2/10/19

Η Αλίκη στο δεύτερο υπόγειο

Πολλές ελληνικές ταινίες έβλεπε μικρή. Από χωριό δεν ήταν αλλά η γειτονιά τόσο στενωπή ώστε σ’ έπνιγε η ναφθαλίνη απ΄τη ντιβανοκασέλα όπου κι αν βρισκόσουν. Είχαν μια ξύλινη ντουλάπα με εσωτερικό καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρα των γονιών. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, χωνόταν στο βεστιάριο πλατεία δύο σε ένα, πρόβαρε την Αλίκη στο ναυτικό με ένα κασκέτο του πατέρα της απ΄ την οικοδομή, την Αλίκη κλοτσοσκούφι με την ποδιά της μάνας της, την Αλίκη στα χτυποκάρδια στα θρανία σκαμπιλίζοντας τον εαυτό της, στο απόγειο της υποκριτικής τέχνης.

Στρώθηκε, διάβασε, πέρασε σε κάποια σχολή στην Αθήνα, πανηγύρια στο σπίτι και στη φτωχογειτονιά -έτσι την ανέφερε αργότερα, όταν της πήραν μια συνέντευξη κι ήταν της μόδας πια η φτώχεια, είχε έρθει η κρίση. Νοίκιασε μια γκαρσονιέρα στο υπόγειο του υπογείου στην Κυψέλη, απέναντι ζούσαν ακόμα τότε αφρικανοί. Το υπόγειο γέμιζε κατσαρίδες, μούλιαζε στην υγρασία, έζεχνε μούχλα, τα μαθήματα στη Φιλοσοφική ήτανε βαρετά και δύσκολα, κι οι συμφοιτήτριες το ίδιο βαρετές και δύσκολες, μια απ’ αυτές την μιμούταν για την προφορά της και οι άλλες γελούσαν. Η μοναδική της φιλενάδα από τα παιδικά χρόνια μπήκε σε σχολή της συμφοράς σε πόλη που αντέχεις ίσαμε σαββατοκύριακο κι αυτό με τη βοήθεια ναρκωτικών ουσιών ή οινοπνεύματος, δεν πήγε καν να γραφτεί, έστω για το πάσο στις συγκοινωνίες. Οπότε μονάχη στην Αθήνα η πρωταγωνίστριά μας.

Ένα βράδυ χτύπησε απέναντι στον μαύρο, μήπως είχε να της δανείσει ένα αρωματικό στικάκι, γιατί το πίστευε ακράδαντα πως η βαριά του μυρωδιά έδιωχνε τις κατσαρίδες περισσότερο κι από το τέζα. Εκείνος βέβαια τα άναβε για να καλύπτει τον καπνό της ινδικής κάνναβης. Όταν της ανοιξε την πόρτα είχε το πρόσωπό του μια έκφραση πανάγια, σαν μελαμψός Χριστός. Πίστευε η ηρωίδα μας, πολύ πίστευε, αυτό να το πούμε, οπότε η μορφή του Ιησού κάπου τη σαγήνεψε. Ο Χριστός της αραπιάς την υποδέχτηκε μ’ ένα αχνό μα όλο θαλπωρή χαμόγελο και ένα ζευγάρι μάτια γλαρά, το φαινόμενο μπελαντόνα, όταν την πίνεις και την ακούς στερεοφωνικά διαστέλλονται οι κόρες των ματιών.

Η κόρη γλάρωσε ομοίως κι ήθελε να του τραγουδήσει “Μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια/ κι ήτανε κι ένας γλάρος με ολόλευκα φτερά”. Αλλά τελοσπάντων είχε καταλάβει πως δε μιλούσε παρά σπαστά ελληνικά, οπότε μάταιος κόπος. Είχε ακόμα μυριστεί πως η Αλίκη no passaran στους κύκλους των πανεπιστημίων της πρωτεύουσας, οπότε γενικά απέκρυπτε τον ασίγαστο θαυμασμό για την εθνική μας σταρ. Κι έτσι κατάπιε το τραγούδι σα λυγμό.

“Get in” της είπε με ένα γλυκό μειδίαμα ο γείτονας με το μακροσκελές όνομα στο κουδούνι, όπου για λόγους ευκολίας συστηνόταν Τζο και τρέχα γύρευε. Ύστερα πρόσθεσε “have a seat”. Με τα αγγλικά καλά τα πήγαινε εκείνη, να το πούμε κι αυτό. Γιατί αν ήθελες να κάνεις διεθνή καριέρα ήταν απαραίτητα. Ο Τζο την πλησίασε με δυο ινδικά στικάκια στα χέρια. Οι παλάμες του λευκές, τα χέρια του μαύρα, χελιδόνια με άρωμα σανδαλόξυλου πετάρισαν σιμά της. Λιγώθηκε, κάθησε πάνω του μόλις κάθησε δίπλα της, καλύτερο γαμήσι ούτε είχε κάνει, ούτε θα ξανάκανε στη ζωή της. Αυτό που ψιθυρίζεται για τα προσόντα της μαύρης φυλής είναι μεν αλήθεια, αλλά ούτε τα πλούσια ελέη του Θεού, ούτε το αισθησιακό ολόψυχο δόσιμό του την εκστασίασε τόσο, όσο ότι της μύριζε διαρκώς ναφθαλίνη σαν τα προικιά της στην κασέλα. Αργότερα του ζητούσε να τη χαστουκίζει, εκείνος αρνιόταν, ούτε οι αράπηδες δεν απέμειναν πια άντρακλες, όπως πιχί ο Δημήτρης ο Παπαμιχαήλ,  άρα  αναγκάστηκε να αυτοχαστουκίζεται τη στιγμή της κορύφωσης κι αυτός μία να απορεί, μια να χαμογελάει με τα καμώματά της.

Χρόνια μετά, όταν κατάφερε να κάνει κάποια παράσταση με μια κολεκτίβα αντάμωσε ξανά τον Τζο ο οποίος είχε σταματήσει να πουλάει CD, δούλευε στο βενζινάδικο απέναντι από την κατάληψη όπου θα παιζόταν ο Ιονέσκο από το σχήμα το εναλλακτικό το ερασιτεχνικό. Τον πλησίασε, τον ασπάστηκε σταυρωτά, η μυρωδιά του νίκησε τη βενζινίλα. Άλλη μεθυστική έξη κι αυτή, με βενζινούλα ένα διάστημα έκανε κεφάλι, γιατί, όταν πια μπήκε στη δραματική σχολή και μεταμορφώθηκε από Αλίκη Βουγιουκλάκη σε PJ Harvey, έβαψε μαύρο το μαλλί, ψαλίδισε αφέλειες μονάχη της για πιο πανκ αποτέλεσμα, χτύπησε κι ένα πολύ ωραίο τατού στον αστράγαλο, αρουραίος που ανέβαινε βραχάκι, έπιναν και σνίφαραν διάφορα. Η μεγάλη ντόπα παρέμενε το χειροκρότημα.

Τη φίλησε πεταχτά στο μέτωπο, εκείνη λιγώθηκε πάλι σαν τότε, ήθελε επιτόπου να φορέσει στολή καμαριέρας, να βάψει το μαλλί ξανθό, να του ζητήσει να κάνουν τέσσερα παιδιά ανοιγοκλείνοντας μάτια με ψεύτικες βλεφαρίδες αλά Τζέσικα Ράμπιτ.

Ο Τζο μιλούσε πια άψογα ελληνικά, ροδάνι η γλώσσα του, της είπε πως ήταν πολύ καλά, σε σχέση, έβγαλε το κινητό και της έδειξε τον γκόμενό του, έναν παίδαρο σαν αυτούς που παίζουν στις τσόντες, μαύρος κι αυτός.

Καθώς απομακρυνόταν η πρωταγωνίστριά μας, σκέφτηκε να πετάξει ένα αναμμένο σπίρτο στο ρυάκι από τη βενζίνα ανάμεσα στα πόδια του, αλλά η κακή σκέψη χάθηκε καθώς της απέσπασε την προσοχή η πινακίδα του πρατηρίου υγρών καυσίμων που έγραφε με καλλιγραφικά σαν παλιός ελληνικός κινηματογράφος “ΤΕΛΟΣ”. Ήταν φανερό πως έλειπε κάποια συλλαβή από την επωνυμία της επιχείρησης. Πάντα κάτι θα έλειπε.

Τη νύχτα μετά την παράσταση στην κατάληψη, βρήκε δυο σβόλους ναφθαλίνη και τους μύριζε ώσπου έβγαλε τα σωθικά της στη  λεκάνη του σπιτιού της στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι.




Δεν υπάρχουν σχόλια: