26/1/14

Μετανάστης στην αγκάλη σου


"Μετανάστης στην αγκάλη σου
Κι έπεσε πολλή δουλειά
Ξενιτειά είναι το κορμάκι σου
Γυρισμό από 'δώ δε βλέπω πια..."

Όταν έγραφε αυτούς τους στίχους ο Μανώλης Ρασούλης για την Εκδίκηση της γυφτιάς, παρά το ότι ήταν άνθρωπος με πλατειά γνώση και οξυμένη αντίληψη, θα μπορούσε να διαβλέψει  άραγε πως ο Νιόνιος που το τραγούδησε θα μεταλλαχθεί στα χρόνια που θα ακολουθήσουν σε μια καρικατούρα του εαυτού του, σαν φιγούρα του Αλτάν που βάλλει κατά πάντων, σαν νεοσυντηρητικός νεορθόδοξος; Ο Νιόνιος χωρίς νιονιό που εγκατέλειψε την ποίηση για την οίηση...


Στην Κρήτη ανατραφήκαμε ακούγοντας να μεταφέρουν οι δάσκαλοι και οι μεγάλοι τον θρύλο της φιλοξενίας μας ως λαός και αυτό έπρεπε να παρεισφρύει ακόμα και στις εκθέσεις μας. Τις εκθέσεις ιδεών μας. Γι' αυτό ίσως ενστικτωδώς στεκόμουν με μεγάλη δυσπιστία απέναντι σ' αυτά τα στοιχεία που σου επιβάλλονται μέχρι να γίνει το στερεότυπο ο χιτώνας της Δηιάνειρας και να μη μπορείς να το απεκδυθείς, να ξεκολλάει από πάνω σου μαζί με τις σάρκες σου.

Με ένα μάτι κριτικό και το άλλο κρητικό, άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους στα χωριά, για να διαπιστώσω αν αυτή η περιλάλητη κρητική φιλοξενία ήταν κάτι πέρα από...υπεραστικός μύθος.

Ο πατρικός παππούς μου, που είχε ζήσει για πάνω από μια δεκαετία σε ξένο τόπο κάπου στην Ευρώπη ως αιχμάλωτος πολέμου, όταν επέστρεψε και σε ηλικία τέτοια ώστε εγώ να διατηρώ μνήμες, θυμάμαι να δέχεται παλιούς του φίλους από την ξενιτειά, αλλά κι όταν άνοιξαν τα σύνορα όχι μόνο να ανοίγει το σπίτι του στους μετανάστες αλλά να τους κάνει παρέα. Η πιο κωμική συντροφιά του ήταν ένας ρουμάνος ψιλοχίπις με σανδάλια, στρογγυλά γυαλιά μυωπίας αλά Τζον Λέννον και μακριά μαλλιά πλάι σε έναν παππού ψαρομάλλη, με μουστάκα, πουκαμισάκι σιελ και υφασμάτινο σκούρο παντελόνι με τσάκιση. Να τσάκιζε αυτή η τσάκιση τον φασισμό και την ξενοφοβία;


Αλλά κι ο γονείς της μάνας μου συμβιώνουν αρμονικά με τους βούλγαρους και τους αλβανούς που έχουν εποικίσει το ορεινό χωριουδάκι και επειδή είναι νέοι εκείνοι, έχουν τα γεροντάκια τα θάρρητά τους πως αν κάτι συμβεί, υπαρχουν λιγότερο σαθρά κορμιά να στηριχτούν.

Έχω γνωρίσει και την φιλοξενία σε όχι και τόσο ξένους, αυτή που διατρανώνεται με υποχρεωτική πολυφαγία, μέχρι κορεσμού, αυτή που αποσκοπεί σε κάποιο ίδιο όφελος, αυτά τα φοβερά τραπεζώματα σε προύχοντες της τοπικής ζωής και κομήτες της πολιτικής σκηνής που κατέφθαναν σαν αρπακτικά να αποσπάσουν ψήφους. Αυτή τη σιχαμένη φάρα είδα επίσης να φιλεύουν όσο πιο πλουσιοπάροχα κι υποτακτικά γίνεται και να το λογαριάζουν φιλοξενία.

Κι αν τώρα μοιάζει να περιαυτολογώ, λες κι έχω ανάγκη να απολογηθώ σε κανέναν τι θα κάνω στο μπλογκάκι μου, κι αν μοιάζει να συμβάλλω στην κουβέντα με ένα αυτοαναφορικό ποστ, λες και δεν γκώσαμε από στεγνές πολιτικές αναλύσεις, είναι γιατί ο ξένος πριν φτάσει να γίνει πρώτη είδηση στα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, πριν καταγραφεί στα διεθνή παρατηρητήρια, πριν κινητοποιήσει τις ύπατες αρμοστείες, πριν τον πνίξουμε στο Αιγαίο που δεν ανήκει στα ψάρια του αλλά σε ένα τυφλά φονικό κι αδίστακτο λιμενικό σώμα, ένα ναζιστικό μηχανισμό που εφαρμόζει πια τη φυσική εξόντωση ακόμη και σε παιδιά, τον είχαμε δίπλα μας τον ξένο. Ήταν το γυφτάκι στην Πανεπιστημίου.


Κάποτε γυρνούσαμε με τον αδερφό μου από το γυμνάσιο. Ήμαστε απογευματινοί εκείνη τη μέρα, δούλευε δυο βάρδιες το σχολείο. Ήταν από τις σπάνιες φορές που επιστρέφαμε μαζί γιατί στην πρόγευση της μεγάλη μας ανεξαρτησίας από την πατρική εστία δεν χωρούσε να είσαι αδελφός εξ αίματος, αδέλφια μας ήταν τότε οι φίλοι. Είχε νυχτώσει όταν είχαμε φτάσει στη γειτονιά. Προχωρούσαμε με μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο για να μη μας περάσουν για τίποτα μαμόθρεφτα. Έτσι, δεν είδε ο γυφτάκος τον αδερφό όταν μου είπε "Ε, κοπελιά, πώς σε λένε; Κοπελιά..." Μόνο για να εισπράξει την σιωπή μου και μια φανερή επιτάχυνση στο βάδισμά μου και να μου πει "Γιατί δε μου μιλάς, καλέ; Επειδή είμαι γύφτος;"

"Θυμάσαι ρε τότε που σου έκανε καμάκι ένας τσιγγάνος..." μου θύμισε πρόσφατα, είκοσι τόσα χρόνια μετά, ο αδελφός μου και δε χρειαζόταν να ρωτάει. Θυμόμουν και θυμόταν. Να βάλουμε μια μουσική στη σεκάνς που ζήσαμε τυχαία ένα σούρουπο στη γειτονιά μήπως και απαλύνει το βίωμα. Δίπλα μας τους είχαμε πριν τους θάψουμε σε υγρούς τάφους.

όταν το κράτος δολοφονεί ξανά και ξανά παιδιά

Ο ελεγκτής στο τρόλεϊ που σκοτώνει έναν πιτσιρικά γιατί ήταν "τζαμπατζής", ο λιμενικός στο πέλαγο που δολοφονεί νήπια γιατί ηταν "λαθρομετανάστες", ο μπάτσος στα Εξάρχεια που δολοφονεί έναν έφηβο γιατί ήταν "αναρχικός". 
Ένα κράτος που πληρώνει υπαλλήλους για να εξοντώνουν ακόμα και παιδιά δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι η θεσμοθετημένη βία δεν έχει κανένα φραγμό και δεν έχει τέλος.

22/1/14

τέσσερα μύρια για μια χούφτα μούτρα

Επικήρυξαν 4εκ. ευρώ έναν τύπο από τον οποίο σίγουρα δεν κινδυνεύει το σύνολο της κοινωνίας παρά ένα πολύ περιορισμένο πλήθος μίας μικρής ελίτ δημοσιογράφων, κεφαλαιούχων και πολιτικών.

Η υπερκοστολόγηση του κινδύνου έγινε άρα από την ελίτ, στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αλλά το βάρος του κόστους θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους, άσχετα με το ότι αφενός οι ίδιοι δεν αποτελούν στόχο και ότι αφετέρου η ελίτ διαθέτει ήδη ιδιωτικές υπηρεσίες περιφρούρησης. Και μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, οι πολίτες καλούνται να συμμετέχουν ως καταδότες για την προστασία της ελίτ που θεωρεί πως βρίσκεται σε κίνδυνο.

Και για να επεκτείνω λίγο τη λογική μου, οι ίδιοι που αποτάσσονται ας πούμε τα δημόσια αγαθά του κράτους για να μην επιβαρυνθούν οι πορτοφόλες τους, τώρα αποφάσισαν να επωμισθεί ολόκληρος ο λαός ένα οικονομικό βάρος που αφορά μόνο τους ίδιους.

19/1/14

Γυναίκα στο φούρνο με Παστίτσιο

Καθώς έβλεπα να βάζουν τον Παστίτσιο στον φούρνο του ημεδαπού φονταμενταλισμού, με το εικόνισμα του Χριστούλη, του πρώτου διδασκάλου της θρησκείας της αγάπης –μη μειδιάς, δεν επιτρέπεται πλέον!- να ευλογεί τις αποφάσεις των χριστιανορθόδοξων δικαστών που δρουν αμερόληπτα, αμερόληπτα ως προς τον 21ο αιώνα εννοώ, είπα να βάλω ένα χεράκι στο ξεφούρνισμα καθότι γυναίκα.

Από παιδί ένιωθα μια βαθιά απέχθεια προς την εκκλησία, ενώ οι νευρομυϊκές συνάψεις του εγκεφάλου μου δεν φάνηκαν ιδιαίτερα αποδοτικές στη μεταφορά της θεολογικής πίστης ως πληροφορία. Εκτός από τη φυσική μου προδιάθεση, που ελέγχεται, μεγάλωσα και σε ένα περιβάλλον από το οποίο απουσίαζε σχεδόν πλήρως το θρησκευτικό στοιχείο. Τι ευλογία... Η αθεϊα μου έγινε πια σχεδόν ακλόνητη, όταν ως δεκαπεντάχρονο πήρα και διάβασα το βιβλίο «Αντιγνώση: τα δεκανίκια του καπιταλισμού» (εκδόσεις Γαβριηλίδης) της Λιλής Ζωγράφου. Όμως στα δεκαπέντε σου είσαι έφηβη, κόρη, φίλη, μαθήτρια, συμμαθήτρια, είσαι η γκόμενα κάποιου, αλλά δεν είσαι Γυναίκα. Δεν είσαι Γυναίκα όπως είσαι είκοσι χρόνια μετά.

Βάζω να ακούσω Portishead καθώς γράφω αυτές τις αράδες και τους ακούω με τον ίδιο τρόπο που βγαίνεις έξω στον καθαρό αέρα γιατί μέσα είναι αποπνικτικά. Γιατί ασφυκτιώ ως γυναίκα στην ούγια της βαλκανικής χερσονήσου και το θέμα που γράφω. Μας πνίγει το λιβάνι περισσότερο κι από την αιθάλη. Give me a reason to love you, give me a reason to be a woman. Βάζω ένα ποτό. Σε λίγο θα θελήσω να βγω έξω να καπνίσω. Θα πρέπει να νιώθω ευγνωμοσύνη που δε φοράω τσαντόρ, που μου επιτρέπεται η κατανάλωση αλκοόλ και καπνού; Ακούω το γκρουπάκι από το Μπρίστολ, και μετά το πρόσωπο της Beth Gibbons θα μεταμορφωθεί σε Marianne Faithfull, Patti Smith, PJ Harvey, Amy Winehouse σε ένα morphing πανκ μορφών, συμβόλων της γυναικείας χειραφέτησης. «Punk ain’t dead» που έγραφε και το τισέρτ που φορούσε κρυφά το κοριτσάκι στο Persepolis, το animation που εκτυλίσσεται στο Ιράν και με το οποίο ταυτίζομαι ανατριχιαστικά.

«Η ουσιαστική, η μεγάλη αντίπαλος του χριστιανισμού ήταν η γυναίκα» γράφει η Λιλή Ζωγράφου στα Μαριακά, το κεφάλαιο στην Αντιγνώση που επικεντρώνεται στο γυναικείο ζήτημα στον χριστιανισμό. Επικαλείται τον G.Thomson για να μας εξηγήσει γιατί τα ράσα μοιάζουν με φουστάνι (έι, εσύ με το μαύρο, το ριχτό, πήρε φωτιά το τσαντάκι σου, κατά το γνωστό ανέκδοτο με τον αγιασμό στην Μύκονο): «οι ιερείς φορούν χιτώνες ή ράσα που είναι στην πραγματικότητα γυναίκεια ενδύματα» για να μην πληγώσουν το δημόσιο αίσθημα, να δώσουν περιθώριο στην ανθρωπότητα να συνηθίσει τον εκτοπισμό της Ιέρειας και τον σφετερισμό του προνομίου του ιερατείου από τους αρσενικούς πλέον ομολόγους της.

Έγραφε τολμηρά η Λιλή Ζωγράφου, σχεδόν προκλητικά. Και πώς αλλιώς δηλαδή όταν ξέρεις πως μπορείς να βαστάξεις τον φεμινισμό, όταν δεν τρέμεις μη συνθλίψει την θηλυκότητά σου, μη σε μετατρέψει σε ανδρογυναίκα, σε μια σεξουαλικά απωθητική οντότητα. Πια μιλάμε διαρκώς για κοινωνικές ανισότητες, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκουμε τρε μπανάλ να μιλήσουμε για τις διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Λες και το θέμα είναι λυμένο. Πια έχουν όλα πέσει στο τραπέζι, αλλά η εκκλησία ξεγλιστράει από κάθε συζήτηση. Η εκκλησία εξακολουθεί να μη φορολογείται, ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους δεν φαίνεται να αποτελεί τμήμα της υποτιθέμενης ατζέντας μεταρρυθμίσεων –εδώ επιτρέπεται ακόμα να γελάς- και μάλιστα δίνεται ένα στίγμα όταν καταδικάζεται σε 10 μήνες φυλάκιση με αναστολή ο δημιουργός της σατιρικής σελίδας «Γέροντας Παστίστιος» για «καθύβριση θρησκεύματος» ενώ κατά διαστήματα στα ένθετα των εφημερίδων βρίσκεις τα πονήματα του Παϊσιου...


Ο μισογυνισμός είναι σύμφυτος με τον χριστιανισμό, είναι εδραιωμένος τόσο στο δόγμα, όσο και στην εκκλησιαστική λειτουργία. Τον συναντάς στο άβατο του Αγίου Όρους που τηρείται απαρέγκλιτα μέχρι σήμερα, στο άβατο του «ιερού» των ναών, στον αποκλεισμό από την θεία κοινωνία όταν η γυναίκα έχει περίοδο. Ακόμη και ως βρέφος το θηλυκό θεωρείται υποδεέστερο, μιαρό: το κοριτσάκι το ευλογεί ο παπάς έξω από το «ιερό» όταν σαραντίσει, ενώ το αγοράκι, ο άνδρας, μπορεί να προχώρησει στα ενδότερα του ναού. Η κατωτερότητα του γυναικείου φύλου διατρανώνεται σε κάθε περίσταση, στηριγμένη σε ένα μισογυνικό δόγμα, γεννημένο σε μια πατριαρχική κοινωνία που δέχεται ως μητέρα του Μεσσία μόνο μία άσπιλη κι αμόλυντη αειπαρθένο και που φορτώνει στην πρωτόπλαστη Εύα το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος, την απώλεια του παραδείσου. Γι’ αυτό ο κόσμος είναι αγγελικά πλασμένος, γιατί εκχωρήθηκε η κυριαρχία στους άνδρες...


(popaganda, 19/1/ 2014)

16/1/14

Το μωρό της Ρόζμαρυ πάσχει από μεσιανικό σύνδρομο και διπροσωπία

Με αφορμή την φημολογία περί σχηματισμού (και ουχί δημιουργίας- μην παραχωρούμε όρους άνευ όρων) πολιτικού κόμματος με φιλελεύθερο προσανατολισμό, θα αναγκαστώ -αχ- να διακονήσω όλο το απόσταγμα σοφίας που έχει ενσταλλαχθεί εντός μου από την εμβριθή μελέτη μου προς τους υποστηρικτές του συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου.

Οι νεοφιλελεύθεροι, οι οποίοι βαυκαλιζόμενοι αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι, γιατί τάχα ο δεύτερος όρος εμφορείται από πιο ουμανιστικές αξίες και ως τέτοιος είναι -τάχα είπαμε-πιο αθώος επικοινωνιακά, πάσχουν (pun intended) αφενός από μια εγγενή αντίφαση λόγου-δράσης (ξανά pun intended) και αφετέρου από κάποιο ιδιότυπο μεσσιανικό σύνδρομο.


1. Εγγενής αντίφαση: Συμπεριφέρονται μεν ως εξωγήινα όντα όταν δημοσιολογούν, γράφοντας για τον καπιταλισμό και τον φιλελευθερισμό με έναν τρόπο βαθιά ανιστορικό, σαν δηλαδή να μην εφαρμόστηκε ποτέ το συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο, σαν να βρίσκεται ακόμα στη σφαίρα της ουτοπίας, λες και δε στέγνωσε ακόμα η πένα του Adam Smith στον Πλούτο των Εθνών. Ταυτόχρονα όμως με την ανιστορική ρητορεία που αρθρώνουν σε επίπεδο δημόσιου λόγου, έχουν αναπτύξει βαθύτατα συστημική και καθεστωτική δράση, αν και αντικρατιστές υποτίθεται, καθώς τους βρίσκεις είτε πρώτο τραπέζι πίστα στα αρχεία της Διαύγειας, είτε σε τραπέζια μυστικών -ή όχι και τόσο μυστικών- δείπνων με οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, σε έκπαγλα κυβερνητικά πόστα και σε υψηλά ιστάμενα θέσεις δημόσιων οργανισμών. Και βέβαια δε θα διστάσουν να τσιμπήσουν και καμιά κρατική επιχορήγηση για το κατά τα άλλα φιλελεύθερο κόμμα. Βλέπουμε δηλαδή τη διπροσωπία του χώρου, ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη του.


2. Μεσσιανικό σύνδρομο: Το πολιτικό κόμμα που αναμένεται να συγκροτηθεί θα παίξει το ρόλο του άμβωνα από τον οποίο θα διακηρύσσουν πλέον με αξιώσεις εξουσίας τη μία και μοναδική, την οικουμενική αλήθεια την οποία πρεσβεύουν και διακηρύσσουν ως ιεραπόστολοι και αυθεντίες, την οποία όμως αλήθεια έχουν επίγνωση ως ελιτιστές ότι δεν είναι σε θέση να συλλάβουν τα μπρουτάλ, τα αγράμματα πλήθη (βλ. πως ακόμα και καθυστερημένους αποκαλούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους), οπότε είναι δεδομένο ότι για άλλη μια φορά θα καταβαραθρωθούν στις εκλογές, θα δρέψουν εξευτελιστικά χαμηλά ποσοστά, όπως έχει ξανασυμβεί (και αξίζει κανείς να δει την χαρτογράφηση των εκλογικών ποσοστών όπου απέσπασαν τα υψηλότερα στην...Εκάλη). Το αποτέλεσμα θα εκληφθεί, ξανά, ως αποτυχία όχι των ίδιων αλλά του -ας με συγχωρήσουν οι εχθρικά διακείμενοι αναγνώστες για τον τρε μπανάλ όρο που ακολουθεί- λαού να κατανοήσει και να αφομοιώσει τις ανιστορικές παρλαπίπες τους, οι οποίες έχουν αποτύχει οικτρά στην πράξη και μάλιστα διατυπώνονται από διάφορους νταλαβεριτζήδες με ενός είδους αποστασιοποιημένης ακαδημαϊκής επίφασης. 







15/1/14

Πέντε σημεία για την "λευκή εβδομάδα"


Η "λευκή εβδομάδα" για τα σχολεία αποτελεί ακόμα ένα δείγμα μεγαλοφυούς, εμπνευσμένου, βιώσιμου και ρεαλιστικού πλάνου της κυβέρνησης με πολύ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.

Κατά πρώτον, ήταν άστοχο το χρονικό σημείο που επέλεξαν να ορίσουν για την "λευκή εβδομάδα", στο μεσοδιάστημα από τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, αφού δεν αφήνουν το περιθώριο να επιτελέσει η πρόσθετη εβδομάδα διακοπών τον ρόλο της, δηλαδή μια περίοδο ανάπαυλας από τον φόρτο εργασίας.

Δεύτερο, εξαγγέλθηκε το μέτρο για την τόνωση του χειμερινού τουρισμού υποτίθεται σε μια χρονική συγκυρία που οι γονείς δεν έχουν να καλύψουν τα βασικά έξοδα μιας οικογένειας. Στην καλύτερη ο απώτερος στόχος είναι άτοπος και στη χειρότερη σαδιστικός.

Τρίτο, η προσθήκη της συγκεκριμένης εβδομάδας προϋποθέτει μάλλον την κατάργηση των γνωστών μονοήμερων εκδρομών, που εκτός του ότι διατηρούσαν και έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα -γίνονταν επισκέψεις σε μουσεία κλπ-  ήταν διάσπαρτες μέσα στη σχολική σαιζόν, οπότε λειτουργούσαν ανακουφιστικά ως προς το σχολικό πρόγραμμα και επιπλέον δεν επιβάρυναν την οικογένεια.

Τέταρτο, είναι σαφές πως το συγκεκριμένο μέτρο προέκυψε από πιέσεις του επιχειρηματικού κόσμου που δραστηριοποιείται στον τομέα του τουρισμού, και χωρίς καμία πρόβλεψη για το θεσμό των σχολικών εκδρομών, το παιδαγωγικό πρόγραμμα και τις οικονομικές δυνατότητες να υποστηριχθεί το μέτρο προσαρτήθηκε στην πιο ακατάλληλη μάλιστα περίοδο για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του ισχυρού λόμπι των ξενοδόχων.

Πέμπτο, το "κρυφό πρόγραμμα" (hidden curriculum) που προωθείται στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως δηλαδή προσπάθησαν να το διαδώσουν ως πρωτοβουλία ανάμεσα στους μαθητές, σχετίζεται με ένα λάιφσταϊλ πολύ κοστοβόρο για τα δεδομένα της εποχής, με κατεύθυνση προς τα χιονοδρομικά κέντρα και την ορειβασία που είναι σπορ για πολύ κατέχοντες πια. Όμως η κυνική κατεύθυνση προς έναν τρόπο ζωής πολύ μακρινό από τα δεδομένα της μέσης ελληνικής οικογένειας που προκαλεί αισθήματα μειονεξίας σε όσους δε μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό, σημαίνει το άνοιγμα της ψαλίδας των κοινωνικών τάξεων σε κάθε περίσταση, κυνικά και ασυλλόγιστα. 

11/1/14

Ο παππούς Μανώλης Αριστοφάνης


Θα μπορούσα να ήμουν κόρη μου πια, στην ηλικία εκείνη που ζήτησα από τη μάνα μου να
μου αγοράσει το Πούσι και το Μαραμπού, τις πρώτες μου ποιητικές συλλογές, το καλοκαίρι που τέλειωσα το δημοτικό, σκέφτομαι σήμερα που συμπληρώνονται 104 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία.



Κάπου στην παιδική ηλικία έγραψα το πρώτο μου ποίημα, όπως οι περισσότεροι. Είναι ωραίο που είμαστε ένας λαός γραφιάδων. Είναι μια διέξοδος θεραπευτική που δυστυχώς όμως έχει αντίτιμο ένα αίσθημα ματαίωσης όταν δεν έχουν αποδοχή ή απήχηση -εφόσον εκδοθούν- τα γραπτά μας. Όμως ακόμη και για τον σπουδαίο σήμερα ποιητή, Παούλ Τσελάν, ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα και μόχθησε πολύ για να αναγνωριστεί το εργο του. Έχω αυτή την αφελή πεποίθηση πως αν κάτι αξίζει, θα βρει τελικά τον δρόμο του.

Ο παππούς μου, ούτε το δημοτικό δεν έχει τελειώσει, αλλά έχει στίβες τετράδια διανθισμένα από σεμνή ανορθογραφία και ένα γραφικό χαρακτήρα καθηλωμένο στην παιδική ηλικία. Τελευταία είχε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο να καταγράψει τη ζωή του σε ρίμα. Πέντε γενιές σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Κάποτε του είχα τάξει να δακτυλογραφήσω τα χειρόγραφά του, αλλά στη θυέλλα της ζωής μου δε βρήκα ποτέ τον χρόνο. Ο παππούς είναι μπλόγκερ.

Όμως, κάπου στην έλικα του DNA μού έχει μεταβιβάσει το πάθος του για το γράψιμο που το ανακάλυψα απο παιδάκι. Κι έτσι, αν και δεν τήρησα την υπόσχεσή μου μετατρέψω τα χειρόγραφα σε κάποιο αρχείο word, ωστόσο μαζί έχουμε γράψει όσα έχω γράψει.

Το πρώτο μου ποίημα, στην ηλικία των εννιά χρόνων -τη χρονολογία την προσδιόρισα πολύ αργότερα- θα πρέπει να ξεχείλιζε θλίψη και οργή αφού η αφορμή ήταν ένα άδικο τραγικό γεγονός που είχα ακούσει στις ειδήσεις και θα πρέπει να με συντάραξε ώστε να προστρέξω στο "καταφύγιο που φθονούμε". Ένας νεαρός φίλαθλος νεκρός στην κερκίδα από ρίψη φωτοβολίδας αντιπάλων.

Μετά, το τρολ μέσα μου υπερίσχυσε, και καθώς οι κρητικοί είμαστε συνήθως δεινοί ριμαδόροι, είχα μεγάλη ευχέρεια να σκαρώνω σατιρικά στιχάκια και όταν βέβαια ερωτευόμουν να γίνομαι προσωρινά λίγο πιο γλυκερή και στις κακοτοπιές του έρωτα, ελαφρώς μελό, αν όχι δραματική, αλλά επανερχόμουν στην πάγια κατάσταση, της σάτιρας, που όμως καταπιέζω μέσα μου σαν παράνομο έρωτα.

Ο παππούς μου, ο ποιητής, ήταν ταυτόχρονα ο πιο εκπληκτικός stand up κωμικός που έχω δει στη ζωή μου. Όταν πια ήμουν αρκετά μεγάλη ώστε να έχουν έρθει από την άλλη άκρη της Ελλάδας οι γονείς του καλού μου να γνωριστούν με τους δικούς μου για πρώτη φορά, ο παππούς Αριστοφάνης, έδωσε το τελευταίο σόου του σε ένα ετερόκλιτο κοινό, που περιλάμβανε από από πιτσιρικάδες μέχρι μεσήλικες, βορειοελλαδίτες και κρητικούς, κ από γιατρούς μέχρι βοσκούς, και κυρίως από μονόχνωτες μέχρι αλλέγρες ιδιοσυγκρασίες, που όμως γελούσαν όλοι, και κάποιοι από μας μέχρι δακρύων. Ο παππούς είναι τρολ.

Κι ίσως για να προλάβει την καταβύθισή μου στην τρολιά, ο δάσκαλος των καλλιτεχνικών, ο κύριος Θωμάς,αφού διάβασε τους στίχους μου, μου έγραψε με τα κομψά, πλαγιαστά του γράμματα σε ένα χαρτάκι, Πούσι, Μαραμπού, Νίκος Καββαδίας και μόλις εξέπνευσε η σχολική χρονιά έσπευσα να τα προμηθευτώ, σε εκείνο το θρυλικό μεταίχμιο που εγκαταλείπεις το σχολείο το ανεκτά μεγάλο κτίριο, δέκα δρασκελιές από το πατρικό σου για να περπατάς για  ως το γιγάντιο γυμνασιολύκειο στο κέντρο, καθώς μεταλασσόσουν από γλυκό παιδί σε άγριο έφηβο, αλλά που σταθερά θα σε συνόδευε ο ταξιδευτής Νίκος Καββαδίας .

Ίσως από την ποίηση του ναυτικού, ίσως γιατί με έχει βαφτισμένη Πελαγία κάποιος γκασταρμπάιτερ, ένας πολύ ωραίος άντρας που έμοιαζε με τον Ζόρζ Μπρασσάν, ίσως γιατί ο άλλος μου παππούς είχε ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και καθώς κυκλοφορούσε κι αυτός με παρατσούκλι μια ζωή, Τσέχο τον φώναζαν, ψευδώνυμος κι ο παππούς, μου απέπνεε έναν ευρωπαϊκό αέρα που με μάγευε, κι ήθελα όλο να φεύγω. Ίσως γι' αυτό πνίγομαι πια πιο πολύ από ποτέ στην ούγια της βαλκανικής χερσονήσου που παλλινόστησα, γιατί πια γίνεται όλο και πιο δύσκολο να φεύγω, να βλέπω άλλους τόπους.



Ο παππούς μου ο άλλος, ο Μανώλης, ο ποιητής, που δεν πέρασε ποτέ τα σύνορα αυτού του τόπου, ήταν όμως το μόνον της ζωής μου ταξείδιον. Μέσα από τα μάτια του έχω ταξιδέψει από τον προπάππου μου ως τα δισέγγονά του, σε έκταση, κι από το ποιος είναι και το ποια είμαι, σε βάθος.



Κάποιος μου είχε κάνει την πιο χαζή ερώτηση από τότε που εκδόθηκαν "Τα φώτα στο βάθος". Γιατί θέλησα να εκδοθούν τα ποστ μου αφού υπήρχαν στο μπλογκ. Γι'αυτή τη φωτογραφία, θα έπρεπε να απαντήσω. Μόνο γι'αυτή.

1/1/14

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο για την εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς"

Περνάω περιόδους που αμφισβητώ το ίδιο το διάβασμα. Γιατί να διαβάζουμε λογοτεχνία; «Έχουμε πολύ περισσότερη ποίηση στον κόσμο απ’ ότι δικαιοσύνη», λέει ένας ο ήρωας στον «Αόρατο» του Paul Auster. Γιατί να σκύβεις πάνω από τις ζωές των άλλων; Μήπως για να ξεχάσεις τα δικά σου αδιέξοδα; Μήπως αν απογειωθείς από το ζοφερό περιβάλλον; Μήπως η δική σου ανάγνωση «υψηλής» λογοτεχνίας δεν διαφέρει στο βάθος από τον τρόπο που διαβάζουν δίπλα σου στο μετρό τα ευπώλητα, απελπισμένοι επιβάτες;

Σε τέτοια διάθεση, διαβάζω ξαφνικά κάτι που μου ανατρέπει τον τρόπο σκέψης. Πολλές φορές νιώθω πως αδυνατώ να περιγράψω την πραγματική επίδραση που είχε ένα βιβλίο πάνω μου και αυτό μου συμβαίνει και με τα «Φώτα στο βάθος» της Niemands Rose (Απόπειρα). Μικρές ιστορίες γραμμένες με αληθινή μαστοριά, όπου καμία λέξη δεν περισσεύει. Κι όπου μια τελεία, μια λεξούλα, ένα αναπάντεχο τέλος, έχουν τη δύναμη του σοκ. Η συγγραφέας βλέπει και ακούει τον κόσμο γύρω της. Και δεν αρκείται να τον περιγράψει. Παίρνει θέση. Όχι ως εκπρόσωπος κάποιου ιερατείου που σου δείχνει με το βαρύ του δάχτυλο το δρόμο, αλλά ως ένας οδοιπόρος του 21ου αιώνα που μοιράζεται μαζί σου τη γνώση για τα μονοπάτια που βρήκε. Υπάρχει και ο σαρκασμός, υπάρχει και η τρυφερότητα, υπάρχει η σκληρότητα, υπάρχει κι η ενσυναίσθηση. Η συγγραφέας καταφέρνει να δει με τα μάτια του άλλου: Εξαιρετική η προσέγγιση στο θρησκευτικό συναίσθημα που δεν συμμερίζεται –αλλά και δεν το χλευάζει. Στην πραγματικότητα για να μιλήσεις γι’ αυτό το εξαιρετικό βιβλίο θα έπρεπε να παρουσιάσεις, να αφηγηθείς μια –μια τις ιστορίες του.
Νιώθεις μια παράξενη συγγένεια με τη συγγραφέα καθώς μετατρέπει σε λόγο αυτό που κι εσύ είχες στο μυαλό σου. Καθώς λοιπόν εκφράζεται, σε εκφράζει. Η κουβέντα μαζί της ήρθε ως φυσική συνέπεια- συνέχεια ενός διαλόγου που ξεκινά…

-Νομίζω αξίζει να μας πεις λίγα λόγια για τα «φώτα στο βάθος», όπως τα περιγράφεις σε ένα από τα πιο τρυφερά κείμενα του βιβλίου σου…

Ο τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής, όπου εξιστορώ μια νύχτα που μια μητέρα με το μωρό της στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει στο βάθος του ορίζοντα τα φώτα της Λιβύης, τα οποία λέγεται ότι είναι ορατά από τα νότια παράλια της Κρήτης. Και μαζί ανακαλύπτει πολλαπλές συνδέσεις σε μια αναστοχαστική διαδικασία. Ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία να σταθώ στην επιλογή του τίτλου, τον συμβολισμό της φράσης, που παραπέμπει σε φωτεινά σημεία που διακρίνονται σε έναν ζοφερό ορίζοντα και που, νομίζω, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε.

-Γιατί Niemands Rose; Τι σημαίνει αυτό το ψευδώνυμο για σένα; Ποιο είναι το πρόσωπο πίσω από το «ρόδο»;

Ο Παούλ Τσελάν, στον οποίο ανήκει η φράση “die niemandsrose” και σημαίνει «του κανενός το ρόδο», είναι μάλλον ο πιο συγκλονιστικός ποιητής που έχω διαβάσει αλλά ταυτόχρονα υπήρξε η επιτομή της αντιναζιστικής μου κουλτούρας. Με θυμάμαι πριν από 7 χρόνια να δηλώνω μεταξύ σοβαρού και αστείου σε φίλους, μετά από σχετική πρόσκλησή τους, πως δεν πρόκειται να ξαναδώ άλλη αντιπολεμική ταινία, εννοώντας τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί το μερίδιό μου σ’αυτή τη ζωή σε αντιναζί και αντιπολεμική παιδεία το έχω καταναλώσει και με το παραπάνω. Ήταν η ίδια περίοδος, συμπτωματικά, που είχα ανακαλύψει τον Τσελάν. Μέσα σε αυτές περίπου τις συνθήκες διάλεξα για διαδικτυακή μου ταυτότητα και σήμερα πια για λογοτεχνικό ψευδώνυμο το Niemands Rose, που σημαίνει πολλά και που πίσω από αυτό βρίσκεται η πιο αυθεντική φωνή μου, αυτή που γράφει.

-Θεωρείς τα γραπτά σου «στρατευμένα»; Η εποχή μας ζητάει κάτι διαφορετικό από τους ανθρώπους που γράφουν;

Χαίρομαι πολύ που μου κάνετε αυτή την ερώτηση γιατί έχω μία ευκαιρία να απαντήσω σε κάτι που ανακύπτει και σε βιβλιοκριτικές και σε βιβλιοπαρουσιάσεις μου. Συνηθίζεται να αποδίδεται ο όρος «στρατευμένος» σε όσους παράλληλα με το συγγραφικό τους έργο αρθρώνουν δημόσιο λόγο και ο οποίος μάλιστα συχνά ταυτίζεται με συγκεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα ή, ακόμα χειρότερα, με πολιτικό κόμμα. Να τονίσω λοιπόν ότι αυτό το «του κανενός» του ψευδώνυμού μου, που με ρωτήσατε πριν, με εκφράζει και πολιτικά. Δεν ανήκω σε κανέναν πολιτικό χώρο. Έχω όμως ταξική συνείδηση. Είμαι κόρη εργάτη, βίωσα την ανεργία του πατέρα μου στη δεκαετία του ’90, διαμόρφωσα ως έφηβη συνείδηση μέσα από τις καταλήψεις και το μαθητικό κίνημα τις ίδιας περιόδου. Αυτά τα πράγματα με καθόρισαν. Δεν έχει σημασία αν με το όχημα της κοινωνικής κινητικότητας πήρα «προαγωγή» στη μεσαία τάξη, δεν έχει σημασία πόσο θα «τα καταφέρω» συνολικά στη ζωή μου. Πάντα θα είμαι η κόρη ενός απολυμένου εργάτη. Από ‘κει και πέρα μην περιμένει κανείς από μένα σούπερ-ήρωες, μονολιθικούς χαρακτήρες και γραμμικές πορείες, όταν γράφω, γιατί η αντίφαση στους ανθρώπους και η ανατροπή στη ζωή είναι κάτι που αναγνωρίζω.

-Τι είναι αυτό που σου αρέσει στις «αφηγήσεις μικρού μήκους»; Θα έγραφες ένα μυθιστόρημα;

Οι αφηγήσεις μικρού μήκους ήταν το πέρασμά μου από την ποίηση στην πεζογραφία, κάτι που νομίζω αποτυπώνεται στη συλλογή. Ως αναγνώστρια όμως προτιμούσα τα μυθιστορήματα. Και τώρα θέλω να δοκιμαστώ σε αυτό το είδος.

-Όταν γράφεις για την κόρη σου, το ύφος σου αλλάζει. Πόσο ρόλο παίζουν στη ζωή μας τα παιδιά; Τι μπορούμε να τους δώσουμε σήμερα;

Από τότε που απέκτησα το πρώτο μου παιδί νοηματοδοτείται η ύπαρξή μου μέσα από τα παιδιά μου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όμως δεν έχω επιτρέψει, ως τώρα, να με αφομοιώσει η μητρότητα, να με ευνουχίσει ως γυναίκα, όπως συνήθως συμβαίνει σε χώρες όπου ο συντηρητισμός είναι μείζον στοιχείο της κυρίαρχης νοοτροπίας. Το ζήτημα είναι να είμαι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος πλάι στα παιδιά μου. Και μ’αυτό τον τρόπο ευελπιστώ να μην τα πνίξω με την αγάπη μου αλλά και μην τους την στερήσω.

-Να είσαι γυναίκα… To be a woman… Η προσέγγιση σου είναι ιδιαίτερη. Τι είναι να είσαι γυναίκα και να μεγαλώνεις στην Ελλάδα; 

Υπάρχει μια υπόρρητη θεματική ενότητα στα «Φώτα στο βάθος» που αφορά στη Γυναίκα, όπως βιώνω το φύλο, αλλά και όπως έχει καταγραφεί μέσα μου με μνήμες κι αναπαραστάσεις από τις γερόντισσες της ορεινής ελληνικής επαρχίας ως τις ηλικιωμένες ποδηλάτισσες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου έζησα και περιηγήθηκα, κι από τις πολιτικές κρατούμενες στην τέχνη και την Ιστορία ως τα φρικιά στις παραλίες των γυμνιστών και στις διαδηλώσεις. Ασφυκτιώ στην Ελλάδα, όπως κάθε γυναίκα που έτυχε να ζήσει σε χώρες που τα κεκτημένα του φεμινιστικού κινήματος είναι ευρύτερα. Το φάσμα της καταπίεσης εκτείνεται από τον δημόσιο θηλασμό, ως το να είσαι ηλικιωμένη και να πίνεις ένα ποτάκι σε ένα μπαρ, όπως μία φιγούρα στο «Για τη γυναίκα, το γήρας και το γαμώτο» στο βιβλίο μου, κι ως το να δηλώνεις τη σεξουαλική σου απελευθέρωση και την ελευθεριακότητά σου στον έρωτα.

Κώστας Στοφόρος για την εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς"