Πάχνη, πάχνη, παγωνιά, μπούζι και αγιάζι. Γύρω- γύρω χριστιανικές εορτές, τρίγωνα κάλαντα, πρωτοχρονιά, πρώτη χιονιά, βουνοκορφές πασπαλισμένες ζάχαρη άχνη κρύσταλλα, κουραμπιέδες παγωτό. Στους πρόποδες χωριό.
Ωστόσο: μάνα γη και θάνατος δε νιώθουν από αργίες, ήτοι τα λιόφυτα απαιτούν συγκομιδή, ο παγετός θερίζει μοναχός του τον καρπό, η αρρώστια παίζει τυφλόμυγα κι ο Χάρος όποιον πάρει. Οπότε, ο γέρος στην ελαιοπαραγωγή μέσα στη βαρυχειμωνιά, έχοντας περάσει πνευμονίες και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, με κρασαρισμένο αναπνευστικό σύστημα και δυόμιση πακέτα τσιγάρα τη μέρα, απέθανε.
Ο αγροτικός γιατρός έσπευσε επιτόπου, διαπίστωσε το μοιραίο, άφησε μια προφορική πιστοποίηση θανάτου καθώς και μία σειρά οδηγιών στη χήρα πλέον δια τα περαιτέρω. Ωστόσο παρέμενε προβληματισμένος. Η συμπεριφορά της κυρίας Ερωφίλης έμοιαζε πέρα από το αναμενόμενο. Επέμενε πως ο άντρας της απλώς κοιμάται βαριά, δικαιολογώντας τον πως χρειάζεται ανάπαυση, οπότε θα ησύχαζε κι αυτή μια στάλα από βήχα, φλέμματα, φωνή βραχνή, ντουμάνια στο καπακωμένο σπιτικό. Διατηρούσε δε τη βεβαιότητα ότι θα ξυπνήσει εντέλει.
Ο εκτελών υπηρεσία υπαίθρου νεαρός ιατρός στο άκουσμα της ερωφίλειας εκδοχής περί της κατάστασης του συζύγου της αναρωτήθηκε αν έπρεπε να της είχε συνταγογραφήσει ενα ηρεμιστικό per os ή θα έπρεπε να καταφύγει σε ενδοφλέβια χορήγηση. Εν πάση περιπτώσει, θα την επισκεπτόταν αργότερα μαζί με το ασθενοφόρο για τη διακομιδή στο νοσοκομείο, οπότε θα έπραττε αναλόγως.
Κλείνοντας πίσω του την αυλόπορτα, έφερε στο νου του το βιβλίο «Ο παλαιός των ημερών» του Παύλου Μάτεσι. Η θεία του Ελισαίου, του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Αντίθετα, κατηγορούσε τους νεκρούς πως είναι οι μεγαλύτεροι ψεύτες, πέφτουν για ύπνο και δε σηκώνονται.
«Αυτός μπρε πολυκουράστηκε ετούτεσες τσι μέρες γιατί εσηκωνούντανε από την ταχυνή και τονε πόνιε ο κόκκαλός του, ίδια επαέ, θωρείς; Πράμα δε του κάμανε τα φάρμακα που τού ‘γραψες, μα δεν είπα σου κουβέντα μη σε στεναχωρέσω γιατί είσαι και μικιός και δε τα πολυκατέχεις φαίνεται και γράφεις άλλα των αλλώ. Κι έμενα πονούνε τα κόκκαλά μου μα ίντα να κάμω; Ήβανα τον Ανέστη και με πότριβε κι έγειαινε μιαολιά ο πόνος. Εδά που κάνει το ποθαμένο ίντα θα γενώ;»
Αυτά λίγο- πολύ είχε χειμαρρωδώς εκστομίσει η γυναίκα του νεκρού και ο νεαρός επιστήμων τα άκουσε εμβρόντητος. Εκείνο το τελευταίο, ότι παριστάνει τον πεθαμένο, τον είχε αφήσει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
«Ίντα χάσκεις μπρε; Δε το κατέχεις κοντό πως δε ποθαίνουνε οι αθρώποι μόνο θέτουνε και κοιμούνται; Το γινάτι δε τσ’ αφήνει να σηκωθούνε γιατί κάνουνε οραμάι τσοι ποθαμένους. Επαέ ξανοίξετε ένα μακαρίτη!» είπε σκουντώντας τον Ανέστη, ο οποίος μας είχε μόλις αφήσει χρόνους.
Ο γιατρός επανέλαβε αποσβολωμένος κάποιες οδηγίες για τη νεκροψία και το πιστοποιητικό θανάτου και βάδισε κατά την εξώπορτα. Πίσω του η κυρία Ερωφίλη συνέχιζε.
«Άμε στην ευκή του Θεού. Θα τονε ‘φήσω να θέσει μιαολιά κι ύστερα θα τονε σηκώσω.»
«Άμε στην ευκή του Θεού. Θα τονε ‘φήσω να θέσει μιαολιά κι ύστερα θα τονε σηκώσω.»
Μόλις αποχώρησε ο γιατρός, η κυρα-Ρωφίλη ζαλώθηκε τις γαλότσες της κι έναν κουβά και κίνησε κατά τον στάβλο.
Έξω ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό, μουσκεμένο χώμα, καταιγίδες έριχνε τη νύχτα. Ο ουρανός είχε πάρει να καθαρίζει. Από τα μεγάφωνα έψαλλε ο παπάς. Κάποιες μαύρες κουκκίδες κατηφόριζαν προς την πλατεία του χωριού όπου ήταν χτισμένη η εκκλησία. Το σπίτι του Ανέστη βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού.
Έξω ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό, μουσκεμένο χώμα, καταιγίδες έριχνε τη νύχτα. Ο ουρανός είχε πάρει να καθαρίζει. Από τα μεγάφωνα έψαλλε ο παπάς. Κάποιες μαύρες κουκκίδες κατηφόριζαν προς την πλατεία του χωριού όπου ήταν χτισμένη η εκκλησία. Το σπίτι του Ανέστη βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού.
Η Ρωφίλη πλησίασε την κατσίκα αλλά αυτή περισσότερο από κάθε άλλη φορά αντιστεκόταν στο άρμεγμα, αποφεύγοντας σθεναρά την αφεντικίνα της. Όμως δεμένη καθώς ήταν και έγκλειστη στον αχυρώνα, αντιλαμβανόταν ακόμα και ως απλό τετράποδο το μάταιον της απόδρασης. Τελικά η Ρωφίλη καβάλησε το ζωντανό, άρπαξε τα μαστάρια του από τις ρώγες και γρύλλισε.
«Ετά στάσου να μη σου τη παίξω μεσοκέφαλα με τη χαχαλόβεργα, εξέβγαλές με κι εσύ, δαίμονα. Δε ‘α σηκωθεί ο κύρης μου; Θα σε σφάξουμε να ξεμαγαρίσουμε, εγανάχτησα να σε ταΐζω και να σε ποτίζω και να μη στένεσαι ούτε να σ’ αρμέξω δαίμονα τω δαιμόνω.»
Μόλις χύθηκε και η τελευταία σταγόνα από τα βυζιά της κατσίκας, η Ρωφίλη, παρά τα χρόνια της, ξεπέζεψε με αστραπιαίες κινήσεις από τη ράχη του θηλαστικού και σήκωσε τον κούβα για να μην τον κλωτσήσει ο «δαίμονας». Κατόπιν πέρασε στο κονάκι της όπου έβρασε μια κατσαρόλα γάλα στο πετρογκάζι. Έσπασε κομμάτια ένα κομμάτι παξιμάδι εφτάζυμο.
«Να φα’ θες ή θα πομείνεις νηστικός;» ρώτησε τον επί πενήντα έξι χρόνια σύντροφο της ζωής της, αλλά δίχως να λάβει απάντηση. Αγνόησε την αγένειά του, ευχαριστήθηκε το προσφάγι κι έκανε το σταυρό της. Έπειτα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έβαλε τα χέρια στη μέση της και κοίταξε βλοσυρά το πτώμα.
“Σήκω απάνω οι διαόλοι να σε πάρουνε. Μα ίντα λέω; Απού σε πήραν και σε πογύρανε μαθές. Αλλά δε τα πιστεύγω εγώ τα ψόμματά σου. Εδά κοντό και Θέ’ μου ευρήκες να ποθάνεις ν ́αφήσουμε μέσα- πέρα τσ’ ελιές; Κατέχεις το πως δεν έχω ποιος θα μου συντράμει ν ‘απομαζώξουμε, απού έχουνε βεντέμα οφέτος τα λιόφυτα. Εφταρμίσανέ ντα οι λιόχεντρες “Ξάνοιξε εκέ Ρωφίλη ανθό απού ́χουνε τα μουρέλα σας, ίντα θα το κάμεις τόσονα λάδι;” Ντα α' δε τσοι κλαδεύγαμε ετσά πιτήδεια, α' δε τος ερίχναμε τα λιπάσματα κι α' δε τσοι ψεκάζαμε να μη τσι φάει ο δάκος, ήθελα να σας επώ εγώ ίντα βεντέμα ήθελα ν' είχανε. Τάξε πως τό’ χανε σκεδιασμένο οι σκρόφες και εδά πάνω στην ώρα επήρανέ μου μου εκειονέ το Μπακιστανό, Αφγανό, ίντα διαολους είναι δε γατέχω, ποιος τσι αναμάζωξε επαέ χάμαι και γενήκανε μιλιούνια, όι ψόμματα, μιλιούνια δεν είναι αυτοί μπρε, γιατί δεν θα τσι ξεσυνοριζόμασταινε με την Ευτέρπη του Κοτσυφομανώλη και την Βαγγελιά του Κουκούβελου. Ίδια μέσα από κονάκι ντου τον αρπάξανε οι σκάρες, “εσύ” λέει “Ρωφίλη έχεις μπρε τον Ανέστη να σου συντράμει να μαζώξετε, μόνο άφησε μας τούτονα το κακορίζικο, κι αν εζοριστείς, θα κάμουμε συμισακά”.
Να, πουλίδια στα μάθια μου, τος ήδωκα το Γιαννιό η παράωρη και εδά ήκατσα στο καζίκι. Μα ίδια στο καζίκι του αλλουνού του Βούργαρου, του Αλβανού, από πού διάολο ήντονε, εκειοσές ο Βασίλης, θυμάσαι τονε κοντό, απού ήφυγε πρόπερσι και μας ήφηκε στα κρύα του λουτρού και δεν εκουτσοκορφίσαμε τ’ αμπέλια, οι διαόλοι στο κοιλίδι του, εδά που το θυμήθηκα.
Ίδια στο καζίκι του Βούργαρου φαίνεται εκάθουντανε και η νύφη τση Βαγγελιάς και πόμεινε βαρεμένη, ντα αυτοί μπρε δεν εκάνανε κοπέλια, πόσα χρόνια ήντονε παντρεμένοι με το γιο τση Βαγγελιάς και πολεμούσανε ν’ απομείνει έγκυος, μα πράμα. Κι απήτις ήρθενε στο χωριό ο Βούργαρος ήκαμε μια κοιλιά να! Κι εκάμανε χαρές που έβγαλε και γιο. Ντα αυτό ‘ναι φτυστό εκειοσές ο Βασίλης, ο βούργαρος, ο ρώσος, μα από πού εκράθιενε δεν γατέχω, εσύ Ανέστη τα κάτεχες ετουτανά, γιατί εκάτεχες και γράμματα. Ήσουνε άνθρωπος σ’ έργου του Θεού μα σε γλωσσοφάγανε με τη ζηλεία και την κακοσκωτία τους, απ’ ης στιγμής δούνε άθρωπο να προκόβγει πέφτουνε απάνω του να τον φταρμίσουνε. Δε με γνοιάζει εμένα, Ανέστη, θέσε ετά χάμαι να αναπάρεις γιατί εξεβγήκες κι εσύ, μόνο λυπούμαι που θα κείτεσαι και δε θα δεις ταχυτέρου το έργο.”
Η Ρωφίλη χαμογελάει σαρδόνια γνωρίζοντας την κρυφή έξη του Ανέστη στο τηλεοπτικό σήριαλ.
“Όι θέλω να δω ανέ κάνεις αύριο βράδυ το ποθαμένο και θα χάσεις το έργο, απού είναι εδά στην πιο κρίσιμή του φάση, γιατί εγώ σου τό’ χω ειπωμένο πως θα τον βρούνε το Ρωμανό που χώνεται ύστερα που ήκαμε τη κομπίνα και ήφαε τα λεφτά τση πεθεράς του, γιατί είναι του διαόλου κάλτσα η αδερφή ντου και τον εκατάλαβε πως αυτός ήκαμε τη δουλειά τση κουνιάδας του και πόμεινε έγκυος και θα τονε μαρτυρήσει η σκρόφα, μόνο να μου το θυμάσαι. Ίδια τάξε με τη νύφη τση Βαγγελιάς και το Βούργαρο, από τη ζωή ‘ναι βγαρμένα. Μα πε’ μου δα πώς θα το κάμει η ψυχή σου να κάνεις τον ποθαμένο και να χάσεις το έργο. Όι, πε μου!
Καλά, μη μιλείς σα δε θες κι εγώ θα σου ζεστάνω πάλι μια φλυτζάνα γάλα τση αίγας. Επήα κι ήρμεξα το δαίμονα, σφάμα θέλει, εγώ σου τό’ χω ειπωμένο, να πέψουμε και ένα γουλίδι τω κοπελιώ στη Χώρα. Αλλά να μου πεις δε τρώνε αυτά τέθοιο ντόπιο κριγιάς, γιατί τος εβρωμεί. Γροικάς; Κάνει και τη πρωτευουσιάνα η εγγόνα σου “βρωμάει γιαγιά” ήλεγε τσοι προάλλες που ήρθενε με τον αρραβωνιάρη και τος έβρασα μιαολιά γάλα, “ντα γατέχετε να φάτε;”, ήθελα τση πω, μα δεν εμίλησα, σα δε θέλει να πιει με γεια τζη με χαρά τζη, δεν επιμένω ‘γώ, γιατί δεν είμαι εγώ άθρωπος να καταδικάζω. Αν εσφίξουνε οι πείνες, θα σου πω ‘γώ πότε θα θέλει να τση πέμπω τα δέματα, σαν όντε ήτονε φοιτήτρια στην Αθήνα, κρίμα στσοι κόπους τω γονέων τση, ούτε δουλειά βρίσκει εδά, ούτε πράμα, μόνο ήλεγε του κύρη τση πως ήθελ’ α’ φύγει, λέει, να πάει στην Αγγλία, στη Γερμανία, δε γατέχω πού στο πύρος, να βρει δουλειά, ναι, σκότω θα τηνε κάμουνε, αυτή μπρε είναι τεμπέλα, μέχρι να σείρει τον ένα τση πόδα, βρωμεί ο άλλος, για πράμα δε κάνει, μα δε λέω ‘ γώ κουβέντα γιατί δε μου πέφτει και λόγος, είναι κι εγγόνα μου, δε πάει όμορφα. Τέθοιαν ωραία οικογένεια εκάμαμε Ανέστη και εδά κάνεις τον ποθαμένο και δε ντρέπεσαι, ίντα ‘παθα. Άνοιξε τα φεγγίδια σου δα μπλιό και εγανάχτησα ν’ ανιμένω, ξανοίξετε επαέ εναν άνθρωπο, να κείτεται και ν’ αφήνει μοναχή τη κερά του.”