18/8/16

Το νεράντζι -ήρωας



Μεσημέρι καλοκαιριού. Το μεγάλο πάρκο της πόλης. Ο ήλιος βράζει τα μάρμαρα. Τα δέντρα ακλόνητα. Στο χώμα έχουν φυτρώσει αποτσίγαρα, σύριγγες, κονσερβοκούτια. Στην πολιτεία του πάρκου, τουρίστες, περαστικοί, θαμώνες κι απόκληροι. Προσφέρεται δωρεάν σκιά, ένα προσωρινό καταφύγιο, μία σύντομη ανάπαυλα, ή απλώς ο συντομότερος δρόμος για το σπίτι σας, την εργασία ή τη διασκέδασή σας. Κυψέλη, Βικτώρια, Εξάρχεια, Γκύζη.

Δυο άντρες σε ένα παγκάκι, αγγίζονται, χαϊδεύονται, κουβεντιάζουν, χαριεντίζονται. 
“Σ’ αγαπώ, μωρό μου και θα σε τυλίξω! Θα σε πάρω με παπά και με κουμπάρο.” 
“Τώρα με το σύμφωνο συμβίωσης, ποιος σε πιάνει. Θα με τυλίξεις σε μια κόλλα χαρτί.”
“Θα σε τυλίξω σα μπουγάτσα” 
“Ή γυρόπιτα. Πάμε Ψυρρή για τυλιχτά;” 
Αναβάλλουν το συμπόσιο χορτάτοι από γλύκα. Δροσίζονται με τα φιλιά τους. 

Ο έρωτάς τους δεν ελκύει αδιάκριτα βλέμματα, δεν ερεθίζει κομιλφό αντανακλαστικά, δεν εγείρει την οργή των περαστικών και όσων βρήκαν πρόσκαιρο κατάλυμα στο Πεδίον του Άρεως. Μοιάζουν όλοι γύρω τους χαμένοι στον δικό τους σύμπαν. Το ζευγάρι κάπου- κάπου φιλιέται. Ο ένας από τους δυο, από κεκτημένη ταχύτητα, κρατά ανοιχτά τα μάτια ελέγχοντας μήπως κάποιος ενοχλείται από το θέαμα. Όταν δε φιλιούνται δημόσια, πάντα σφραγίζει τα μάτια με δύναμη, αντισταθμίζοντας τα φιλιά που δε φχαριστήθηκε στο αίθριο. Όμως τώρα ο ήλιος και κάποια πουλιά πάνω από το κεφάλι τους δε δίνουν δεκάρα τσακιστή. 

Το ζευγάρι έρχεται από το μακρινό παρελθόν. Είναι ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρο, ευφραίνουν τις καρδιές τους με κρασί, τσιμπολογούν ρώγες από σταφύλι, επιδίδονται σε ερωτικές περιπτύξεις και σε ολονύχτιο κουβεντολόι. Οι πιο ηλικιωμένοι παραδίπλα φορούν χιτώνα, εκείνοι πάλι μονάχα το δάφνινο στεφάνι, σύμβολο του «άγαν» της νιότης.

Στο παρακάτω παγκάκι μία γυναίκα. Μπροστά της ένα πεντάχρονο αγόρι σε παιδικό καρότσι. Καταπίνει μονάχα ό,τι καταλείπει γλυκιά αίσθηση στον ουρανίσκο. Αλλιώτικα, κρατά αμάσητη τη μπουκιά στη στοματική κοιλότητα όπως τα χάμστερ, οι σκίουροι κι άλλα θηλαστικά που αποθηκεύουν την τροφή στους γναθοθύλακές τους. Οι γονείς του αποφεύγουν να του προσφέρουν καραμέλες, γλειφιτζούρια και σοκολάτες που απαιτεί κλαίγοντας γοερά κι ουρλιάζοντας. Η γλύκα υποκαθίσταται από ώριμες μπανάνες, παιδικά γιαούρτια με γλυκαντικές ουσίες και μελωμένες τηγανίτες.

Τα μεσημέρια το αγόρι δεν πλαγιάζει όπως τα άλλα τα παιδιά. Έτσι η μαμά του αναγκάζεται να το φυγαδεύει στο πάρκο για να μην ξεσηκώνει την πολυκατοικία σε ώρες κοινής ησυχίας. Το αγόρι δεν αποζητά τη σιέστα, αποκαμωμένο από ένα ολάκερο πρωινό γεμάτο γεμάτο εκπαιδευτικές δραστηριότητες, χρώματα, φωνούλες, τρεχαλητό, σκαρφάλωμα στα πιο απίθανα σημεία, τραγούδια. Το δικό του πρωινό, στο ειδικό σχολείο, είναι πιο κουραστικό από των άλλων συνομήλικων, όχι λόγω μεγαλύτερης παιδαγωγικής έντασης, αλλά γιατί είναι πιο ευαίσθητος στα εξωτερικά ερεθίσματα. Η διαρκής βοή των ανθρώπων τον εξαντλεί.

“Κι αυτή η Γη, έτσι όπως δε σταματά ποτέ να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και τον Ήλιο, σε κάποια γυροβολιά θα μας αποτινάξει από το φλοιό της” είχε αποφανθεί ο ένας από τα δυο ερωτευμένους άνδρες πριν καιρό.

Το αγόρι έρχεται από ένα μακρινό μέλλον. Η ανθρωπότητα έχει πια αποδεκατιστεί και οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι του πλανήτη δεν αισθάνονται την ανάγκη να κοινωνικοποιηθούν. Το αγόρι δεν επικοινωνεί με κανέναν άλλο. Η Γη στα γεράματά μας της έχει μοιάσει του Ήλιου, έτσι όπως συμβαίνει στα αγαπημένα ζευγάρια στη μακρά συμβίωσή τους. Η επιφάνειά της φλέγεται. Το αγόρι περπατά ακροποδητί για να μην καούν οι πατούσες του. Κάπου- κάπου κάνει φτερουγίσματα με τα χέρια του, σα να προσπαθεί να πετάξει μακριά από έναν κατεστραμμένο κι αφόρητο πια πλανήτη, αλλά είναι καταδικασμένο, όπως οι όρνιθες, να παραμένει καθηλωμένος στο έδαφος, χωρίς ποτέ να βρει τη Νεφελοκοκκυγία του.

Ένα πουλάκι, αμόλησε την κουτσουλιά του και προικισμένο καθώς ήταν με φτερά αντί για χέρια, πέταξε μακριά. Καλός οιωνός.

Απέναντι από τα δυο παγκάκια με το ζευγάρι από το παρελθόν και το αγόρι από το μέλλον κάθεται κάπως στριμωχτά μια ολόκληρη οικογένεια, δυο γονείς και δυο παιδάκια. Το τρίτο διαγράφει κύκλους στο χώμα με ένα καλαμάκι. Οι πέντε άνθρωποι έρχονται από πολύ μακριά, μέσα από τη φωτιά και τη θάλασσα. Το σπίτι τους είναι πια μια φωτογραφία ερείπιου. Λίγες μέρες αφότου πήραν το δρόμο της προσφυγιάς, ήρθε συνημμένο σε μέιλ το κατεδαφισμένο διαμέρισμά τους. Ασκεπείς πια αλλά ζωντανοί. Σώθηκαν από το μαχαίρι, τη σφαίρα, τη βόμβα, την κακουχία, την πείνα και το ναυάγιο. Κάτω από τη μαντήλα της, στο μέτωπο, έγραφε την πίστη στη ζωή. Κάτω από τη μαντήλα που τύλιγε το λαιμό της δενόταν το βάρος που έσερνε σε κάθε της βήμα. Αυτός ένας άντρας με άδεια χέρια. Άοπλοι σε τιτάνια μάχη. “Η αλληλεγγύη είναι το όπλο των λαών” έγραφαν με μαρκαδόρο στα ελληνικά και στα αραβικά εκείνοι που τους πρόσφεραν τώρα μια στέγη και τροφή στην κατάληψη.

Δύο φουσκωτοί με μιλιτέρ παντελόνια και μαύρα κολλητά φανελάκια περπατώντας σα να έχουν συγκαεί στα σκέλια κατεβαίνουν το διάδρομο ανάμεσα στα δέντρα όπου ξαποσταίνουν οι ήρωές της ιστορίας μας. Της δικής μας ιστορίας, οι δικοί μας ήρωες. Κοκαλώνουν στη θέα. Βλέπουν δυο ομοφυλόφιλους να αγκαλιάζονται, ένα παιδί με ειδικές ανάγκες και μια οικογένεια από τη Μέση Ανατολή. Βράζει το γνήσιο, το ανόθευτο, το ελληνικό αίμα των αρχαίων ημών χιμπατζήδων. Βρίζουν “ουστ από ‘δώ πούστηδες που ήρθατε να χαμουρευτείτε μπροστά στα μάτια μας”, “έξω από ‘δώ ριψάσπιδες μουσουλμάνοι που ήρθατε να κατσικωθείτε στην πατρίδα μας με τα μπαστάρδια σας” και μέσα από τα δόντια σφυρίζουν σα φίδια μια κατάρα για το “καθυστερημένο” στο καρότσι. Οι δυο τους έρχονται από την κόλαση. Κινούνται απειλητικά ο ένας ενάντια στο ζευγάρι των ανδρών και ο άλλος ενάντια στην οικογένεια. 

Η μητέρα του αγοριού στο καρότσι τους στέλνει φωναχτά στο διάολο, από όπου προέρχονται, δίνοντας το παράγγελμα στα δυο ερωτευμένα αγόρια να αντισταθούν και στους γονείς απέναντι το κουράγιο να φυλαχτούν. Τα ερωτευμένα αγόρια σηκώνονται και τους σπρώχνουν ώστε να οπισθοχωρήσουν, το ίδιο και το αγόρι που έπαιζε με το καλαμάκι, ενώνεται μαζί κι ο πατέρας του, τους απωθούν. Κάποιοι απόκληροι από τα ενδότερα του πάρκου τους γιουχάρουν και κάνουν πως τους παίρνουν στο κατόπι και τρέπονται σε φυγή. Καθώς τρέχουν, πατούν τα σάπια νεράντζια στα μάρμαρα, σαβουρδίζονται στο έδαφος και γίνονται περίγελως. Ένα νεράντζι μέσα από τα φυλλώματα θυμήθηκε τη φράση “ένα γέλιο μας θα σας θάψει”.



Γραμμένο για το "Έθνος της Κυριακής" και το θέμα "ο ήρωας του καλοκαιριού" με την επιμέλεια της Ελένης Γκίκα.