31/8/08

Ο ψαράς (σύγχρονες παραβολές ανωνύμου του Έλληνος)

Ήταν μια φορά ένας ψαράς που καθόταν σ' ένα λιμανάκι και ψάρευε με πετονιά. Περνάνε λοιπόν δυο οικονομολόγοι με μεταπτυχιακά στις ΗΠΑ και προσκυνητές του Milton Friedman και του πιάνουν τη κουβέντα.
"Τι έγινε μπάρμπα; Πώς πάει η ψαριά σήμερα;"
"Τα ίδια με χθες. Καλά πάει."
"Κι αφού πάει καλά, βρε μπάρμπα, γιατί δεν κάνεις κάτι να πάει καλύτερα;"
"Σαν τι να κάνω δηλαδή;" τους ρωτάει ο ψαράς
"Να πάρεις πιο σύγχρονο καλάμι και πιο φθηνά δολώματα να βγάλεις πιο πολλά ψάρια."
"Ε, και μετά;"
"Μετά θα πουλήσεις τα ψάρια, θα πιάσεις πιο πολλά λεφτά και θα πάρεις ένα φουσκωτό;"
"Ε, και μετά;" συνέχισε να ρωτάει ο ψαράς.
"Μετά θα μαζέψεις λεφτά να πάρεις μια βάρκα, δίχτυα και σύνεργα να βγεις να ψαρεύεις στα ανοιχτά."
"Ε, κι έπειτα;"
"Έπειτα θα πιάσεις ακόμα πιο πολλά λεφτά και θα αγοράσεις μια τράτα και θα πάρεις και βοηθό."
"Ε, κι έπειτα;"
"Ε, κι έπειτα! Έπειτα θα έχεις αυξήσει τόσο την παραγωγή που θα μπορείς να πάρεις υπαλλήλους να ψαρεύουν!"
"Ε, κι έπειτα;"
"Έπειτα, θα είσαι εσύ ο καπετάνιος και οι άλλοι υπάλληλοι και θα πιάνετε μεγάλες ψαριές"
"Ε, κι έπειτα;"
"Έπειτα, θα έχεις βγάλει τόσο χρήμα που θα προσλάβεις και καπετάνιο στην τράτα!"
"Ε, κι έπειτα;"
"Έπειτα μπάρμπα δε θα χρειάζεται να δουλεύεις και θα κάαααθεσαι!"
"Γιατί, τώρα τι κάνω;" τους αποκρίθηκε ο ψαράς και οι δύο οικονομολόγοι έπεσαν στη θάλασσα και έγιναν γοργόνες.
Και ζήσαμε εμείς καλά και ο ψαράς καλύτερα.

30/8/08

Οι ακαδημαϊκοί είναι μουνόψειρες: εμβαθύνοντας στην Πετροπούλεια θέση περί ανώτατης εκπαίδευσης

Ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε χαρακτηρίσει κάποτε τους ακαδημαϊκούς μουνόψειρες. Αν δε με απατά η μνήμη μου ο χαρακτηρισμός παρατίθεται στο Άγιο Χασισάκι. Αν με απατά θα τη σφάξω την ξετσίπωτη.
Η Αυτού Μεγαλειότης χαρακτήρισε αργότερα τα ΑΕΙ ως μπουρδέλα -που είναι ή καμώνονται τα- πολυτελείας και τα ΤΕΙ ως μπουρδέλα του λιμανιού.
Εμβαθύνοντας τώρα στην Πετροπούλεια θέση περί φθειρών του εφηβαίου, θα πρότεινα τα εξής:

Αν οι ακαδημαϊκοί είναι μουνόψειρες, τότε αιδοίο είναι η ίδια η γνώση, την οποία απομυζούν ως παράσιτα.
Οι φοιτητές είναι οι τρίχες, πράγμα που μαρτυρά το πλήθος και ο ρόλος τους στα ελληνικά ΑΕΙ/ΤΕΙ.
Οι δε αιώνιοι φοιτητές οι τρίχες στην περιοχή μπικίνι μια που ενοχλούν το αγαπητό κράτος της ΝΔ που θέλει να τις αποτριχώσει άρον-άρον.
Τα κρατικά και κοινοτικά κονδύλια καθορίζουν την τοποθεσία του οικήματος (λιμάνι ή Κάραβελ).
Πελάτες είναι οι κυβερνήσεις, η εκκλησία, ο στρατός,το κεφάλαιο και γενικά όλα τα τσίρκα/θεσμοί/παράγοντες που πηδούν τακτικά τη γνώση.
Νταβατζής είναι το κράτος.
Το παιδί για τα θελήματα ή και ρουφιάνος του νταβατζή είναι οι φοιτητικές παρατάξεις.
Και πόρνες είμαστε όλοι όσοι συμμετέχουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην μπουρδελοκατάσταση.

28/8/08

ΑΕΙ-ΤΕΙ: δώσε βάση

Τα ΑΕΙ είναι μπουρδέλα πολυτελείας. Τα ΤΕΙ είναι μπουρδέλα του λιμανιού. ΄Αλλη βασική διαφορά δεν έχουν.

26/8/08

Μαύρο παραμύθι για το λευκό της παραμυθίας

Το τοπίο ήταν γκρίζο. Γιατί γκρι ήταν οι ράγες, η πλατφόρμα, οι τοίχοι, οι κάμερες, τα παγκάκια, τα ρούχα, οι ανακοινώσεις τους. Το τοπίο ήταν ξεσκισμένο γκρίζο. Γιατί οι αφίσες σκισμένες, τα όνειρά τους σουγιαδιασμένα, τα παγκάκια εξευτελισμένα, οι ράγες κουρασμένες, οι πλατφόρμες φθαρμένες, οι κάμερες ηλίθιες, οι ανακοινώσεις κουρελιασμένες.
Μόνο το φως μπροστά, στο τρένο που ξεπρόβαλε από το τούνελ, ήταν κίτρινο. Λυτρωτικό κίτρινο. Έδωσα μια και σάλταρα στις ράγες. Ακούστηκε μια στριγκλιά. Πάντως δεν ήταν η δική μου. Εγώ σκοτώθηκα με το στόμα σφραγισμένο. Ο πόνος που φανταζόμουν δεν ήρθε ποτέ. Ακαριαίος θάνατος. Σιωπηλός. Σχεδόν ακαριαία εξήλθε και η ψυχή του σώματος και υπερίπτατο σαν πεταλουδίτσα στο σοκαρισμένο, είναι αλήθεια, πλήθος. Το σώμα μου θα πρέπει να βρισκόταν κομματιασμένο κάτω από το ακινητοποιημένο και σοκαρισμένο, είναι αλήθεια, τρένο.
Είναι αλήθεια, είναι αλήθεια. Ο ξεσκισμένος γκρίζος κόσμος δεν είδε κανένα κίτρινο λυτρωτικό. Είδε το μπλε της σειρήνας των μπάτσων και το πορτοκαλί της σειρήνας του ασθενοφόρου. Αυτά ήταν τα τελευταία χρώματα που είδα κι εγώ από κοντά. Γιατί σύντομα (δε μπορούσα πια να μετρήσω πόσο σύντομα αλλά σύντομα) βρέθηκα με τους άλλους. Τους άλλους νεκρούς.
Σε ένα γκρίζο τοπίο. Πέρα για πέρα γκρίζο. Κι αληθινό γκρίζο. Ούτε σαν τις πόλεις, ούτε σαν τα πεζοδρόμια, ούτε σαν τα κουστούμια. Γκρίζο μόνο γκρίζο του ουρανού. Κανένα χρώμα. Σε ένα συννεφένιο βαρύ γκρίζο δίσκο οι ψυχές. Φιγούρες που αχνοφαίνονταν στην γκρίζα ομίχλη, σαν ομίχλη κι οι ψυχές. Κι ούτε άλλο τίποτα. Ούτε γέλιο, ούτε κλάμα, ούτε λόγος, ούτε σκέψη, ούτε μνήμη, ούτε προσδοκία, ούτε ελπίδα, ούτε φόβος. Μόνο ένας αγώνας να διατηρηθείς στη λήθη και στην αταραξία. Τίποτα. Τρεμόπαιζαν σαν κεριά, οι ψυχές. Παραταγμένες σε έναν κύκλο.
Στην εξωτερική τροχιά του κύκλου στέκονταν, ή μάλλον τρεμόπαιζαν, οι γαληνεμένες ψυχές.
Εκεί με υποδέχτηκε κάποιος παλιός γνώριμος. Με εθελούσια έξοδο κι εκείνος βρέθηκε πριν πολλά χρόνια στον συννεφένιο δίσκο. Αλλά φαίνεται πια μπορούσε να αντέξει να βρίσκεται στην περιφέρεια του δίσκου. «Ο παππούς πού είναι;» τον ρώτησα με τον τρόπο που ρωτούν οι πεθαμένοι: χωρίς λόγια. Μου έγνεψε πως ο παππούς ήταν πρόσφατα νεκρός και δεν άντεχε στην εξωτερική τροχιά. Ήταν κάπου κρυμμένος ανάμεσα σε αμέτρητες ψυχές στο εσωτερικό του κύκλου. Και τότε γύρισα την πλάτη μου και αντίκρισα αυτό που μόνο οι γαληνεμένες ψυχές μπορούσαν να αντικρίζουν ατάραχες και απαλλαγμένες απ’ τη μνήμη. Ή μάλλον σχεδόν άντεχαν. Γιατί κάποιες ανησύχαστες ψυχές αυτομολούσαν και βρίσκονταν πάλι στη ζωή, καταδιώκοντάς τη από φθόνο. Γιατί δεν άντεχαν να τη βλέπουν μόνο από κει ψηλά.
Από το δίσκο των ψυχών έβλεπες τον κόσμο. Ο κόσμος ήταν οι κόκκινες στέγες των σπιτιών, τα πράσινα πάρκα, τα άσπρα σύννεφα, το μούχρωμα του δειλινού, τα πράσινα ποτάμια, οι γαλάζιες θάλασσες, το κόκκινο ποδηλατάκι, το γελιο ενός παιδιού και ο πολύχρωμος ανεμόμυλός του, το τιτίβισμα των πουλιών, το άρωμα των ρόδων, όλα αγκαλιασμένα στο λευκόχρυσο φως του ήλιου. Αυτό είχα χάσει.
Κι αυτό δεν άντεχα να αντικρίζω, μια νέα στον κόσμο των ψυχών, των νεκρών σωμάτων, μία αυτόχειρας.
Η απελπισία, η απόγνωση, οι μαύρες σκέψεις δε φαίνονταν πουθενά. Αυτό που έβλεπα ως ψυχή, ως μη σώμα πια, είχα χάσει οριστικά και επιθυμούσα απελπισμένα όσο ποτέ δεν το επιθύμησα ζωντανή. Τώρα πια ήξερα τι σήμαινε θαύμα της ζωής. Αλλά ήταν πια αργά. Ή μπορεί και όχι. Αφού όνειρο ήταν. Ή μπορεί και όχι.

9/8/08

ενός λεπτού σιγή

Κάπου σαράντα χιλιόμετρα έξω από την πόλη βρισκόταν αυτός. Ένας ορμίσκος απάνεμος, βράχια φρουρούς στη μια και την άλλη άκρη, ψιλό βοτσαλάκι, κλιμακωτά βαθιά γαλαζοπράσινα νερά με ελάχιστες πέτρες στο βυθό.
Πάνω του βρισκόταν αυτή. Μια τουριστική ανάπτυξη με ομπρέλες, σαίζ λόνγκ, ξύλινα παραπήγματα με πλαστικές καρέκλες, χλιδάτες καφετέριες με θέα το πέλαγος, αιρ κοντίσιον και ιδρωμένα γκαρσόνια με στολή, πολλά ντεσιμπέλ με νεοελληνική ποπ, ντουζιέρες, ξενοδοχειακά συγκροτήματα και ρουμ του λετ, χημικοί καμπινέδες και έναν κουλουρτζή που πουλούσε ντόνατς.
Ανάμεσά τους, εκείνου και εκείνης, βρίσκονταν αυτοί. Δίποδα που αν και είναι φανερό πως δεν έχουν διαβεί ακόμα επιτυχώς τα στάδια της εξέλιξης έχουν πορτοφόλι, δίπλωμα οδήγησης και γνώμη. Κοινή μεν, γνώμη δε. Την τριχοφυΐα- κληρονομιά του μακρινού εξαδέλφου χιμπατζή- κοσμεί χρυσός σταυρός και χρυσή βέρα. Η αγριότητα του βλέμματος -κληρονομιά επίσης- έρχεται σε αγαστή συμφωνία με τη βαναυσότητα στη χρήση της μητρικής γλώσσας. Μητροκτόνοι μεν, πατεράδες δε. Οι υιοί και κόρες πλατσουρίζουν στα ρηχά με μπρατσάκια, σωσίβια και ό,τι τελοσπάντων μπορεί να κρατάει στην επιφάνεια το είδος. Αλλά παρά την έλλειψη βάθους οι πρόγονοι φωνασκούν ακαταπαύστως στους διαδόχους να εξέλθουν από τη ρηχότητα. Οι άρρενες συζητούν για: κινητά, ακίνητα, αυτοκίνητα. Οι θηλυκές αλείφονται με αντηλιακό. Προσέχοντας μη χαλάσει το μανικιούρ- πεντικιούρ ανοιγοκλείνουν καπάκια από τάπερ. Κεφτεδάκια, καρπούζια, πεπόνια εκλύουν σάλια και ελκύουν μύγες. Σάντουιτς σε σελοφάν και αλουμινόχαρτα βρίσκουν το δρόμο για την στοματική κοιλότητα των λουόμενων. Αλουμινένια κουτάκια μπύρας, μπουκάλες νερού, παγάκια εμφανίζονται από πλαστικό ψυγειάκι. Και εγένετο φραπές. Μητέρες στριγκλίζουν στα μικρά"βγες έξω", "έλα να φας", "μη μπαίνεις στα βαθιά", "μηηηηη!", "έλα να σου βάλω αντηλιακό", "άμα σε πιάσω θα δεις". Οι διάδοχοι ανταποδίδουν με άναρθρες κραυγές. Γοερά κλάματα από μαλλιοτραβήγματα, σκουντουφλήματα, κυνηγητά, κύματα και καμιά σοφή σφήκα.Τα ανδρικά χάχανα διαδέχονται οι βραχνές απειλές προς τους διαδόχους που διαδέχονται κουβέντες σε τόνους μη αναγκαία υψηλούς. Από τα μεγάφωνα της καφετέριας η υστερική, ανορεξική αοιδός που καταμαρτυρεί την επώδυνη απώλεια ενός αρσενικού σε τσιφτετελοειδές τέμπο.
Ώσπου ξάφνου εισβάλλουν στην πλαζ περίπου εβδομήντα άτομα διαφόρων ηλικιών. Δυο από αυτούς εισβάλλουν στο μεγαθήριο των καφέδων και κόβουν το καλώδιο του αναθεματισμένου cd player με τα καλοκαιρινά χιτ. Τα ντεσιμπέλ της παραλίας πέφτουν αισθητά. Κάποια από τα λουόμενα δίποδα απορημένα στρέφουν τις κεφαλές τους προς την καφετέρια που κρέμεται πλέον άναυδη πάνω από τα κεφάλια τους. Κάποια άλλα απομονωμένα στην δική τους εκκωφαντική ηλιθιότητα συνεχίζουν να τσιρίζουν άνευ λόγου και αιτίας. Τότε οι 70 σχηματίζοντας κλοιό γύρω από τα ξαπλωμένα δίποδα, παίρνουν το έναυσμα από τον γηραιότερο και εφορμούν συντονισμένα κολλώντας στα στόματα των λουομένων μονωτικές ταινίες.
Για μια στιγμή, μια τόση δα στιγμή, που την πήρε ο άνεμος και τη χάρισε στο κύμα που εκείνο την άπλωσε στα βότσαλα της ακροθαλασσιάς και την μοίρασαν στα βράχια και την είδε ο ουρανός που χρωματίζει πάντα τη θάλασσα, έγινε σιγή. Ενός λεπτού συναισθήματος σιγή. Όπως στις ακτές του χειμώνα. Που η σιωπή υποκλίνεται στην ομορφιά του κόσμου. Όμως ας μην πω κι εγώ τίποτε άλλο.

6/8/08

Περιμένοντας τους Βούλγαρους (Συγκάτοικοι ΙΙ)


Φτάσαμε αργά το απόγευμα στην Εραδούρα, ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ανδαλουσίας φορτωμένοι όσο πολιτισμό και όση ταξιδιωτική εξάντληση βάσταγαν οι πλάτες μας. Μας καλοδέχτηκαν κάτι αέρηδες, άλλο πράγμα. Ισπανικό. Ισπανική και η υποδοχή της τρελοκοτσιδούς σαραντάρας στο κάμπινγκ που με βεβαίωσε πως δεν έχει καμιά κράτηση στο όνομά μας και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

Με τα πολλά, βρήκαμε ένα, ας το πούμε απάνεμο, μέρος να στήσουμε τη σκηνή. Πιο κει τέσσερις άντρες κατράμι απ’ τον ήλιο πίνανε μπύρες μιλώντας και γελώντας. Δυνατά. Και μας κοιτούσαν το ίδιο δυνατά. Που εγώ πάλευα με σχοινιά, πέτρες, φύλλα και ανέμους και ο Νίκος μελετούσε σοβαρός ένα χαρτί με οδηγίες χρήσεως για τη σκηνή.

«Το κοινό μας έλειπε τώρα!» μουρμούρισα εκνευρισμένη για τους δίπλα. Μου έφταιγε και ο αέρας. Κυριολεκτικά. Και τα αδιάκριτα βλέματα. Ειλικρινά.

Παρ’όλη του την επιστημοσύνη ο Νικόλαος σκόνταψε σε μια πέτρα και του πήρε τις οδηγίες ο πανταχού παρών αήρ. Στη φούρια μου, το μόνο που πήρα χαμπάρι ήταν ένα δυνατό γέλιο από την αντροπαρέα. Δυνάμωσαν κι άλλο κάτι σέρβικα σε ένα κασετόφωνο με ενισχυτή και μας περικύκλωσαν προσφέροντας βοήθεια.

«English? Ingles?» ρωτάω μήπως συνεννοηθούμε μεταξύ μας το έξαφνο συνεργείο ανέγερσης σκηνών. Ένας μου έγνεψε το χέρι του σα βάρκα στα κύματα, που θα πει «κάτι λίγα». Που στην πράξη σήμαινε καθόλου. Είπαμε τα βασικά. Εμείς έλληνες, εσείς; Μπουλγκάρια. «Ω, Μπουλγκάρια! Ολ Μπαλκάνιαν!» απόσωσα ενθουσιωδώς και ελήφθη ως παράγγελμα να ξεκινήσουμε.

Μες στο κομφούζιο βρήκα ευκαιρία να λουφάρω με ένα χαζόσκυλο σαν αυτό το τσιαουάου στον Τρυποκάρυδο του Τομ Ρόμπινς που κάθισε πάνω του και το έλιωσε μια χοντρή.
«Πώς το λένε»; ρωτάω τον ισπανό της παρέας που δε καταδέχτηκε να δώσει ένα χεράκι στην ανέγερση. Μου απάντησε κάτι σαν Καμπόνε, Καπόνε...ούτε που κατάλαβα.
«Αλ Καπόνε!» συμπλήρωσα σε έξαλλη κατάσταση οίστρου. Πέσανε οι σχετικές επευφημίες με διεθνείς όρους όπως μαφία, Μάρλον Μπράντο και τα σχετικά.

Γύρισα στο εργοτάξιο και είδα τον σύντροφό μου να καρφώνει ένα πασαλάκι και να δίνει οδηγίες στα αγγλικά και δη με προφορά λονδρέζικη ωσάν μεγαλοεργολάβος σε εθελοντή οικοδόμο σκηνών. Ήθελα να φωνάξω ένα «τι γίνεται εδώ ρε;» στο από σπόντα αφεντικό, αλλά μετά σκέφτηκα σε ποια γλώσσα να το πω...και έκανα την καρδιά μου πέτρα και ένα οντισιόν τις πιο κατάλληλες κοτρώνες στο ρόλο του σφυριού και τις μοίραζα στο συνεργείο «οι βούλγαροι» και σια.

Με τα πολλά ανεγέρθη και ο υφασμάτινος πύργος και ξέσπασα εγώ σε κάτι εορταστικά gracias, gracias. Μου ήρθε να χορέψω τα βουλγάρικα -που εξακολουθούσαν να παίζουν στη διαπασών- απ’ τη χαρά μου, αν δε σκόνταφτα στο αυστηρό βλέμμα του Νίκου και τις πολύ συγκρατημένες ευχαριστίες του. Το πράγμα σοβάρεψε κι άλλο όταν ο ψηλός εξηγούσε λίγο μετά στον ισπανό του αλ καπόνε, πως η μάνα του δούλευε τριάντα χρόνια στη Βουλγαρία και τώρα δεν μπορεί να πάρει σύνταξη και «νο ινσιούρανς».

Αφού χτίσαμε και το σπιτικό μας, πήγαμε να το γιορτάσουμε τα δυο μας με κρύες cervecas στο πλησιέστερο ερημικό ταβερνίδιο by the sea με τις ωραίες του καλαμωτές ομπρέλες. Το «τέλος καλό όλα καλά» και οι μπύρες δε με βοήθησαν να ξεχάσω το ατόπημα του ανδρός μου.

«Καλά ρε, γιατί δε συνεννοήθηκες στα ισπανικά με τους ανθρώπους;» ρώτησα έτοιμη για καυγά το Νίκο τον ισπανομαθή. Να σημειωθεί πως άνθρωποι εν προκειμένω λογίζονται οι βούλγαροι.
«Αφού είπανε πως μιλάνε αγγλικά» αμύνθηκε.
«Τι αγγλικά μιλάνε μωρέ; Και έπρεπε να τους απευθύνεσαι με προφορά; Σε ποιον μιλάς, στον σουπερβάιζορ;» συνέχισα την κατσάδα απτόητη.
«Καταλαβαίνανε» απάντησε θέλοντας να δώσει τέλος στην αψιμαχία υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων που εκκίνησα εγώ, η αυτεπάγγελτη προστάτις.
«Σκατά καταλαβαίναν. Και τι ύφος ήταν αυτό που είχες; Και το ευχάριστω με μισή καρδιά το είπες» εξακολουθησε η συνδικαλομητέρα.

Τότε μου εκμυστηρεύθηκε ο Ν. πως είχε θυμώσει μαζί τους επειδή γέλασαν που σκόνταψε και πως του την έσπασε που αμέσως μετά από αυτό προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν. Και πως αν δεν έβλεπαν τη γκόμενα και την ανημποριά του άντρα, δε θα έσπευδαν σε βοήθεια, μου εξήγησε μασημένα.

«Και πού είδες το κακό; Αντί να γελάσεις με τα χάλια μας μούτρωσες στους ανθρώπους!» του ανάκοψα την ερμηνευτική πορεία αν και μετριοπαθώς μια που μου ερχόταν να γελάσω.

Τελοσπάντων θα γινόταν η μάχη της Εραδούρας αλλά έλα που κατέφθασε από το πουθενά και ζωντανή ορχήστρα. Διέκρινα μες στο σκοτάδι τρεις φιγούρες που έπαιζαν παράμερα διάφορα ινστρουμένταλ σε αλληλουχία επιτυχή με «τα παιδιά του Πειραιά». Που είσαι μάνα να δεις την κόρη σου να πίνει μπύρες στο ανδαλουσιάνικο χωριό με τα σάουντρακ που μεγάλωσες! Ήθελα πάλι να σηκωθώ να χορέψω αλλά έλειπαν οι Βούλγαροι.

Ή έτσι νόμιζα. Το άλλο απόγευμα σεργιανόντας στο χωριό πρώτα ακούσαμε και μετά είδαμε την ορχήστρα. «Ρε συ, οι Βούλγαροι!» λέω στο Νίκο και ξεσπάσαμε σε γέλια. Περνώντας από δίπλα χαιρετήσαμε τους πρώην «οι δίπλα» δι’ανάτασης των χειρών, πράγμα δύσκολο να ανταποδώσουν με τα κλαρίνα και τα ακορντεόν ανα χείρας. Αρκέστηκαν σε ένα χαμόγελο. Όλο δικό μας. Βουλγάρικο.

«Προσοχή: δοκιμάστε να στήσετε τη σκηνή δοκιμαστικά στο σπίτι σας πριν από τις διακοπές σας», διάβασα στο αγνοούμενο επι μέρες χαρτί οδηγιών χρήσης.

«Πάλι καλά που δεν ξέρανε αγγλικά οι άνθρωποι. Ρεζίλι θα γινόμασταν» σκέφτηκα καθώς το πετούσα εν είδει συμμαζέματος της γύρω περιοχής κάτω από το δέντρο. Κι ένιωσα ξαφνικά ντροπή για όλες τις αυτιστικές βρετανικές οδηγίες που έχω υποστεί στη ζωή μου.

Τις επόμενες μέρες όπου και να τρώγαμε είχαμε συνοδεία ζωντανής μουσικής και έτοιμο το ευρουδάκι υπερ των γειτόνων με τις κίτρινες μπλούζες και τις μαύρες βερμούδες. Ο εισπράχτορας της κομπανίας και καμπούρης ακορντεονίστας προς το τέλος των διακοπών μας στην Εραδούρα, σήκωνε τα χέρια ψηλά που δίχως καμιά γλώσσα θα πει ξεκάθαρα «δεν το πιστεύω! Πάλι εσεις μπροστά μας!» και γελώντας μάζευε το μπαξίσι που είχα ακουμπήσει στο τραπέζι.
Όταν έφευγα από την Ανδαλουσία είχα κι έναν μικρό πόνο στην καρδιά. Για κάτι φάτσες που συμπάθησα και δε θα ξαναδώ ποτέ...

Αλλά είχα και τα εν Λονδίνω να σκεφτώ και τις φάτσες επισκίαζαν πια οι έγνοιες μου.

Η Καταρίνα, η ξανθιά Βουλγάρα υποψήφια διδάκτωρ οικονομικών επιστημών και συγκάτοικός μου, έπεισε το νεότερο, κοντύτερο και καμιά σχέση σε στύλ Τούρκο χεβιμεταλά γκόμενό της να φύγουν από το σπίτι. Και κατέβασε και μια ελεφαντο-προβοσκίδα που όμοιά της στοιχηματίζω πως δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ευρύτερη περιοχή των βαλκανίων. Δεν ευοδώθηκε η συγκατοίκηση γιατί υπήρξαμε οι έτεροι συγκάτοικοι, υπερβολικά φιλόξενοι και ελλιπέστατα τυπικοί.

Θυμάμαι με τι καμάρι μου εξιστορούσε η Καταρίνα απ’τη Σόφια την θεάρεστη συγκατοίκησή της με δυο άλλες δυτικο-ευρωπαίες στο Βέλγιο όπου όλα ήταν σε πρόγραμμα και υπό έλεγχο, βεβαίως- βεβαίως. Τόσο που επειδή το πρωί ήθελαν απαξάπασες να κάνουν το καθιερωμένο ντους του πολιτισμού της δύσης, κρατούσαν ώρα. 7.30 με 7.50 η μια, 8.00 με 8.20 η άλλη, 8.20 με 8.40 η τρίτη.

Τόσο όμορφα και οργανωμένα που όταν ο Τούρκος επισκέφτηκε τη Βουλγάρα στα Βελγια και ήθελαν διακαώς να απολαύσουν το πρωινό τους ντους, έπρεπε να μοιραστούν την ίδια προκαθορισμένη ώρα μια ντουζιέρα μια σταλιά και γρήγορα-γρήγορα να μη χαλάσει το πρόγραμμα. Κι όταν μου κατάστρωσε πρόγραμμα καθαριότητας, ω, δε λησμονώ το πονηρό της αστείο! Το ένα ζευγάρι να καθαρίζει το κωλόσπιτο και το άλλο να επιβλέπει, εναλλάξ, είχε προτείνει...Όσο και κείνη δε λησμόνησε το δικό μου αστειάκι στις ιστορίες καθημερινής ρομποτικής στο Βέλγιο. «Κι εμεις εδώ είμαστε μια χούφτα βαλκάνιοι που θα παριστάνουμε τους ευρωπαίους, ε; » είχα πει και θυμάμαι καλά πώς με κοίταξε.

Τι να γίνει, ήταν πολιτισμένο κορίτσι και εγώ βάρβαρη βαλκάνια καθώς φαίνεται. Εκείνη κόντεψε να βουρκώσει στις πρώτες δηλώσεις του Μπλερ μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στις συγκοινωνίες τον Ιούλη’05 παρατηρώντας "how cute he is"...Όσο για μένα, άντε να έχω κάνει δέκα πρωινά ντους στη ζωή μου. Προτιμώ να ονειρεύομαι για είκοσι λεπτά ακόμα.

Στο καλό να πας Καταρίνα, οικονομολόγε. Και πού’σαι , μη ξεχάσεις πως η μάνα του ψηλού με το κλαρίνο ακόμα περιμένει τη σύνταξη...

5/8/08

Ο πολιτισμός ευνοεί τον βλάκα- Διονύσης Χαριτόπουλος

Ο πολιτισμός ευνοεί τον βλάκα. Στην πρωτόγονη κατάσταση τα πράγματα ήταν ξεκαθαρισμένα. Αυτόν που αργούσε να καταλάβει γιατί τρέχουν οι άλλοι τον είχε αρπάξει η αρκούδα. Στην εποχή μας ο κάθε καθυστερημένος μπορεί να είναι κυβερνητικό στέλεχος ή αυτός που σε έχει ναρκωμένο στο χειρουργικό κρεβάτι. Οι τεχνικές και διοικητικές υποδομές που δημιουργήθηκαν με τη γιγάντωση των κοινωνιών άφησαν μεγάλα περιθώρια να καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις στην κοινωνική κλίμακα και κάθε λογής σπουδαγμένοι φελλοί. Έτσι καλύπτεται μια πραγματική ανάγκη όχι μόνο γιατί οι έξυπνοι δεν επαρκούν ή δεν σπουδάζουν όλοι, αλλά και γιατί οι πιο ανεξάρτητοι από αυτούς προτιμούν να στρέφονται σε περισσότερες ελεύθερες και δημιουργικές ασχολίες από το να εγκλωβιστούν σε ένα στεγνό επαγγελματικό χώρο. Για ορισμένα ελεύθερα πνεύματα είναι προτιμότερο να ανοίξουν ένα μπαράκι σε κάποιο νησί παρά να κλειστούν με κουστούμια, τσάντα και γυαλί από το πρωί ως τη νύχτα στην πολυεθνική.

Διονύσης Χαριτόπουλος, Εγχειρίδιο Βλακείας, εκδόσεις Τόπος

4/8/08

"....πώς ξεφεύγει κανείς από την παρατεταμένη κόλαση των μαλακισμένων νεομικροαστών..."- Άρης Μαραγκόπουλος

"Κοίτα, κοίτα τώρα αυτούς εκεί πέρα, πώς ορμάνε ν' αρπάξουν την καρέκλα μην τυχόν και πάει και κάτσει κάποιος άλλος. Καθίκια. Κοίτα τους πώς απλώνονται σε διπλάσιες καρέκλες απ΄ όσες τους αναλογούν, πως καταπατάνε τον κοινό χώρο. Δεν υπάρχει κοινός χώρος γι' αυτούς, κανείς δε τους έμαθε για τον κοινό χώρο των πολιτών, ξέρουν μόνο να αρπάζουν, να κλέβουν, να κάνουν μικροκομπίνες. Κοίτα τις χρυσές τους αλυσιδίτσες, κοίτα τα παραφουσκωμένα τους παιδάκια, τις υστερικές γυναίκες τους, τις μανταμίτσες τις κόρες τους, και, πες μου ειλικρινά, πώς ξεφεύγει κανείς από την παρατεταμένη κόλαση των μαλακισμένων νεομικροαστών που βιάζονται να χτίσουν το διαμερισματάκι τους και να πούνε (σα φυλακισμένοι που μόλις γλίτωσαν τη θανατική ποινή) "θέε μου, πόσο καλά βολεύτηκα εδώ!"


Άρης Μαραγκόπουλος, Η μανία με την Άνοιξη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

2/8/08

"Τους λογαριασμούς μου με το θεό τους έχω ξοφλήσει...." - Τζίμης Πανούσης

Εγώ ξέρω πολλά για τον καρκίνο λόγω δουλειάς. Δουλεύω στον Άγιο Σάββα, στην πτέρυγα με τα καρκινοπαθή παιδιά. Τους λογαριασμούς μου με το θεό τους έχω ξοφλήσει από έντεκα χρονών, αλλά τώρα, στα τριάντα εφτά μου, είμαι σίγουρη πως και να υπάρχει θεός, πρόκειται για μεγάλο μαλάκα, σαδιστή και ανώμαλο που ταλαιπωρεί αθώα παιδικά κορμάκια αφήνοντάς τα να λιώνουνε και να τελειώνουνε στα χέρια μου με φριχτούς πόνους. Δε μπορείς να καταλάβεις πώς αισθάνομαι όταν ένα κοριτσάκι εφτά χρονών μου σφίγγει το χέρι και μου λέει: "Δώρα, η μορφίνη δεν μου κάνει τίποτα, μόνο όταν με χαϊδεύεις στα μαλλιά ανακουφίζομαι."


Τζίμης Πανούσης- Μικροαστική καταστροφή, Εκδόσεις opera

1/8/08

Οι Έκνταλ γιορτάζουν- Μαλβίνα Κάραλη

Οι Έκνταλ γιορτάζουν

Σπίτι ακατάστατο. Εσύ το λες ζωισμένο. Βιβλία στο πάτωμα.Τα παιδιά στην τραπεζαρία. Με τους φίλους τους. Ο μικρός με το κορίτσι του. Για κοίτα. Γέλια-μια ξεχασμένη κατσαρόλα καίγεται.[...] Εν αταξία η τάξις. Πόσο καιρό είχα να το θυμηθώ;
Όμως το είχα πάντα κατά νου. Λίγο διευθετημένα τα πράγματα της ψυχής- και σπρώχνεις δίχως τύψεις τα ψίχουλα κάτω από το χαλί. Αύριο τα ψίχουλα. Σήμερα έχει ζωή. Σιγά μην κάτσεις να μαζέψεις. Έχει ζωή. Και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω της. Η απόλυτη τάξη είναι λένε επιθυμία θανάτου. Πολλή τάξη οι πεισιθάνατοι. Πολλά καλογυαλισμένα παρκέ οι απαρηγόρητοι.
Τη θυμάμαι να συγυρίζει μανιωδώς. Υστερικές γυναίκες λέει ο δόκτωρ Χάπινες. Αδικαίωτες, θυμοί πνιγμένοι μέσα σε αποστειρωμένες μπανιέρες. Αν μπορούσαν να βράσουν τα μωρά τους, θα τα έβραζαν με χαρά. Αποστειρωμένο μωρό, καμιά μυρωδιά. Σαν ζωή όπως όπως. Γυναίκες. Κάθε φορά που επιθυμούν να σπάσουν κάτι, το γυαλίζουν. Όσο πληθαίνει η έσω αταξία τα σπίτια των ανθρώπων νεκροτομεία. [...]

Μαλβίνα Κάραλη, "Σαββατογεννημένη", Εκδόσεις 01