6/6/13

Μία συνέντευξη στη Μαριάννα Ρουμελιώτη για το enfo.gr

Κάποιοι άνθρωποι ανάμεσα μας, γεμίζουν σελίδες με λέξεις, καταθέτουν τις εμπειρίες τους (φανταστικές ή μη) σε πόστς και με τον καιρό τα άβαταρ τους μας κρατάνε παρέα. Μικρές ιστορίες από τα οικογενειακά τραπέζια, τις γιορτές, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες ή το νοσοκομείο. Και έτσι φτάνει το διαδίκτυο να γίνεται η βιβλιοθήκη με τους αγαπημένους σου συγγραφείς που ανανεώνεται συνέχεια.

Όταν λοιπόν μπορείς να κρατάς στα χέρια σου επιτέλους ένα βιβλίο από αυτούς τους γραφιάδες του ίντερνετ που σου κρατάνε παρέα είναι συγκινητικό. «Τα φώτα στο βάθος» είναι το πρώτο βιβλίο της Niemands Rose που σχεδόν έρχεται να δικαιώσει όλους εμάς που φωνάζουμε ότι οι μεγάλοι λογοτέχνες της εποχής βρίσκονται στο διαδίκτυο. Το να βλέπω το ιντερνετικό της ψευδώνυμο στο εξώφυλλο εμπεριέχει προσωπική χαρά γιατί ξέρω πως η Niemands Rose είναι κάποια από μας και ήρθε η στιγμή που θα μας διηγηθεί τις ιστορίες της μέσα από το χαρτί. Τη συνάντησα ηλεκτρονικά όπως εξάλλου επιβάλει η εποχή και τα είπαμε.

Πως διάλεξες τις ιστορίες για το «Τα φώτα στο βάθος»;

Οι εκδότες μου στην «Απόπειρα» με άφησαν ελεύθερη να διαμορφώσω τη συλλογή που αποτελεί το βιβλίο, θέτοντάς μου μόνο έναν εύλογο περιορισμό ως προς την έκταση. Διάλεξα λοιπόν τα πιο αγαπημένα μου κείμενα, εξαιρώντας οπωσδήποτε τα επικαιρικά και περιλαμβάντας εκείνα που προσιδιάζουν σε διηγήματα και τα παρέταξα με έναν τρόπο ώστε να υπάρχουν υπόρρητα θεματικές ενότητες.

Είσαι στο μετρό, ο άντρας απέναντι σου βγάζει από την τσάντα του ένα βιβλίο. Διαβάζει «Τα φώτα στο βάθος». Τι σκέφτεσαι;

Δεν μου έχει τύχει ακόμα ν’ αντικρύσω αυτό το θέαμα, αλλά όταν είδα μια τέτοια φωτογραφία στη σελίδα του ΤΙΔΑΜΕΛΕ («Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και στο λεωφορείο; Ε;» ), στο Facebook, δε σκέφτηκα κάτι, συγκινήθηκα. Είναι πολύ διαφορετικό συναίσθημα από το να σε διαβάζουν στο μπλογκ.

Από το πρώτο σου post στο blog μέχρι το βιβλίο πόση απόσταση είναι;

Ξεκίνησα να μπλογκάρω την εποχή που τέλειωνα το διδακτορικό μου και περνούσα μια φάση αναγκαστικής κλεισούρας στο σπίτι και στο πανεπιστήμιο. Συμπτωματικά, κάποιους μήνες πριν, είχα πάρει τη γενναία απόφαση πως σταματάω να γράφω ποιήματα και στίχους. Και μου φαινόταν γενναία η απόφαση γιατί έγραφα από εννιά χρόνων παιδάκι. Κι έτσι, δοκίμασα να γράφω μικρές αυτοτελείς ιστορίες, ανάμεσα στα άλλα. Χρησιμοποιούσα το μπλόγκιν σαν γύμνασμα στην πεζογραφία. Καθώς ζούσα στο εξωτερικό τότε, δεν επεδίωκα ο,τιδήποτε άλλο, δικτύωση, γνωριμίες κ.λ.π. Μάλιστα αυτή η συνθήκη μου έδωσε το περιθώριο μιας παιδιάστικης αφέλειας περί ψευδωνυμίας και ελευθερίας έκφρασης, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Πολύ σύντομα ο Άρης Μαραγκόπουλος, μου έγραψε ένα μέιλ όπου μου μίλησε για τις λογοτεχνικές αρετές που είχε διακρίνει στη γραφή μου. Αυτό ομολογώ πως με ενθάρρυνε σημαντικά γιατί δεν είναι λίγο πράγμα να εξαίρει τα πονήματά σου ένας τόσο σημαντικός συγγραφέας, τη στιγμή μάλιστα που καθόλου δε γνωρίζεστε. Έπειτα, ακολούθησαν και άλλα αξιωμένα βλέμματα και άνθρωποι από τον εκδοτικό χώρο ή συγγραφείς που με παρακίνησαν να δοικιμαστώ στο χάρτι.

Θα μου πεις, τα σχόλια των άλλων μπλογκάδων δεν είχαν αξία; Και ναι και όχι. Ας πούμε πως δεν έχει καμία αξία το σχόλιο που γίνεται στα πλαίσια μιας υποκριτικής ευγένειας, που μετέτρεπε τον χώρο του σχολιασμού σε πεδίο φιλοφρονήσεων. Ούτε έδωσα ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε ad hominem κακοήθειες όσων διέκριναν στα γραπτά μου κάποια πολιτική αντίπαλο. Όλα τα άλλα μέτρησαν και με το παραπάνω.

Το διαδίκτυο σου προσφέρει χιλιάδες αναγνώστες, τι έρχεται να κάνει το βιβλίο;

Διαβάζοντας εκπληκτικές αφηγήσεις στην οθόνη του υπολογιστή, πάντα ένιωθα πως στερούμαι κάτι από την απόλαυση, σε μια ανάγνωση ασθματική, αποσπασματική, πρόχειρη, αγοραία, στριμωγμένη σε πίξελ και σε ανοιχτά tabs, που ψάχνει να πάρει ανάσα σε ένα βομβαρδισμό πληροφορίας. Διάβαζα αλλά ποτέ ανάσκελα στα παγκάκια και στο γρασίδι των πάρκων, ποτέ με την πλάτη στο βότσαλο, ποτέ χουχουλιασμένη σε κάποιον καναπέ με το βιβλίο αγκαλιά. Και ενώ αποδεδειγμένα δεν έχω τεχνοφοβικές αναστολές, μπορώ να πω ότι το βιβλίο –είτε πρόκειται για ebook, είτε για χαρτί- προσφέρει άλλου τύπου ανάγνωση. Ακόμη, η έκδοση ενός βιβλίου λειτουργεί και ως αυτοδέσμευση, αν κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Κι εγώ κάτι έχω στα σκαριά.

Αν σου έλεγαν ότι για ένα χρόνο απαγορεύεται να γράψεις, αυτό που θα έκανες θα ήταν….

«Όσες κι αν στήσουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει». Αυτό που περιγράφεις ως ενδεχόμενο είναι ταυτόχρονα ζοφερό αλλά διορατικό. Μου θύμισες σκηνές από τους πολιτικούς κρατούμενους στα βιβλία π.χ. του Χρόνη Μίσσιου και της Διδώς Σωτηρίου, ή στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου «Τα κορίτσια της βροχής» όπου έβλεπες πως επινοούσαν απίθανους τρόπους για να επικοινωνούν μεταξύ τους, για να εκφράζονται. Όπως και στη «Σκακιστική νουβέλλα» του Τσβάιχ, όπου ο ήρωας φτιάχνει πιόνια από ψίχα ψωμιού για να παίξει σκάκι με τον εαυτό του, θα έβρισκα, κάποιον τρόπο.

Πώς και πού γράφεις συνήθως;

Γράφω από παιδάκι, όπως σου έλεγα, αριθμώ και δεκατέσσερις μετακομίσεις στη ζωή μου, άρα για μένα δεν υφίσταται –δυστυχώς ή ευτυχώς- κανένα «συνήθως». Αλλά ανεξαρτήτως πού, το «πώς», που πολύ σωστά ρωτάς, είναι ενιαίο και αδιαίρετο στον χώρο και τον χρόνο: γράφω για τη δική μου ηδονή. Δεν κάνεις έρωτα για τους άλλους, για τον εαυτό σου το κάνεις. And it takes two to tango και στο γράψιμο, το ζευγάρι είναι ο εαυτός μας σε μια διαλεκτική σχέση με τον κόσμο.

Γιατί μένεις στην Ελλάδα;

Η απόφασή μας να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, από το Λονδίνο όπου ζούσαμε, πάρθηκε μάλλον εν θερμώ –που δε νομίζω, με την ευκαιρία , πως είναι λάθος τρόπος να παίρνεις αποφάσεις. Κι η αφορμή ήταν πως στα τόσα χρόνια στο Λονδίνο, που είναι γνωστό πως έχει μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας, πρώτη φορά νιώσαμε να απειλείται η ζωή μας και του παιδιού μας από έναν σκίνχεντ νεοναζί που έτυχε να κατοικεί στο ισόγειο. Επιστρέψαμε λοιπόν το 2009, λίγο πριν σκάσει η κρίση στα κεφάλια μας, και σίγουρα όταν ακόμα η Χρυσή Αυγή φαινόταν στους πολλούς μια περιθωριακή και γραφική οργάνωση. Τώρα, όσο περνάει ο καιρός βιώνω μια αντίφαση: ενώ νιώθω να ασφυκτιώ σ’ αυτόν τον τόπο, συγχρόνως δε θέλω να το βάλω στα πόδια πια, δε θέλω να τους κάνουμε τη χάρη.

Κρήτη Λονδίνο ή Αθήνα;

Για την Κρήτη θα ήθελα να σου παραθέσω κάτι που είχα γράψει στο μπλογκ σε μία από τις πολύ σπάνιες φορές που μιλάω γι’ αυτήν: «Έτσι είναι φαίνεται κάποιοι μεγάλοι έρωτες. Να μη μπορείς να τους αντέξεις. Να μη μπορείς να σταθείς πλάι τους. Γιατί, όσο με συγκλονίζει η γεωγραφία της και ο πολιτισμός της, το κορμί και η ψυχή της δηλαδή, τόσο μόλις άνοιξα τα φτερά μου φεύγω και ξαναφεύγω μακριά της. Κι όταν μου δίνεται η ευκαιρία να γυρίσω, πάλι φεύγω.» Και νομίζω αυτό απαντάει και τα άλλα δύο. Το Λονδίνο κατάλαβα πως μου λείπει αφόρητα όταν είδα μια ταινία πρόσφατα όπου σε μία από τις ελάχιστες σκηνές από αυτή την πόλη, στη Ράσελ Σκουέαρ, και δάκρυσα. Η Αθήνα είναι ο μόνος τόπος που έχω ζήσει και δεν χάνω τον προσανατολισμό μου...

Θα έφευγες από δω αν….

Επικρατήσουν οι ναζί. Είναι ο εφιάλτης μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Θα ήθελες «Τα φώτα στο βάθος» να….

γίνει δώρο σε πρόσωπα αγαπημένα, να ταξιδέψει σε πλοία που φεύγουν για τα νησιά, να γδαρθεί σε βράχια, να τρυπώσουν ανάμεσα στις σελίδες του κόκκοι άμμου, να νοτιστεί από την αρμύρα, να γίνει σκίαστρο στο πρόσωπο του κορμιού που απολαμβάνει τον ήλιο και να το κλείσει ένα μεγάλο βότσαλο για να μην πάρει ο αέρας τις λέξεις του...Να γίνει αφορμή να δούμε παρέα τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα.

Είδες ποτέ τα φώτα της Λιβύης;

Με τα μάτια της ενσυναίσθησης τα είδα, όταν μεγάλωσα, και με τα μάτια της φαντασίας, παιδί. Τα είδα;

Εγώ πιστεύω ότι τα είδε. Νομίζω τα είδα και εγώ παρέα της.

enfo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: