18/8/07

Αληθινά χαράματα

Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις. Γι' αυτό, όταν ο ποταμός Amstel ξέβρασε στις όχθες του ένα πτώμα, οι δημοσιογράφοι έτριβαν τα χέρια τους για την είδηση που κονόμησαν. Οι πρωινές εφημερίδες του Αυγούστου εξασφάλισαν πρωτοσέλιδη φωτογραφία: ένα πτώμα μέσα σε μια μαύρη σακούλα ανασύρεται από το θολά νερά του ποταμού.

O Bastiaan είχε ξυπνήσει πάλι από τα χαράματα για να δει το ξήμερωμα να απλώνεται στα νερά του καναλιού. Καθόταν στο κατάστρωμα της ποταμόβαρκας και έστριβε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας ρουφώντας πικρό καφέ. Τέσσερα χρόνια τώρα, από τότε που παράτησε τη θέση του ερευνητή στο Ινστιτούτο του Leiden, ξυπνούσε σαν από έθιμο να δει την ανατολή του ήλιου. Πούλησε το διαμέρισμά του και αγόρασε μια βάρκα. Του άρεσε η ιδέα ότι τα ποτάμια προχωράνε μόνο μπροστά και αποφάσισε να κάνει το σπίτι του όστρακο και να ξεχυθεί στα ολλανδέζικα κανάλια. Να μη γυρίζει πίσω σε τίποτα.

Ο θόρυβος στην πόλη είχε αρχίσει να κοπάζει. Τα τελευταία coffee shops και κλαμπάκια κατέβαζαν τα στόρια. Μια παρέα βρετανών ούρλιαζαν κάτι ακατάληπτα γυρνώντας προς το hostel. Τα κορίτσια στη Red District τραβούσαν τις κουρτίνες για να ξαπλώσουν πια μόνες τους. Τα σκουπιδιάρικα είχαν πάρει να σβήνουν τα απομεινάρια από το διονυσιακό πνεύμα. Ένας άστεγος χάιδευε το σκυλί του προσπαθώντας να αποκοιμηθεί ένα στενό πίσω από το Μουσείο του Σεξ.

Είχαν περάσει ώρες με το Bastiaan σχεδόν ακίνητο να ατενίζει τον ορίζοντα. Σκεφτόταν τη μικρή που κοιμόταν στη καμπίνα. Είχε κολλήσει μαζί της. Δυο χρόνια τώρα είχε αγκυροβολήσει λίγο πιο κάτω από τη γέφυρα που την πρωτοείδε.

Μια ορκισμένη κλοσάρ, ζούσε στο Amsterdam πουλώντας χειροποίητα κοσμήματα. Μιλούσε σπαστά ολλανδικά αν και συνήθως δε μιλούσε καθόλου. Μια απίθανη φυσιογνωμία- η πιο μυστήρια γυναίκα που είχε γνωρίσει. Την πολιορκούσε καιρό, ώσπου ένα βράδυ την πήρε σηκωτή στη βάρκα. Έμεινε μαζί του. Πέτρωσε η ζωή του δυο κανάλια βορειοανατολικά μιας παλιάς πέτρινης γέφυρας, περιμένοντάς τη κάθε βράδυ να μαζέψει το πανί με τα κοσμήματα που είχε απλώσει στο έδαφος και να γυρίσει στη φωλιά τους. Αλλά δε περνούσαν οι ώρες. Θυμήθηκε το ταλέντο του στη ζωγραφική. Αγόρασε τα σχετικά σύνεργα και στήθηκε απέναντί της φτιάχνοντας καρικατούρες. Η δουλειά του πήγαινε καλά. Όχι πως τον ένοιαζε το χρήμα. Ο πατέρας του, τυρέμπορας στο επάγγελμα, του είχε εξασφαλίσει τα προς το ζην με συχνά εμβάσματα στην τράπεζα. Το ευ ζην το είχε εξασφαλίσει ζώντας πλάι στην Αλίθια.

Σηκώθηκε από την αιώρα περασμένες 7. Τεντώθηκε, χασμουρήθηκε και τίναξε από πάνω του τα ζουζούνια του βάλτου. Μπήκε στη καμπίνα αθόρυβα για να μην την ξυπνήσει. Πήρε το πορτοφόλι και το ποδήλατό του και βγήκε στο δρόμο.

Το προηγούμενο βράδυ είχε την έμπνευση να της ξυρίσει για πρώτη φορά το αιδοίο. Ήθελε να τη δει απαλλαγμένη ακόμα και από το τριχωτό του εφηβαίου της. Περίπου όπως γεννήθηκε. Βρήκε ένα σωρό ξυράφια, από τον καιρό της μετακόμισης στο ποτάμι, αλλά όχι αφρό. Είχε να ξυριστεί περίπου τέσσερα χρόνια. Λογικό. Το άφησαν για μια άλλη φορά. Όμως η ανυπομονησία του Bastiaan να τη δει γυμνή, χωρίς το φυσικό φύλλο συκής, δε χωρούσε άλλη αναβολή. Ήδη περιπλανιόταν στην πόλη ψάχνοντας ανοιχτό σούπερ μάρκετ. Αγόρασε τελικά ένα μπουκάλι αφρό ξυρίσματος, καπνό και πρωινές εφημερίδες και γύρισε στο πλωτό του σπίτι.

Βρήκε την Αλίθια σφαγμένη στο πάτωμα. Ήταν λουσμένη στο αίμα με χαρακιές σ' όλο της το κορμί. Η πιο βαθειά στην καρωτίδα. Ξεψυχούσε. Άκουσε τον φριχτό επιθανάτιο ρόγχο της. Και μετά τέλος.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Πήγε στο μπάνιο και έπλυνε τα χέρια του. Στεκόταν και τη κοιτούσε νεκρή. Όταν βράδιασε την έχωσε σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Έλυσε τα σχοινιά, άναψε την μηχανή, λίγα μέτρα μετά την πέταξε στο νερό και έφυγε με ταχύτητα μπροστά.

Την επόμενη βδομάδα οι ντόπιοι μιλούσαν για το μυστηριώδες έγκλημα. Οι τουρίστες δεν είχαν ακούσει τίποτα. Ο Bastiaan δε γύρισε πια πίσω. Πίσω είχε μείνει η Αλίθια σφαγμένη. Μπροστά απλωνόταν το μέλλον, ο ορίζοντας και ο εραστής. Με ή χωρίς την Αλίθια. Συνέχισε να βλέπει την ανατολή του ήλιου ώσπου, γέρο πια, τον βρήκε η εγγονή του να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο στο κρεβάτι του, περασμένες 10.

8 σχόλια:

tzonakos είπε...

Πωπω, γράφεις καλά εσυ, στο εχω ξαναπεί νομίζω.
Δίκιο ειχα που σ εβαλα στα λινκς μου.
Φιλιά, ηταν μια πολύ ωραία ιστορία.
Θα μπορούσε να ναι αληθινή.

Maria Mikro Analogo είπε...

Έχω μείνει άφωνη... Φοβερή ιστορία, φοβερή γραφή! Δεν είναι από τα κείμεν α που τα διαβάζεις μόνο 1 φορά. Θα επανέλθω με περισσότερα σχόλια. Ειλικρινά πολύ καλό. Τις καλησπέρες μου. :-)

The Torch είπε...

Super ρόδο μοιράζεις ωραίες ιστορίες.

Παρατηρήτηριο Πυλαίας είπε...

Ωραία η ιστορια σου, μυριζει ιδρωτα, σπέρμα και αιμα!
Μια παρατήρηση μονο..
Η Αλήθεια παντα σφαζεται στις μέρες μας πάντως...

Φιλιά!
Καλως ξαναηρθες!

114ΛΕΞΕΙΣ είπε...

Τα σέβη μου. Keep writing.

Niemandsrose είπε...

vrakas kostas,tzonakos,μαρία, the torch,_st_,padrazo,ένα μεγαααάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!

kostas patra, τη γλώσσα σου έχει καταπιεί, παιδί μου;

_st_, σφαγμένη και ξυρισμένη...

kostas_patra είπε...

τέτοια κείμενα γράφουν οι δολοφόνοι για να χουν άλλοθι την δημοσιοποίηση όλων των στοιχείων και κίνητρο την δημοσιότητα.
ήσουν ύποπτη;
να σε φοβάμαι;
μείνε μακρυά, άσε την γλώσσα μου κάτω,αααααααααααααααααααααα.... .

Niemandsrose είπε...

@ kostas_patra, μου θύμισες τη σκηνή στο Old Boy που του κόβει τη γλώσσα ο άλλος. Χράαατς.