10/5/20

Η ιστορία κάποιας Ρίτας

Η Ρίτα Ζερβάκη, για την οποία θα σας μιλήσω, έχει μάλλον πετύχει πέντε πράματα στη ζωή της. Παραδίδει μαθήματα στο πανεπιστήμιο, εργάζεται στη δημόσια διοίκηση, έχει γράψει βιβλία. Είναι ένα παράδειγμα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας.

Ωστόσο προέρχεται από την εργατική τάξη. Ο πατέρας της δούλευε εργάτης σε εργοστάσιο ζυθοποιίας το οποίο η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έκρινε ως “προβληματική επιχείρηση” και του έβαλε λουκέτο. Η μητέρα της δεν εργαζόταν, με την έννοια ότι δεν λάμβανε αμοιβή και ασφάλιση για την εξαιρετικά απαιτητική -αλλά τόσο άδικα περιφρονημένη- οικιακή εργασία που πρόσφερε ανατρέφοντας τρία παιδιά και κουλαντρίζοντας ένα νοικοκυριό.

Όταν ο πατέρας της Ρίτας απολύθηκε, η πενταμελής οικογένεια θα βρισκόταν στο δρόμο. Ευτυχώς είχαν ένα δικό τους σπίτι, το οποίο το είχε χτίσει ο παππούς της, ένας αγρότης και βιοτέχνης που κατάφερε να βγάλει κάποια χρήματα προσφέροντας στο συνεταιριστικό ελαιουργείο μια καινοτόμο “πατέντα”. Έτσι, αγόρασε ένα οικόπεδο στην πόλη κι έχτισε μια οικοδομή με χίλιες δυο στερήσεις. Για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον στις τρεις κόρες του. Και τότε η οικογένεια της Ρίτας κατάλαβε τι σημαίνει να έχεις πρώτη κατοικία, τι θα πει να έχεις ένα σπίτι από το οποίο δεν θα σου κάνουν έξωση επειδή ξαφνικά βρέθηκες στη δεινή θέση να μην έχεις να πληρώσεις το νοίκι.

Όμως η εξασφάλιση της στέγης δεν αρκεί. Οι άνθρωποι -και ειδικά στα αστικά κέντρα- έχουν κι άλλες ανάγκες, σε τροφή, σε ένδυση, σε φως, νερό, τηλέφωνο, καύσιμα και άλλα. Και σε εκπαίδευση. (Αλήθεια τα φροντιστήρια δεν είναι ιδιωτική εκπαίδευση; Η μισή μας εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι πληρωμένη από τις τσέπες μας.) Ο πατέρας της λοιπόν στα 45 του έψαχνε να βρει δουλειά. Αλλά στη δεκαετία του ’90, της “ευμάρειας”, αυτό που πραγματικά συνέβαινε είναι ότι οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Ενώ, για παράδειγμα στην Αθήνα, οι διαφημιστές πουλούσαν αέρα κοπανιστό και έκαναν περιουσίες και “ζωάρα”, στην επαρχία ο πατέρας της Ρίτας εργαζόταν περιστασιακά χειρωνάκτης ανασφάλιστος και με πενιχρό μεροκομάτο. Τελικά, όταν έλαβε την αποζημίωση από το εργοστάσιο, άνοιξαν ένα καφενείο. Δεν περίσσευαν χρήματα για να βάλουν υπάλληλο και έτσι απασχολήθηκαν και οι δύο γονείς της εκεί.

Ταυτόχρονα όμως στο σπίτι μεγάλωναν σχεδόν μόνα τους τρία παιδιά στην εφηβεία. Αν η εφηβεία είναι περίοδος της αμφισβήτησης και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε μια προνομιούχα οικογένεια, στην εργατική τάξη και τα δεδομένα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα θεριεύει και μπορεί να οδηγήσει από παραβατικότητα μέχρι την αυτοκτονία. Η Ρίτα ήθελε να πεθάνει γιατί βίωνε ενοχικά την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η οικογένειά της, ντρεπόταν, το έκρυβε από τις φίλες και τους φίλους της, έβλεπε το μέλλον ζοφερό. Τα αδέρφια της είχαν αγριέψει: μηχανάκια, τσιγάρα και τσιγαριλίκια, κοπάνες, χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα. Ο πιο μικρός και πιο ευαίσθητος κλονίστηκε πιο πολύ. Παράτησε το σχολείο, ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Γυρνούσε σπίτι μουτζουρωμένος. Όλα είχαν μαυρίσει γύρω.

Η Ρίτα είχε όμως την τύχη να πιστεύει πολύ στη μόρφωση και στην καλλιέργεια. Διάβαζε, έγραφε ποιήματα, δημιουργούσε, εκφραζόταν. Κι αυτό κατεύναζε κάπως τους δαίμονές της. Ακόμη ήταν τυχερή γιατί είχε καλές φίλες, καλές μαθήτριες, καλά πρότυπα. Μία απ΄ αυτές, η Δ., ανακάλυψε την ανεργία του πατέρα της. Η Δ. ήταν ένα σοφό κορίτσι, και οι δυο γονείς της οργανωμένοι στην Αριστερά, στήριξε τη Ρίτα και κάπως της έμαθε πως δε φταίει η ίδια για ό,τι συμβαίνει. Τότε άρχισε να αποκτά αυτό που λέμε “ταξική συνείδηση”.

Ύστερα, ξεκίνησαν οι μαθητικές κινητοποιήσεις ενάντια στον αναχρονιστικό κι ακραία συντηρητικό νόμο Κοντογιαννόπουλου για τη δημόσια εκπαίδευση. Η Ρίτα, αν και υπήρξε πολύ καλή μαθήτρια κι ένα παιδί συμμορφωμένο στο σχολικό περιβάλλον, ένιωσε την αδικία και συμμετείχε ενεργά στο κίνημα. Όταν δολοφονήθηκε ο Νίκος Τεμπονέρας, η Ρίτα φρίκαρε.

Ο θείος της, οργανωμένος στο ΚΚΕ, την πλησίασε και της πρότεινε να την γράψει στην ΚΝΕ. Μία καθηγήτρια αλληλέγγυα στους μαθητικούς αγώνες, την προσέγγισε και επίσης της πρότεινε να οργανωθεί πολιτικά. “Άκου να σου πω, εγώ που είμαι ενήλικας έχω το Κόμμα που μου δίνει γραμμή. Εσένα ποιος σου δίνει; Πού θα απευθυνθείς αν σε κυνηγήσουν αύριο- μεθαύριο;” τη ρώτησε. Όμως η Ρίτα δεν ήθελε να μπει στο ΚΚΕ. Τότε με το ένστικτο, τώρα πια και με τη λογική ξέρει τι την έδιωχνε μακριά από το Κόμμα παρά το μεγάλο της σεβασμό. Έτσι έμεινε εκτός.

Για μια στιγμή σκέφτηκε να παραιτηθεί από το Συντονιστικό, είχε εκτεθεί πολύ, ακόμα και στο τοπικό ραδιόφωνο είχε βγει. Βοηθούσε και η ευφράδεια που είχε από πάντα. Ο διευθυντής του Γυμνασίου, ένα ακροδεξιό καθίκι, είχε τηλεφωνήσει σπίτι της και απειλούσε τους γονείς της ότι θα καλέσει τον Εισαγγελέα ανηλίκων αν δεν αναγκάσουν τα παιδιά τους να σπάσουν την κατάληψη. Έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Η Ρίτα πείσμωσε ακόμα πιο πολύ, παρόλο που ένιωθε πια έντονα έωλη κι ανυπεράσπιστη.

Κάποτε, όλα αυτά τέλειωσαν. Ο Υπουργός Παιδείας παραιτήθηκε, το νομοσχέδιο αποσύρθηκε, το κίνημα κόπασε. Η Ρίτα επέστρεψε στο σχολείο. Όμως πια είχε να αντιμετωπίσει το μένος των δεξιών εκπαιδευτικών, δύο συγκεκριμένων, του γυμνασιάρχη και μιας φιλολόγου ξένης γλώσσας. Κι αυτά κάποτε τέλειωσαν. Αποφοίτησε, πήγε στο Λύκειο.

Τελικά η Ρίτα δεν κατάφερε παρά να εισαχθεί σε ένα Τμήμα του ΤΕΙ Αθήνας. Μόνο συλλυπητήρια δεν της απηύθυναν, εκπαιδευτικοί, φίλοι και συγγενείς. Είχε δημιουργήσει τόσο μεγάλες προσδοκίες από παιδί χάρη στις επιδόσεις της και τα καλλιτεχνικά της ταλέντα, ώστε η εισαγωγή σε ΤΕΙ εκλήφθηκε σαν αποτυχία. Στην αρχή οι σπουδές της δεν της άρεσαν, δεν της ταίριαζε το αντικείμενο της “υγείας”, προερχόταν από την Τρίτη Δέσμη- αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιστορία. Όμως πήρε το πτυχίο επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, επειδή θα εξασφάλιζε μια δουλειά στο δημόσιο και δε θα είχε την εργασιακή επισφάλεια που της είχε σφραγίσει τη ζωή λόγω του πατέρα.

Έπειτα κατέκτησε μια κρατική υποτροφία κι έκανε μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Ανανέωσε την υποτροφία και πήρε διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Όταν γύρισε πια στην Ελλάδα με ένα παιδί στην αγκαλιά, απέκτησε ακόμα ένα πτυχίο από το Πάντειο, σε μια επιστήμη που λάτρεψε, την Κοινωνιολογία. Πλέον τη διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, στο Τμήμα Δημόσιας και Κοινοτικής Υγείας και είναι πασίχαρη γι’ αυτό. Γιατί πια ξέρει τι σπουδαίο πράγμα είναι η υγεία, η δημόσια υγεία, το δημόσιο σύστημα υγείας. Και μετά την πανδημία γίνεται συνείδηση σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους.

Όμως, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, παρά τα τυπικά της προσόντα διορίστηκε σε ένα νοσοκομείο, όπου δεν αξιοποιούσε τίποτα από ό,τι είχε κάνει. Μάλιστα σε κάποιους χαλούσε τη μαγιά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ένιωθε άχρηστη κι ανεπιθύμητη. Και να σκεφτείτε πως την σπούδασε το κράτος με εκείνη την υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. Απόσβεση στο μορφωτικό κεφάλαιο μηδέν.

Τότε την ανακάλυψε, μέσα στη δομή όπου εργαζόταν, ένας συνεργάτης του Τομεάρχη Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ. “Τι κάνεις εσύ εδώ με διδακτορικό;” τη ρώτησε αφού την ήξερε πια ως μπλόγκερ. “Τίποτα. Αλλά και πού να πάω;” απόρησε εκείνη. Ένιωθε κοντά σ’ αυτό το κόμμα, αλλά δεν ήταν η φύτρα της να γραφτεί και να ανήκει κάπου. Δεν είχε ψηφίσει τίποτα ως τα 35 της, εκλογική απεργία. Ήταν γοητευμένη πάντα από τον αναρχισμό.

Έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε Κυβέρνηση και αποσπάστηκε στο Γραφείο του Ανδρέα Ξανθού, τότε Αν. Υπ. Υγείας. Αφού ολοκλήρωσε το έργο της εκεί, πήγε ακόμα πιο ψηλά, στην Αντιπροεδρία της Κυβέρνησης, στο γραφείο του Γιάννη Δραγασάκη. Τους έζησε αυτούς τους ανθρώπους, τους πίστεψε γιατί την έπεισαν με το ήθος τους.

Η Ρίτα Ζερβάκη, αν και αναμίχθηκε με την πολιτική σε επιτελικό επίπεδο, ξέρω ότι δε θα ζητήσει ποτέ την ψήφο σας. Δε θέλησε να αφηγηθώ την ιστορία της γιατί κρύβει κάποια σκοπιμότητα. Το ξέρω καλά, γιατί την ξέρω καλά.

Ονειρεύεται έναν άλλο κόσμο και, έχοντας πια διανύσει τη μισή της ζωή, καταλαβαίνει πως δεν θα τον δει. Θα παραμείνει ουτοπία. Ωστόσο, αν αύριο τα κλειδιά των κρατικών ταμείων, των νοσοκομείων και των σχολείων πρέπει κάπου να δοθούν, ξέρει ποια είναι τα καλά χέρια. Και ποιοι θα φροντίσουν να μη βρεθεί στο δρόμο ο πατέρας κάποιας άλλης Ρίτας.


(Ενθέματα της Αυγής, 26-04-20)


Δεν υπάρχουν σχόλια: