"Μετανάστης στην αγκάλη σου
Κι έπεσε πολλή δουλειά
Ξενιτειά είναι το κορμάκι σου
Γυρισμό από 'δώ δε βλέπω πια..."
Όταν έγραφε αυτούς τους στίχους ο Μανώλης Ρασούλης για την Εκδίκηση της γυφτιάς, παρά το ότι ήταν άνθρωπος με πλατειά γνώση και οξυμένη αντίληψη, θα μπορούσε να διαβλέψει άραγε πως ο Νιόνιος που το τραγούδησε θα μεταλλαχθεί στα χρόνια που θα ακολουθήσουν σε μια καρικατούρα του εαυτού του, σαν φιγούρα του Αλτάν που βάλλει κατά πάντων, σαν νεοσυντηρητικός νεορθόδοξος; Ο Νιόνιος χωρίς νιονιό που εγκατέλειψε την ποίηση για την οίηση...
Στην Κρήτη ανατραφήκαμε ακούγοντας να μεταφέρουν οι δάσκαλοι και οι μεγάλοι τον θρύλο της φιλοξενίας μας ως λαός και αυτό έπρεπε να παρεισφρύει ακόμα και στις εκθέσεις μας. Τις εκθέσεις ιδεών μας. Γι' αυτό ίσως ενστικτωδώς στεκόμουν με μεγάλη δυσπιστία απέναντι σ' αυτά τα στοιχεία που σου επιβάλλονται μέχρι να γίνει το στερεότυπο ο χιτώνας της Δηιάνειρας και να μη μπορείς να το απεκδυθείς, να ξεκολλάει από πάνω σου μαζί με τις σάρκες σου.
Με ένα μάτι κριτικό και το άλλο κρητικό, άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους στα χωριά, για να διαπιστώσω αν αυτή η περιλάλητη κρητική φιλοξενία ήταν κάτι πέρα από...υπεραστικός μύθος.
Ο πατρικός παππούς μου, που είχε ζήσει για πάνω από μια δεκαετία σε ξένο τόπο κάπου στην Ευρώπη ως αιχμάλωτος πολέμου, όταν επέστρεψε και σε ηλικία τέτοια ώστε εγώ να διατηρώ μνήμες, θυμάμαι να δέχεται παλιούς του φίλους από την ξενιτειά, αλλά κι όταν άνοιξαν τα σύνορα όχι μόνο να ανοίγει το σπίτι του στους μετανάστες αλλά να τους κάνει παρέα. Η πιο κωμική συντροφιά του ήταν ένας ρουμάνος ψιλοχίπις με σανδάλια, στρογγυλά γυαλιά μυωπίας αλά Τζον Λέννον και μακριά μαλλιά πλάι σε έναν παππού ψαρομάλλη, με μουστάκα, πουκαμισάκι σιελ και υφασμάτινο σκούρο παντελόνι με τσάκιση. Να τσάκιζε αυτή η τσάκιση τον φασισμό και την ξενοφοβία;
Έχω γνωρίσει και την φιλοξενία σε όχι και τόσο ξένους, αυτή που διατρανώνεται με υποχρεωτική πολυφαγία, μέχρι κορεσμού, αυτή που αποσκοπεί σε κάποιο ίδιο όφελος, αυτά τα φοβερά τραπεζώματα σε προύχοντες της τοπικής ζωής και κομήτες της πολιτικής σκηνής που κατέφθαναν σαν αρπακτικά να αποσπάσουν ψήφους. Αυτή τη σιχαμένη φάρα είδα επίσης να φιλεύουν όσο πιο πλουσιοπάροχα κι υποτακτικά γίνεται και να το λογαριάζουν φιλοξενία.
Κι αν τώρα μοιάζει να περιαυτολογώ, λες κι έχω ανάγκη να απολογηθώ σε κανέναν τι θα κάνω στο μπλογκάκι μου, κι αν μοιάζει να συμβάλλω στην κουβέντα με ένα αυτοαναφορικό ποστ, λες και δεν γκώσαμε από στεγνές πολιτικές αναλύσεις, είναι γιατί ο ξένος πριν φτάσει να γίνει πρώτη είδηση στα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, πριν καταγραφεί στα διεθνή παρατηρητήρια, πριν κινητοποιήσει τις ύπατες αρμοστείες, πριν τον πνίξουμε στο Αιγαίο που δεν ανήκει στα ψάρια του αλλά σε ένα τυφλά φονικό κι αδίστακτο λιμενικό σώμα, ένα ναζιστικό μηχανισμό που εφαρμόζει πια τη φυσική εξόντωση ακόμη και σε παιδιά, τον είχαμε δίπλα μας τον ξένο. Ήταν το γυφτάκι στην Πανεπιστημίου.
Κάποτε γυρνούσαμε με τον αδερφό μου από το γυμνάσιο. Ήμαστε απογευματινοί εκείνη τη μέρα, δούλευε δυο βάρδιες το σχολείο. Ήταν από τις σπάνιες φορές που επιστρέφαμε μαζί γιατί στην πρόγευση της μεγάλη μας ανεξαρτησίας από την πατρική εστία δεν χωρούσε να είσαι αδελφός εξ αίματος, αδέλφια μας ήταν τότε οι φίλοι. Είχε νυχτώσει όταν είχαμε φτάσει στη γειτονιά. Προχωρούσαμε με μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο για να μη μας περάσουν για τίποτα μαμόθρεφτα. Έτσι, δεν είδε ο γυφτάκος τον αδερφό όταν μου είπε "Ε, κοπελιά, πώς σε λένε; Κοπελιά..." Μόνο για να εισπράξει την σιωπή μου και μια φανερή επιτάχυνση στο βάδισμά μου και να μου πει "Γιατί δε μου μιλάς, καλέ; Επειδή είμαι γύφτος;"
"Θυμάσαι ρε τότε που σου έκανε καμάκι ένας τσιγγάνος..." μου θύμισε πρόσφατα, είκοσι τόσα χρόνια μετά, ο αδελφός μου και δε χρειαζόταν να ρωτάει. Θυμόμουν και θυμόταν. Να βάλουμε μια μουσική στη σεκάνς που ζήσαμε τυχαία ένα σούρουπο στη γειτονιά μήπως και απαλύνει το βίωμα. Δίπλα μας τους είχαμε πριν τους θάψουμε σε υγρούς τάφους.