27/10/07

"πού να τα βάλω τα λεφτά, μωρή;"

Μετά που πέθανε η γρια, ο γέρος απόμεινε σαν την καλαμιά στον Κάμπο. Ένα ορεινό χωριό που κάποιος είρωνας βρέθηκε να το ονομάσει έτσι. Είχε ένα παιδί και μία κόρη, ο γέρος. Και η κόρη, σαν πιο πονόψυχη, τον πήρε στην πρωτεύουσα -του νομού- να μη μένει μόνος του στο σπίτι που φάνταζε. Όχι τόσο από την απουσία της γριάς, τα τελευταία χρόνια σχεδόν ανύπαρκτη ήταν η καημένη, αλλά νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου, είχαν χτίσει φωλιά.

Όμως ο γέρος δεν έκανε χωριό με τον γαμπρό του τον Θοδωρή. "Να πάτε να ασβεστώσετε το σπίτι στο χωριό, Δεκαπενταύγουστος έρχεται", γκρίνιαζε δυο μήνες νωρίτερα από το μεγάλος γεγονός της Χριστιανοσύνης, αλλά ο γάιδαρος ο γαμπρός τον έγραφε στ' απαυτά του. "Να πας να το βάψεις εσύ σκατόγερε" έγραφε το συννεφάκι της σκέψης αλλά δεν ακουγόταν βέβαια κιχ. Τελοσπάντων, δε μπορούσε και η Ελένη, η κόρη του, να ακούει το γέρο να μουρμουρίζει, γιατί ήταν κουφή από το δεξί αυτί, και ανάλαβε ο Θοδωρής να βάλει ένα μάστορα να το βάψει να πάει στο διάολο, βαμμένο.

Αλλά Αλβανοί δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα στον Κάμπο εκείνο τον καιρό, γιατί ήταν και η συγκομιδή. Έπιασε λοιπόν ο Θοδωρής ένα ρεμάλι του κερατά, ανιψιό της συγχωρεμένης, τον Χαρίτο, να πάει να βάψει το σπίτι να βγάλει κι αυτός ένα μεροκάματο. Ο Θοδωρής είχε βέβαια και ένα λόγο παραπάνω να προτιμήσει τον ξάδερφο εξ αγχιστείας. Παλιά, πριν ο Χαρίτος το ρίξει μέχρι τα μπούνια στις Ρωσίδες, τα ζάρια και στο χασίσι και κάνει τον Κορυδαλλό εξοχικό του, πήγαιναν και καμιά μπουρδελότσαρκα παρέα και ο Χαρίτος φάνηκε μπεσαλής. Τσιμουδιά και σε κανέναν δεν έβγαλε για τα παραστρατήματα του οικογενειάρχη. Τον βρίσκει λοιπόν με τα χίλια ζόρια ο Θοδωρής, του δίνει τα κλειδιά και ένα πενηντάευρο για τις μπογιές να πάει να ασπρίσει το ερείπιο να ηρεμήσει και το άλλο ερείπιο ο πεθερός του.

Περνάει μια βδομάδα, περνάνε δύο, άφαντος ο Χαρίτος. Το κινητό, ένα δηλαδή από τα πολλά - σεσημασμένος ήτανε ο άνθρωπος- ήταν μονίμως κλειστό. Το σπίτι, τρία δωμάτια όλα κι όλα, βαμμένο στην τρίχα αλλά ο Χαρίτος απλήρωτος. Ήξεραν βέβαια όλοι τι κοπρίτης είναι και δεν ανησύχησαν για την εξαφάνιση. Αλλά να μη ζητήσει λεφτά και να γίνει καπνός κι από πάνω; Σαν πολύ δε πήγαινε;

Παίρνει κι η Ελένη τηλέφωνο τον αδερφό της, που ήταν παντρεμένος σε ένα κεφαλοχώρι, μπας και έχει τίποτα μαντάτα από τον Χαρίτο αλλά πού να ξέρει κι ο Ζήσης; Άλλος οικογενειάρχης από κει, τι αλισβερίσια να έχει με τον ρεμπεσκιέ; Όταν έμαθε όμως όλη την ιστορία, κατέβηκε ο οικογενειάρχης σαν σίφουνας, όσο σίφουνας μπορεί να είναι ένας πενηνταπεντάρης-εκατόν είκοσι κιλά σαν το Ζήση, καβάλησε το τέσσερα επί τέσσερα και νά σου τον βραδιάτικα στο πατρικό του. Ορμάει στο μπαούλο με τα προικιά, ψάχνει-ψάχνει, τίποτα. Αδειάζει χάμω ό,τι δαντέλες, κεντήματα, τραπεζομάντηλα, και ναφθαλίνες ήταν μέσα στο μπαούλο αλλά το κομπόδεμα με τα 2.000 ευρώ είχε βγάλει φτερά. Και είχε πετάξει μέχρι την Αθήνα που ο Χαρίτος το ροκάνιζε σαν ξερολούκουμο.

Ξανακαβαλάει αφιονισμένος ο Ζήσης το 4x4, και να σου τον στην πρωτεύουσα-του νομού. Το τι έγινε εκείνο το βράδυ δε περιγράφεται. Ο Ζήσης να κατηγορεί την Ελένη που δεν τον συμβουλεύθηκε για το μπογιάντισμα, ο πεθερός να κατηγορεί το Θοδωρή, ο Θοδωρής να τα ρίχνει στον γέρο, η Ελένη να κατηγορεί τη μοίρα της και όλοι μαζί να καταριούνται τον Χαρίτο που έκανε ζωή χαρισάμενη εκείνες για τις μέρες. Πόσες μέρες όμως να σε κρατήσουν δυο χιλιάρικα στην αθηναϊκή ντόλτσε βίτα; Μαθεύεται πως γύρισε στο χωριό. Στήνουν λοιπόν καραούλι οι τρεις άνδρες του σπιτιού που για πρώτη φορά μονοιάσανε απέναντι στον κοινό εχθρό και τον κάνουν τον κακομοίρη τον Χαρίτο του αλατιού. Πάρε κι αυτή, πάρε κι εκείνη. Μετά, τον πετάνε στην καρότσα του αγροτικού και τον πάνε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής."Ποιος σε έκανε μωρέ έτσι" τον ρωτάνε οι μπάτσοι. "Εμείς" απαντάει εν χορώ η οικογένεια και τρώει ο Χαρίτος και μια αυτεπάγγελτη μήνυση που ομολόγησε την κλοπή.

Γυρνάει ο Ζήσης ξαλαφρωμένος στο κεφαλοχώρι, νυν Δήμο, και διηγείται την ιστορία στην οικογένεια περήφανος που είχε αίσιο τέλος και θα τιμωρηθεί ο υπαίτιος.
Τι ήταν να το ακούσει η κόρη του; Έπιασε τον Θεό από το πόδι!
"Έχετε τρελαθεί ομαδικώς; Στον καημένο το Χαρίτο βρήκατε να ξεσπάσετε την οργή σας που δεν έχει να φάει; Εδώ μωρέ σας κλέβουν από χίλιες μπάντες οι τράπεζες και τους λέτε κι ευχαριστώ..."
Αυτή τη κουβέντα περίμενε κι ο Ζήσης.
"Και πού να τα έβαζα τα λεφτά για να μη τα βρει η μάνα σου; Εσύ μωρή σαφρακιασμένη δεν μας πήρες το κεφάλι την άλλη φορά να μη βάζω τα λεφτά στο βιβλιάριο γιατί με κλέβει η τράπεζα και τώρα που τα 'βαλα στο μπαούλο και μας τα έφαγε ο Χαρίτος μου λες να αποσύρουμε και τη μήνυση;"
Η θυγατέρα μπλόκαρε για κάποια δευτερόλεπτα. Η μπαλάντζα έγειρε φανερά προς το μέρος του πατέρα, ώσπου μέσα στην έξαψη του θεώρησε σκόπιμο να ξαναρωτήσει:
"Πού να τα βάλω τα λεφτά μωρή;"
Την ίδια ώρα δυο απέναντι συννεφάκια σκέψης έγραφαν "Στον κώλο μου;" "Στον κώλο σου".
Θά'ταν κι αυτό μια κάποια λύσις...




12 σχόλια:

Agobooks είπε...

Καιο θα 'ταν ενας κώλος με λευτά! :)

Niemandsrose είπε...

Κωλολεφτάδες! Τι περιμένεις; :)

Vrakas Kostas είπε...

Πολυ καλο κειμενο αγαπητη αγκαθουλα!
Κι απ οτι φανταζομαι,αληθινη ιστορια!
Οι μπηχτες για τις τραπεζες,ειναι ολα..τα λευτα!
Καλο σου βραδυ!

παράλληλος είπε...

Δηλ. κατ' αναλογίαν να τουλουμιάσουμε στο ξύλο τους κάθε Κωστόπουλους και Λάτσηδες και να τους παραδώσουμε στην Ααστυνομία...

(Μια χαρά ιδέα την βρίσκω, τώρα που το σκέφτομαι!...)

raslowbap είπε...

είναι πάντως αξιοσημείωτο και τραγικό το πως τα λεφτά ενώνουν και χωρίζουν ανθρώπους. Όσον αφορά τις τράπεζες ό,τι και να γράψουμε και πάλι λίγο θα είναι.

Xrysostomos είπε...

Δεν έχω ιδέα αν θα το πάρεις σαν κοπλιμέντο ή προσβολή, πάντως το ύφος του κειμένου σου μου θυμίζει το "κάθε εμπόριο για καλό", μία αφήγηση του τζίμη πανούση!

Αν μάλιστα έχεις και διαθέσεις να το ψάξεις, προσανατολίσου προς το δίσκο με τίτλο "κάγκελα παντού"

Καλή συνέχεια niemandrose

Niemandsrose είπε...

@vrakas kostas, εσύ πού τα βάζεις τα λεφτά;

@παράλληλος, ναι, αλλά να μην ξεχάσουμε να βγάλουμε τα λεφτά από τον κώλο τους. ;)

@raslowbap, να φτιάξουμε post σε στυλ patchwork με στίχους από τραγούδια που μιλάνε για το χρήμα; (Πώς μου ήρθε τώρα?)

@Xrysostomos, εγώ για καρα-κομπλιμέντο το πήρα, εσύ πώς το εννοούσες δε ξέρω. Ωστόσο είναι τόσο αγαπημένο στόρυ του Πανούση που το ξέρω σχεδόν απέξω. Να το πώ, κύριε; ;)

Xrysostomos είπε...

αν και είμαστε ενάντια στο "απ'έξω" (didaskw.blogspot.com/2007/09/blog-post_26.html), θα κάνουμε μια εξαίρεση αφού μιλάμε για πανούση.

Τον αγαπάμε το τζιμάκο...

Niemandsrose είπε...

@Xrysostomos, ανοίγεις πληγές. Όταν έπρεπε να παπαγαλίσω την Ιστορία Δέσμης κατάλαβα πως το συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου μου υπολειτουργεί.Όμως όταν κάποιον δεν τον αγαπάς απλά -υπάρχει η αγάπη;- αλλά κατουριέσαι από τη χαρά σου για πάρτη του, αποστηθίζεις τσιτάτα σωρηδόν. Αυτό το φαινόμενο το λέω -από σήμερα- επιλεκτική αποστήθιση;

Vrakas Kostas είπε...

Να σου πω την αμαρτια NIEMANDSROSE δεν μου περισευει cent!
Οτι βγαζω τα χαλαω!Για να μην βοηθω τον πληθωρισμο!
Γυριζω λοιπον τις νυχτες,σε κακοφημα μπαρακια και τα βαζω στριμωχτα αναμεσα στα βυζια των καλων κοριτσιων,που με διασκεδαζουν ;-)

o kairos είπε...

Μια καλη διηγηματογραφος παρα πανω στην μπλογκοσφαιρα.Λιγο το χεις;:-)

Niemandsrose είπε...

@vrakas kostas, σωστό σε βρίσκω, νυχτοπερπατητή.

@o-kairos, ο καλός μας ο καιρός ανάμεσά μας. Λίγο τό'χετε; :) Ευχαριστώ!!