10/5/20

Ξύπνα κι αρρώστησε η αυγή

Ο Βάσιλας υπήρξε ο πρωτότοκος γιος της πιο πλούσιας οικογένειας του τότε γνωστού κόσμου, του Απανωσήφη, μίας αποικίας των Ανωγείων στα Αστερούσια Όρη. Προηγήθηκε η γέννηση μίας από τις αδελφές του, χάνοντας έτσι τα απόλυτα πρωτεία. Όμως, αυτά συμβαίνουν όταν το ΧΧ χρωμόσωμα του σπέρματος υπερνικά το ΧΥ, όταν δηλαδή ηττάται η πατριαρχία από τον ίδιο της τον εαυτό. Υπό μία άλλη έννοια, ωστόσο, καταπιεστής χωρίς καταπιεζόμενο δεν υφίσταται, οπότε και θα πρέπει να μην ερμηνεύεται ως ήττα της πατριαρχίας, εφόσον οι γεννήσεις θηλέων είναι απαραίτητες για την εκμετάλλευσή τους από τους άνδρες.

Το Βάσιλας,  οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε στο μη μυημένο ακροατήριό μας, δεν πρόκειται για επώνυμο, αλλά για μία παράφραση του Βασίλη. Ή, ας είμαστε πιο ακριβείς, πρόκειται για μία μυλοποταμίτικη εκδοχή του προαναφερθέντος κύριου ονόματος το οποίο προφέρθηκε από το νονό του Βασιλείου, Χαράλαμπο παρά τις δυσκολίες.

Οι δυσκολίες εστιάζονταν στο ότι ο Χαραλάμπης δεν γνώριζε ανάγνωση ώστε να διαβάσει ολόκληρο το Σύμβολον της Πίστεώς μας και, επειδή -αλλά αυτό ας μείνει μεταξύ μας- απέφευγε την Εκκλησία έως την αποστρεφόταν, δεν είχε το είχε αποστηθίσει ακούγοντάς το σε ανάλογες τελετές. Έτσι στα δεκάξι του, οπότε πρωτόγινε νονός, απήγγειλε την αρχή “Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανού καί γῆς”, το οποίο γνώριζουν έως και οι πέτρες, παραλείποντας εντούτοις τα καταληκτικά -ν της αιτιατικής και επανέλαβε, μετά από σκούντηγμα της μάνας του και αγριοκοίταγμα του παπα-Παντελή, τους τελευταίους τρεις στίχους ως εξής:

“Ὁμορογώ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 
Προσδοκώ ἀνάστασιν νεκρῶν.
Καὶ ζωὴν τοῦ μέρροντος αἰῶνος. 
Ἀμήν.” 

Στο σημείο αυτό έχουμε την υποχρέωση να καταστήσουμε σαφές ότι το λάμδα στην ανωγειανή προφορά αντικαθίσταται από το ρω πλην όμως εκπεφρασμένο πολύ πιο υγρό από το ήδη υγρό σύμφωνο. Τούτου δοθέντος, θα λέγαμε “ο Χαραράμπης ήταν ο σάντορος του Βάσιρα”. Όμως, το πρώτο ρω του Χαραλάμπη προφέρεται έντονα και το δεύτερο πιο απαλά, πιο υγρά. Η δε λέξη “σάντολος”, η οποία σημαίνει νονός ή πνευματικός πατέρας στο συγκεκριμένο ιδιόλεκτο, ως “σάντορος” έχει μόνο προφορική ισχύ. Αλλά εδώ θα σταματήσουμε τις μετατροπές του λάμδα σε ρω γιατί ακόμη και εμείς οι μύστες κάπου…ζαριστήκαμε.

Επιστρέφοντας στην ιστορία μας, ο Βάσιλας έλαβε το χρίσμα του χριστιανού ορθόδοξου στη μητρόπολη, όπου και πρωτόδε το φως του ήλιου. Μονάχα που το γλέντι διήρκεσε μοναχά μια μέρα, αντί για τρεις όπως συνήθως συνέβαινε στις πιο εύπορες οικογένειες όταν επρόκειτο βεβαίως για βάπτιση υιού.

Ωστόσο, εικάζουμε ότι δεν αντελήφθηκε την κοινωνική αυτή αδικία το βυζιανιάρικο, παρότι ανέπτυξε -όπως θα δούμε ευθύς αμέσως- πολύ πρώιμα ταξική συνείδηση, την οποία -λυπούμαστε για το σπόιλερ- απώλεσε μόλις έγινε ο ίδιος αφεντικό, όπως τραγούδησε ο Τζων Λέννον στο Working class hero το ’70, δηλαδή περίπου μισόν αιώνα αργότερα, για ανάλογες περιπτώσεις.

Παρεμπιπτόντως, αναφορικά με τον χαρακτηρισμό βυζανιάρικο και επειδή το τεχνητό γάλα δεν είχε ακόμα αναμετρηθεί με το μητρικό -αυτό θα συνέβαινε μισόν αιώνα αργότερα και πάλι τη δεκαετία του ’70-, δε θα πρέπει να βιαστεί κανείς να προσδιορίσει την ηλικία του βαπτισθέντος γύρω στους έξι μήνες, κρίνοντας με βάση τα σύγχρονα βρέφη (σ.σ.: το παρόν διήγημα γράφτηκε το 2020). Τη δεκαετία του 1920 τα παιδιά θήλαζαν μέχρι δυο- τριών χρονών από τις μανάδες ή από παραμάνες που διέθεταν ικανές ποσότητες προλακτίνης και ωκυτοκίνης ώστε να ρέει άφθονη από τις ρώγες τους η βασική τροφή κάθε θηλαστικού, τουλάχιστον στην εκκίνησή τους στον μάταιο τούτο βίο (εάν μας επιτρέπεται μια αξιολογική αποτίμηση της ανθρώπινης ύπαρξης).

Αντίθετα με τα ειωθότα, ο Βάσιλας βαφτίστηκε κάπως καθυστερημένα, δηλαδή δυο χρονών, διότι έπρεπε να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα αιγοπρόβατα για σφαγή. Τα μεν αρνιά για οφτό αντικρυστό, οι δε ρίφια για βραστό με μακαρούνες και αθότυρο. Επομένως, μέχρι τα δύο του, ως μη χριστιανός, ήταν ακόμα έκθετος στην επίδραση του Εωσφόρου.

Στο κεφαλοχώρι λοιπόν έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, προορισμένος να παριστάνει τον “φαμέγιο” (=υπηρέτη) σε κάποιον μεγαλογαιοκτήμονα ή σε κάποιον μεγαλοκτηνοτρόφο, πράγμα που, σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, θα τον είχε οδηγήσει σε αυτοχειρία περίπου στα δεκαεφτά του, σύμφωνα με τρεις ερμηνείες.

Κατά μία κοινωνιολογική ερμηνεία, ο Βάσιλας θα έδινε τέλος στη ζωή του μη υπομένοντας την καταπίεση της “υπέρμετρης ρύθμισης των κοινωνικών θεσμών” κατά την “φαταλιστική” κατηγοριοποίηση στη σχετική τυπολογία του μνημειώδους έργου του Εμίλ Ντιρκέμ για τα κοινωνικά αίτια της αυτοκτονικότητας.

Σύμφωνα με μία δεύτερη θεωρητική προσέγγιση, αστρολογική αυτή τη φορά, ο αστερισμός του Κριού, στον οποίο ανήκει, διακατέχεται από υπέρμετρο αίσθημα ανυποταξίας έναντι κάθε μορφής εξουσίας, όχι βέβαια γιατί τα κριάρια επιθυμούν να χειραφετήθουν οι μάζες αλλά γιατί επιδιώκουν εξάπαντος την ηγεσία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο νεαρός Βάσιλας επιθυμούσε διακαώς να να βρίσκεται στην κορυφή του κοπαδιού οδηγώντας το και όχι στην ούγια εμποδίζοντάς τα πρόβατα να μη φύγουν. Με άλλα λόγια, ήθελε “να ξωλαλεί το κουράδι στην ομπρός μερά όι να ‘παντά τα πρόβατα να μη μολάρουνε”. Κι αφού αυτό δε θα συνέβαινε εφόσον δεν ήταν δικό του το κοπάδι, ο άνθρωπος- κριάρι θα χτυπούσε τα κέρατά του στον τοίχο "ίσαμε να σπάσει η κεφαλή του, να γενεί ψίχαλα”.

Τέλος, παραθέτοντας μία τρίτη, θεολογική εξήγηση, προτεινόμενη από άλλο μέλος της πολυπληθούς μας συγγραφικής μας ομάδας, η παραταταμένη παραμονή υπό την σατανική επίδραση, εφόσον έζησε δυο ολάκερα χρόνια ζωής αβάφτιστος, είχε επιτρέψει την ανάπτυξη των δαιμονικών αυτοκαταστροφικών δυνάμεων. Οι σατανικές επιδράσεις θα μπορούσαν να έχουν εξουδετερωθεί με ευλαβική πίστη στον Παντοκράτορα, μετάνοιες και προσευχές και άλλα τελετουργικά, τα οποία όμως, όπως συνέβαινε στο πνευματικό του πατέρα, απέφευγε. Οπότε ο διάολος του ετοίμαζε ήδη την αγχόνη, του γέμιζε ήδη το τουφέκι.

Σε κάθε περίπτωση, συνομολογούμε ότι το μπάσιμο του Βάσιλα στην παραγωγική διαδικασία, δεν ήταν και το πιο χαρμόσυνο γεγονός στη ζωή του. Αλλά και για ποιον είναι δηλαδή πέρα από τους κεφαλαιοκράτες, τους δυνάστες μας;  Σε ηλικία πέντε χρονών, παιδί ακόμα, αναγκάστηκε να δουλέψει, λόγω του χαμηλού βιοτικού επιπέδου μιας οικογένειας. Η οικογένειά του, ωστόσο, αποκτούσε κάθε χρόνο από ένα παιδί, ήδη εξαμελής. Στην έναρξη σχεδόν της κτηνοτροφικής του καριέρας, ο Βάσιλας δέχτηκε στα αχαμνά έναν μεγάλο σβώλο από και χώμα και χαλίκια από τον μπροστάρη βοσκό επειδή, λέει, δεν εμπόδιζε τα πρόβατα να αυτομολήσουν. Τα πρόβατα μιλάμε τώρα που είναι πιο υποταγμένα στις κεφαλές της εξουσιαστικής δομής από ό,τι ο γερμανικός λαός στον Φύρερ κατά το Γ’ Ράιχ. Συνομολογούμε, παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας, ότι ο βοσκαράς ήταν κακός άνθρωπος και πέταξε του παιδιού το σβώλο, ο οποίος σβώλος, να το πούμε κι αυτό, ευτυχώς δεν του προκάλεσε κανένα πρόβλημα στο αναπαραγωγικό σύστημα, αφού χρόνια αργότερα απέκτησε δυο παιδιά.

Έπειτα από αρκετές ημέρες, εφόσον το τραύμα δεν αποκαλύπτεται αμέσως, ή ίσως και ποτέ λόγω των μηχανισμών άμυνας του εγώ και ειδικά την “απώθηση”, ο Βάσιλας έθεσε ένα ερώτημα στον “κύρη” του, δηλαδή τον πατέρα του τον Μίχαλο: “ Καλλιά δεν ήτονε νά ΄χαμε όλοι ίσα οζά, να κατέχει ο καθείς μας ίντα του γίνεται;” Έτσι ο ήρωάς μας είχε ήδη συλλάβει την ιδέα μίας πιο δίκαιης κατανομής του πλούτου.

Για καλή του τύχη η αυτοχειρία απεφεύχθη, αφού ένα χρόνο αργότερα το σόι του ενεπλάκη έμμεσα σε μια βεντέτα, οπότε εγκατέλειψαν την μητρόπολη των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ένας από το σόι του Χαραλάμπη, δηλαδή του συντέκνου του Μίχαλου και σάντολου του Βάσιλα, ξεκοίλιασε “έναν μασκαρά, ένα βρομιάρη, μια μαγαρισά των αντρώς”, σύμφωνα με μαρτυρίες προφανώς από την πλευρά των θυτών.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σε μία αρραβώνιαση του σογιού του Χαραλάμπη, σέρβιρε μια ξαδέρφη για τα καλορίζικα. Ο δίσκος περιeλάμβανε μια μποτίλια τσικουδιά, ρακοπότηρα και πιατελάκια με σταφίδες και στραγάλια. Το θύμα έτεινε το χέρι του στον δίσκο τον οποίο περιέφερε η “αξαδέρφη”, η οποία όμως ήταν νυμφευμένη με τον θύτη. Μετά το φονικό, το σόι του φονιά διατεινόταν ότι της έβαλε χέρι, “τσ’ άγγιξε τα βυζά εξεπίτηδες”. Το δε σόι του φονευμένου επέμενε πως ο νεκρός απλώς προσπάθησε να κεραστεί ο ίδιος από τη μποτίλια γιατί “η αξαδέρφη επέρασε απ’ ομπρός του  δίχως να τονε τρατάρει”. Η υπερβολική ρακοποσία όμως, έτσι κι αλλιώς, δε βοήθησε να δοθεί μια αντικειμενική ερμηνεία κι ούτε βέβαια συγκράτησε το χέρι του φονιά.

Έτσι, δύο οικογένειες ολάκερες ξεριζώθηκαν από τους πρόποδες του Ψηλορείτη, το σόι του φονιά και του συντέκνου του. Φορτώθηκαν μπόγους, γερόντους και παιδιά και πήραν το δρόμο της εσωτερικής προσφυγιάς. Κάποτε βρέθηκαν στον όμορο νομό, στα ανατολικά, στο νομό Ηρακλείου, που πρέπει να επισημάνουμε ότι βγάζει καλόκαρδες πλην έξυπνες γυναίκες, φροντιστικές αλλά ταυτόχρονα φλογερές, καθώς η ομάδα αποφάσισε να κάνουμε ευλογήσουμε τα γένια μας, να κάνουμε γκρίζα διαφήμιση.

Στ΄ Αστερούσια Όρη είχαν μεταναστεύσει, για αντίστοιχους ή και άλλους λόγους, προγενέστερα άλλοι Ανωγειανοί. Να μην τα πολυλογούμε, στον καινούργιο τόπο ο Μίχαλος απέκτησε εφτά παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και αφού την ξέκανε από τις πολλές γέννες και τις πολλές χειρωνακτικές εργασίες, έσπειρε άλλα πέντε κοπέλια στη δεύτερη. Το όλον δώδεκα.

Εκτός από πολλά παιδιά, ο Μίχαλος απέκτησε και μεγάλη περιουσία καθώς οι Τούρκοι είχαν αφήσει πίσω τους τα κτήματα, ταμάμ για τους νέους κατοίκους της περιοχής η οποία έβριθε ιδίως από βοσκοτόπια.

Στα δώδεκα παιδιά, πρώτος γιος ο Βάσιλας, όπως προείπαμε. Άρα υπαρχηγός της μεγάλης οικογένειας και επιστάτης των πολλών εργατών ήδη από τα δέκα του. Ευτύχησε λοιπόν κοινωνικά και οικονομικά, οπότε για την ώρα κίνδυνος να αποδημήσει πρόωρα εις Κύριον, μάλλον έδειχνε να έχει αποσοβηθεί.

Επειδή ωστόσο θέλουμε να διαλύσουμε τυχόν στερεότυπα περί του είδους της επιστασίας του αλλά και του αισθήματος της ιδιοκτησίας ας πούμε πάλι δυο λογάκια. Ο Βάσιλας δεν εξελίχθηκε σε ένα μοχθηρό κτήνος όπως ο Κέρλι στο μυθιστόρημα του συναδέλφου Στάινμπεκ στο “Άνθρωποι και ποντίκια”. Υπήρξε δίκαιος και μάλλον ανεκτικός, αν όχι συμπονετικός προς το εργατικό δυναμικό. Εκείνο όμως που μεταβλήθηκε άρδην όταν συνειδητοποίησε ότι έχουν πια περιουσία είναι η αντίληψή του περί ισοκατανομής του κεφαλαίου.

Όμως, για να προχωρήσουμε παρακάτω, ενώ ζούσε ευτυχισμένος ήρθε κάποτε η ώρα που ερωτεύθηκε σφόδρα. Η έλευση του έρωτα στη ζωή του ανθρώπου προκαλεί κατά βάση αναστάτωση και κάπου εδώ μπορείτε να κάνετε ένα διάλειμμα να φτιάξετε καφέ ή να ανάψετε τσιγάρο, αν και μέλος της ομάδας μας θέτει σοβαρές αντιρρήσεις ως προς αυτή μας την προτροπή ως ειδική επί της δημόσιας υγείας. Παρόλαυτα, με δημοκρατικές διαδικασίες αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε την παραίνεση με την υποσημείωση να μη το δέσετε και σκοινί κορδόνι.

Η κοπέλα η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο του πόθου, διέθετε μια εκθαμβωτική ομορφιά. Διέθετε πράσινα μάτια, ροδαλά ζυγωματικά, κόκκινα χείλη, σταρένια επιδερμίδα και καστανόξανθα μαλλιά δεμένα πάντοτε σε περίτεχνες πλεξούδες τυλιγμένες σε έναν κότσο που διέσχιζε σαν ρυάκι το καλοσχηματισμένο μέτωπό της. Διακρινόταν δε από ένα βλέμμα τόσο άδολο κι ένα χαμόγελο τόσο ενάρετο, ώστε θα αποτολμούσαμε να την συγκρίνουμε με την εικόνα της Παναγίας, όπως την έχει καθένας μας στο νου του, όχι όπως τις αγιογραφίες της χριστιανορθόδοξης παράδοσης όπου αναπαρίσταται αυστηρή, αν όχι βλοσυρή η Μεγαλόχαρη, γεννώντας μας εύλογες απορίες τις οποίες όμως θα πραγματευτούμε σε έτερο πόνημα. Το μόνο της ψεγάδι της κοπέλας ήταν το υποκοριστικό της, Κωστούλα εκ του Κωνσταντίνα.


Ωστόσο, όπως σε κάθε εμπνευστικό για την τέχνη έρωτα, υφίστατο ένα άλυτο πρόβλημα. Οι έρωτες οι οποίοι καταφέρνουν να υπερβούν σύντομα τις δυσκολίες θεωρούμε ότι δεν εντυπωσίασαν ούτε τις αναγνώστριες του Ρομάντζο, στίβες των οποίων μπορείτε να εντοπίσετε στα παλιατζίδικα πέριξ της πλατείας Αβυσσηνίας στο Μοναστηράκι, όπου θα επιβεβαιώσετε την παρατήρησή μας. Η Κωστούλα ήταν τέσσερα, μπορεί και πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον ερωτοχτυπημένο Βάσιλα. Το γεγονός ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, ένα απαγορευτικό στοιχείο για τη σύναψη ερωτικής σχέσης -δηλαδή γάμου- σύμφωνα με την ηθική της τοπικής κοινωνίας.

Η αμφιταλάντευσή μας ως προς την ηλικιακή διαφορά των δύο νέων, η οποία φάνταζε χάσμα και ταμπού στον μεσοπόλεμο, έγκειται στο ότι η δήλωση των γεννήσεων στην αρμόδια Αρχή συντελούταν πολύ ετεροχρονισμένα, σαν τύχαινε δηλαδή κάποιος να επισκεφτεί τη Χώρα, όπου έδρευε το Ληξιαρχείο, σε ένα μήνα, δύο, μπορεί και μετά από κανα’ χρόνο.

(Μέλος της συγγραφικής μας ομάδας έθεσε το ερώτημα αν υπήρξε άνθρωπος στην Κρήτη που έζησε ολότελα αδήλωτος στο Ληξιαρχείο, αλλά μία τέτοια παρέκκλιση από το κύριο θέμα της παρούσας αφήγησης θα εκνεύριζε και την/τον πιο καλόπιστη/ο αναγνώστριά/τη μας, οπότε η πλειοψηφία αποφάσισε να μην ασχοληθούμε με αυτό το ερώτημα).

Η βεβαιότητά μας δε ότι ο Βάσιλας ανήκε στο ζώδιο του Κριού βασίζεται στο ότι γεννήθηκε πρώτη του μήνα, Πρωταπριλιά συγκεκριμένα, αν και διατηρούμε σοβαρές αμφιβολίες ότι το April’s fool ήταν ένα έθιμο διαδεδομένο και στην οροσειρά της Ίδας το 1922, οπότε και γεννήθηκε ο κεντρικός μας ήρωας.

(Στο σημείο αυτό, μέλη της συγγραφικής μας ομάδας, επιθυμούν να καταγγείλουν την “καταφανώς σεξιστική, επαίσχυντη κι αυθαίρετη απόφαση” να αποδώσουμε στον Βάσιλα τον χαρακτηρισμό “κεντρικός χαρακτήρας” εφόσον καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη και εντέλει κατάληξη της ιστορίας μας θα διαδραματίσει η Κωστούλα. Προς απάντηση, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, έθεσαν ως κύρια δικαιολογία το ποσοτικό ζήτημα, ότι δηλαδή εφόσον τα 4/5 του παρόντος καταλαμβάνονται από την εξιστόρηση της ζωής του Βάσιλα, δικαιωματικά του απονέμεται ο όρος “κεντρικός ήρωας”. Η φεμινιστική πτέρυγα υπαναχώρησε με τον όρο να απαλειφεί ο όρος “ήρωας” και να επαναπροσδιοριστεί ο χαρακτηρισμός ως “ο κατά την ποσοτική διάσταση κεντρικός χαρακτήρας”, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό προκειμένου να τελεσφορήσει η κοινή μας προσπάθεια συγγραφής μιας ερωτικής ιστορίας ως απάντηση στις επικρίσεις ότι τα κείμενά μας είναι σχεδόν αποκλειστικά πολιτικά και φλερτάρουν επικίνδυνα με την στρατευμένη τέχνη. Κλείνει η παρένθεση και ευχαριστούμε για την κατανόηση και την υπομονή σας.)

Την πρωταπριλιά πια του 1938 ο Βάσιλας θα έκλεινε τα δεκάξι. Τα γενέθλια όμως ως αμιγώς αστικό έθιμο δεν εξασκείτο στην ύπαιθρο και δη προπολεμικά. Γνωρίζοντας όμως ο ίδιος ότι έχει γεννηθεί σαν σήμερα, και πρωτοπόρος λόγω ιδιοσυγκρασίας, οργάνωσε ένα γλέντι στο σπίτι του να το γιορτάσει με πεντέξι φίλους του και να ξεδώσει από τον νταλκά. Γλέντι χωρίς μουσική όμως δεν νοείται, οπότε κλήθηκε ένας λαουτιέρης από το πλησιέστερο χωριό. Αν έχεις λεφτά, ή έστω ένα άλογο και ένα ντενεκέ λάδι, όλα γίνονται. Αφού ήπιαν τα παλικάρια ρακή για να ανοίξει η όρεξη, κρασί με το φαϊ και ρακή για τη χώνεψη, πήραν να τραγουδούν ίσαμε τα μεσάνυχτα.

Το γλεντοκόπι αντηχούσε σ’ όλο το χωριό γιατί, καθώς η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας δεν εξαπλωνόταν στην επικράτεια με ταχύτητα φωτός, σύσσωμος ο οικισμός ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι και την σιγαλιά της νύχτας.

Κι αφού πια είχε φανερωθεί η εορταστική ατμόσφαιρα στο αρχοντόσπιτο, ο Βάσιλας πήρε την παράτολμη απόφαση να φανερώσει και τον έρωτά του. Η απόφαση πάρθηκε όταν ο λαουτιέρης έπαιξε την μαντινάδα που εξέφραζε μέχρι τον πυθμένα της ύπαρξής του τον κατά την ποσοτική διάσταση κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας μας.

“Το ένα μου χέρι στη φωθιά και τ’ άλλο στο μαχαίρι
ή θα καώ ή θα σφαγώ ή θα σε κάμω ταίρι.”

Γιατί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πυροδοτήθηκε ο αυτοκτονικός ιδεασμός και αποφάσισε πως αντί να εγκαταλείψει νωρίς τον μάταιο τούτο κόσμο (μας συγχωρείτε για την επανάληψη της αξιολογικής κρίσης περί της ύπαρξης), προτιμούσε να τα παίξει όλα για όλα προκειμένου να αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου, χωρίς το οποίο όλα έμοιαζαν ανούσια, αν όχι φρικαλέα.

“Σηκωθείτε απάνω μρε ΄σεις” πρόσταξε τη συντροφιά του, η οποία και υπάκουσε. “Θα πάμε να τση κάμουμε καντάδα κι ό,τι γενεί.” Πόρισε την πόρτα όξω και οι άλλοι εκλούθηξαν από πίσω ντου.

Λίγο μετά, τρεκλίζοντας και παραπατώντας, οι πέντε φίλοι και ο οργανοπαίχτης βρίσκονταν κάτω από το κονάκι της Κωστούλας. Ο λαουτιέρης τους έκανε νόημα να μη βγάλουν άχνα ίσαμε να κουρδίσει το έγχορδο, οπότε ακουγόταν μονάχα η κουκουβάγια και το τριζόνι. Αφού τέλειωσε το κούρδισμα, ο κοντοχωριανός μουσικός πήγε και στάθηκε κάτω από το μπαλκόνι, χρησιμοποιώντας το κατώφλι σαν υποπόδιο προκειμένου να ακουμπήσει το λαούτο στον μηρό του, αλλά και να γλιτώσει τυχόν κουβάδες με νερό από την οικογένεια της Κωστούλας, η οποία εξάλλου καθόλου δεν είχε δείξει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό πάθος του Βάσιλα.

Ένα ταξίμι μινόρε, αισθαντικό και παραπονιάρικο, στρώθηκε χαλί να τραγουδήσουν ήρεμα κι αδελφωμένα τα πέντε κοπέλια την μαντινάδα:

“Ξύπνα και ‘ρώστησε η αυγή ξύπνα και ξημερώνει
ξύπνα και φάγανέ με μπλιο οι εδικοί σου πόνοι.”

Ο έρωτας είχε πια φανερωθεί με το πρώτο φως της αυγής.

Η Κωστούλα τον είχε επίσης ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή, όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους καθώς εκείνη κουτσοκόρφιζε στο διπλανό αμπέλι κι εκείνος παρίστανε τον επιστάτη. Και τον ερωτεύτηκε, όχι γιατί ήταν αφεντικό μα γιατί έτσι απλά, ταίριαζαν, όπως φάνηκε στα εβδομήντα δυο χρόνια που έζησαν ζευγάρι.

Ήταν η μοίρα τους να σμίξουν και να γεράσουν μαζί, διατηρώντας το ερωτικό ανάμεσά τους, ακόμα κι όταν πια ο χρόνος έσκαψε άγρια τις μορφές τους. Ο τρόπος που την κοιτούσε, ο τρόπος που τον κοιτούσε φώτιζε τα πρόσωπά τους μέχρι το τέλος. Σαν το πρώτο φως εκείνης της αυγής. Κι ο έρωτας τον έσωσε από τον θάνατο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: