν είναι δυνατόν με την επιμονή κάποιων ανθρώπων. Βρε κορίτσι μου, αν σου δώσω την ταυτότητά μου και σου πληρώσω το ταξί θα πεταχτείς μέχρι το ταχυδρομείο που γράφει το ειδοποιητήριο; Δε ξέρω αν χρειάζεται εξουσιοδότηση. Ας ελπίζουμε πως δε θα χρειαστεί. Θα κάνεις έναν κόπο;"

Η γραμματέας τι να κάνει; Συμβασιούχος εκείνη. Σύμβουλος εκείνος. Από το ένα σύν στο άλλο, υπολόγισε την απόσταση. Εκείνη μία, εκείνος πολλοί. Από τον ενικό στον πληθυντικό, υπολόγισε το κόστος. Μάντεψε ποιοι κερδίζουν.

Σε μιάμιση ώρα ήταν πίσω η συμβασιούχος του ενικού αριθμού. Κίνηση στο δρόμο, αναμονή στην υπηρεσία, παραλαβή πακέτου, επιστροφή στο γραφείο, παράδοση του πακέτου στον παραλήπτη, άνοιγμα πακέτου.

(Αυτό;)
"Έλα βρε κορίτσι μου να δεις. Τρίτη φορά, το ίδιο πράγμα!" Κοίταξαν και οι δύο μέσα στην κούτα. Σπασμένα γυαλιά.

"Είναι τελείως καθυστερημένη η γυναίκα. Μα είναι δυνατόν να στέλνει δέμα τα γυαλικά τόση απόσταση και να μην έχει την πρόνοια να τα προφυλάξει κάπως; Δεν την είχα εκτιμήσει σωστά. Είναι πιο ηλίθια από όσο είχα καταλάβει. Πάρ'τα σε παρακαλώ και πέταξέ τα στα σκουπίδια. Κλείνεις λίγο την πόρτα πίσω σου; Ευχαριστώ. "

Έσκυψε πάλι στα χαρτιά του και άρπαξε το ακουστικό να κάνει τα σημαντικά τηλεφωνήματά του, να διευθετήσει τις σπουδαίες υποθέσεις του, να κλείσει τις επείγουσες εκκρεμότητές του. Το βράδυ κρεμούσε το σακάκι σε μια ντουλάπα που του έμοιαζε. Άδεια από ψυχή.

(ή το άλλο)
"Έλα βρε κορίτσι μου να δεις. Τρίτη φορά, το ίδιο πράγμα;" Κοίταξαν και οι δυο μέσα στην κούτα. Γυαλιά καρφιά.

Εύθραυστο. Απροστάτευτο. Παραδίδω στα χέρια σου. Δώρο. Ξανά και ξανά. Θρύψαλα. Ώστε; Η μητέρα, από το νησάκι της άγονης γραμμής είπε εκείνο που ήθελε, άθελά της. Παραδίδω στα χέρια σου. Τη ψυχή. Του παιδιού μου. Πολύτιμη. Απροστάτευτη. Εύθραυστη. Ξανά και ξανά. Στις χημείες. Στα φάρμακα. Στη θεραπεία. Το νου. Μπορεί. Να γίνει. Θρύψαλα.

Παραμέρισε τα έγγραφά του. Κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου. Βούτηξε το χέρι στα θρυμματισμένα γυαλικά. Τα κοίταξε στη χούφτα του. Τα έσφιξε. Μάτωσε. Λιγάκι. Τα έριξε στη τσέπη του σακακιού.

Το βράδυ κρεμούσε το σακάκι σε μια ντουλάπα που του έμοιαζε. Που γέμιζε ψυχή.