29/10/08

Τζιπάκο αγάπη μου, όχι άλλες κονσέρβες

Απ' ό,τι έχω καταλάβει οι bloggers την έχουν ψωνίσει ( φθηνά βέβαια, τσάμπα σχεδόν, από τον καναπέ του σαλονιού τους) πως επηρεάζουν το κοινωνικοπολιτικομηντιακό γίγνεσθαι. Ψευδώνυμοι παράγοντες δηλαδή. Τα ξέρουμε, να μην τα επαναλάβουμε όλα και τα εμπεδώσει και ο αδαής αναγνώστης: ξεμπροστιάζουμε δημοσιογράφους, αποκαλύπτουμε σκανδαλάκια, ανακρίνουμε εκδότες. Χώρια ο μπλογκο-ακτιβισμός, που έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος του συστήματος. Αν και σ' αυτό επειδή διαφωνεί η συντακτική μας ομάδα, δε θα δώσουμε παραδείγματα.

Από την άλλη, επειδή υπάρχει που υπάρχει η αναγνωσιμότητα και η κατά φαντασίαν επιρροή, βρίσκω μια ευκαιρία να ρίξω μια μποτίλια στο πέλαγο της εναλλακτικά ψωνισμένης ενημέρωσης, να στείλω ένα ερωτικό ραβασάκι με άλλα λόγια και ό,τι κάτσει:

Τζιμάκο, Τζιπάκο, αγάπη μου, αράπη μου, καβαλάρη του Δούρειου Ήχου, μη ρίχνεις άλλες κονσέρβες στην κοιλιά του κούφιου σου αλόγου, μη μοιράζεις σε μας τα ορφανά της real satiras τα παλιά πολυφερεμένα σου νουμεράκια, τα ξεχειλωμένα XXL. Mόνο XXX arapi μας και φρέσκο πράμα να σπαρταράει στην αιχμή του δόρατος της σάτιρας σου το πεντακέφαλο (βάζω κι εμένα μέσα, είμαι στην 5η, αν με ψάχνεις) τέρας της εξουσίας.

Tigka Sarapo

26/10/08

Moro reflex

Τότε, στα μηδέν μου χρόνια, άνοιγα τα χέρια σταυρό, άνοιγα την αγκαλιά μου διάπλατα και έλεγα δίχως λέξη "Κινδυνεύω!Αγκάλιασέ με".
Τώρα, πέρασαν τα χρόνια -πολλά- έχω λέξεις -πολλές- αλλά δεν έχω τρόπο κανένα να στο πω "Ακόμα κινδυνεύω. Αγκάλιασέ με".


18/10/08

αυτός, αυτή, αυτοί, αυτισμός

Το πλοίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Οικογένειες με πιτσιρίκια, ζευγαράκια, φοιτηταριό, συνταξιούχοι ευκατάστατοι, αλλοδαποί τουρίστες, προσκυνητές, το πλήρωμα, ο κύριος Σράιμπερ και η Μαρίτσα. Το πλοίο σάλπαρε. Το βουουουου - βουουουουν της κόρνας απλωνόταν στο λιμάνι. Το αυγουστιάκο δειλινό στο κατάστρωμα. Η ανθρώπινη οχλοβοή στο σαλόνι.

Ο κύριος Σράιμπερ καθόταν μόνος σε ένα τραπεζάκι. Μόνος μια που κανένας δεν τον συνόδευε. Το ίδιο τραπεζάκι όμως μοιραζόταν με άλλους τρεις συνεπιβάτες που άλλος άναυδος, άλλος έντρομος και άλλος εμβρόντητος τον παρατηρούσαν να κινεί σαν εκκρεμές τον κορμό του σώματός του. Τα μάτια του φαίνονταν απόλυτα καρφωμένα σε ένα ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι, τόσο που κάποιος φαντασιόπληκτος θα έλεγε πως ο κύριος Σράιμπερ επιχειρούσε να σηκώσει το ποτήρι με το βλέμμα του, καταργώντας το νόμο της βαρύτητας και θυμίζοντας την Ματίλντα του Ρόαλντ Νταλ. Ενώ κάποιος πιο ρεαλιστής θα έλεγε πως ο κύριος Σράιμπερ αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη σκέψη να πετάξει το ποτήρι στο πλήθος των συνεπιβατών ή να μην το πετάξει, καταργώντας τις κοινωνικές συμβάσεις και θυμίζοντας τον Bedgie από το Trainspotting.

Όμως κανείς από τους δύο δεν θα μπορούσε να παραβγεί σε ερμηνεία τη διερχόμενη ψυχολόγο που, παρατηρώντας με την άκρη του ματιού της τον κύριο Σράιμπερ, γνωμάτευσε ταχύτατα πως πρόκειται για μία περίπτωση αυτισμού. Είχε δει δεκάδες περιπτώσεις στο κέντρο αυτιστικών παιδιών στην Αγγλία, όπου δούλευε, και ήταν σε θέση να ξεχωρίσει ένα άτομο με αυτισμό από χιλιόμετρα, όπως έλεγε συχνά. Βέβαια δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει τη θέση της στη συγκεκριμένη δουλειά γιατί τα νεύρα της είχαν γίνει καρμπονάρα. Γι' αυτό παράτησε τη δουλειά της και κατέβηκε για ένα μήνα στην πατρίδα για μπάνια, καλό φαΐ, ρέγκλα και γκομενιλίκια. Αυτός, ο μαλάκας ο Ιταλός, που την κεράτωσε με μία ηλίθια (μελαχρινή κουκλάρα) συμπατριώτισσά του της είχε κάνει τα νεύρα σπαγγέτι. Παρ' όλα αυτά, μαθημένη στους μηχανισμούς άμυνας του εγώ, ενεργοποίησε την προβολή και τά 'ριξε όλα στα αυτιστικά. Αυτά έφταιγαν. Ξανακοίταξε τον τύπο που κουνιόταν μπρος- πίσω και διέκρινε πως είχε γίνει το επίκεντρο της προσοχής των παρακαθήμενών του. Θα μπορούσε να τους εξηγήσει δυο-τρία πράγματα προκειμένου να τον αφήσουν στην ησυχία του αλλά προτίμησε να ακολουθήσει το βρετανικό της μότο "live and let others live". Δε χέζονται κι αυτοί; Το πρόβλημά της ήταν αυτός.

Τον κύριο Σράιμπερ πάλι δεν τον απασχολούσαν οι έρωτες. Έβγαλε το μπλοκάκι του και άρχισε να γράφει κάτι ακαταλαβίστικα. Ακαταλαβίστικα γιατί κανείς από τους γύρω του (που τον παρατηρούσαν κρυφογελώντας πλέον και κουτσομπολεύοντάς τον μπροστά του στα ελληνικά) δεν καταλάβαιναν ούτε γερμανικά, ούτε εφαρμοσμένα μαθηματικά. Ούτε ο κύριος Σράιμπερ καταλάβαινε τη συμπεριφορά τους. Όχι γιατί μιλούσαν ελληνικά, ούτε γιατί συμπεριφέρονταν σαν πίθηκοι, αλλά γιατί ο εγκέφαλός του ήταν κλειδωμένος ως προς κάθε είδους κοινωνικότητα, αποδεικνύοντας πως δεν ήταν ζώο κοινωνικό. Τα κοινωνικά ζώα ωστόσο είχαν επεκτείνει το δίκτυό τους στα κοινωνικά ζώα των γειτονικών τραπεζιών με κοινό θέμα απασχόλησης : τον Γερμανό (που έμοιαζε με τον Βιτγκεντστάιν όπως θα παρατηρούσαν εύστοχα αν δεν αγνοούσαν τον εν λόγω φιλόσοφο, εκτός από τα γερμανικά και τα μαθηματικά σύμβολα). Σιγά- σιγά τα χάχανα ενώθηκαν με τις λαϊκές διαγνώσεις και τις αφηγήσεις για παρόμοια περιστατικά, έτσι ώστε το πολύβουο δίκτυο των άλλων ηχούσε πια σαν βομβαρδιστικό στο κεφάλι του κυρίου Σράιμπερ που άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές του τους κροτάφους προκειμένου να διώξει τον απαίσιο κρότο των συνομιλιών. Αυτή η ενέργεια άφησε αυτούς που τον περιγελούσαν άφωνους. Προπάντων αυτούς. Την επόμενη στιγμή ο κύριος Σράιμπερ σηκώθηκε από την καρέκλα του, φόρεσε το καπέλο του και βγήκε στο κατάστρωμα να πάρει αέρα και να απολαύσει το πέρασμα από τα νησιά του Αιγαίου. Θα' ταν η έκτη φορά που επισκεπτόταν την Ελλάδα. Οι σπουδές του στα Μαθηματικά υπήρξαν αφορμή αρχαιολατρείας για τον κύριο Σράιμπερ που απήγγειλε από μνήμης εδάφια των σοφών της αρχαιότητας. Φέτος θα έκανε διακοπές στην Πάρο.

Η αποχώρησή του έδωσε το έναυσμα να γίνουν τα γύρω τραπεζάκια αρένα αναλύσεων της περίπτωσης του Γερμανού. Η μητέρα της Μαρίτσας απλώς κούνησε πάνω-κάτω το κεφάλι. Μη λεκτική επικοινωνία ήταν, από αυτές που δεν σκάμπαζε η κόρη της, στερεοτυπική κίνηση δεν ήταν, από αυτές που έκανε η κόρη της. Κούνησε το κεφάλι σα νά 'λεγε "τον κακομοίρη κι αυτόν...τι να πεις..." και έσκυψε ξανά στο πλεκτό της. Αφού δεν έμελλε να προικίσει την Μαρίτσα της, 35 χρονών και με το "πρόβλημα" ποιος να την έπαιρνε, θα προίκιζε την Παναγία. Είχε τάμα μια μεγάλη δαντέλα, καταπληκτική, στη θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης και ήταν στα τελειώματα. Σε μερικές ώρες έφτανε το πλοίο στην Τήνο και έπρεπε πάση τη θυσία να την έχει έτοιμη. Γι' αυτό δε σήκωσε κεφάλι να πει για την Μαρίτσα της, να μοιραστεί κι εκείνη τον πόνο της που είχε παιδί σακάτικο. Σωματικώς δηλαδή ήταν καλά, δόξα τω Θεώ, αλλά στα μυαλά του το καημένο δεν ήταν όπως έπρεπε. Είχε κάνει με τον Πατέρα Νεκτάριο και εξορκισμούς κρυφά, μη πουν στο χωριό πως το παιδί το είχε καβαλήσει ο Εξαποδώ, αλλά δεν έπιασαν τόπο. Το αντίθετο δηλαδή εδώ που τα λέμε: χειρότερα έγινε το κορίτσι της. Αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι. Αλλά ο εξορκισμός δεν ήταν η αιτία που κόντεψε να ανοίξει το κεφάλι του το καημένο χτυπώντας το στον τοίχο μετά; Δεν είναι πως ήταν ζαβό το παιδί. Καταλάβαινε. Αλλά δε μπορούσε να συνεννοηθεί με τον κόσμο. Ήθελε. Δεν είναι πως δεν ήθελε. Αλλά δε μπορούσε το έρμο. Άλλα έπρεπε να πει και άλλα έλεγε. Απροσάρμοστο ήταν, που είχε πει και μια δασκάλα στο Δημοτικό. Και αν δε σκοτιζόταν η Μαρίτσα, θα ήταν καλά. Αλλά όσο δεν έπιανε φιλίες, τόσο τά 'βαζε το άμοιρο με τον εαυτό του και δώστου να χτυπάει το κεφάλι του στο τοίχο, να ξεριζώνει τούφες από τα μαλλιά της, μέχρι που μια φορά... Θέ μου και να μπορούσε να τη ξεχάσει εκείνη τη μαύρη μέρα. Αν δεν την προλάβαινε ο πατέρας της θα είχε χαρακώσει όχι μόνο τα χέρια της αλλά και το λαρύγγι της με τα ξυράφια. Μη τα σκέφτεται τώρα, η δύναμη του Θεού είναι μεγάλη και μπορεί φέτος να γινόταν το θαύμα. Κι ας έλεγε ό,τι ήθελε εκείνος ο γιατρουδάκος πως η Μαρίτσα έπασχε από αυτισμό και πως ο αυτισμός δε γιατρεύεται. Άμα θέλει ο Κύριος όλα γίνονται.

Η Μαρίτσα, με υπνηλία από τα αντιεπιληπτικά και εν πλω, κοιμόταν στον καναπέ και δεν είδε τον κύριο Σράιμπερ. Ούτε αυτούς που τον σχολίαζαν είδε. Ούτε τη μάνα της που έπλεκε συλλογισμένη είδε. Είδε στον ύπνο της πως είχαν ανεβεί σε ένα μοναστήρι πολύ ψηλά και από κάτω απλωνόταν τα χρώματα του δειλινού και δεν ακουγόταν παρά μόνο ο αχός της θάλασσας και το κρώξιμο ενός γλάρου. Αυτή την εικόνα έβλεπε κι αυτός στην κουπαστή. Αυτή, αυτός κι ο αυτισμός. Χωρίς αυτούς. Προπάντων χωρίς αυτούς...


16/10/08

μικρός που είναι ο κόσμος...

Μετά από 3 εβδομάδες αποκλειστικής απασχόλησης και απόλυτης αφοσίωσης στο βρέφος, βγήκαμε από το σπίτι για την πρώτη μας επίσκεψη στην παιδίατρο. Όπου έμελλε να βιώσω το πρώτο σοκ. Την πόρτα άνοιξε ένα αγοράκι κάπου 2-3 χρονών (ανιψάκι της παιδιάτρου που παρίστανει τον γιατρό) που μόλις είδε το παιδί μας στο τράβελερ αναφώνησε σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού : "ένα μικλό-μικλό μωλάκι!!! Τι μικλό που είναι!!!" Κι έπειτα στράφηκε στην ομήγυρη των τέκνων στην αίθουσα αναμονής καλώντας τους να δουν το άρτι αφιχθέν θέαμα: "ελάτε να δείτε ένα μικλό μωλάκι!!!"
Ένας μπόμπιρας που μου έφθανε ως το γόνατο είπε για το σύμπαν μου πως είναι μικλό. Μικρός που είναι ο κόσμος μου...

13/10/08

Τι ζωή κι αυτή η εξωμήτριος

Φίλοι της μαμάς γεια σας. Είμαι το φασολάκι που έγινε άνθρωπος σιγά- σιγά. Στη φωτογραφία όταν έμοιαζα φασολάκι ήμουν γυμνό και κολυμπούσα στο αμνιακό υγρό.
Τώρα, στη φωτογραφία που έγινα ανθρωπάκι, με έχουν ντυμένο με ρούχα unisex (γιατί η μαμά μου ψιλοφρικάρει με τα στρατόπεδα των ροζ και σιέλ), αφού πρώτα κολύμπησα στο μπανάκι που είναι ενσωματωμένο στην αλλαξιέρα και πλύθηκα με βρεφικό αφρόλουτρο και με σκούπισαν με μπουρνουζοπετσέτα και μου έβαλαν αλοιφή για την πρόληψη του συγκάματος και μετά πάνα-βρακάκι κι έπειτα ζιπουνάκι κι αφού μου φόρεσαν το φορμάκι μου και μου έριξαν φυσιολογικό ορό στα ρουθούνια μου, μου έβγαλαν τα μυξάκια με μπατονέτες.
Τι μπελάς κι αυτό το μπάνιο εκτός μήτρας. Τι ζωή κι αυτή η εξωμήτριος...

10/10/08

Πάει ο παλιός ο χρόνος...


...o χρόνος που κυλούσε χωρίς θηλασμό, ρεψιματάκι, αλλαγή πάνας, μπανάκι, νανούρισμα αλλά κυρίως χωρίς τη λαχτάρα να ξυπνήσει για να την κοιτάς...



Πάει...Αντίο παλιέ μου χρόνε...

4/10/08

Πρωινό νανούρισμα

Μαζεύει η πλατεία τους πρωινούς της πελάτες.

Μαζεύει τον κόσμο που ξυπνάει νωρίς.

Μη σηκωθείς. Δεν αξίζει να δεις

μόνο ναύτες, φαντάρους κι εργάτες.



Κι εγώ μαζί τους, πρωί θα ξυπνήσω.

Κι εγώ μαζί τους μπρος στις ράγες θα στηθώ.

Στου τρένου πού ’ρχεται τα τζάμια θα με δω

και μες το πλήθος θα με αναγνωρίσω.



Κι εσύ που νόμιζες πως ήμουν κάποιος άλλος

μην μπεις στον κόπο το λοιπόν να σηκωθείς

μονάχα ναύτες και φαντάρους για να δεις.

Δεν ξέρεις κι άλλωστε εγώ είμαι πια μεγάλος...


Βασίλης Νικολαΐδης - Οδός Σανταρόζα