30/3/13

Vae victis

Ενας φίλος μού αφηγείται μια εξωφρενική περίπτωση αργομισθίας. Συμβαίνει να γνωρίζει κάποιο δημόσιο υπάλληλο που δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στη δουλειά του εδώ και χρόνια και βέβαια δεν τον έχουν αναζητήσει από τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Ο φίλος αναρωτιέται γιατί οι αριστεροί γραφιάδες δεν θίγουν τέτοιες περιπτώσεις. Και δεν έχει άδικο. 

EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ 
 EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ   


Τα τάγματα της βαρβαρότητας, από την άλλη, δεν διστάζουν να γενικεύουν ξεδιάντροπα ανάλογες περιπτώσεις προκειμένου να στραφούν λυσσαλέα ενάντια σε μία ολόκληρη επαγγελματική κατηγορία. Απροβλημάτιστα, με ισοπεδωτικές λογικές εξισώνουν τον υπερπτυχιούχο δημόσιο υπάλληλο που προσλήφθηκε με διαφανείς διαδικασίες και πασχίζει να φανεί παραγωγικός -για τον εαυτό του, για τη συνείδησή του, από μία διαστροφή μάλλον, αφού η μόνη ανταμοιβή θα 'ναι ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης ή μια καλή κουβέντα από τον άνθρωπο που εξυπηρετεί- με το κομματόσκυλο γραφειοκράτη που ανδρώθηκε στις πασοκικές νοοτροπίες της βαθιάς διαφθοράς.
Από τον αριστερό λόγο, όχι της κατ' επίφαση Αριστεράς, που εκπροσωπείται από το αδιανόητο πολιτικό μόρφωμα που συναινεί και συμπράττει στα ανοσιουργήματα μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης, κατά βάση απουσιάζουν οι παθολογίες του πολιτικού συστήματος που αποτυπώνονται και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, επιτρέποντας τελικά στους γραφιάδες της βαρβαρότητας να εμφανίζονται ως οι αποκλειστικοί επικριτές των σχετικών φαινομένων.
Σε γηπεδικές συνθήκες δημόσιου διαλόγου, η Αριστερά έχει στηθεί σε τείχος και της εκτελεί φάουλ το λεφούσι που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερο, αν και μ' όλα τα μέσα ωθεί προς την προνεωτερικότητα. Γιατί, όπως έχω ξαναγράψει, με παράδειγμα τη διαβόητη «ανομία», η Αριστερά επέτρεψε «να κατηγορείται παραδόξως για το φαινόμενο της ανομίας -αν και άλλου τύπου- από το μνημονιακό μπλοκ, ενώ είναι γνωστό σε όλους πως το πελατειακό σύστημα που εξέθρεψε την πραγματική ανομία συντηρήθηκε με τη συμμετοχή πολιτευτών / στελεχών και ψηφοφόρων / υποστηρικτών των δυο μεγάλων κομμάτων, αποκλειστικά. Παραδοσιακά η Αριστερά στηλίτευε το πελατειακό σύστημα, το νεποτισμό, τη διαφθορά και όσα συναποτελούσαν την περιρρέουσα ανομία» (Αυγή, 23/12/2012).
Ο δημόσιος λόγος της Αριστεράς αναλώνεται μέσα σ' αυτές τις συνθήκες σε οπαδική, συνθηματολογική αντιπαράθεση με τους πολιτικούς της αντιπάλους -και εξαιρώ τους φασίστες, με αυτούς εξ ορισμού δεν μπορείς να συνομιλήσεις- και σε νεόκοπους θούριους που χαϊδεύουν τα αυτιά ημέτερων και που δεν αντέχουν σε ανάλυση γιατί είναι, κατά κανόνα, πολιτικά ανερμάτιστοι και συχνά εκπορεύονται απ' το κίνητρο του γράφοντος να αναδειχθεί ως η οργισμένη αλλά και ρομαντική φωνή του συλλογικού ασυνείδητου και βέβαια να αποκομίσει τιμές λαϊκού αγωνιστή.
Παράλληλα, βινιέτες έσχατης εξαθλίωσης κατακλύζουν κυρίως τα κοινωνικά μέσα αλλά και τα ΜΜΕ. Ομως, το ανοικονόμητο μελό του οικονομημένου, η ασύδοτη οιμωγή της αγοραίας αριστεροφροσύνης, παραπέμπουν περισσότερο σε κηρύγματα παπάδων από άμβωνος, συγχέοντας την αλληλεγγύη με την ελεημοσύνη, τον οικτιρμό με τον αγώνα, και τελικά λειτουργούν αντίστροφα ως προς τον υποτιθέμενο σκοπό τους. Δεν ευαισθητοποιούν πια, αλλά, χωρίς μάλιστα την απαιτούμενη συγγραφική δεξιοτεχνία, μας εθίζουν σε αναπαραστάσεις μιας φανερά μακρινής ως προς τον γράφοντα πραγματικότητας, που δεν παρέχουν περιθώριο ενεργοποίησης μηχανισμών ταύτισης με τους εξαθλιωμένους ήρωες των αφηγήσεων.
Δεν μιλώ για αυτολογοκρισία -πια πρέπει να διευκρινίζει κανείς και τα αυτονόητα-, μιλώ για φειδώ και για αιδώ. Μιλώ για λελογισμένη χρήση του ανθρώπινου δράματος του διπλανού μας. Μιλώ για ενσυναίσθηση, αναστοχασμό και διά ταύτα. Ο Τζακ Λόντον, για να γράψει τους «Ανθρώπους της αβύσσου» εγκατέλειψε έστω και προσωρινά τις ανέσεις του αστικού του βίου για να ζήσει τη ζοφερή πραγματικότητα της έσχατης φτώχειας στο East End του μητροπολιτικού Λονδίνου. Πουλάει όμως το μελό της ευκολίας, πουλάνε και τα επαναστατικά μανιφέστα του ποδαριού.
Η κρίση μας βρίσκεται σε κρίση. Σε συνθήκες πόλωσης είναι πια εξαιρετικά εύκολο να χαρακτηριστεί κανείς persona non grata, αν αποφασίσει να ασκήσει κριτική στο χώρο όπου ανήκει. Αλλά η δυνατότητά μας να ασκήσουμε κριτική κρίνεται από τη δυνατότητά μας για αυτοκριτική, και η αυτοκριτική είναι ό,τι μας σώζει από το να μετατραπούμε σε ένα μεγάλο «Κυνόδοντα». Και δεν σφυρίζει κανείς ένα ημίχρονο να δούμε πού βρισκόμαστε.

24/3/13

άθεες μαριονέτες

Σπαρασσόμενοι εραστές. Πριν και μετά. Εφήμερες ταξινομήσεις σε συλλαβές. Πόθος, ζήλεια, πάθος, χημεία. Και λοιπά. Στιβάζουν το αίσθημα σε βολικά λεκτικά κιβώτια. Περιφραστικά. Έχω κολλήσει, έχω σκαλώσει, έχω πάθει κοκομπλόκο. Αργκοναυτική εκστρατεία ενάντια στα ιερά και τα όσια.

Αναρωτιούνται γιατί δεν μπορούν να χωρίσουν, γιατί δε μπορούν να ξεκόψουν, γιατί δε μπορούν να το ξεπεράσουν, γιατί δε μπορούν να ξεχάσουν.

Μετά σμίγουν κάπου. Σε έναν άλλο χωρόχρονο. Εκεί που καταργείται η ύπαρξή τους με την έλευση  του πόθου ως αυθύπαρκτης οντότητας. Μετά, υπάρχουν προσχηματικά. Μόνο για να αποκτά υπόσταση μέσα από τα λόγια και τα σώματά τους αυτό που τους ορίζει. Αυτό που τους αποκαλύπτεται στον δικό του χωρόχρονο.

Μετά θα ντυθούν και θα αποχωριστούν με την ψευδαίσθηση πως ορίζουν την τύχη τους. Και θα βαυκαλίζονται τις άθεες οι μαριονέτες στα χέρια του Έρωτα.

21/3/13

θερμόμετρο

σ' ένα ΙΧ, ιδιωτική ζωή μιας χρήσης, παρκαρισμένο στο νοσοκομείο των
παιδιών, αναμονή, τριγύρω πυκνώνει η αγωνία, πολλές αγωνίες μαζί, πυκνώνει η αγωνία,
κάποιοι απόψε εξανθρωπίζονται, μπροστά τα φώτα που ζώνουν τη νύχτα το πεντελικό
όρος, κι ούτε που νοιάστηκα να μάθω τη γεωγραφία αυτού του τόπου,
επέστρεψα για να βουλιάζω στην αδιόρθωτη μυωπία του, στη βαλκανική πενίνσουλα, ο πιο τελευταίος "white trash" στο Λονδίνο είχε κάνει περισσότερα ταξίδια απ΄τον μέσο μικροαστό
εδώ στη βαθιά μυωπία, τι ήρθα να κάνω εδώ, τι δουλειά έχω εδώ, και μόλις ανέβει ο
υδράργυρος καταγράφει σεισμικές δονήσεις η ύπαρξή σου, η απολύτως και
πια παντοτινά συνδεδεμένη με τα πλασματάκια, που ξεπήδησαν με σάρκα από το
σώμα σου σε μια βραδιά έρωτα, κι ήδη νιώθεις
μακριά απ΄τη μάνα σου, ο λώρος δεν κόβεται, ο ομφάλιος λώρος είναι το σχοινί που θα κρεμαστούμε, και ποιος να σε συντρέξει λες, και δεν είσαι
και για κλάψες, άλλη φτιαξιά, και ζαλώνεσαι ένα μωρό κι ένα νήπιο για
το νοσοκομείο, και να έχεις δει το 39.5 βαθμούς δυο φορές, πριν και μετά το
παυσίπονο, κι ήδη να σου φαίνεται πολύ, πολύ μακριά να σου φαίνεται η
μάνα σου, κι έχεις κλάψει ήδη δυο φορές, κι έχουν περάσει όλες οι
κακές σκέψεις απ' το μυαλό, εγώ το άφησα ανεμβολίαστο, αν έχει
εισβάλλει πνευμονιόκοκκος στο κορμάκι του, εγώ το άφησα ανεμβολίαστο,
και σήμερα πλήρωνες μπέιμπι σίτερ, βενζίνες, πάρκιν μόνο για να πας να
σου πουν στο γκισέ του ταμείου που' σαι ασφαλισμένη, να σου πουν στο γκισέ
δεκαπέντε μέρες μετά από την προθεσμία που σου
έδωσαν πως θέλουν άλλον ένα μήνα για μια σφραγίδα, για μια γαμημένη
σφραγίδα,  και δε στο λέει καμιά καλτ μορφή φτηνής σάτιρας του δημοσίου, στο λένε κάτι
τριαντάρηδες που βάζεις στοίχημα πως έχουν δυο πτυχία για να είναι
πίσω από ένα γκισέ ξεδοντιασμένοι, να βουλιάζουν στη γραφειοκρατία,
και να είναι ανεμβολίαστο, και να λες ρε παιδιά ένα τηλ δώστε να πάρω να μην
έρχομαι τσάμπα και να σου λένε μας τα ξηλωσαν, να σου δείχνουν τα
 γραφεία άδεια από συσκευές, αλλά στην καμπίνα του αυτοκίνητου το βράδυ, 
έξω απ΄το νοσοκομείο, θα πέφτει ένα ψιλόβροχο και τα κίτρινα φώτα
και η μικρή θα βρεθεί στην μπροστά θέση για πρώτη φορά
 και θα βάλει τους μαρκαδόρους στη θήκη του συνοδηγού για το νερό
ή τον καφέ και πια ποτέ δε θα είναι ίδια η θήκη που γέμισε χρώματα,
και θα απλώσει χαρτιά στο ταμπλό, κι έτσι απερίσπαστοι, χωρίς τη βαβούρα του σπιτιού,
χωρίς την υπερπληροφόρηση, πώς να το πω, καμιά φορά στ' αρχίδια μου
όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα όταν έχει δείξει κοντά σαράντα το θερμόμετρο,
απερίσπαστοι από τα νέα του κόσμου, οι τέσσερις,
θα ακούτε μουσικές, ο μικρός θα είναι μόνιμα στην αγκαλιά, η αδερφούλα του θα
ζωγραφίζει και θα σε κάνει ευτυχισμένη, κι ο πυρετός θα υποχωρεί,
και ένας γιατρός στη βάρδια, κι εντάξει, τα κατάφεραν οι καριόληδες,
διαλύσανε το κράτος πρόνοιας και θα έρθουν οι
ξένοι επενδυτές να μας φτιάξουν ωραία νοσοκομεία, γυαλιστερά, με παρκέ, και παρκαδόρους, πολύ ωραία νοσοκομεία ρε, με μπάτλερ κι ανθοδέσμες στην είσοδο,
να μπορούμε κι εμείς να ψοφάμε στα γκαζόν τους. κι όμορφα να μας
σκεπάζει το χιόνι, όμορφα, σαν παραμύθι.

18/3/13

κόκκινο τριαντάφυλλο

Όταν ήταν παιδάκι, ήθελε στις Απόκριες να ντυθεί Χιονάτη. Αλλά αυτό δεν άρεσε στη μαμά. Μάλλον θα ήταν πολύ ακριβή η στολή. Και τελικά ντύθηκε κάτι άλλο. Όταν ήταν παιδάκι, έκανε κάτι ζωγραφιές μούρλια. Πολύ ζωηρά, χαρούμενα χρώματα, μπογιάντισμα προσεκτικό και φροντισμένα σχεδιαγράμματα. Αλλά ούτε αυτά άρεσαν στη μαμά. Μάλλον δεν της άρεσαν της μαμάς ούτε οι πριγκίπισες, ούτε οι νεράιδες, ούτε οι καρδούλες με φορέματα, ούτε τα λουλούδια με τις μεγάλες βλεφαρίδες και τα ροζ μάγουλα. Δεν της άρεσαν της μαμάς. Ούτε του μπαμπά. Καθόλου μα καθόλου.

Μετά, πήγαν σε ένα μεγάλο κτίριο. Εκεί, στο σαλονάκι που περίμεναν, είχε πολλά παιχνίδια. Αλλά είχε και μερικά σπασμένα. Κι έπαιζε με τα κουζινικά με τα άλλα κορίτσια. Αλλά αυτό δεν άρεσε στη μαμά. Δεν άρεσε καθόλου στη μαμά. Σε λίγο μπήκαν σε ένα γραφείο που ήταν ένας κύριος και μια κυρία. Ο κύριος ήταν πολύ χαμογελαστός και η κυρία πολύ σοβαρή. Ή το αντίθετο. Έδωσαν στο παιδάκι να ζωγραφίσει. Τους έκανε την καλύτερή του ζωγραφιά γιατί σκέφτηκε να βάλει μεγάλα στέμματα στις πριγκίπισσες στολισμένα με χρωματιστά πετράδια. Δεν ήταν πολύ καλή ιδέα, ε; Τους έβαλε και χρυσά ραβδιά. Στην πιο μικρή έβαλε μεγαλύτερο. Ο κύριος και η κυρία κούνησαν τα κεφάλια τους. Μάλλον ούτε σ' αυτούς άρεσε η ζωγραφιά. Έπειτα του έδωσαν ένα καλάθι γεμάτο παιχνίδια, πιστόλια, αυτοκινητάκια, ψεύτικα κραγιόν, πιατάκια, κούκλες και είπαν να διαλέξει. Διάλεξε να βάψει μια κουκλίτσα με κραγιόν, όσο η μαμά συμπλήρωνε κάτι χαρτιά.

Μετά από λίγο, ο κύριος και η κυρία, θα αποχαιρετούσαν το παιδάκι και τη μαμά, θα διάβαζαν τα συμπληρωμένα ερωτηματολόγια και θα συναποφάσιζαν τη διάγνωση: Διαταραχή φύλου. Την ίδια αρρώστια που είχε το Γώγος, ο Μάκης, ο Περικλής, ο Ντίνος, ο Ιωάννης. Και μετά πήγαιναν και ξαναπήγαιναν και ξαναπήγαιναν στο κτίριο και μιλούσαν εκεί με την κυρία πιο πολύ, τον κύριο δεν τον έβλεπε και τόσο πολύ πια. Και όλο να το ρωτάνε, και όλο να κουνάνε το κεφάλι τους, και όλο να ρωτάνε, και όλο να ρωτάνε. Και γιατί είναι κακό να ζωγραφίζεις πριγκίπισσες δεν κατάλαβε ποτέ.

Όταν μεγάλωσε το παιδάκι έγινε σαν τη μαμά κι ακόμη, κι ακόμη πιο ωραίο. Είχε κάτι μαλλιά ξανθά αλλά όχι και τόσο μακριά, όπως της Ραπουνζέλ, πιο λίγο μακριά, κι ωραία χείλη, βυσσινί σαν της Χιονάτης, και τις νύχτες περίμενε τον πρίγκιπα σαν τη Σταχτοπούτα αλλά με μίνι και ζαρτιέρες. Κι ο πρίγκιπας ερχόταν κάθε βράδυ με άλλο αυτοκίνητο και με άλλο πρόσωπο αλλά με τα ίδια χαρτονομίσματα. Πίπα, κώλο, ίδια τιμή για όλους. Μόνο ένας, μια φορά, στον γυρισμό, έτσι, πώς του ήρθε, της είπε να πάνε να πιούνε κανένα ποτό. Και ήρθε ένα γυφτάκι, με ένα μάτσο τριαντάφυλλα, και πάρτε καλέ κύριε, που είναι η μέρα της γυναίκας, του έλεγε. Και της αγόρασε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Την ημέρα της γυναίκας.


--------------------------------------------------------------------------------------------------

Για το διιστολογικό αφιέρωμα με αφορμή τη μέρα της γυναίκας.

http://motheringdays.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html?spref=fb
 https://awysiwyg.wordpress.com/2013/03/18/women/
http://agrampelli.blogspot.gr/
http://rubycloud.blogspot.com
www.anagennimeni.wordpress.com
http://pollyannasdays.blogspot.gr/2013/03/1751-19102000.html
www.kidscloud.gr
http://jaquou.wordpress.com/
www.motheringdays.blogspot.com
http://esp0ir.wordpress.com

16/3/13

Unfriend

Όποιο όνομα σύγχρονου έλληνα λογοτέχνη κι αν μου έλεγες, θα σου απαντούσα με ερώτηση: ποιος είναι αυτός; Και να επιμένει, στην άλλη άκρη της γραμμής, πως πρέπει να βρω και να διαβάσω αυτή τη συγγραφέα, την ξανθιά, αυτήν μωρέ που έγραφε και στα Νέα, μα πώς τη λέγανε; Πού να ξέρω; Αλλά άμα σε έχουν χρίσει μεγάλο έρωτα, γιατί είσαι τόσο όμορφος και κάνεις αφισοκόλληση της εξωκοινοβουλευτικής τις νύχτες, η άλλη δέχεται υποδείξεις και για τα βιβλία και για τα μπαχάρια που θα ρίξει στο φαϊ και για το πώς θα σκέφτεται. Κι έτσι επέμενε, αυτός στη Χαϊδελβέργη, εγώ στο Βερολίνο, να βρω και να διαβάσω αυτή την πώς -τη- λένε, ρε γαμώτο;

Και έπεφταν τα κέρματα στον τηλεφωνικό θάλαμο να μιλάμε με τον άντρα της ζωής μου, για τα πάντα και το σύμπαν,  και να μην ξέρω λέξη γερμανικά, πώς λένε τη φωτιά να ζητήσω στα κορίτσια που περνάνε, να καπνίσω, και παπαγάλισα τη λέξη και άναψα απ΄τα κορίτσια που περνούσαν έξω από το χόστελ, μπροστά στον θάλαμο. Και να μη θυμάται το όνομα της συγγραφέως, ξενιτεμένος κι αυτός, εμείς δε περιμέναμε να γίνει -και- τρεντ η διασπορά για να φτιάξουμε βαλίτσες.  Εμένα με έδιωχνε απ΄την κούνια η πατρίδα, για την ακρίβεια κάθε πατρίδα, για την ακρίβεια πατρίδα τι πάει να πει δεν ξέρω, από τότε που μου ήρθε περίοδος, για να τραβήξουμε μια κόκκινη γραμμή στην  ενηλικίωση, ξέρω πως δεν είμαι Ελληνίδα, δεν ξέρω τι σημαίνει είμαι Έλληνας, δεν είναι στυλ, είναι νοητή απομαγνητοφώνηση όσων είπα και όσων δεν, τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν είχαμε γαλανόλευκες εκεί που μεγάλωσα, είναι νησί, το χωρίζουν απ΄την κεντρικη στερεά πολλά ναυτικά μίλια, το αιγαίο ανήκει στα ψάρια του, δεν ξέρω, δεν το διάλεξα να μην είμαι Ελληνίδα, μόνο που το συνειδητοποίησα.

Μετά, έκανα παιδί, με άλλον άντρα, τον άντρα της πραγματικής μου ζωής, της ζωής που καταγράφεται και στην πλήξη του έγγαμου βίου, και στην ασύδοτη καύλα των πρώτων χρόνων, και στα έχουμε χωρίσει και δεν το ξέρουμε, και στα πόδια του που ψάχνω να ακουμπήσω για να παγώσουν τα δικά μου, να νιώθω λαρτζ που χαρίζω από τη θέρμη μου κι όταν ακόμα δεν τη ζητάει, κι όταν δεν την αντιλαμβάνεται συνειδητά, όταν οι ζεστές μου πατούσες μετατρέπονται στο REM του σε ένα ποτάμι που του καίει τους αστραγάλους, μετά έκανα παιδί και μου κόπηκαν τα πόδια. Έφυγα μόνη μου από την Ελλάδα και γύρισα πίσω με άλλους δύο. Έναν άνθρωπο στην κοιλιά, έναν στο πλάι μου.

Για είκοσι χρόνια δεν διάβαζα νεοελληνική λογοτεχνία. Τα μισά, ενώ ζούσα ακόμα στο εσωτερικό, τα υπόλοιπα ενώ είχα φύγει και ως φυσική παρουσία. Μα έγραφες σχόλια στο μπλογκ του Νίκου Δήμου. Ναι, γιατί; Ποιος είναι αυτός; Κι ακόμη χειρότερα. Πολύ χειρότερα. Δεν έχεις διαβάσει Βακαλόπουλο; Όχι. Δεν τον ήξερα. Αλλά είχα διαβάσει τέσσερα βιβλία της Σώτης Τριανταφύλλου, αφού έτσι μου συνέστησε ο μεγάλος έρωτας.

Τον ξαναβρήκα μετά από χρόνια. Πού; Όχι. Ούτε σε κάποιο κατάστρωμα φέριμποτ καλοκαίρι για τα νησιά. Ούτε σε κάποιο αρχαίο μπαράκι σ' ένα στενό του κέντρου της επαρχιακής μας πόλης με τα κίτρινα φώτα στη βροχή. Ούτε καν σε κάποιο αεροδρόμιο. Στο φέισμπουκ. Κάνε κινηματογράφο εσύ με αυτά τα υλικά. Κάνε τέχνη. Κάνε και ζωή. Τον ξαναβρήκα μετά από χρόνια. Και τον διέγραψα. Ανέβαζε μόνο λινκς από το πρόταγκον με τίτλους δικής του έμπνευσης: ΝΑ ΤΑ ΑΚΟΥΝΕ ΑΥΤΑ ΟΙ ΚΑΜΜΕΝΟΤΣΙΠΡΑΙΟΙ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΝ ΤΗ ΧΩΡΑ κλπ, ή ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ!!! κι από κάτω Μίχας και Τέλλογλου και Θεοδωράκης. Δεν ήξερα πως είχε τόση ασχήμια αυτός που η ομορφιά του με γονάτιζε. Έκαναν πολύ θόρυβο τα κέρματα στον θάλαμο. Και εγώ δε διάβαζα έλληνες.

10/3/13

«Γεια σου Λόλα. Όμορφη ακόμα και νεκρή...»



Το προφανές. Τον έβλεπα τόσο εκτυφλωτικά όμορφο που πίστευα ακράδαντα πως θα μπορούσε να έχει όποια γυναίκα της υφηλίου επιθυμεί. Ήμουν ερωτευμένη. Άρα τυφλή.
#Μερικά χρόνια μετά θα τον συναντούσα τυχαία κάπου και θα αναρωτιόμουν αν είχα προσέξει ποτέ πόσο κίτρινα είναι τα δόντια του ή πόσο κουμπότρυπες είναι τα μάτια του ή πόσο σουβλερή η μύτη του.

Τις Κυριακές ξυπνούσε από τα χαράματα για να λουστεί, να μπανιαριστεί, να χτενίσει τα μακριά μαλλιά και να φτιάξει τον κότσο της με επιμέλεια. Τα αρθριτικά εκείνη την ώρα δεν την δυσκόλευαν. Ωραία μου αυθυποβολή. Να βάλει τα καλά της ρούχα και τα σχολιανά της παπούτσια της και τσούκου-τσούκου με το μπαστούνι να περπατήσει νηστική ως την Εκκλησία ώσπου να γευτεί «το σώμα και το αίμα του Κυρίου» από το χέρι του δεσπότη σε ένα δίκτυο πίστης και ευλάβειας και να ζήσει, έτσι, στην τρίτη της ηλικία, τις ομορφότερες ώρες της εβδομάδας.
# Σας γαμώ τα λιβάνια, τον Χριστό, τα ράσα, την Παναγία και τα μανουάλια, θα πει ο άλλος που αποστρέφεται τον χριστιανισμό και τα τελετουργικά του.

Ακούω την εκπομπή του Χρήστου στο ραδιόφωνο. Μου προκαλεί ψυχική ανάταση. Οι μουσικές που παίζει, τα λόγια που εκφωνεί, οι σιωπές που παρεμβάλλονται. Όταν πέφτει το σήμα του τέλους έχει κάνει τον κόσμο μου λιγάκι πιο όμορφο.
#Ο χτιστός στο γυμναστήριο με το μαύρο εφαρμοστό
t-shirt, ο νεοναζής, θα άντεχε να σηκώσει 50 κιλά αλλά δε θα άντεχε να ακούσει τον Χρήστο  ούτε 50 δευτερόλεπτα.
Είχε κλείσει εισιτήρια εδώ και καιρό. Μία από αυτές τις μέρες θα πήγαινε να ακούσει την Κάρμεν στο θέατρο. Δεν έχει σημασία αν μεγάλωσε σε ένα αστικό περιβάλλον κι εξοικειώθηκε από νωρίς με την όπερα ή αν στην πορεία της ζωής της αγάπησε το είδος. Ακόμα και αν ήταν ένα αλητάκι, όπως τη Σκάρλετ Γιόχανσον στο Match Point, θα δάκρυζε βαθιά συγκινημένη από την ερμηνεία της σοπράνο.
# Η άρια από την Κάρμεν
L'amour est un oiseau rebelled  θα θύμιζε  «στα εστιατόρια που τρών’ τα συνεργεία» το λιμπρέτο της διαφήμισης:  To άζαξ ούλτρα καινοτομεί...Και στο Intouchables o Driss, ο μαύρος φροντιστής του ζαπλού τετραπληγικού, θ’ αμόλαγε χάχανα απ’ τον εξώστη στη θέα των επιλογών του βεστιάριου της όπερας.
Τις πιο όμορφες βραδιές τις είχαμε περάσει στου Τάσου στη Φορτέτσα. Xαμηλοτάβανο ασβεστωμένο κουτουκάκι, τσιμεντένιο πάτωμα, γεράνια στην αυλή και ρουστίκ βεραμάν πορτοπαράθυρα. Σάββατο βράδυ ζωντανή μουσική δυο φοιτητές απ' το Πανεπιστήμιο της επαρχιακής πόλης. Παλιά ρεμπέτικα, μεζεκλίκια, χύμα κόκκινο κρασί απ’ τα βαρέλια και στριφτά.
# Αηδία το σκηνικό για το νεοφιλελέ του διπλανού γραφείου. Εμετός για το μεταμοντέρνο χιπστεράκι των σόσιαλ μήντια. Ίσως πια και για μένα.
Ένα σκυλί δηλητηριασμένο, νεκρό, ξαπλωμένο σε μαύρη πλαστική σακούλα στα σκαλιά του Δημαρχείου Κατερίνης. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας από αυτούς που δεν τρώνε τη φόλα πως είμαστε πολλοί, πως περισσεύουμε, πως τ’ αδέσποτα αυτού του κόσμου θα πρέπει να θανατωθούν στην καλύτερη περίπτωση με ευθανασία. Ο SXY από το Jungle Report θα γράψει κάτω από τη φωτογραφία: «Γεια σου Λόλα. Όμορφη ακόμα και νεκρή..
# Δεν έχει.
Η ομορφιά του ενός η ασχήμια του άλλου, η αλήθεια του ενός το ψέμμα του άλλου, η αγάπη του ενός το μίσος του άλλου. Τίποτα δεν είναι χωριστό. Τίποτα δεν έχει μια όψη. Τίποτα δεν αντέχει χωρίς το αντίθετο. Η ομορφιά μονάχη της θα ήταν ένας φασισμός. Και μόνο αυτός είναι ολοκληρωτικά άσχημος. Γιατί είναι θάνατος.  Όλα τα άλλα, la vita è bella. Ακόμη και μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με το βλέμμα όμως ενός Ρομπέρτο Μπενίνι, του πιο όμορφου ασχημάντρα. Η ζωή όμως. Μόνο.

7/3/13

ταυτότητα

Για νά 'ρθει ως το σπίτι, που είχαμε μαζευτεί πέντε φίλοι, άφησε στο βενζινάδικο την ταυτότητά του γιατί δεν είχε να δώσει τα είκοσι ευρώ που έβαλε βενζίνα.

Πριν είκοσι τόσα χρόνια έφτιαχνα παζλ. Τώρα μαζεύω την καρδιά μου που γίνεται χίλια κομμάτια ξανά και ξανά και ξανά.

Έχω χάσει τον ύπνο μου. Όπως εκείνο το κομμάτι του παζλ που μου είχε κλέψει ο γάτος μου. Ώστε η εικόνα ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Κοιμάμαι τα ξημερώματα. Βλέπω εφιάλτες για την ταράτσα στη Μπουμπουλίνας και την Μακρόνησο. Βλέπω τανκς και ταγματασφαλίτες. Τα κομμάτια που λείπουν.

Μετά ξυπνάω και μαθαίνω πως ο νεοναζί είναι αθώος. Αθώος ο ναζισμός. Ακόμα και τα "αθώα" παιδικά σκίτσα του Ντίσνεϋ καταδικάστηκαν κάποτε. Η Δικαιοσύνη έρχεται από το μέλλον.

Χτες ονειρεύτηκα πως η ταυτότητα του φίλου έπαθε ανάφλεξη ανάμεσα στις τιμές του πετρελαίου.  Μας καταδίωκαν ναζήδες για την πυρπόλησή της και εισαγγελείς γιατί τους κάψαμε το μαγαζί. Μετά μάθαμε πως ήταν δικαστικό μέγαρο. Πως γέμιζε τα ρεζερβουάρ του ολοκληρωτισμού. Οι κάνουλες έσταζαν αίμα. Το βενζινάδικο ανατινάχτηκε, όπως το σπίτι του απόλυτου κακού στο Django, ο τιμωρός. Στο βάθος δυο σκιες φιλιούνται ακόμα.




2/3/13

Σκοτώνουν την ευθύνη όταν γεράσει

Είχε ξυπνήσει πάλι ξημερώματα. Σύνηθεια χρόνων πια. Η γη δαμάζεται πολύ πρωί, να σε περονιάζει το κρύο. Δεν είναι στίχοι του Γεράσιμου Μαρκορά, «ξημερώνει αυγή δροσάτη / με το πρώτο της πουλί / λες και κράζει τον εργάτη / στην φιλόπονη ζωή», έναμιση αιώνα πριν. Είναι σήμερα.

Πίνει τον καφέ της μπροστά στην τηλεόραση. Φοράει τσεμπέρι στα μαλλιά, τραβηγμένα πάντα κότσο. Από κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες και μνημόσυνα. Η Εκκλησία παρούσα σε κάθε έκφανση της ζωής. Γαλουχήθηκε μέσα στα κεριά, τα λιβάνια και τα εικονίσματα. Από τέχνη, οι σαπουνόπερες των ιδιωτικών καναλιών. Τα τούρκικα σίριαλ δεν τα βλέπει. Οχι από νεόκοπο σοβινισμό. Η γλώσσα της είναι διανθισμένη από λέξεις του αραβικού και του ενετικού κόσμου. Κι ας έζησε μια ζωή αταξίδευτη. Δεν τα παρακολουθεί, γιατί δεν προφταίνει να διαβάσει τους υπότιτλους. Είναι λειτουργικά αναλφάβητη. Από βιβλία, συναξάρια και την Αγία Γραφή. Πέρασε όλη την ενήλικη ζωή της ντυμένη στα σκούρα. Δεν έχει φορέσει παντελόνι. Δεν είναι σκίτσο στο ιρανικό «Persepolis». Είναι εδώ. Αθέατη.

Δουλεύει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Η παιδική εργασία δεν καταργήθηκε ποτέ στην ελληνική ύπαιθρο. Στο νοικοκυριό των μηδενικών κομφόρ, στα χωράφια των πρωτόγονων γεωργικών εργαλείων, στον αργαλειό, στο ζύμωμα, ώστε να λέει πως όλα περάσανε απ' τα χέρια της. Που τώρα έχουν αρθρίτιδα και τρέμουν. Μια σκεβρωμένη φιγούρα. Το είδωλό της αντικατοπτρίζεται στην οθόνη. Στην οθόνη προβάλλουν τηλεπερσόνες εκπάγλου καλλονής, τσιρίζουσες σε τέμπο αλέγκρο. Οι ίδιες που από ορεινά ξέρουν μόνο τα χιονοδρομικά των τζιπάτων με τις στολές του σκι και του φρέντο lifestyle, που κοιτάζοντάς τους αντιλαμβάνεσαι πως οι εξωγήινοι στον «Πόλεμο των κόσμων» του Χέρμπερτ θα είχαν περισσότερη συναίσθηση του πού βρισκόμαστε.
Φέρνει κούτσουρα και προσάναμμα να ανάψει την ξυλόσομπα. Δεν επέστρεψε στη σόμπα τώρα με την κρίση. Στην κρίση γεννήθηκε, μεγάλωσε, γέρασε και θα πεθάνει. Από το μαγκάλι στη σόμπα ήταν η διαδρομή της ζεστασιάς της. Μετά θα μαγειρέψει στο πετρογκάζι. Δεν ανάβει την ηλεκτρική κουζίνα, γιατί καίει πολύ ρεύμα, θα πει. Κι αργότερα θα σκουπίσει την αυλή απ' τα ξερόκλαδα και θα ξεχορταριάσει τις γλάστρες της. Από το δρόμο τη χωρίζει μια ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα. Κάποιος πλανόδιος μικροπωλητής, δήθεν για να της πουλήσει από το εμπόρευμά του, αποπειράται να τη χτυπήσει και να τη ληστέψει. Μπήγει τις φωνές, ξεπροβάλλουν όσα γεροντάκια απόμειναν ζωντανά, σπεύδοντας για βοήθεια. Με ό,τι μέσο τούς ήταν εύκαιρο: μπαστούνια και σκουπόξυλα. Ο κλέφτης το έβαλε στα πόδια.

Οχι, δεν θέλουμε περισσότερη αστυνόμευση. Περισσότερη δικαιοσύνη θέλουμε. Λιγότερους πένητες που θα γυαλίσει το μάτι τους στην ιδέα της καταχωνιασμένης ψωροσύνταξης κάτω απ' το στρώμα της γιαγιάς. Θέλουμε η γιαγιά που σακατεύτηκε δουλεύοντας από δέκα χρονώ να έχει τη δυνατότητα να πάρει ένα ορθοπεδικό στρώμα. Να μην κλαίει από τον πόνο γιατί δεν δικαιούται άλλες παυσίπονες ενέσεις. Κι όχι, δεν θέλουμε να φύγουν οι ξένοι. Δεν ήταν ξένος ο κλέφτης.
Οι «ξένοι» ρίζωσαν, έφτιαξαν σπίτια, γέννησαν παιδιά, έδωσαν ζωή στο χωριό. Η Τανούτα, η Πολωνέζα, ήταν η αποκλειστική που φρόντισε την κατάκοιτη ηλικιωμένη στο χωριό. Ο Σάκης, ο Αλβανός με το εξελληνισμένο όνομα, για πέντε ευρώ τούς ταχτοποίησε την αποθήκη, τους μετέφερε τα καυσόξυλα, τους συντρέχει. Ο αδερφός του Σάκη τούς ασβέστωσε όλο το σπίτι πέρυσι. Οι μετανάστες ήρθαν εργάτες στα χωράφια που ρήμαζαν, όταν τα παιδιά του παππού και της γιαγιάς είχαν μετοικήσει στις πόλεις, έτσι ώστε αργότερα τα απολιτίκ κι άφυλα χίπστερ εγγόνια να τους απαλείψουν πλήρως από τη μνήμη, τη γλώσσα, τις αναφορές τους. Δεν ξεμπερδεύεις με ένα delete, φίλε.

Την Τρίτη τέθηκαν σε προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή «τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου». Η κυβέρνηση της «ευθύνης» έπεισε πως έχουμε ευθύνη να ασπαστούμε την κυνική, ανάλγητη και στρεψόδικη γλώσσα τους, τους ευφημισμούς που συγκαλύπτουν ανοσιουργήματα. Εχουμε ευθύνη να συνηθίσουμε «τα εγκλήματα του λευκού κολάρου», των οικονομικών σκανδάλων, των υπεξαιρέσεων, των off-shore, και να είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι όταν από τη ληστοσυμμορία τους καταδικάζεται ένας κάθε δέκα χρόνια. Εχουμε ευθύνη να αποδεχτούμε τη μετατροπή του αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος σε εκκολαπτήριο τοπικών αρχόντων και βουλευτών, να αφήσουμε βορά τους ανθρώπους της υπαίθρου στα ψηφοθηρικά τεχνάσματα που εξασκούν χρόνια οι κυβερνώντες του πελατειακού συστήματος και πλέον βορά στη ρητορική του μίσους των νεοναζί. Εχουμε ευθύνη να εγκαταλείψουμε τους ηλικιωμένους στη μοίρα τους και να αποδεχτούμε τον αναλφαβητισμό, την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την απώλεια των ασφαλιστικών εισφορών, τις συντάξεις πείνας, την απομόνωση, τη φτώχεια και τελικά την εξαθλίωση. Εχουμε ευθύνη να μην τους επιτρέψουμε να φύγουν από τη ζωή με αξιοπρέπεια. Τέτοια ευθύνη να μην αναλάβουμε.