Ανάμεσα στα πολλά χόμπυ των αστών, συγκαταλέγεται η επαναστικότητα στη νεαρή ηλικία κυρίως ανάμεσα στους άρρενες, η οποία παίρνει τη μορφή της φιλανθρωπίας σε μεγαλύτερες ηλικίες ανάμεσα σε γυναίκες.
Η μεσήλικη θηλυκή εκδοχή του νεαρού μωραϊτόπαιδα που επιτίθεται στους κυβερνητικούς είναι η κυρία που διοργανώνει φιλανθρωπικά γκαλά.
Ευτυχώς που πάντα θα υπάρχουμε άνεργοι, άποροι, αδικημένοι, και ανήμποροι για να εξασκούν τα χόμπυ τους όσοι δεν έχουν ιδέα τι πα' να πει να είσαι στο άλφα και στερητικό.
27/2/11
26/2/11
Ψ
Ήταν άρρωστος. Έσκυβε το κεφάλι του πολύ. Ο άτλας, εκείνος που στήριζε την υδρόγειο σφαίρα του, για να περιστρέφεται και να μαθαίνει τη ζωή, για να κοιτάει μπροστά και να μαθαίνει τον χρόνο, για να κοιτάει ψηλά και να μαθαίνει το παν και το σύμπαν, τον είχε εγκατελείψει στη τύχη του. Η τύχη του σ' αυτή τη ζωή, τη μοναδική που του έλαχε, ήταν να νοσήσει ψυχικά. Και έτσι το κρανίο του, όταν πήρε πια το σχήμα του ενήλικα, έσκυβε μόνιμα προς το χώμα.
Ο συνομίληκός μου, εκείνος που δεν στρέφει το βλέμμα του στον άλλο, στον κόσμο ή στον ουρανό, που μοιάζει να μην αποζητά τον άνθρωπο και την αγάπη του, τη φύση και την ομορφιά της, το θεό και την παρηγοριά του, περπατάει σκυφτός. Κοιτώντας τη γη που εμείς, όλοι εμείς που αυτό που μας διακρίνει από εκείνον είναι το πού μπορούμε να στρέψουμε το κεφάλι μας και να τα βγάλουμε πέρα μ' όλα αυτά, εμείς που τα βγάζουμε πέρα και έχει γίνει αυτοσκοπός μας το να τα βγάζουμε πέρα, εμείς οι άλλοι ξεχνάμε το χώμα που κοιτά.
Τον κοιτώ ίσια στα μάτια. Προσπαθώ. Αλλά μου τα αποστρέφει. Είμαι μια σκιά. Μια φιγούρα χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς ψυχή. Δε με βλέπει. Προσπαθώ να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Μάταια. Εκείνος έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια. Κάθε προσπάθεια. Που εμείς, οι άλλοι, οι άλλοι για τους άλλους και για μας εγώ και για εκείνον ο κανένας, δε μπορούμε, δε πρέπει, δε θέλουμε να την εγκαταλείψουμε. The show must go on...against all odds. Θα πέφτεις με τα μούτρα στο χώμα, θα σε έχουν προδώσει οι άνθρωποι που αγαπάς, θα σε έχουν ξεχάσει οι ουρανοί που πίστεψες, αλλά εσύ θα πρέπει να κοιτάξεις μπροστά, ποτέ το χώμα.
Δε μιλάει. Δε θα μου μιλήσει. Ποτέ δε θα μου μιλήσει, όπως θα' θελα. Με τον μόνο τροπο που έχω μάθει. Τον τρόπο αυτό που μιλάς πολύ και δε λες τίποτα. Που μιλάς, μιλάς και λες για τούτο και για κείνο, και αναλύσεις, και επιχειρήματα, και θεωρίες, και όρους, και δείκτες, και κόντρα επιχειρήματα, και ρητορικά σχήματα, και νύξεις, και επιθέσεις, και κολακείες, και μάλιστα και ναι και τίποτα ουσιαστικό. Και δεν κοπάζει ο θόρυβος. Δε σταματούν οι μηχανές, οι συσκευές, η φενάκη μας. Έχει χαθεί η σιωπή και τα λόγια μας πέφτουν άψυχα στο χώμα.
Θα τον προσπεράσω. Θα τον έχω συναντήσει σε κάποιο σταθμό, σε κάποια ουρά, σε κάποια αίθουσα αναμονής και θα τον προσπεράσω. Θα κοιτάξω το ρολόι, θα βιαστώ να φτάσω σε κάποιο προορισμό, θα έχω κάτι μπροστά που με καλεί. Μια συνάντηση με ένα φίλο, μια εκδρομή, μια δουλειά, μια υποχρέωση. Θα ανοίξω την τσάντα μου. Θα έχω πορτοφόλι με χρήματα που κερδίζω, χάρη στο ότι είμαι λειτουργική και χρήσιμη. Θα έχω κινητό τηλέφωνο, με τόσες και τόσες επαφές, χάρη στο ότι είμαι κοινωνική. Θα έχω κλειδιά για το σπιτικό μου, που άνοιξα χάρη στο ότι είμαι νορμάλ και κάποιος άλλος νορμάλ άνθρωπος βρέθηκε να ζήσει μαζί μου. Θα έχω στη τσάντα μου όμως πάντοτε αυτό. Να κοιτώ καμιά φορά, παρ΄όλη την βιασύνη, παρ' όλες τις καβάτζες, παρ΄όλη την αγάπη, παρ΄όλη τη βοή, παρ΄όλα αυτά, το χώμα. Και τότε να με ρωτώ τι ώρα είναι.
Ο συνομίληκός μου, εκείνος που δεν στρέφει το βλέμμα του στον άλλο, στον κόσμο ή στον ουρανό, που μοιάζει να μην αποζητά τον άνθρωπο και την αγάπη του, τη φύση και την ομορφιά της, το θεό και την παρηγοριά του, περπατάει σκυφτός. Κοιτώντας τη γη που εμείς, όλοι εμείς που αυτό που μας διακρίνει από εκείνον είναι το πού μπορούμε να στρέψουμε το κεφάλι μας και να τα βγάλουμε πέρα μ' όλα αυτά, εμείς που τα βγάζουμε πέρα και έχει γίνει αυτοσκοπός μας το να τα βγάζουμε πέρα, εμείς οι άλλοι ξεχνάμε το χώμα που κοιτά.
Τον κοιτώ ίσια στα μάτια. Προσπαθώ. Αλλά μου τα αποστρέφει. Είμαι μια σκιά. Μια φιγούρα χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς ψυχή. Δε με βλέπει. Προσπαθώ να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Μάταια. Εκείνος έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια. Κάθε προσπάθεια. Που εμείς, οι άλλοι, οι άλλοι για τους άλλους και για μας εγώ και για εκείνον ο κανένας, δε μπορούμε, δε πρέπει, δε θέλουμε να την εγκαταλείψουμε. The show must go on...against all odds. Θα πέφτεις με τα μούτρα στο χώμα, θα σε έχουν προδώσει οι άνθρωποι που αγαπάς, θα σε έχουν ξεχάσει οι ουρανοί που πίστεψες, αλλά εσύ θα πρέπει να κοιτάξεις μπροστά, ποτέ το χώμα.
Δε μιλάει. Δε θα μου μιλήσει. Ποτέ δε θα μου μιλήσει, όπως θα' θελα. Με τον μόνο τροπο που έχω μάθει. Τον τρόπο αυτό που μιλάς πολύ και δε λες τίποτα. Που μιλάς, μιλάς και λες για τούτο και για κείνο, και αναλύσεις, και επιχειρήματα, και θεωρίες, και όρους, και δείκτες, και κόντρα επιχειρήματα, και ρητορικά σχήματα, και νύξεις, και επιθέσεις, και κολακείες, και μάλιστα και ναι και τίποτα ουσιαστικό. Και δεν κοπάζει ο θόρυβος. Δε σταματούν οι μηχανές, οι συσκευές, η φενάκη μας. Έχει χαθεί η σιωπή και τα λόγια μας πέφτουν άψυχα στο χώμα.
Θα τον προσπεράσω. Θα τον έχω συναντήσει σε κάποιο σταθμό, σε κάποια ουρά, σε κάποια αίθουσα αναμονής και θα τον προσπεράσω. Θα κοιτάξω το ρολόι, θα βιαστώ να φτάσω σε κάποιο προορισμό, θα έχω κάτι μπροστά που με καλεί. Μια συνάντηση με ένα φίλο, μια εκδρομή, μια δουλειά, μια υποχρέωση. Θα ανοίξω την τσάντα μου. Θα έχω πορτοφόλι με χρήματα που κερδίζω, χάρη στο ότι είμαι λειτουργική και χρήσιμη. Θα έχω κινητό τηλέφωνο, με τόσες και τόσες επαφές, χάρη στο ότι είμαι κοινωνική. Θα έχω κλειδιά για το σπιτικό μου, που άνοιξα χάρη στο ότι είμαι νορμάλ και κάποιος άλλος νορμάλ άνθρωπος βρέθηκε να ζήσει μαζί μου. Θα έχω στη τσάντα μου όμως πάντοτε αυτό. Να κοιτώ καμιά φορά, παρ΄όλη την βιασύνη, παρ' όλες τις καβάτζες, παρ΄όλη την αγάπη, παρ΄όλη τη βοή, παρ΄όλα αυτά, το χώμα. Και τότε να με ρωτώ τι ώρα είναι.
14/2/11
Κάντε έρωτα, όχι εμπόριο
Κάντε έρωτα, όχι εμπόριο, θα μπορούσε να είναι το σύνθημα της μέρας των ερωτευμένων σε συνθήκες κρίσης.
Αλλά κάποιοι από μας θα προτιμήσουμε να ενισχύσουμε την καταναλωτική κίνηση ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, τονώνοντας λιγάκι το εμπόριο του έρωτα. Καρδούλες, αρκουδάκια, γλυκίσματα, εσώρουχα και δείπνα σε καλά εστιατόρια, to name a few.
Άλλοι θα μεμψιμοιρήσουμε ότι δεν την ενισχύσαμε επαρκώς, αν και θα το θέλαμε. Πολύ φτωχό θα μας φανεί το τριαντάφυλλο ενώ θα θέλαμε να του αγοράσουμε εκείνο το ακριβό πουλόβερ.
Και άλλοι πάλι, ούτε έρωτα θα κάνουμε, ούτε εμπόριο. Θα κάνουμε πνεύμα, επικρίνοντας την περιρρέουσα ερυθρορόζ κιτς σαχλότητα που κατακλύζει κάθε 14 Φλεβάρη την αγορά και τις καρδιές μας. Θα επικρίνουμε τα λούτρινα και εκείνα με τη σειρά τους θα λουφάξουν σε μια γωνιά πιο λυπημένα από αρλεκίνο. Και φυσικά δεν θα αποτελέσει η γιορτή μια αφορμή να του πούμε πως τον αγαπάμε. Ακόμα. Παρόλαυτα.
Κάποιοι άλλοι, ένεκα της ημέρας ή ανεξάρτητα αυτής θα κάνουμε αυτό που πρέπει. Να δηλώσουμε την αγάπη μας στον άλλο. Το πάθος μας. Τον πόθο μας. Whatever. Με λόγια, με έργα. Με συμβολισμούς.
Μάθαμε να δηλώνουμε τα εισοδήματά μας, τα ακίνητά μας, τα υπάρχοντά μας. Αλλά χωρίς τον έρωτα δεν θα υπήρχαμε για νά'χουμε υπάρχοντα. Έτσι όπως μαθαίνουμε μέρα τη μέρα πιο πολύ στην αστυνόμευση και τον έλεγχο, μόνο ένα ΣΔΟΕ του έρωτα θα επέβαλε την τάξιν. Την αγαπάς, κύριε; Την αγαπώ. Της το δήλωσες σήμερα και χτες και πάντα; Όχι ακριβώς. Πρόστιμο για απόκρυψη αισθημάτων. Ποινές κύριοι, ποινές για να μας πείτε πως μας λατρεύετε, πως είμαστε εκείνη που έψαχνες που πάντα λαχταρούσες στην αγκαλιά της θα'θελες για πάντοτε να ζούσες. Τώρα όμως. Χωρίς αναβολή. Αύριο δε θα' χεις καν αφορμή. Αύριο πάλι γκρίνια και σκεπτικισμός. Σήμερα έχει έρωτα. Αύριο πάλι πόλεμο.
Αλλά κάποιοι από μας θα προτιμήσουμε να ενισχύσουμε την καταναλωτική κίνηση ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, τονώνοντας λιγάκι το εμπόριο του έρωτα. Καρδούλες, αρκουδάκια, γλυκίσματα, εσώρουχα και δείπνα σε καλά εστιατόρια, to name a few.
Άλλοι θα μεμψιμοιρήσουμε ότι δεν την ενισχύσαμε επαρκώς, αν και θα το θέλαμε. Πολύ φτωχό θα μας φανεί το τριαντάφυλλο ενώ θα θέλαμε να του αγοράσουμε εκείνο το ακριβό πουλόβερ.
Και άλλοι πάλι, ούτε έρωτα θα κάνουμε, ούτε εμπόριο. Θα κάνουμε πνεύμα, επικρίνοντας την περιρρέουσα ερυθρορόζ κιτς σαχλότητα που κατακλύζει κάθε 14 Φλεβάρη την αγορά και τις καρδιές μας. Θα επικρίνουμε τα λούτρινα και εκείνα με τη σειρά τους θα λουφάξουν σε μια γωνιά πιο λυπημένα από αρλεκίνο. Και φυσικά δεν θα αποτελέσει η γιορτή μια αφορμή να του πούμε πως τον αγαπάμε. Ακόμα. Παρόλαυτα.
Κάποιοι άλλοι, ένεκα της ημέρας ή ανεξάρτητα αυτής θα κάνουμε αυτό που πρέπει. Να δηλώσουμε την αγάπη μας στον άλλο. Το πάθος μας. Τον πόθο μας. Whatever. Με λόγια, με έργα. Με συμβολισμούς.
Μάθαμε να δηλώνουμε τα εισοδήματά μας, τα ακίνητά μας, τα υπάρχοντά μας. Αλλά χωρίς τον έρωτα δεν θα υπήρχαμε για νά'χουμε υπάρχοντα. Έτσι όπως μαθαίνουμε μέρα τη μέρα πιο πολύ στην αστυνόμευση και τον έλεγχο, μόνο ένα ΣΔΟΕ του έρωτα θα επέβαλε την τάξιν. Την αγαπάς, κύριε; Την αγαπώ. Της το δήλωσες σήμερα και χτες και πάντα; Όχι ακριβώς. Πρόστιμο για απόκρυψη αισθημάτων. Ποινές κύριοι, ποινές για να μας πείτε πως μας λατρεύετε, πως είμαστε εκείνη που έψαχνες που πάντα λαχταρούσες στην αγκαλιά της θα'θελες για πάντοτε να ζούσες. Τώρα όμως. Χωρίς αναβολή. Αύριο δε θα' χεις καν αφορμή. Αύριο πάλι γκρίνια και σκεπτικισμός. Σήμερα έχει έρωτα. Αύριο πάλι πόλεμο.
13/2/11
"Όποιος ζει στην ξενιτειά δεν έχει κάτω από τα πόδια του αυτό το προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας που απλώνει σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα η χώρα που είναι δική του χώρα, όπου υπάρχουν η οικογένειά του, οι φίλοι του, κι όπου μπορεί χωρίς κόπο να γίνει κατανοητός στη γλώσσα που γνωρίζει απ' τα παιδικά του χρόνια."
Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι- Μίλαν Κούντερα
10/2/11
ομελέτα φούρνου
Είναι οι προσπάθειές μας μες στην κρίση σαν την ομελέτα φούρνου.
Χρειάζεται υπερβολικό κόπο για να γίνει αλλά λίγοι την εκτιμούν.
Χρειάζεται υπερβολικό κόπο για να γίνει αλλά λίγοι την εκτιμούν.
7/2/11
Του Αγίου Φόβου
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο, όπως έγραφε κι ο Χικμέτ μέσα απ' τις φυλακές, σήμερα είναι του Αγίου Φόβου, του ερημοφυλάκτη. Του Αγίου για όσους τον προσκυνούν. Του απατεώνα για όσους τον αντιμάχονται. Έτσι οι φοβομάχοι κήρυξαν την 7η του Φλεβάρη πόλεμο στους φοβοκλάστες. Σωστά μάντεψες, ψυχή μου. Πάλι δε τα κατάφερα να ανήκω σε κάποια από τις δυο ομάδες. Μάλλον πάσχω από belongingphobia. Αν και η συμπάθειά μου προς τους φοβομάχους είναι μάλλον φανερή. Κουβεντιάζοντάς το όμως μαζί σου, κάπου θα καταλήξω. Έτσι δεν κάνουμε πάντοτε;
Ο Άγιος Φόβος είναι ο προστάτης των αδυνάτων. Έτσι διαδίδουν οι δυνατοί και οι πιστοί τους υπηκόοι. Φυλάει τα έρημα. Όσους ζουν μετά φόβου Θεού. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου συνήθως έχουν λιγοστά και τρέμουν μη τα χάσουν. Αν έχεις πολλά, φοβάσαι λιγότερο την απώλεια. Κι αν έχεις καταστραφεί και δεν έχεις πια τίποτε να χάσεις, τότε είσαι επικίδυνος, όπως έλεγε στο Μοιραίο Πάθος η Ζυλιέτ Μπινός, κατεβαίνοντας τις σκάλες με το πτώμα του εραστή της να κείται νεκρό στο πάτωμα. Τότε πια όμως έχεις απελευθερωθεί από τον φόβο. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου. Τους βλέπεις πώς διπλοκλειδώνουν τις πόρτες, πώς μισούν ό,τι κι όποιον δε γνωρίζουν, πόσο βαθιά σκύβουν στον ισχυρό, πόσο γαντζωμένοι είναι στους θεούς, πόσο σφιγμένα είναι τα χείλη τους, πόσο εγκρατείς είναι στο δόσιμό τους, πόσο επιφυλακτικό είναι το βλέμμα τους, πώς σε ζυγίζουν, πώς σε μετρούν, πώς σε υποπτεύονται, πόσους σταυρούς φορούν, πόσες βαμβακερές φανέλλες, πόσα φυλαχτά, πόσος κρύος ιδρώτας στις ράχες τους, πώς περπατούν προσεκτικά, πώς έχουν το νου τους, πώς δεν έχουν την καρδιά τους, πόσο δεν καταστρέφονται, πόσο ανέραστοι μπορούν να γίνουν, πόσο δηλητηριάζουν τα παιδιά τους, πόσο φυλάγονται από το άγνωστο. Δε θα τους έβρισκες ποτέ στο Whisky a Go Go του Los Angeles να ουρλιάζουν με τον Τζίμ Μόρρισον "The future is uncertain and the end is always near", ξορκίζοντας τον κοινό, τον πανανθρώπινο φόβο. Τον μόνο σεβαστό. Του θανάτου.
Ο φόβος. Ένα τέρας με απροσδιόριστη μορφή, όταν το βλέπεις να' ρχεται από μακριά. Όταν το βλέπεις. Όσο είναι ακόμη μακριά. Όταν παρέλθει, όταν συντελεστεί ο ερχομός του, οταν πραγματωθεί το φεύ, δεν είναι παρά ένα βίωμα. Δεν είναι παρά άλλη μια εμπειρία, συχνά μάλιστα λιγότερο πικρή από την αναπάντεχη, αυτή που δε φοβήθηκες πως θά'ρθει. Κι αργότερα, που ο χρόνος θα τα σμιλέψει όλα, θα στρογγυλέψει τις αιχμές τω γεγονότων, θα γίνει απλώς μια ανάμνηση. Ο φόβος, αυτό το πελώριο τέρας με τη θολή μορφή, παίρνει μορφή και περιεχόμενο όταν γίνει βίωμα. Ξέρεις το πρόσωπό του και συνήθως δεν σε ξεπερνά στο ανάστημα. Είναι ίσα μ' εσένα. Γι' αυτό επιβίωσες.
Όσο είναι μακριά, κάπου στο μέλλον, κάπου στη σκέψη, κάπου στη φαντασία μας, υπάρχει. Μετά φλαπ, σκάει σα μπαλόνι. Από μακριά παίρνει την τερατώδη του μορφή αυτή που σου κόβει τα γόνατα, που σε βουλιάζει στις μαύρες σκέψεις, που σε απελπιζει. Κι έπειτα, όταν περάσει, η όψη του κατά κανόνα γίνεται λιγότερο επιβλητική, λιγότερο άγρια. Από το φίδι, μέχρι τον θάνατο του αγαπημένου άλλου, από την αρρώστια κι ως την ανεργία, αν έχεις αναμετρηθεί μ' αυτό που φοβόσουν, πια ξέρεις πως δε χάθηκε ο κόσμος. Αυτός θα χαθεί άπαξ, για τον καθένα, και τότε φοβαμαι δε θα' μάστε εδώ να μιλάμε πια ούτε για φόβο, ούτε για τίποτα.
Φοβάμαι πως θα ξυπνήσεις σε λίγο, μικρή μου και θα διακοπεί αιφνίδια αυτή η κουβέντα που κάνω μαζί σου ως συνομίληκή μου, σχεδόν. Κι έτσι πρέπει να συντομεύω. Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο φόβος προστατεύει. Αν φοβάσαι μην καείς δε θα πέσεις στη φωτιά. Ο φόβος φυλακίζει. Αν φοβάσαι πως θα καείς, κι αν ακόμα δε πέσεις στη φωτιά, θα' χεις χάσει μια ζωή υπόδουλος στο τέρας, ανελεύθερος, μια ζωή αβίωτη. Χωρίς βίωμα. Αυτό που τόσο σε έσκιαζε δε το έζησες , δεν ήρθατε πρόσωπο με πρόσωπο, δε το γνώρισες. Φοβόσουν το ανύπαρκτο. Και δε ξέρω αν αξίζει.
Ο φόβος έχει πάντοτε ένα διακύβευμα. Έρχεται σα ληστής και σαν προστάτης. Θα μείνεις άνεργος σου λέει. Σκάσε λοιπόν. Δούλευε σα σκυλί. Και γλείφε. Και μη δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει. Γιατί θα πάψει να σε ταϊζει. Και τι θα απογίνεις; Έρχεται και σε προστατεύει. Σου μαθαίνει πως για να μη συμβεί το φοβερό κακό θα κάνεις αυτό κι εκείνο. Και την ίδια στιγμή σου ληστεύει την αξιοπρέπειά σου. Που αξίζει. Όσο τίποτα, λατρεία μου. Γι' αυτό σου λέω, όταν έρχεται, στάσου όρθια απέναντί του και ρώτα τον ποιο είναι το διακύβευμα. Αυτό μη το φοβηθείς.
Ο Άγιος Φόβος είναι ο προστάτης των αδυνάτων. Έτσι διαδίδουν οι δυνατοί και οι πιστοί τους υπηκόοι. Φυλάει τα έρημα. Όσους ζουν μετά φόβου Θεού. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου συνήθως έχουν λιγοστά και τρέμουν μη τα χάσουν. Αν έχεις πολλά, φοβάσαι λιγότερο την απώλεια. Κι αν έχεις καταστραφεί και δεν έχεις πια τίποτε να χάσεις, τότε είσαι επικίδυνος, όπως έλεγε στο Μοιραίο Πάθος η Ζυλιέτ Μπινός, κατεβαίνοντας τις σκάλες με το πτώμα του εραστή της να κείται νεκρό στο πάτωμα. Τότε πια όμως έχεις απελευθερωθεί από τον φόβο. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου. Τους βλέπεις πώς διπλοκλειδώνουν τις πόρτες, πώς μισούν ό,τι κι όποιον δε γνωρίζουν, πόσο βαθιά σκύβουν στον ισχυρό, πόσο γαντζωμένοι είναι στους θεούς, πόσο σφιγμένα είναι τα χείλη τους, πόσο εγκρατείς είναι στο δόσιμό τους, πόσο επιφυλακτικό είναι το βλέμμα τους, πώς σε ζυγίζουν, πώς σε μετρούν, πώς σε υποπτεύονται, πόσους σταυρούς φορούν, πόσες βαμβακερές φανέλλες, πόσα φυλαχτά, πόσος κρύος ιδρώτας στις ράχες τους, πώς περπατούν προσεκτικά, πώς έχουν το νου τους, πώς δεν έχουν την καρδιά τους, πόσο δεν καταστρέφονται, πόσο ανέραστοι μπορούν να γίνουν, πόσο δηλητηριάζουν τα παιδιά τους, πόσο φυλάγονται από το άγνωστο. Δε θα τους έβρισκες ποτέ στο Whisky a Go Go του Los Angeles να ουρλιάζουν με τον Τζίμ Μόρρισον "The future is uncertain and the end is always near", ξορκίζοντας τον κοινό, τον πανανθρώπινο φόβο. Τον μόνο σεβαστό. Του θανάτου.
Ο φόβος. Ένα τέρας με απροσδιόριστη μορφή, όταν το βλέπεις να' ρχεται από μακριά. Όταν το βλέπεις. Όσο είναι ακόμη μακριά. Όταν παρέλθει, όταν συντελεστεί ο ερχομός του, οταν πραγματωθεί το φεύ, δεν είναι παρά ένα βίωμα. Δεν είναι παρά άλλη μια εμπειρία, συχνά μάλιστα λιγότερο πικρή από την αναπάντεχη, αυτή που δε φοβήθηκες πως θά'ρθει. Κι αργότερα, που ο χρόνος θα τα σμιλέψει όλα, θα στρογγυλέψει τις αιχμές τω γεγονότων, θα γίνει απλώς μια ανάμνηση. Ο φόβος, αυτό το πελώριο τέρας με τη θολή μορφή, παίρνει μορφή και περιεχόμενο όταν γίνει βίωμα. Ξέρεις το πρόσωπό του και συνήθως δεν σε ξεπερνά στο ανάστημα. Είναι ίσα μ' εσένα. Γι' αυτό επιβίωσες.
Όσο είναι μακριά, κάπου στο μέλλον, κάπου στη σκέψη, κάπου στη φαντασία μας, υπάρχει. Μετά φλαπ, σκάει σα μπαλόνι. Από μακριά παίρνει την τερατώδη του μορφή αυτή που σου κόβει τα γόνατα, που σε βουλιάζει στις μαύρες σκέψεις, που σε απελπιζει. Κι έπειτα, όταν περάσει, η όψη του κατά κανόνα γίνεται λιγότερο επιβλητική, λιγότερο άγρια. Από το φίδι, μέχρι τον θάνατο του αγαπημένου άλλου, από την αρρώστια κι ως την ανεργία, αν έχεις αναμετρηθεί μ' αυτό που φοβόσουν, πια ξέρεις πως δε χάθηκε ο κόσμος. Αυτός θα χαθεί άπαξ, για τον καθένα, και τότε φοβαμαι δε θα' μάστε εδώ να μιλάμε πια ούτε για φόβο, ούτε για τίποτα.
Φοβάμαι πως θα ξυπνήσεις σε λίγο, μικρή μου και θα διακοπεί αιφνίδια αυτή η κουβέντα που κάνω μαζί σου ως συνομίληκή μου, σχεδόν. Κι έτσι πρέπει να συντομεύω. Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο φόβος προστατεύει. Αν φοβάσαι μην καείς δε θα πέσεις στη φωτιά. Ο φόβος φυλακίζει. Αν φοβάσαι πως θα καείς, κι αν ακόμα δε πέσεις στη φωτιά, θα' χεις χάσει μια ζωή υπόδουλος στο τέρας, ανελεύθερος, μια ζωή αβίωτη. Χωρίς βίωμα. Αυτό που τόσο σε έσκιαζε δε το έζησες , δεν ήρθατε πρόσωπο με πρόσωπο, δε το γνώρισες. Φοβόσουν το ανύπαρκτο. Και δε ξέρω αν αξίζει.
Ο φόβος έχει πάντοτε ένα διακύβευμα. Έρχεται σα ληστής και σαν προστάτης. Θα μείνεις άνεργος σου λέει. Σκάσε λοιπόν. Δούλευε σα σκυλί. Και γλείφε. Και μη δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει. Γιατί θα πάψει να σε ταϊζει. Και τι θα απογίνεις; Έρχεται και σε προστατεύει. Σου μαθαίνει πως για να μη συμβεί το φοβερό κακό θα κάνεις αυτό κι εκείνο. Και την ίδια στιγμή σου ληστεύει την αξιοπρέπειά σου. Που αξίζει. Όσο τίποτα, λατρεία μου. Γι' αυτό σου λέω, όταν έρχεται, στάσου όρθια απέναντί του και ρώτα τον ποιο είναι το διακύβευμα. Αυτό μη το φοβηθείς.
4/2/11
real life
Στους φίλους- από-την-πραγματική- ζωή δε συνηθίζω να μιλάω για τους φίλους από το web. Λες και πραγματική ζωή είναι να βρίσκεσαι μεν με τον άλλο πρόσωπο με πρόσωπο αλλά να αναλώνεσαι στα πιο ψυχοφθόρα-βαρετά θέματα, να μιλάς πχ για τα τελευταία μοντέλα κινητών, τις συμφέρουσες λύσεις σε στεγαστικά δάνεια και τις ζωές των άλλων. Λες και πραγματική ζωή δεν είναι να συνομιλείς με κάποιον που αν συναντήσεις στο δρόμο θα σου είναι μεν άγνωστος αλλά που με μια σειρά ψηφίων στο δυαδικό σύστημα αγγίζει βαθιές χορδές σου, με το χιούμορ του, την δημιουργικότητα, την καλή του την κουβέντα, την αιρετική ματιά του. Λες και μπορεί ποτέ να χαραχτούν διαχωριστικές γραμμές σε ό,τι ζούμε, στην καθημερινότητα, το όνειρο, το εικονικό, το ο,τιδήποτε. Ό,τι ζω είναι βίωμα και δεν μπορεί να υπόκειται σε καμία κατηγοριοποίηση για μένα. Μπορούν να το μεταχειρίζονται όπως θέλουν οι διάφοροι –λόγοι για να έχουν λόγο ύπαρξης, αλλά εσύ κι εγώ δε μπορούμε να μπαίνουμε στη λογική η ζωή μου εντός και εκτός διαδικτύου. Η ζωή είναι μία και αδιαίρετη.
Κι όμως χρησιμοποιώ ψευδώνυμο. Κι όμως σε τριάμιση χρόνια παρουσίας στην μπλογκόσφαιρα έχω αποκαλύψει ελάχιστα για όσα μοιράζεσαι τα πρώτα λεπτά γνωριμίας στην πραγματική ζωή: πού μένεις, τι δουλειά κάνεις, από πού είσαι; Κι όμως σχεδόν δεν έχω δείξει το πρόσωπό μου. Όμως. Τι σημασία έχει πώς έτυχε να μοιάζει η φάτσα μου, πώς έτυχε να με βαφτίσουν, πού έτυχε να γεννηθώ, τι έτυχε να σπουδάσω, που έτυχε να δουλεύω. Αυτά να τα ρωτάνε οι κουτσομπόληδες γείτονες...της πραγματικής ζωής...Να τα ρωτούν οι μπάτσοι και όσοι πάνε να με στριμώξουν στο στερεότυπό τους, δηλαδή στη γνώση του ηλίθιου για τον άλλον. Αυτό που δεν έτυχε, αυτό που διάλεξα είναι να είμαι εδώ. Να εκφράζω ό,τι δεν ησυχάζει εντός μου, να επικοινωνώ με άλλα αγριμάκια και ναι, να βαυκαλιζόμαστε πως κάτι κάνουμε, κάτι γίνεται.
Δεν μιλάω όμως για τους φίλους μου στα social media στους real life friends. Γιατί οι τελευταίοι είναι φίλοι. Με τον εικονικό φίλο, όσο συγκλονιστικό και αν τον βρίσκω, όσες χιλιάδες λέξεις και αν έχουμε ανταλλάξει, ποτέ δε θα είναι αυτός που θα καλέσω μες στη νύχτα να με πάει στα επείγοντα. Ποτέ δε θα είναι αυτός που θα μοιραζόμαστε το βλέμμα στο θαύμα της ζωής που μεγαλώνει μέρα τη μέρα μες στο σπίτι μου. Ποτέ δε θα είναι αυτός που θα μου πει αν το φαγητό μου είναι καλό. Γιατί δεν έχουμε φάει μαζί ψωμί και αλάτι.
Και τώρα τι; Ανοίγεις την πόρτα σου σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους που σε έχουν συνεπάρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο διαδίκτυο; Δίνεις το όνομά σου, και το επώνυμό σου, και το τηλέφωνό σου, και τη διεύθυνσή σου και τις συντεταγμένες για να βρουν το σπίτι σου, και τον όροφο και το κουδούνι τι γράφει και ανοίγεις την πόρτα και βλέπουν πώς μοιάζεις, πόσο χρονών είσαι, πώς είναι ο χώρος που ζεις, πώς είναι το παιδί σου, ο σύντροφός σου, τα βιβλία στη βιβλιοθήκη σου, οι μουσικές στα ράφια σου, το κωλόχαρτο στο μπάνιο σου. Και χτυπάει το τηλέφωνο και το απαντάς και είναι η μάνα σου και της λες πρέπει να κλείσουμε, έχω παρέα και σπεκουλάρει ένα-δυο ονόματα φίλων από την πραγματική ζωή, την γαμημένη την πραγματική ζωή που στέκεται μπροστά μας σαν την μόνη αλήθεια, σαν να απαιτεί να την πεις αληθινή ζωή, και της απαντάς όχι δεν είναι αυτοί, είναι κάποιοι φίλοι που γνώρισα στο ίντερνετ; Από χίλιους γελοίους δρόμους, δρόμους που έχω συστολή να ανακοινώσω, μπορώ να φτάσω σε αυτό το πράγμα που' ναι αληθινό πέρα από την πραγματικότητα. Στα πρόσωπα που μπορώ να αγαπήσω, είτε έχουν πρόσωπα, είτε δεν.
Κι όμως χρησιμοποιώ ψευδώνυμο. Κι όμως σε τριάμιση χρόνια παρουσίας στην μπλογκόσφαιρα έχω αποκαλύψει ελάχιστα για όσα μοιράζεσαι τα πρώτα λεπτά γνωριμίας στην πραγματική ζωή: πού μένεις, τι δουλειά κάνεις, από πού είσαι; Κι όμως σχεδόν δεν έχω δείξει το πρόσωπό μου. Όμως. Τι σημασία έχει πώς έτυχε να μοιάζει η φάτσα μου, πώς έτυχε να με βαφτίσουν, πού έτυχε να γεννηθώ, τι έτυχε να σπουδάσω, που έτυχε να δουλεύω. Αυτά να τα ρωτάνε οι κουτσομπόληδες γείτονες...της πραγματικής ζωής...Να τα ρωτούν οι μπάτσοι και όσοι πάνε να με στριμώξουν στο στερεότυπό τους, δηλαδή στη γνώση του ηλίθιου για τον άλλον. Αυτό που δεν έτυχε, αυτό που διάλεξα είναι να είμαι εδώ. Να εκφράζω ό,τι δεν ησυχάζει εντός μου, να επικοινωνώ με άλλα αγριμάκια και ναι, να βαυκαλιζόμαστε πως κάτι κάνουμε, κάτι γίνεται.
Δεν μιλάω όμως για τους φίλους μου στα social media στους real life friends. Γιατί οι τελευταίοι είναι φίλοι. Με τον εικονικό φίλο, όσο συγκλονιστικό και αν τον βρίσκω, όσες χιλιάδες λέξεις και αν έχουμε ανταλλάξει, ποτέ δε θα είναι αυτός που θα καλέσω μες στη νύχτα να με πάει στα επείγοντα. Ποτέ δε θα είναι αυτός που θα μοιραζόμαστε το βλέμμα στο θαύμα της ζωής που μεγαλώνει μέρα τη μέρα μες στο σπίτι μου. Ποτέ δε θα είναι αυτός που θα μου πει αν το φαγητό μου είναι καλό. Γιατί δεν έχουμε φάει μαζί ψωμί και αλάτι.
Και τώρα τι; Ανοίγεις την πόρτα σου σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους που σε έχουν συνεπάρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο διαδίκτυο; Δίνεις το όνομά σου, και το επώνυμό σου, και το τηλέφωνό σου, και τη διεύθυνσή σου και τις συντεταγμένες για να βρουν το σπίτι σου, και τον όροφο και το κουδούνι τι γράφει και ανοίγεις την πόρτα και βλέπουν πώς μοιάζεις, πόσο χρονών είσαι, πώς είναι ο χώρος που ζεις, πώς είναι το παιδί σου, ο σύντροφός σου, τα βιβλία στη βιβλιοθήκη σου, οι μουσικές στα ράφια σου, το κωλόχαρτο στο μπάνιο σου. Και χτυπάει το τηλέφωνο και το απαντάς και είναι η μάνα σου και της λες πρέπει να κλείσουμε, έχω παρέα και σπεκουλάρει ένα-δυο ονόματα φίλων από την πραγματική ζωή, την γαμημένη την πραγματική ζωή που στέκεται μπροστά μας σαν την μόνη αλήθεια, σαν να απαιτεί να την πεις αληθινή ζωή, και της απαντάς όχι δεν είναι αυτοί, είναι κάποιοι φίλοι που γνώρισα στο ίντερνετ; Από χίλιους γελοίους δρόμους, δρόμους που έχω συστολή να ανακοινώσω, μπορώ να φτάσω σε αυτό το πράγμα που' ναι αληθινό πέρα από την πραγματικότητα. Στα πρόσωπα που μπορώ να αγαπήσω, είτε έχουν πρόσωπα, είτε δεν.
1/2/11
Η απόλυσή σου, το ψωμί μου
"Θα απεργήσεις αύριο τελικά;" Τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτάζω. Με το βλέμμα στερεωμένο κάπου άλλου. Όπως μαθαίνουν, μέρα τη μέρα, να (μην) κοιτάζονται οι άνθρωποι που ορκίστηκαν αιώνια πίστη και αφοσίωση. Aφοσιωμένοι σε κάποια οθόνη, πιστοί στη ρουτίνα τους. Αλλά ας μη μιλάμε για έρωτα και σχέσεις. Έχουμε πόλεμο κάθε λογής. Δε ταιριάζει στην περίσταση.
"Ναι". Μια ευπρεπής απάντηση σε μέρες εργασιακού θρίλλερ. Μια άρτια απάντηση σε ερώτηση ολικής αγνοίας. Καθολικής άγνοιας, όπως φάνηκε. Κάποτε έρχεται η στιγμή να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Κι ενώ ο άντρας μου δε πολέμησε στο μέτωπο, σαν τον παππού, τρέμει το φυλλοκάρδι μου μην μού 'ρθει μια μέρα λαβωμένος. Μην μού 'ρθει μέρα. Γιατί συνήθως έρχεται νύχτα στο σπίτι μας. Μη γυρίσει κουρέλι από μια αιφνιδιαστική απόλυση. Όπως εκείνοι οι 6 συνάδελφοί του που απολύθηκαν λίγο πριν το μεσημεριανό. Τους ζήτησε ο μάνατζερ ιδιαιτέρως. Τους ανακοίνωσε ότι απολύονται. Μετά μάζευαν τα μικροαντικείμενά τους απ' το γραφείο. Ένα τον ήξερε. Έτσι μου είπε. Ο άντρας μου. Που σηκώνεται κάθε πρωί να πάει στα χαρακώματα του ιδιωτικού τομέα, αντί να μείνει σπίτι να κάνουμε έρωτα. Και αν κάναμε έρωτα, δε θα κάναμε πόλεμο. Έχει ήδη ειπωθεί. Αλλά δεν είμαστε γραφικοί να αναπαράγουμε αντιπολεμικά σλογκανάκια των 60s. Εδώ όλα κυλούν ομαλά. Μια κρίση είναι. Πώς κάνεις έτσι; Και η Αίγυπτος δεν είναι Βιετνάμ. Και οι ΗΠΑ δεν είναι δαίμονας, διάολε. Πώς δε το βλέπεις;
"Είσαι σίγουρος;" Εγώ δεν είμαι σίγουρη. Αυτός είναι. Θα απεργήσει. Αφού έγινε συνέλευση. Από τους 3.500 εργαζομένους, συμμετείχαν και ψήφισαν κάπου 600. Καμιά δεκαπενταριά καταψήφισαν την πρόταση του σωματείου για απεργία.Όμως το 1/6 του συνόλου των εργαζομένων ήταν ήδη πλειοψηφία. Στη συνέλευση. Και έτσι αποφασίστηκε η 48ωρη, στην οποία αν δε συμμετείχες ήσουν απεργοσπάστης. Αλλά ούτε αυτή η ευκαιρία σου δινόταν, αφού το σωματείο θα έβαζε λουκέτα στις κεντρικές εισόδους. Λουκέτα και γιουχαϊσματα.
"Ναι." Ο άντρας μου, έχει μάθει σκοποβολή, εκεί στα χαρακώματα. Για δες τον τώρα που μου δείχνει πώς οπλίζει τις αντιστάσεις του. Ένα "ναι" μικρό σα σφαίρα.
"Και δε φοβάσαι μην είσαι στους 100 που θα απολύσουν;" Η απεργία είχε οργανωθεί μετά την απόλυση των έξι και πριν την επικείμενη απόλυση των εκατό. Έτσι νόμιζα. Εκατό στους τρεισήμισι χιλιάδες δεν ειναι λίγοι; Πες το και θα σου ανοίξω το κεφάλι με ένα ναι.
"Δε θα είμαι." Απόψε αυτή η σιγουριά του έχει μακρύνει πολύ τα γένια του, έχει αγριέψει την έκφρασή του, του έχει φορέσει διαγώνια στο στέρνο ζώνη με φυσίγγια και το όπλο παρά πόδας. Ίδιος ο παππούς. Επιτέλους.
"Πώς είσαι τόσο σίγουρος;" Τον σιγοντάρω. Και τον κοιτάω. Αναζητώ το βλέμμα του. Δεν τον αμφισβητώ. Δεν τον προκαλώ. Συνοδεύω σα δεύτερη φωνή την τόλμη του ως την έξοδό της. Θέλω να τον δω να εκτελεί. Να εκτελεί το χρέος του προς τους συναδέλφους, όχι μόνο προς τα αφεντικά.
"Τους απέλυσαν ήδη".
Και τότε άρχισε αυτό το αιμάτινο πολυβόλο που έχω αριστερά στο στήθος να πυροβολεί κατά ριπές. Λύτρωση. Δεν ήμαστε εμείς στους εκατό. Επιβιώσαμε. Ντροπή για τη λύτρωση. Και αμέσως λύπη. Βαθιά. Δακρύζω και για τα δυο. Που σκοτώθηκε ο γιος του γείτονα, όχι ο δικός μου. Πόσο εκτός εποχής είναι αυτός ο συναισθηματισμός μου. Να θυμηθώ να τον χαρίσω σαν παλιό ρούχο σε κάποιο φιλανθρωπικό μπαζάρ. Για τους εκατό που μάζεψαν τα πράγματά τους μέρα μεσημέρι και γύρισαν σπίτι ηττημένοι. Για τα συνάδελφα σκυλιά που κυνηγούσαμε μαζί ένα ψευτοκόκκαλο, και που τα κλώτσησαν έξω, πώς μπορώ να πω η απόλυσή σου, το ψωμί μου;
"Ναι". Μια ευπρεπής απάντηση σε μέρες εργασιακού θρίλλερ. Μια άρτια απάντηση σε ερώτηση ολικής αγνοίας. Καθολικής άγνοιας, όπως φάνηκε. Κάποτε έρχεται η στιγμή να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Κι ενώ ο άντρας μου δε πολέμησε στο μέτωπο, σαν τον παππού, τρέμει το φυλλοκάρδι μου μην μού 'ρθει μια μέρα λαβωμένος. Μην μού 'ρθει μέρα. Γιατί συνήθως έρχεται νύχτα στο σπίτι μας. Μη γυρίσει κουρέλι από μια αιφνιδιαστική απόλυση. Όπως εκείνοι οι 6 συνάδελφοί του που απολύθηκαν λίγο πριν το μεσημεριανό. Τους ζήτησε ο μάνατζερ ιδιαιτέρως. Τους ανακοίνωσε ότι απολύονται. Μετά μάζευαν τα μικροαντικείμενά τους απ' το γραφείο. Ένα τον ήξερε. Έτσι μου είπε. Ο άντρας μου. Που σηκώνεται κάθε πρωί να πάει στα χαρακώματα του ιδιωτικού τομέα, αντί να μείνει σπίτι να κάνουμε έρωτα. Και αν κάναμε έρωτα, δε θα κάναμε πόλεμο. Έχει ήδη ειπωθεί. Αλλά δεν είμαστε γραφικοί να αναπαράγουμε αντιπολεμικά σλογκανάκια των 60s. Εδώ όλα κυλούν ομαλά. Μια κρίση είναι. Πώς κάνεις έτσι; Και η Αίγυπτος δεν είναι Βιετνάμ. Και οι ΗΠΑ δεν είναι δαίμονας, διάολε. Πώς δε το βλέπεις;
"Είσαι σίγουρος;" Εγώ δεν είμαι σίγουρη. Αυτός είναι. Θα απεργήσει. Αφού έγινε συνέλευση. Από τους 3.500 εργαζομένους, συμμετείχαν και ψήφισαν κάπου 600. Καμιά δεκαπενταριά καταψήφισαν την πρόταση του σωματείου για απεργία.Όμως το 1/6 του συνόλου των εργαζομένων ήταν ήδη πλειοψηφία. Στη συνέλευση. Και έτσι αποφασίστηκε η 48ωρη, στην οποία αν δε συμμετείχες ήσουν απεργοσπάστης. Αλλά ούτε αυτή η ευκαιρία σου δινόταν, αφού το σωματείο θα έβαζε λουκέτα στις κεντρικές εισόδους. Λουκέτα και γιουχαϊσματα.
"Ναι." Ο άντρας μου, έχει μάθει σκοποβολή, εκεί στα χαρακώματα. Για δες τον τώρα που μου δείχνει πώς οπλίζει τις αντιστάσεις του. Ένα "ναι" μικρό σα σφαίρα.
"Και δε φοβάσαι μην είσαι στους 100 που θα απολύσουν;" Η απεργία είχε οργανωθεί μετά την απόλυση των έξι και πριν την επικείμενη απόλυση των εκατό. Έτσι νόμιζα. Εκατό στους τρεισήμισι χιλιάδες δεν ειναι λίγοι; Πες το και θα σου ανοίξω το κεφάλι με ένα ναι.
"Δε θα είμαι." Απόψε αυτή η σιγουριά του έχει μακρύνει πολύ τα γένια του, έχει αγριέψει την έκφρασή του, του έχει φορέσει διαγώνια στο στέρνο ζώνη με φυσίγγια και το όπλο παρά πόδας. Ίδιος ο παππούς. Επιτέλους.
"Πώς είσαι τόσο σίγουρος;" Τον σιγοντάρω. Και τον κοιτάω. Αναζητώ το βλέμμα του. Δεν τον αμφισβητώ. Δεν τον προκαλώ. Συνοδεύω σα δεύτερη φωνή την τόλμη του ως την έξοδό της. Θέλω να τον δω να εκτελεί. Να εκτελεί το χρέος του προς τους συναδέλφους, όχι μόνο προς τα αφεντικά.
"Τους απέλυσαν ήδη".
Και τότε άρχισε αυτό το αιμάτινο πολυβόλο που έχω αριστερά στο στήθος να πυροβολεί κατά ριπές. Λύτρωση. Δεν ήμαστε εμείς στους εκατό. Επιβιώσαμε. Ντροπή για τη λύτρωση. Και αμέσως λύπη. Βαθιά. Δακρύζω και για τα δυο. Που σκοτώθηκε ο γιος του γείτονα, όχι ο δικός μου. Πόσο εκτός εποχής είναι αυτός ο συναισθηματισμός μου. Να θυμηθώ να τον χαρίσω σαν παλιό ρούχο σε κάποιο φιλανθρωπικό μπαζάρ. Για τους εκατό που μάζεψαν τα πράγματά τους μέρα μεσημέρι και γύρισαν σπίτι ηττημένοι. Για τα συνάδελφα σκυλιά που κυνηγούσαμε μαζί ένα ψευτοκόκκαλο, και που τα κλώτσησαν έξω, πώς μπορώ να πω η απόλυσή σου, το ψωμί μου;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)