Η γιαγιά μου είχε περασμένη στον δεξί αγκώνα το λουρί της μαύρης δερμάτινης τσάντας, ενώ η παλάμη εφαπτόταν στον ώμο της, σε ένα κλείδωμα όλου του χρηματικού αποθέματος που κουβαλούσαμε για τις διακοπές. Υπολογίζω γύρω στις εβδομήντα-ογδόντα χιλιάδες δραχμές. Με τ΄αριστερό κουβαλούσε μια σακούλα γεμάτη τάπερ με σαρικόπιτες, σταφίδες, κεφαλοτύρι κι ελιές κορωνέικες, πεσκέσι για τον Διοικητή. Έμοιαζε αλλιώτικη χωρίς το τσεμπέρι της. Είχε καστανά μαλλιά με ελάχιστες λευκές τρίχες και στητά ζυγωματικά, παρότι μετρούσε πια μισόν αιώνα ζωής. Με το κεφαλομάντηλο στο χωριό έκρυβε το πρόσωπό της παριστάνοντας μονάχα τη γιαγιά. Σαν κινούσε όμως για τα ιαματικά λουτρά, άλλοτε στα Μέθανα, άλλοτε στην Αιδηψό κι άλλοτε στην Ικαρία, αποκτούσε ένα πιο αστικό στυλ και άφηνε να φανεί η αρχοντική της ομορφιά.
Ο παππούς, πάλι, κρατούσε στη μια χούφτα τα ναύλα μας και στην άλλη το κομπολόι του. Αλλά ακόμη και μ’ άδεια χέρια, δε θα καταδεχόταν να με κρατάει απ’ το χέρι, ίσως γιατί μ’ εμπιστευόταν. Στα εννιά μου είχα ήδη επιδείξει πυρηνικά στοιχεία του μελλούμενου χαρακτήρα μου. Ανάμεσα στα πολλά κουσούρια είχε ήδη διαφανεί η υπακοή μου στους μεγάλους και η συμμόρφωση στους κανόνες.
Έτσι, ακόμα σήμερα απορώ γιατί ερωτεύτηκα τον αναρχισμό. Δέκα χρόνια αργότερα, στο κατώφλι των δεκαοχτώ, χωμένη σε ένα σλίπιν μπαγκ στο κατάστρωμα μού μίλησε πρώτη φορά η Άννα για έναν κόσμο χωρίς αρχηγούς, χωρίς νόμους και χωρίς χρήμα. Πιο ωραίος κι από παραμύθι μ’ ακούστηκε. Το ξημέρωμα, ένιωθα πως βγαίνοντας από τον υπνόσακο ήταν σα να είχα βγει από τον αμνιακό σάκο.
Ούτε ο παππούς, ούτε η γιαγια είχαν ελεύθερα χέρια για να με συγκρατήσουν, οπότε μπορούσα να περιπλανιέμαι ανάμεσα στο μπουλούκι που ανέμενε την επιβίβασή του στο πλοίο για Πειραιά. Με αναστάτωνε ευχάριστα ο ανθρώπινος λαβύρινθος όπου βρισκόμουν στο ύψος ανθρώπινων οπισθίων ή λίγο πιο ψηλά. Στο σουλάτσο φρόντιζα να αποφεύγω όσους βρομούσαν ιδρωτίλα, ή ποδαρίλα επιμένοντας να φορούν κλειστά παπούτσια με τέτοια ζέστη. Ακόμα και όταν απομακρυνόμουν από τους προγόνους, που κι αυτοί μύριζαν ναφθαλίνη και θυμίαμα, δεν ανησυχούσαν πως θα με χάσουν και θα με ψάχνουν μέσω Ερυθρού Σταυρού, όπως τον παππού μου, όταν κηρύχθηκε αγνοούμενος πολέμου στον Εμφύλιο.
Την ίδια ώρα, η μπουκαπόρτα, σα στόμα με χαλασμένα δόντια, έχασκε αναδίδοντας μια ασφυκτική μπόχα. Όμως το καψαλισμένο καουτσούκ από ελαστικά φορτηγών ανακατεμένο με ρύπους εξατμίσεων και αποφορά πετρελαίου από τα ντεπόζιτα του καραβιού, συνέθεταν το πιο εξαίσιο άρωμα για μένα. Το άρωμα του πρώτου ταξιδιού. Τελικά, τι κι αν ταξίδεψα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και την Ευρώπη και πήρα και μια τζούρα Μέσης Ανατολής, δεν κόπασε διόλου εκείνη η παρόρμηση να εξορμώ και να εκδράμω.
Τον Ιούλιο του ΄86 έμελλε να αναχωρήσω πρώτη φορά από το νησί και η καρδιά μου κινδύνευε να σπάσει από την αγωνία. Θα περνούσα ξυστά από την Αθήνα, την πόλη- όνειρο, που στο άκουσμα και μόνο του τοπωνυμίου ένιωθα πεταλούδες στο στομάχι σαν όταν είχα ερωτευτεί τον Αντώνη στην Τρίτη Δημοτικού και κατόπιν τον Τάκη Χρυσικάκο στο Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα. Τελικά τα έφτιαξα με τον συμμαθητή μου στην Έκτη, μου βάζει καρδούλες πια στο ίνσταγκραμ ο ηθοποιός και κατοίκησα στην πρωτεύουσα. Μονάχα τα Μαθηματικά παρέμειναν ανεκπλήρωτη επιθυμία, ενώ μου ασκούσαν ακαταμάχητη έλξη. Κακό του κεφαλιού τους που δεν ανταποκρίθηκαν, τώρα θα έλυνα προχωρημένες ασκήσεις αντί να σκαρώνω διηγήματα.
Όταν πιάσαμε λιμάνι τα ξημερώματα, είχα νεύρα επειδή δεν είχα καλοκοιμηθεί. Όλη νύχτα στην καμπίνα ροχάλιζαν δυο γριές και μια η δικιά μου τρεις, ήθελα να τις καρυδώσω. Φοβόμουν, επίσης, ότι θα βούλιαζε το πλοίο περνώντας από τη Φαλκονέρα, καθώς το αδηφάγο αυτί μου είχε προλάβει να υποκλέψει από τις κουβέντες των μεγάλων πως εκεί στουκάρουν τα καράβια και συμβαίνουν πολύνεκρα ναυάγια. Με τούτα και με εκείνα, δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Τόσο σκουντουφλούσα στις έξι το πρωί από τη νύστα, ώστε η αποβίβαση στον Πειραιά, τον προθάλαμο της πολυθρύλητης και πολυπόθητης Αθήνας, με άφηνε παγερά αδιάφορη. Έτσι όπως γίνεται με τα θεριεμένα από προσδοκία όνειρα, όταν βρεθούν στην ακανθώδη πραγματικότητα, σπάνε με κρότο στην πρώτη ακίδα.
Εκείνο που αγνοούσα ως τότε, γιατί σε κανέναν από τους δικούς μου δεν είχα εμπιστευτεί την πρεμούρα μου να επισκεφτώ την πρωτεύουσα, είναι πως δεν ήταν καθόλου στο πρόγραμμα να διασχίσουμε το κλεινόν άστυ. Αντίθετα, πήγαμε μέχρι το αντικρινό καφενείο. Μύριζε καϊμάκι ελληνικού καφέ, υγραέριο από το πετρογκάζι, γράσο από τις μουτζουρωμένες στολές των μηχανικών αυτοκινήτων και πολυκαιρισμένα ξύλινα τραπέζια λουστραρισμένα από την τριβή με την ανθρώπινη σάρκα.
Αργότερα, αφού ξύπνησα στην ποδιά της γιαγιάς όπου είχα πάρει έναν συμπληρωματικό υπνάκο στο καφενείο, έφαγα για πρώτη φορά κουλούρι Θεσσαλονίκης και υποκλίθηκα μπροστά στη γεύση από το ζεστό σουσάμι. Έπειτα ακολούθησα δεύτερη ακτοπλοϊική γραμμή.
Το “δελφίνι”, ένα γρήγορο για την εποχή φέρι μποτ, θα μας μετέφερε στον τελικό προορισμό μας. Ο ψηλός παππούς μου με το κουστούμι, τα λευκά μαλλιά του, το μεγάλο μέτωπο και το μουστάκι έμοιαζε πίνακας ζωγραφικής στην κουπαστή καθώς ατένιζε τους γαλάζιους ορίζοντες. Η γιαγιά είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά, φύλακας της τσάντας και της σακούλας, πάσχιζε να συγκρατήσει την κόμη της βορά στους ανέμους χωρίς το μαντήλι. Έβγαζε τα τσιμπιδάκια και τις φουρκέτες απ΄τα μαλλιά της και τα έμπηγε με μανία στον κότσο όπως ψαροντουφεκάς το καμάκι στο άτυχο θαλάσσιο πλάσμα. Όσο για μένα, κοιτούσα μ΄επιμονή τα θαλάσσια μήκη, μήπως φανεί κανένα αληθινό δελφίνι, γιατί το ψεύτικο, έτσι όπως έτρεχε σα δαιμονισμένο, μ’ έκανε να θέλω να ξεράσω τα άντερά μου και μαζί τη σκωληκοειδή μου απόφυση που μ’ ανησυχούσε μη χρειαστεί αφαίρεση όπως του Κώστα Μιχελάκη, ενός συμμαθητή μου στα αγγλικά που είχε μπει χειρουργείο.
Η πόλη των Μεθάνων ήταν χάρμα οφθαλμών αναδύοντας μια γλυκιά γαλήνη. Ένας παραθαλάσσιος οικισμός απλωμένος κατά μήκος του Σαρωνικού, με το λιμανάκι, τις παραλίες, τα ιαματικά λουτρά, το θερινό σινεμά, τους πλανόδιους παγωτατζήδες, λιγοστά αυτοκίνητα και πολλούς ποδηλάτες. Η κόρη του Διοικητή, ένα παχουλό κορίτσι, πολύ γρήγορα μου δάνεισε επ΄ αόριστο το ποδήλατό της, οπότε χόρτασα ποδηλατάδες, πάνω-κάτω όλη μέρα στη χερσόνησο.
Κάθε Παρασκευή διέσχιζα πεζή και ασυνόδευτη από τη μία άκρη στην άλλη τη λουτρόπολη για να αγοράσω τη Μανίνα και να διαβάσω τις συνέχειες των εικονογραφημένων ιστοριών. Η αίσθηση της ελευθερίας σε ένα όμορφο τοπίο με κατέκλυζε ευχάριστα. Όταν μάλιστα η γιαγιά με άφησε να δω ταινία μόνη μου στο θερινό σινεμά, η πρώτη μου φορά στον μαγευτικό υπαίθριο ξεσκέπαστο κινηματογράφο, πλημμύρισα από ατόφια ευτυχία. Η μία ταινία ήταν με την Αλίκη Βουγιουκλάκη η “Ωραία μου κυρία” και η άλλη μία του Δαλιανίδη, το “Θηλυκό Θηριοτροφείο”. Οι ελάχιστες ερωτικές σκηνές πυροδότησαν την παιδική μου λίμπιντο. Σύντομα ερωτεύτηκα τον Φάνη, έναν φαντάρο που υπηρετούσε -υποθέτω ως φοβερό "βύσμα"-, τώρα που αναλογίζομαι τα στρατιωτικά του καθήκοντα, στο ΚΛΑΠ.
Το ΚΛΑΠ, που μέχρι πρότινος νόμιζα πως το έλεγαν κλαμπ, όπως δηλαδή το πρόφεραν οι πρόγονοί μου, επρόκειτο για μία ακόμα παροχή του κοινωνικού κράτους του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80. Τρεις δεκαετίες αργότερα ερεύνησα τι ήταν εκείνο το τριώροφο κτίριο με την πολυτελή και γιγαντιαία σάλα με τους πολυελαίους όπου εστίαζε μονάχα ο Διοικητής και άλλοι αξιωματούχοι, θαμμένο μέσα σ’ αυτό το σύμφυρμα ιστορίας και μύθου που χαρακτηρίζει την παιδική μνήμη. Το ακρωνύμιο σήμαινε Κέντρο Λουτροθεραπείας Αναπήρων Πολέμου.
Η αναπηρία του παππού μου δεν ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Τραυματίστηκε στη γάμπα στον πόλεμο, αλλά φρόντιζε να κάνει ειδική παραγγελία παπούτσια, το αριστερό, το κουτσό πόδι, φορούσε σκαρπίνια με λίγο πιο παχύ τακούνι έτσι, ώστε να ισορροπεί εκείνος ο ωραίος άντρας με την ευθυτενή κορμοστασιά. Άλλοι παππούδες είχαν χάσει τα δάχτυλά τους, το μισό χέρι, το πόδι από το γόνατο και κάτω, κι ένας, που τον φοβόμουν, είχε γυάλινο μάτι.
Οι ηλικιωμένοι άνδρες έπαιζαν πρέφα και τάβλι στο προαύλιο, ενώ οι γυναίκες τους έκαναν πηγαδάκια, και, καθώς μουρμούριζαν τα δικά τους, έραβαν κεντήματα σε στρογγυλά τελάρα ή έπλεκαν δαντέλες με το βελονάκι. Λίγες κάθονταν άπραγες, με μια δικαιολογία στο στόμα. Ή που δεν καλόβλεπαν ή που έπασχαν από ρευματικά. Λίγοι κουβαλούσαν τα εγγόνια τους σ’ εκείνο το κρατικό ξενοδοχείο λαβωμένων απόμαχων. Όμως ο παππούς μου φαίνεται να είχε μια εξέχουσα θέση, άγνωστο γιατί, οπότε θυμάμαι είχαμε την τιμή να δειπνήσουμε με τον Διοικητή και την οικογένειά του, ο οποίος είχε καλοδεχτεί το πεσκέσι από την Κρήτη και όπου είχα γνωρίσει την περίπου συνομίληκή μου κόρη του.
Ο Διοικητής του Κέντρου θα πρέπει να ήταν στρατιωτικός αφού φορούσε χακί στολή εξόδου με συρίτια, είχε τουπέ και διέτασσε πεντέξι φαντάρους, μεταξύ των οποίων τον Φάνη από τη Δήλο, που ερωτεύτηκα γιατί έμοιαζε λιγάκι στον Σταμάτη Γαρδέλη, ο οποίος μου κέντρισε το ερωτικό ενδιαφέρον στο σινεμά. Σαν τώρα θυμάμαι ένα γλαφυρό όνειρο με εμένα και τον Φάνη να αναχωρούμε με το “δελφίνι” για το νησί του όπου θα τον παντρευόμουν. Το γεγονός ότι ήμουν μονάχα εννιά χρονών δε φαίνεται να απασχολούσε το μάλλον τολμηρό ασυνείδητό μου, το οποίο έκλωθε ερωτικά όνειρα με περισσότερη μανία από τις γιαγιάδες στο προαύλιο.
Το μόνο μελανό σημείο σ΄εκείνες τις παραδείσιες πρώτες διακοπές, το πρώτο ταξίδι που ίσως έβαλε το θεμέλιο λίθο ώστε να γίνω ταξιδιάρα μέχρι το μεδούλι, ήταν ο μπουφετζής. Το προαύλιο του προνοιακού ιδρύματος περιελάμβανε και ένα κυλικείο, το οποίο κυρίως πρόσφερε καφέδες. Τις δυο προηγούμενες χρονιές το είχε αναλάβει ο παππούς μου. Οπότε η ξαδέρφη μου η Πόπη και ο αδερφός μου ο Μάνος, οι οποίοι υπήρξαν διαδοχικά τα εγγόνια που συνόδευαν το ζευγάρι των προγόνων μας, είχαν κερδίσει αρκετό παραδάκι από τα πουρμπουάρ των γερόντων. Εμένα πάλι, κλασικά, δε μου "τρέχουν" τα λεφτά, μα δε τα κυνηγάω κιόλας.
Όμως τη χρονιά που ήμουν εγώ η τυχερή παραθερίστρια, δεν ανέλαβε ο παππούς το καφενεδάκι. Ο μπουφετζής τύχαινε να είναι ένας ψηλός, μελαχρινός παλιοπειραιώτης με μακρύ μουστάκι, φωνακλάς και ζοχάδας, φορούσε διαρκώς αμάνικο λευκό φανελάκι και τζην βερμούδες. Μόνη παραφωνία στην εμφάνισή του τα σοφιστικέ κοκκάλινα γυαλιά μυωπίας. Σα χαλασμένος Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μπουφετζής κάθε πρωί, αφότου είχαν αναχωρήσει σε ομάδες τα γεροντάκια για τα λουτρά, έβαζε στη διαπασών Γιώργο Μαργαρίτη, τον οποίον μάλιστα ακομπάνιαρε με τη γαϊδουροφωνάρα του. Για ένα διάστημα ξυπνούσα με το χαρωπό τραγουδάκι “Στο κελί τριάντα τρία μέσα στον Κορυδαλλό, είχα μάτια δεκατρία, μα παιδί χωρίς μυαλό.” Τι κι αν πια εκτιμώ πολύ το λαϊκό τραγουδιστή και τον ακούω ευχάριστα; Τότε ήμουν σχεδόν μόνη σ’ ολόκληρο εκείνο το κτίριο, οπότε δεν μπορούσα καν να βρω συμμάχους να διαμαρτυρηθώ για το ανώμαλο πρωινό ξύπνημα. Όταν ήταν η ώρα να επιστρέψουν τα γεροντάκια απ' τα ιαματικά λουτρά, ο πονηρός μπουφετζής, άλλαζε κασέτα, έβαζε Γιάννη Πάριο, Καίτη Χωματά και Τζένη Βάνου και μάλιστα σε χαμηλή ένταση.
Η αντιπάθειά μου για τον μαγκίτη μπουφετζή θέριεψε όταν είδα τον καρχαρία κι εκείνος στη μαρτυρία μου πετάχτηκε κι είπε “Τι λες ρε μαλακισμένο που είδες καρχαρία;” Εμένα "μαλακισμένο", που από όταν γεννήθηκα, σχεδόν μου μιλούσαν στον πληθυντικό οι γύρω μου! Δεν ξέρω τι ήταν πιο τραυματικό: ότι είδα το πτερύγιο ενός σκυλόψαρου να διασχίζει τη θάλασσα της λατρεμένης λουτρόπολης ή ότι ένας άξεστος με έβρισε άδικα.
Την επόμενη μέρα, πετάχτηκα να αγοράσω το Έθνος και τον Ριζοσπάστη στον παππού, όπως συνήθιζα σχεδόν κάθε μέρα, απ' όταν κονόμησα το ροζ ποδήλατο με το καλάθι. Το Έθνος το έγραφε ξεκάθαρα σε ένα μονοστηλάκι ότι εθεάθη καρχαρίας στον Σαρωνικό. Ο Ριζοσπάστης πάλι προτιμούσε να επικεντρώνεται στους καρχαρίες της στεριάς.
Ο παππούς, πάλι, κρατούσε στη μια χούφτα τα ναύλα μας και στην άλλη το κομπολόι του. Αλλά ακόμη και μ’ άδεια χέρια, δε θα καταδεχόταν να με κρατάει απ’ το χέρι, ίσως γιατί μ’ εμπιστευόταν. Στα εννιά μου είχα ήδη επιδείξει πυρηνικά στοιχεία του μελλούμενου χαρακτήρα μου. Ανάμεσα στα πολλά κουσούρια είχε ήδη διαφανεί η υπακοή μου στους μεγάλους και η συμμόρφωση στους κανόνες.
Έτσι, ακόμα σήμερα απορώ γιατί ερωτεύτηκα τον αναρχισμό. Δέκα χρόνια αργότερα, στο κατώφλι των δεκαοχτώ, χωμένη σε ένα σλίπιν μπαγκ στο κατάστρωμα μού μίλησε πρώτη φορά η Άννα για έναν κόσμο χωρίς αρχηγούς, χωρίς νόμους και χωρίς χρήμα. Πιο ωραίος κι από παραμύθι μ’ ακούστηκε. Το ξημέρωμα, ένιωθα πως βγαίνοντας από τον υπνόσακο ήταν σα να είχα βγει από τον αμνιακό σάκο.
Ούτε ο παππούς, ούτε η γιαγια είχαν ελεύθερα χέρια για να με συγκρατήσουν, οπότε μπορούσα να περιπλανιέμαι ανάμεσα στο μπουλούκι που ανέμενε την επιβίβασή του στο πλοίο για Πειραιά. Με αναστάτωνε ευχάριστα ο ανθρώπινος λαβύρινθος όπου βρισκόμουν στο ύψος ανθρώπινων οπισθίων ή λίγο πιο ψηλά. Στο σουλάτσο φρόντιζα να αποφεύγω όσους βρομούσαν ιδρωτίλα, ή ποδαρίλα επιμένοντας να φορούν κλειστά παπούτσια με τέτοια ζέστη. Ακόμα και όταν απομακρυνόμουν από τους προγόνους, που κι αυτοί μύριζαν ναφθαλίνη και θυμίαμα, δεν ανησυχούσαν πως θα με χάσουν και θα με ψάχνουν μέσω Ερυθρού Σταυρού, όπως τον παππού μου, όταν κηρύχθηκε αγνοούμενος πολέμου στον Εμφύλιο.
Την ίδια ώρα, η μπουκαπόρτα, σα στόμα με χαλασμένα δόντια, έχασκε αναδίδοντας μια ασφυκτική μπόχα. Όμως το καψαλισμένο καουτσούκ από ελαστικά φορτηγών ανακατεμένο με ρύπους εξατμίσεων και αποφορά πετρελαίου από τα ντεπόζιτα του καραβιού, συνέθεταν το πιο εξαίσιο άρωμα για μένα. Το άρωμα του πρώτου ταξιδιού. Τελικά, τι κι αν ταξίδεψα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και την Ευρώπη και πήρα και μια τζούρα Μέσης Ανατολής, δεν κόπασε διόλου εκείνη η παρόρμηση να εξορμώ και να εκδράμω.
Τον Ιούλιο του ΄86 έμελλε να αναχωρήσω πρώτη φορά από το νησί και η καρδιά μου κινδύνευε να σπάσει από την αγωνία. Θα περνούσα ξυστά από την Αθήνα, την πόλη- όνειρο, που στο άκουσμα και μόνο του τοπωνυμίου ένιωθα πεταλούδες στο στομάχι σαν όταν είχα ερωτευτεί τον Αντώνη στην Τρίτη Δημοτικού και κατόπιν τον Τάκη Χρυσικάκο στο Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα. Τελικά τα έφτιαξα με τον συμμαθητή μου στην Έκτη, μου βάζει καρδούλες πια στο ίνσταγκραμ ο ηθοποιός και κατοίκησα στην πρωτεύουσα. Μονάχα τα Μαθηματικά παρέμειναν ανεκπλήρωτη επιθυμία, ενώ μου ασκούσαν ακαταμάχητη έλξη. Κακό του κεφαλιού τους που δεν ανταποκρίθηκαν, τώρα θα έλυνα προχωρημένες ασκήσεις αντί να σκαρώνω διηγήματα.
Όταν πιάσαμε λιμάνι τα ξημερώματα, είχα νεύρα επειδή δεν είχα καλοκοιμηθεί. Όλη νύχτα στην καμπίνα ροχάλιζαν δυο γριές και μια η δικιά μου τρεις, ήθελα να τις καρυδώσω. Φοβόμουν, επίσης, ότι θα βούλιαζε το πλοίο περνώντας από τη Φαλκονέρα, καθώς το αδηφάγο αυτί μου είχε προλάβει να υποκλέψει από τις κουβέντες των μεγάλων πως εκεί στουκάρουν τα καράβια και συμβαίνουν πολύνεκρα ναυάγια. Με τούτα και με εκείνα, δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Τόσο σκουντουφλούσα στις έξι το πρωί από τη νύστα, ώστε η αποβίβαση στον Πειραιά, τον προθάλαμο της πολυθρύλητης και πολυπόθητης Αθήνας, με άφηνε παγερά αδιάφορη. Έτσι όπως γίνεται με τα θεριεμένα από προσδοκία όνειρα, όταν βρεθούν στην ακανθώδη πραγματικότητα, σπάνε με κρότο στην πρώτη ακίδα.
Εκείνο που αγνοούσα ως τότε, γιατί σε κανέναν από τους δικούς μου δεν είχα εμπιστευτεί την πρεμούρα μου να επισκεφτώ την πρωτεύουσα, είναι πως δεν ήταν καθόλου στο πρόγραμμα να διασχίσουμε το κλεινόν άστυ. Αντίθετα, πήγαμε μέχρι το αντικρινό καφενείο. Μύριζε καϊμάκι ελληνικού καφέ, υγραέριο από το πετρογκάζι, γράσο από τις μουτζουρωμένες στολές των μηχανικών αυτοκινήτων και πολυκαιρισμένα ξύλινα τραπέζια λουστραρισμένα από την τριβή με την ανθρώπινη σάρκα.
Αργότερα, αφού ξύπνησα στην ποδιά της γιαγιάς όπου είχα πάρει έναν συμπληρωματικό υπνάκο στο καφενείο, έφαγα για πρώτη φορά κουλούρι Θεσσαλονίκης και υποκλίθηκα μπροστά στη γεύση από το ζεστό σουσάμι. Έπειτα ακολούθησα δεύτερη ακτοπλοϊική γραμμή.
Το “δελφίνι”, ένα γρήγορο για την εποχή φέρι μποτ, θα μας μετέφερε στον τελικό προορισμό μας. Ο ψηλός παππούς μου με το κουστούμι, τα λευκά μαλλιά του, το μεγάλο μέτωπο και το μουστάκι έμοιαζε πίνακας ζωγραφικής στην κουπαστή καθώς ατένιζε τους γαλάζιους ορίζοντες. Η γιαγιά είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά, φύλακας της τσάντας και της σακούλας, πάσχιζε να συγκρατήσει την κόμη της βορά στους ανέμους χωρίς το μαντήλι. Έβγαζε τα τσιμπιδάκια και τις φουρκέτες απ΄τα μαλλιά της και τα έμπηγε με μανία στον κότσο όπως ψαροντουφεκάς το καμάκι στο άτυχο θαλάσσιο πλάσμα. Όσο για μένα, κοιτούσα μ΄επιμονή τα θαλάσσια μήκη, μήπως φανεί κανένα αληθινό δελφίνι, γιατί το ψεύτικο, έτσι όπως έτρεχε σα δαιμονισμένο, μ’ έκανε να θέλω να ξεράσω τα άντερά μου και μαζί τη σκωληκοειδή μου απόφυση που μ’ ανησυχούσε μη χρειαστεί αφαίρεση όπως του Κώστα Μιχελάκη, ενός συμμαθητή μου στα αγγλικά που είχε μπει χειρουργείο.
Η πόλη των Μεθάνων ήταν χάρμα οφθαλμών αναδύοντας μια γλυκιά γαλήνη. Ένας παραθαλάσσιος οικισμός απλωμένος κατά μήκος του Σαρωνικού, με το λιμανάκι, τις παραλίες, τα ιαματικά λουτρά, το θερινό σινεμά, τους πλανόδιους παγωτατζήδες, λιγοστά αυτοκίνητα και πολλούς ποδηλάτες. Η κόρη του Διοικητή, ένα παχουλό κορίτσι, πολύ γρήγορα μου δάνεισε επ΄ αόριστο το ποδήλατό της, οπότε χόρτασα ποδηλατάδες, πάνω-κάτω όλη μέρα στη χερσόνησο.
Κάθε Παρασκευή διέσχιζα πεζή και ασυνόδευτη από τη μία άκρη στην άλλη τη λουτρόπολη για να αγοράσω τη Μανίνα και να διαβάσω τις συνέχειες των εικονογραφημένων ιστοριών. Η αίσθηση της ελευθερίας σε ένα όμορφο τοπίο με κατέκλυζε ευχάριστα. Όταν μάλιστα η γιαγιά με άφησε να δω ταινία μόνη μου στο θερινό σινεμά, η πρώτη μου φορά στον μαγευτικό υπαίθριο ξεσκέπαστο κινηματογράφο, πλημμύρισα από ατόφια ευτυχία. Η μία ταινία ήταν με την Αλίκη Βουγιουκλάκη η “Ωραία μου κυρία” και η άλλη μία του Δαλιανίδη, το “Θηλυκό Θηριοτροφείο”. Οι ελάχιστες ερωτικές σκηνές πυροδότησαν την παιδική μου λίμπιντο. Σύντομα ερωτεύτηκα τον Φάνη, έναν φαντάρο που υπηρετούσε -υποθέτω ως φοβερό "βύσμα"-, τώρα που αναλογίζομαι τα στρατιωτικά του καθήκοντα, στο ΚΛΑΠ.
Το ΚΛΑΠ, που μέχρι πρότινος νόμιζα πως το έλεγαν κλαμπ, όπως δηλαδή το πρόφεραν οι πρόγονοί μου, επρόκειτο για μία ακόμα παροχή του κοινωνικού κράτους του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80. Τρεις δεκαετίες αργότερα ερεύνησα τι ήταν εκείνο το τριώροφο κτίριο με την πολυτελή και γιγαντιαία σάλα με τους πολυελαίους όπου εστίαζε μονάχα ο Διοικητής και άλλοι αξιωματούχοι, θαμμένο μέσα σ’ αυτό το σύμφυρμα ιστορίας και μύθου που χαρακτηρίζει την παιδική μνήμη. Το ακρωνύμιο σήμαινε Κέντρο Λουτροθεραπείας Αναπήρων Πολέμου.
Η αναπηρία του παππού μου δεν ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Τραυματίστηκε στη γάμπα στον πόλεμο, αλλά φρόντιζε να κάνει ειδική παραγγελία παπούτσια, το αριστερό, το κουτσό πόδι, φορούσε σκαρπίνια με λίγο πιο παχύ τακούνι έτσι, ώστε να ισορροπεί εκείνος ο ωραίος άντρας με την ευθυτενή κορμοστασιά. Άλλοι παππούδες είχαν χάσει τα δάχτυλά τους, το μισό χέρι, το πόδι από το γόνατο και κάτω, κι ένας, που τον φοβόμουν, είχε γυάλινο μάτι.
Οι ηλικιωμένοι άνδρες έπαιζαν πρέφα και τάβλι στο προαύλιο, ενώ οι γυναίκες τους έκαναν πηγαδάκια, και, καθώς μουρμούριζαν τα δικά τους, έραβαν κεντήματα σε στρογγυλά τελάρα ή έπλεκαν δαντέλες με το βελονάκι. Λίγες κάθονταν άπραγες, με μια δικαιολογία στο στόμα. Ή που δεν καλόβλεπαν ή που έπασχαν από ρευματικά. Λίγοι κουβαλούσαν τα εγγόνια τους σ’ εκείνο το κρατικό ξενοδοχείο λαβωμένων απόμαχων. Όμως ο παππούς μου φαίνεται να είχε μια εξέχουσα θέση, άγνωστο γιατί, οπότε θυμάμαι είχαμε την τιμή να δειπνήσουμε με τον Διοικητή και την οικογένειά του, ο οποίος είχε καλοδεχτεί το πεσκέσι από την Κρήτη και όπου είχα γνωρίσει την περίπου συνομίληκή μου κόρη του.
Ο Διοικητής του Κέντρου θα πρέπει να ήταν στρατιωτικός αφού φορούσε χακί στολή εξόδου με συρίτια, είχε τουπέ και διέτασσε πεντέξι φαντάρους, μεταξύ των οποίων τον Φάνη από τη Δήλο, που ερωτεύτηκα γιατί έμοιαζε λιγάκι στον Σταμάτη Γαρδέλη, ο οποίος μου κέντρισε το ερωτικό ενδιαφέρον στο σινεμά. Σαν τώρα θυμάμαι ένα γλαφυρό όνειρο με εμένα και τον Φάνη να αναχωρούμε με το “δελφίνι” για το νησί του όπου θα τον παντρευόμουν. Το γεγονός ότι ήμουν μονάχα εννιά χρονών δε φαίνεται να απασχολούσε το μάλλον τολμηρό ασυνείδητό μου, το οποίο έκλωθε ερωτικά όνειρα με περισσότερη μανία από τις γιαγιάδες στο προαύλιο.
Το μόνο μελανό σημείο σ΄εκείνες τις παραδείσιες πρώτες διακοπές, το πρώτο ταξίδι που ίσως έβαλε το θεμέλιο λίθο ώστε να γίνω ταξιδιάρα μέχρι το μεδούλι, ήταν ο μπουφετζής. Το προαύλιο του προνοιακού ιδρύματος περιελάμβανε και ένα κυλικείο, το οποίο κυρίως πρόσφερε καφέδες. Τις δυο προηγούμενες χρονιές το είχε αναλάβει ο παππούς μου. Οπότε η ξαδέρφη μου η Πόπη και ο αδερφός μου ο Μάνος, οι οποίοι υπήρξαν διαδοχικά τα εγγόνια που συνόδευαν το ζευγάρι των προγόνων μας, είχαν κερδίσει αρκετό παραδάκι από τα πουρμπουάρ των γερόντων. Εμένα πάλι, κλασικά, δε μου "τρέχουν" τα λεφτά, μα δε τα κυνηγάω κιόλας.
Όμως τη χρονιά που ήμουν εγώ η τυχερή παραθερίστρια, δεν ανέλαβε ο παππούς το καφενεδάκι. Ο μπουφετζής τύχαινε να είναι ένας ψηλός, μελαχρινός παλιοπειραιώτης με μακρύ μουστάκι, φωνακλάς και ζοχάδας, φορούσε διαρκώς αμάνικο λευκό φανελάκι και τζην βερμούδες. Μόνη παραφωνία στην εμφάνισή του τα σοφιστικέ κοκκάλινα γυαλιά μυωπίας. Σα χαλασμένος Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μπουφετζής κάθε πρωί, αφότου είχαν αναχωρήσει σε ομάδες τα γεροντάκια για τα λουτρά, έβαζε στη διαπασών Γιώργο Μαργαρίτη, τον οποίον μάλιστα ακομπάνιαρε με τη γαϊδουροφωνάρα του. Για ένα διάστημα ξυπνούσα με το χαρωπό τραγουδάκι “Στο κελί τριάντα τρία μέσα στον Κορυδαλλό, είχα μάτια δεκατρία, μα παιδί χωρίς μυαλό.” Τι κι αν πια εκτιμώ πολύ το λαϊκό τραγουδιστή και τον ακούω ευχάριστα; Τότε ήμουν σχεδόν μόνη σ’ ολόκληρο εκείνο το κτίριο, οπότε δεν μπορούσα καν να βρω συμμάχους να διαμαρτυρηθώ για το ανώμαλο πρωινό ξύπνημα. Όταν ήταν η ώρα να επιστρέψουν τα γεροντάκια απ' τα ιαματικά λουτρά, ο πονηρός μπουφετζής, άλλαζε κασέτα, έβαζε Γιάννη Πάριο, Καίτη Χωματά και Τζένη Βάνου και μάλιστα σε χαμηλή ένταση.
Η αντιπάθειά μου για τον μαγκίτη μπουφετζή θέριεψε όταν είδα τον καρχαρία κι εκείνος στη μαρτυρία μου πετάχτηκε κι είπε “Τι λες ρε μαλακισμένο που είδες καρχαρία;” Εμένα "μαλακισμένο", που από όταν γεννήθηκα, σχεδόν μου μιλούσαν στον πληθυντικό οι γύρω μου! Δεν ξέρω τι ήταν πιο τραυματικό: ότι είδα το πτερύγιο ενός σκυλόψαρου να διασχίζει τη θάλασσα της λατρεμένης λουτρόπολης ή ότι ένας άξεστος με έβρισε άδικα.
Την επόμενη μέρα, πετάχτηκα να αγοράσω το Έθνος και τον Ριζοσπάστη στον παππού, όπως συνήθιζα σχεδόν κάθε μέρα, απ' όταν κονόμησα το ροζ ποδήλατο με το καλάθι. Το Έθνος το έγραφε ξεκάθαρα σε ένα μονοστηλάκι ότι εθεάθη καρχαρίας στον Σαρωνικό. Ο Ριζοσπάστης πάλι προτιμούσε να επικεντρώνεται στους καρχαρίες της στεριάς.