1/8/18

αξημέρωτα

Έπειτα σηκώνονται στα δυο τους πόδια, πάλι θηρία, όπως πριν απεκδυθούν μάλλινες πανοπλίες, δαγκοδόντια σουβλερά, βεντουζωτά χείλια και γρατζουνοφόρα νύχια. Σηκώνονται στα δυο τους πόδια, ρουθουνίζουν κεραυνούς, ετούτο θα με φάει λάχανο, το ένα, ετούτο δεύτερο δέρμα θα μου γίνει, το άλλο, οσμίζονται λαγωνικώς τον κίνδυνο, διακρίνουν μαύρη μορφή σκιά στην κορυφογραμμή, ωχ, κατεβαίνει έρωτας από τα βουνά, και τα δυο. Ντύνονται- αμύνονται,  σκύβουν μυρίζουν προθέσεις, οι προθέσεις πάντα αναδίδουν κάποιο άρωμα ή δυσωδία, τίποτα δεν τις καλύπτει, ούτε λογάκια, ούτε χαμόγελα, ούτε. Το αρσενικό παρατάσσεται κι αναδιπλώνεται σύσσωμος στρατός ξηράς, απέναντι σε πρωτόφαντο εχθρό από θαλάσσης, από υγρή έκταση, δεν είναι μία, δείχνει χιλιάδες εγγονές των Αμαζόνων εκείνη, Σκύθες την βύζαξαν, Σκύθες την γέννησαν, Σκύθες πατρομανάδες την έμαθαν βελόνες του πλεξίματος βέλη ίσια στα μάτια των ανδρών να τοξεύει, καίγοντας γύρω θυμάρι κι οργασμικές ιαχές.

Έπειτα τ’ αξημέρωτα χορογραφούν το  παιχνίδι με τα όρια, όσο το ένα κοιτάει αλλού, το άλλο χαράζει σύνορα, μπήγει συρματοπλέγματα, τα τυλίγει κρυφά με ηλεκτροφόρα καλώδια, σφυράει αδιάφορα, σα ξαπλωμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, «τι όμορφο αγάπη μου», σκύβει να μυρίσει τα χρωματιστά λαμπιόνια, «ποιον είπες αγάπη μου»- σιωπή- «ποιον είπες αγάπη μου»- σιωπή, φλας ο βρυχηθμός του αναβοσβήνει στο σβέρκο της, γίνεται θεόρατο, από χαρά Χάρος, υψώνει το δρεπάνι, ταχυδακτυλουργία Σαμουράι, τ’ άλλο φοβάται να μην κάνει χαρακίρι, το αγκαλιάζει, χορεύουν ταγκό δείχνουν Δερβίσηδες, δυο κόσμοι ενώνονται, ενώνονται πάλι, αλλεπάλληλες εκρήξεις, το Μπιγκ Μπανγκ στη μήτρα της, όχι, όχι στη μήτρα, η μήτρα διαιωνίζει το είδος, σπασμοί κι εκρήξεις στο ορθό αξημέρωτα.

Έπειτα οι χρησμοί, ήξεις αφήξεις ουκ εν γαμήσι θνήξεις, το κόμμα στον χρησμό εκκρεμές, ταλαντώνεται, παίρνει το σχήμα των κορμιών τους σε μια σκάρτη κυματιστή αγκαλιά, ύστερα κείται το κόμμα, μεταμορφώνεται σε περισπωμένη. Ωραία που θα ταίριαζε στο ωμέγα του σ’ αγαπώ, λένε και τα δυο από μέσα. Απέξω κιχ.

Έπειτα το ένα θέλει να ερμηνεύσει το άλλο, να το χαρτογραφήσει, ποιο ον κάνει να σπαράζουν μυαλό-ψυχή-σώμα. Αλλά τούνελ σιωπής, τόνοι ερωτηματικά, εγκλωβισμένο βαγόνι, έναν φακό, μια ικμάδα φωτός, κάπου να πιαστεί, αναζητεί σύμβολα να τα ξεκοκκαλίσει, βρίσκει μια παλιά φωτογραφία του, την κρατάει στα δόντια ανάμεσα, τι κάνει στην παλιά εικόνα, ακουμπάει το χέρι στο στήθος- λειψή αυτοαγκαλιά, γλείφει το ξεροκόκκαλο με τη γλώσσα, αποκωδικοποιεί τη γλώσσα του σώματος, του σώματός του, τι θα πει να αγκαλιάζεις το στέρνο σου, τι θα πει, ε, τι θα πει; Αναδεύει μια αρμαθιά λέξεις κλειδιά «touching hand nest» δοκιμάζει να τρυπώσει στο Μεγάλο Ψαχτήρι του Σύμπαντος, μα τίποτα, λάθος κωδικός. Είχε μπερδέψει το nest με το chest. Τη φωλιά με την αγκαλιά. Είχε ήδη γίνει φωλιά η αγκαλιά του. Εξημέρωση! Κίνδυνος. Τρόμος. Απόσταση. Ανάλυση. Περισυλλογή.

Η περισπωμένη έχει τώρα κρεμάσει σταφύλια, έχει πυκνοφυλλώσει, το θηλυκό ξαπλώνει σε ένα ανάκλιντρο, κλείνει τα μάτια, ανοίγει τα πόδια, βάζει μια ρώγα στο στόμα, τρίβει τη ρώγα της, φιλοσοφεί μασώντας φύλλα δάφνης και περισπωμένης. Αξημέρωτο και πάλι.


(Δημοσιεύθηκε στο Fractal)