22/5/20

Καρχαρίες της στεριάς

Η γιαγιά μου είχε περασμένη στον δεξί αγκώνα το λουρί της μαύρης δερμάτινης τσάντας, ενώ η παλάμη εφαπτόταν στον ώμο της, σε ένα κλείδωμα όλου του χρηματικού αποθέματος που κουβαλούσαμε για τις διακοπές. Υπολογίζω γύρω στις εβδομήντα-ογδόντα χιλιάδες δραχμές. Με τ΄αριστερό κουβαλούσε μια σακούλα γεμάτη τάπερ με σαρικόπιτες, σταφίδες, κεφαλοτύρι κι ελιές κορωνέικες, πεσκέσι για τον Διοικητή. Έμοιαζε αλλιώτικη χωρίς το τσεμπέρι της. Είχε καστανά μαλλιά με ελάχιστες λευκές τρίχες και στητά ζυγωματικά, παρότι μετρούσε πια μισόν αιώνα ζωής. Με το κεφαλομάντηλο στο χωριό έκρυβε το πρόσωπό της παριστάνοντας μονάχα τη γιαγιά. Σαν κινούσε όμως για τα ιαματικά λουτρά, άλλοτε στα Μέθανα, άλλοτε στην Αιδηψό κι άλλοτε στην Ικαρία, αποκτούσε ένα πιο αστικό στυλ και άφηνε να φανεί η αρχοντική της ομορφιά.

Ο παππούς, πάλι, κρατούσε στη μια χούφτα τα ναύλα μας και στην άλλη το κομπολόι του. Αλλά ακόμη και μ’ άδεια χέρια, δε θα καταδεχόταν να με κρατάει απ’ το χέρι, ίσως γιατί μ’ εμπιστευόταν. Στα εννιά μου είχα ήδη επιδείξει πυρηνικά στοιχεία του μελλούμενου χαρακτήρα μου. Ανάμεσα στα πολλά κουσούρια είχε ήδη διαφανεί η υπακοή μου στους μεγάλους και η συμμόρφωση στους κανόνες.

Έτσι, ακόμα σήμερα απορώ γιατί ερωτεύτηκα τον αναρχισμό. Δέκα χρόνια αργότερα, στο κατώφλι των δεκαοχτώ, χωμένη σε ένα σλίπιν μπαγκ στο κατάστρωμα μού μίλησε πρώτη φορά η Άννα για έναν κόσμο χωρίς αρχηγούς, χωρίς νόμους και χωρίς χρήμα. Πιο ωραίος κι από παραμύθι μ’ ακούστηκε. Το ξημέρωμα, ένιωθα πως βγαίνοντας από τον υπνόσακο ήταν σα να είχα βγει από τον αμνιακό σάκο.

Ούτε ο παππούς, ούτε η γιαγια είχαν ελεύθερα χέρια για να με συγκρατήσουν, οπότε μπορούσα να περιπλανιέμαι ανάμεσα στο μπουλούκι που ανέμενε την επιβίβασή του στο πλοίο για Πειραιά. Με αναστάτωνε ευχάριστα ο ανθρώπινος λαβύρινθος όπου βρισκόμουν στο ύψος ανθρώπινων οπισθίων ή λίγο πιο ψηλά. Στο σουλάτσο φρόντιζα να αποφεύγω όσους βρομούσαν ιδρωτίλα, ή ποδαρίλα επιμένοντας να φορούν κλειστά παπούτσια με τέτοια ζέστη. Ακόμα και όταν απομακρυνόμουν από τους προγόνους, που κι αυτοί μύριζαν ναφθαλίνη και θυμίαμα, δεν ανησυχούσαν πως θα με χάσουν και θα με ψάχνουν μέσω Ερυθρού Σταυρού, όπως τον παππού μου, όταν κηρύχθηκε αγνοούμενος πολέμου στον Εμφύλιο.

Την ίδια ώρα, η μπουκαπόρτα, σα στόμα με χαλασμένα δόντια, έχασκε αναδίδοντας μια ασφυκτική μπόχα. Όμως το καψαλισμένο καουτσούκ από ελαστικά φορτηγών ανακατεμένο με ρύπους εξατμίσεων και αποφορά πετρελαίου από τα ντεπόζιτα του καραβιού, συνέθεταν το πιο εξαίσιο άρωμα για μένα. Το άρωμα του πρώτου ταξιδιού. Τελικά, τι κι αν ταξίδεψα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και την Ευρώπη και πήρα και μια τζούρα Μέσης Ανατολής, δεν κόπασε διόλου εκείνη η παρόρμηση να εξορμώ και να εκδράμω.

Τον Ιούλιο του ΄86 έμελλε να αναχωρήσω πρώτη φορά από το νησί και η καρδιά μου κινδύνευε να σπάσει από την αγωνία. Θα περνούσα ξυστά από την Αθήνα, την πόλη- όνειρο, που στο άκουσμα και μόνο του τοπωνυμίου ένιωθα πεταλούδες στο στομάχι σαν όταν είχα ερωτευτεί τον Αντώνη στην Τρίτη Δημοτικού και κατόπιν τον Τάκη Χρυσικάκο στο Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα. Τελικά τα έφτιαξα με τον συμμαθητή μου στην Έκτη, μου βάζει καρδούλες πια στο ίνσταγκραμ ο ηθοποιός και κατοίκησα στην πρωτεύουσα. Μονάχα τα Μαθηματικά παρέμειναν ανεκπλήρωτη επιθυμία, ενώ μου ασκούσαν ακαταμάχητη έλξη. Κακό του κεφαλιού τους που δεν ανταποκρίθηκαν, τώρα θα έλυνα προχωρημένες ασκήσεις αντί να σκαρώνω διηγήματα.

Όταν πιάσαμε λιμάνι τα ξημερώματα, είχα νεύρα επειδή δεν είχα καλοκοιμηθεί. Όλη νύχτα στην καμπίνα ροχάλιζαν δυο γριές και μια η δικιά μου τρεις, ήθελα να τις καρυδώσω. Φοβόμουν, επίσης, ότι θα βούλιαζε το πλοίο περνώντας από τη Φαλκονέρα, καθώς το αδηφάγο αυτί μου είχε προλάβει να υποκλέψει από τις κουβέντες των μεγάλων πως εκεί στουκάρουν τα καράβια και συμβαίνουν πολύνεκρα ναυάγια. Με τούτα και με εκείνα, δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Τόσο σκουντουφλούσα στις έξι το πρωί από τη νύστα, ώστε η αποβίβαση στον Πειραιά, τον προθάλαμο της πολυθρύλητης και πολυπόθητης Αθήνας, με άφηνε παγερά αδιάφορη. Έτσι όπως γίνεται με τα θεριεμένα από προσδοκία όνειρα, όταν βρεθούν στην ακανθώδη πραγματικότητα, σπάνε με κρότο στην πρώτη ακίδα.

Εκείνο που αγνοούσα ως τότε, γιατί σε κανέναν από τους δικούς μου δεν είχα εμπιστευτεί την πρεμούρα μου να επισκεφτώ την πρωτεύουσα, είναι πως δεν ήταν καθόλου στο πρόγραμμα να διασχίσουμε το κλεινόν άστυ. Αντίθετα, πήγαμε μέχρι το αντικρινό καφενείο. Μύριζε καϊμάκι ελληνικού καφέ, υγραέριο από το πετρογκάζι, γράσο από τις μουτζουρωμένες στολές των μηχανικών αυτοκινήτων και πολυκαιρισμένα ξύλινα τραπέζια λουστραρισμένα από την τριβή με την ανθρώπινη σάρκα.

Αργότερα, αφού ξύπνησα στην ποδιά της γιαγιάς όπου είχα πάρει έναν συμπληρωματικό υπνάκο στο καφενείο, έφαγα για πρώτη φορά κουλούρι Θεσσαλονίκης και υποκλίθηκα μπροστά στη γεύση από το ζεστό σουσάμι. Έπειτα ακολούθησα δεύτερη ακτοπλοϊική γραμμή.

Το “δελφίνι”, ένα γρήγορο για την εποχή φέρι μποτ, θα μας μετέφερε στον τελικό προορισμό μας. Ο ψηλός παππούς μου με το κουστούμι, τα λευκά μαλλιά του, το μεγάλο μέτωπο και το μουστάκι έμοιαζε πίνακας ζωγραφικής στην κουπαστή καθώς ατένιζε τους γαλάζιους ορίζοντες. Η γιαγιά είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά, φύλακας της τσάντας και της σακούλας, πάσχιζε να συγκρατήσει την κόμη της βορά στους ανέμους χωρίς το μαντήλι. Έβγαζε τα τσιμπιδάκια και τις φουρκέτες απ΄τα μαλλιά της και τα έμπηγε με μανία στον κότσο όπως ψαροντουφεκάς το καμάκι στο άτυχο θαλάσσιο πλάσμα. Όσο για μένα, κοιτούσα μ΄επιμονή τα θαλάσσια μήκη, μήπως φανεί κανένα αληθινό δελφίνι, γιατί το ψεύτικο, έτσι όπως έτρεχε σα δαιμονισμένο, μ’ έκανε να θέλω να ξεράσω τα άντερά μου και μαζί τη σκωληκοειδή μου απόφυση που μ’ ανησυχούσε μη χρειαστεί αφαίρεση όπως του Κώστα Μιχελάκη, ενός συμμαθητή μου στα αγγλικά που είχε μπει χειρουργείο.


Η πόλη των Μεθάνων ήταν χάρμα οφθαλμών αναδύοντας μια γλυκιά γαλήνη. Ένας παραθαλάσσιος οικισμός απλωμένος κατά μήκος του Σαρωνικού, με το λιμανάκι, τις παραλίες, τα ιαματικά λουτρά, το θερινό σινεμά, τους πλανόδιους παγωτατζήδες, λιγοστά αυτοκίνητα και πολλούς ποδηλάτες. Η κόρη του Διοικητή, ένα παχουλό κορίτσι, πολύ γρήγορα μου δάνεισε επ΄ αόριστο το ποδήλατό της, οπότε χόρτασα ποδηλατάδες, πάνω-κάτω όλη μέρα στη χερσόνησο.

Κάθε Παρασκευή διέσχιζα πεζή και ασυνόδευτη από τη μία άκρη στην άλλη τη λουτρόπολη για να αγοράσω τη Μανίνα και να διαβάσω τις συνέχειες των εικονογραφημένων ιστοριών. Η αίσθηση της ελευθερίας σε ένα όμορφο τοπίο με κατέκλυζε ευχάριστα. Όταν μάλιστα η γιαγιά με άφησε να δω ταινία μόνη μου στο θερινό σινεμά, η πρώτη μου φορά στον μαγευτικό υπαίθριο ξεσκέπαστο κινηματογράφο, πλημμύρισα από ατόφια ευτυχία. Η μία ταινία ήταν με την Αλίκη Βουγιουκλάκη η “Ωραία μου κυρία” και η άλλη μία του Δαλιανίδη, το “Θηλυκό Θηριοτροφείο”. Οι ελάχιστες ερωτικές σκηνές πυροδότησαν την παιδική μου λίμπιντο. Σύντομα ερωτεύτηκα τον Φάνη, έναν φαντάρο που υπηρετούσε -υποθέτω ως φοβερό "βύσμα"-, τώρα που αναλογίζομαι τα στρατιωτικά του καθήκοντα,  στο ΚΛΑΠ.

Το ΚΛΑΠ, που μέχρι πρότινος νόμιζα πως το έλεγαν κλαμπ, όπως δηλαδή το πρόφεραν οι πρόγονοί μου, επρόκειτο για μία ακόμα παροχή του κοινωνικού κράτους του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80. Τρεις δεκαετίες αργότερα ερεύνησα τι ήταν εκείνο το τριώροφο κτίριο με την πολυτελή και γιγαντιαία σάλα με τους πολυελαίους όπου εστίαζε μονάχα ο Διοικητής και άλλοι αξιωματούχοι, θαμμένο μέσα σ’ αυτό το σύμφυρμα ιστορίας και μύθου που χαρακτηρίζει την παιδική μνήμη. Το ακρωνύμιο σήμαινε Κέντρο Λουτροθεραπείας Αναπήρων Πολέμου.

Η αναπηρία του παππού μου δεν ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Τραυματίστηκε στη γάμπα στον πόλεμο, αλλά φρόντιζε να κάνει ειδική παραγγελία παπούτσια, το αριστερό, το κουτσό πόδι, φορούσε σκαρπίνια με λίγο πιο παχύ τακούνι έτσι, ώστε να ισορροπεί εκείνος ο ωραίος άντρας με την ευθυτενή κορμοστασιά. Άλλοι παππούδες είχαν χάσει τα δάχτυλά τους, το μισό χέρι, το πόδι από το γόνατο και κάτω, κι ένας, που τον φοβόμουν, είχε γυάλινο μάτι.

Οι ηλικιωμένοι άνδρες έπαιζαν πρέφα και τάβλι στο προαύλιο, ενώ οι γυναίκες τους έκαναν πηγαδάκια, και, καθώς μουρμούριζαν τα δικά τους, έραβαν κεντήματα σε στρογγυλά τελάρα ή έπλεκαν δαντέλες με το βελονάκι. Λίγες κάθονταν άπραγες, με μια δικαιολογία στο στόμα. Ή που δεν καλόβλεπαν ή που έπασχαν από ρευματικά. Λίγοι κουβαλούσαν τα εγγόνια τους σ’ εκείνο το κρατικό ξενοδοχείο λαβωμένων απόμαχων. Όμως ο παππούς μου φαίνεται να είχε μια εξέχουσα θέση, άγνωστο γιατί, οπότε θυμάμαι είχαμε την τιμή να δειπνήσουμε με τον Διοικητή και την οικογένειά του, ο οποίος είχε καλοδεχτεί το πεσκέσι από την Κρήτη και όπου είχα γνωρίσει την περίπου συνομίληκή μου κόρη του.

Ο Διοικητής του Κέντρου θα πρέπει να ήταν στρατιωτικός αφού φορούσε χακί στολή εξόδου με συρίτια, είχε τουπέ και διέτασσε πεντέξι φαντάρους, μεταξύ των οποίων τον Φάνη από τη Δήλο, που ερωτεύτηκα γιατί έμοιαζε λιγάκι στον Σταμάτη Γαρδέλη, ο οποίος μου κέντρισε το ερωτικό ενδιαφέρον στο σινεμά. Σαν τώρα θυμάμαι ένα γλαφυρό όνειρο με εμένα και τον Φάνη να αναχωρούμε με το “δελφίνι” για το νησί του όπου θα τον παντρευόμουν. Το γεγονός ότι ήμουν μονάχα εννιά χρονών δε φαίνεται να απασχολούσε το μάλλον τολμηρό ασυνείδητό μου, το οποίο έκλωθε ερωτικά όνειρα με περισσότερη μανία από τις γιαγιάδες στο προαύλιο.

Το μόνο μελανό σημείο σ΄εκείνες τις παραδείσιες πρώτες διακοπές, το πρώτο ταξίδι που ίσως έβαλε το θεμέλιο λίθο ώστε να γίνω ταξιδιάρα μέχρι το μεδούλι, ήταν ο μπουφετζής. Το προαύλιο του προνοιακού ιδρύματος περιελάμβανε και ένα κυλικείο, το οποίο κυρίως πρόσφερε καφέδες. Τις δυο προηγούμενες χρονιές το είχε αναλάβει ο παππούς μου. Οπότε η ξαδέρφη μου η Πόπη και ο αδερφός μου ο Μάνος, οι οποίοι υπήρξαν διαδοχικά τα εγγόνια που συνόδευαν το ζευγάρι των προγόνων μας, είχαν κερδίσει αρκετό παραδάκι από τα πουρμπουάρ των γερόντων. Εμένα πάλι, κλασικά, δε μου "τρέχουν" τα λεφτά, μα δε τα κυνηγάω κιόλας.

Όμως τη χρονιά που ήμουν εγώ η τυχερή παραθερίστρια, δεν ανέλαβε ο παππούς το καφενεδάκι. Ο μπουφετζής τύχαινε να είναι ένας ψηλός, μελαχρινός παλιοπειραιώτης με μακρύ μουστάκι, φωνακλάς και ζοχάδας, φορούσε διαρκώς αμάνικο λευκό φανελάκι και τζην βερμούδες. Μόνη παραφωνία στην εμφάνισή του τα σοφιστικέ κοκκάλινα γυαλιά μυωπίας. Σα χαλασμένος Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μπουφετζής κάθε πρωί, αφότου είχαν αναχωρήσει σε ομάδες τα γεροντάκια για τα λουτρά, έβαζε στη διαπασών Γιώργο Μαργαρίτη, τον οποίον μάλιστα ακομπάνιαρε με τη γαϊδουροφωνάρα του. Για ένα διάστημα ξυπνούσα με το χαρωπό τραγουδάκι “Στο κελί τριάντα τρία μέσα στον Κορυδαλλό, είχα μάτια δεκατρία, μα παιδί χωρίς μυαλό.” Τι κι αν πια εκτιμώ πολύ το λαϊκό τραγουδιστή και τον ακούω ευχάριστα; Τότε ήμουν σχεδόν μόνη σ’ ολόκληρο εκείνο το κτίριο, οπότε δεν μπορούσα καν να βρω συμμάχους να διαμαρτυρηθώ για το ανώμαλο πρωινό ξύπνημα. Όταν ήταν η ώρα να επιστρέψουν τα γεροντάκια απ' τα ιαματικά λουτρά, ο πονηρός μπουφετζής, άλλαζε κασέτα, έβαζε Γιάννη Πάριο, Καίτη Χωματά και Τζένη Βάνου και μάλιστα σε χαμηλή ένταση.

Η αντιπάθειά μου για τον μαγκίτη μπουφετζή θέριεψε όταν είδα τον καρχαρία κι εκείνος στη μαρτυρία μου πετάχτηκε κι είπε “Τι λες ρε μαλακισμένο που είδες καρχαρία;” Εμένα "μαλακισμένο", που από όταν γεννήθηκα, σχεδόν μου μιλούσαν στον πληθυντικό οι γύρω μου! Δεν ξέρω τι ήταν πιο τραυματικό: ότι είδα το πτερύγιο ενός σκυλόψαρου να διασχίζει τη θάλασσα της λατρεμένης λουτρόπολης ή ότι ένας άξεστος με έβρισε άδικα.

Την επόμενη μέρα, πετάχτηκα να αγοράσω το Έθνος και τον Ριζοσπάστη στον παππού, όπως συνήθιζα σχεδόν κάθε μέρα, απ' όταν κονόμησα το ροζ ποδήλατο με το καλάθι. Το Έθνος το έγραφε ξεκάθαρα σε ένα μονοστηλάκι ότι εθεάθη καρχαρίας στον Σαρωνικό. Ο Ριζοσπάστης πάλι προτιμούσε να επικεντρώνεται στους καρχαρίες της στεριάς.

21/5/20

«Και πες της πως γράφω βιβλίο»

"Άλλο θέλω να σου πω πρώτα. Κάτσε ν’ ακούσεις. Θα πούμε και γι' αυτό που με πήρες μετά. Όχι, έχω τηλεκάρτες, εντάξει είμαι. Που λες, πέρυσι τέτοιο καιρό είχε καλέσει το σχολείο εδώ χάμω τη δικιά σου να μας μιλήσει ντεμέκ για τα βιβλία. Στη φάση γουστάρουμε λογοτεχνία κι έτσι. Κάθε χρόνο το κάνουν.

Όσοι είχαμε πάρει γραμμή το ηβέντ δηλώσαμε συμμετοχή, άσχετα που δεν πάμε στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Κοίτα, εγώ την γκούγκλαρα πρώτα μην είναι καμία μπαλότσα, καμιά σαλταρισμένη. Αλλά και καμιά τάχα μου - δήθεν να ήταν, εγώ πάλι θα έσκαγα μύτη, γιατί μ' αρέσει να κοντράρω τους ψευτοδιανοούμενους. Πρόπερσι, πότε ήτανε, μας είχαν φέρει έναν άλλο τύπο που άρχισε με τα κλασικά 'τι ωραίο που 'ναι να διαβάζεις βιβλία' και τα ρέστα, γιατί ας πούμε ‘σου ανοίγονται ορίζοντες’. Μπούρδες. Οπότε σε μια δόση το γύρισε να μας λέει για το Θεό. Ρε ίσα... Όπως κατάλαβες του μούνταρα, ‘δε θα το κάνουμε κατηχητικό εδώ μέσα’ του είπα και ζάρωσε εκεί πέρα η κότα.

Ήξερε ποιος είμαι, γι' αυτό το βούλωσε. Αν το χόντραινε, σου μιλάω στα ίσια, θα του πατούσα μερικά φωνήεντα και δεν θα ήξερε κατά πού να κάνει. Ρε, άμα είναι να τα κάνω τόσο σκατά, γίνομαι κι εγώ Θεός. Τι κουμάντα είναι αυτά να αφήνεις μωρά να σκοτώνονται από νάρκες, να λιώνουν από καρκίνο, να ψοφάνε από πείνα την ώρα που αλωνίζουν όχι απλά ανενόχλητα, αλλά με χειροκροτήματα και με φλας να πούμε τα μεγάλα αρπαχτικά του κόσμου; Κουμάντα είναι αυτά;

Γύρευε τι καντήλια μού κατέβασε από μέσα του ο και καλά συγγραφέας. Τέτοιοι είναι, ρε, οι χριστιανοί, δεν τους ξέρουμε; Τώρα θα τους μάθουμε; Υποκριτές μέχρι το μεδούλι. Έχω γνωρίσει κι απ' τους άλλους, εντάξει. Παράδειγμα, όταν πρωτομπήκα στα κόλπα, με είχε πάρει γραμμή η γριά μου, γιατί ήταν έξυπνη γυναίκα, Θεός σχωρέστη, κι έφερε με τρόπο στο σπίτι έναν παπά.

Άγιος ήταν αυτός. Το λέω. Αλλά και πάλι. Όχι ότι με έσωσε. Αλλά να σου πω και κάτι; Πριν πας να σώσεις τον άλλο, σώσε πρώτα τον εαυτό σου και το σπίτι σου. Όταν δέχεσαι, ας πούμε, να είναι η Εκκλησία μέσα στη μάσα, τα κονέξια με τον κάθε πολιτικάντη, φασισταριά και παιδεραστές, χέσε με κιόλας, γιατί να σου έχω μπέσα;

Για το άλλο τώρα που με ρώτησες, θα σου πω τι παίχτηκε αυτό τον καιρό. Γενικά η φάση με το ντεμέκ νοσοκομείο των φυλακών ήταν τζι τι πι. Το ‘κολαστήριο’ και τα ρέστα, τα γράφατε και εσείς οι συριζαίοι, τα θυμάσαι. Πάνω που είχε στρώσει λίγο η φάση, γαμήθηκε ο Δίας με την πανδημία.

Αλλά εντάξει, τι περίμενες; Αν μας είχαν μια φορά κλασμένους σε νορμάλ κατάσταση, σκέψου τώρα. Μη σου πω μια χαρά τους βόλεψε, να μας καθαρίσει όλους ο κορωνοϊός να ησυχάσουν. Γέρους, αρρώστους, σακάτηδες, κρατούμενους, ιστορίες. Ούτε παραγγελιά να τον είχαν. Εγώ δεν είμαι στη φάση σενάρια ότι τον σκάσανε οι Κινέζοι επίτηδες, αυτά είναι για πολύ ψεκασμένους. Αλλά τον καπιταλισμούλη μια χαρά τον βόλεψε να μας ξεπαστρέψει, να μην έχει να θρέφει τελειωμένους που δεν είναι γρανάζια στη μηχανή. Μόνο εσείς που είστε σε κυριλέ κατάσταση θα τη βγάλετε.

Μαθαίνω, ρε, τι γράφετε στα σόσιαλ, επειδή μείνατε ένα μήνα σπιτάκι σας, και ξερνάω. Είμαι μέσα είκοσι πέντε χρόνια. Καταλαβαίνεις; Δεν έχω σκοτώσει, δεν έχω βιάσει, άνθρωπο δεν έχω πειράξει. Τα έβαλα με το κεφάλαιο, ληστείες, την απαγωγή, τα ξέρεις. Θα σου πω λεπτομέρειες για το νοσοκομείο, ΟΚ, θα βγάλεις θέμα. Απλώς, άμα την ξαναδείς τη δικιά σου, πες της πως γράφω την ιστορία μου. Και ξεκινάει κάπως έτσι:

‘Αν ήξερα, όταν έμπαινα στην παρανομία, πως θα έκανα είκοσι πέντε χρόνια να ξαναδώ τη θάλασσα, μπορεί να το σκεφτόμουνα’. Η ατάκα που της άρεσε. Και πού ’σαι; Πες της να μην γράφει μαλακίες περί ‘εγκλεισμού’ στα σόσιαλ. Τα μαθαίνω εγώ, τι σε νοιάζει; Έχει έρθει στις φυλακές και ξέρει τι πά' να πει εγκλεισμός. Εσάς σε ένα μήνα θα σας αμολήσουνε. Εμείς εδώ".

Τότε κάποιος του χτύπησε την πλάτη διαμαρτυρόμενος ότι αργεί πολύ και ότι θέλει κι αυτός να χρησιμοποιήσει το καρτοτηλέφωνο. Έσπασε δυο δάχτυλα του δεξιού χεριού σε εκείνον τον καυγά κι έμεινε η αυτοβιογραφία του στη μέση.




(Για το αφιέρωμα της Αυγής στον εγκλεισμό)

12/5/20

"αυτό ποιος το άναψε;"

Έλεγαν πως τη στιγμή που πρόβαλε στον κόσμο τα άστρα ήσαν μαλωμένα. 

Έτσι γεννήθηκε με αργό μυαλό, τό’ να του μάτι σχιστό, τ΄ άλλο αμυγδαλωτό. Κι όταν πια άρχισε να μιλάει χυνόταν απ΄ το στόμα του μια τόσο ένρινη και μπάσα λαλιά, στραμπουλούσε τόσο πολύ το λάμδα, ώστε κι αν ακόμα κουβαλούσε ένα υπέρλαμπρο μυαλό, δυο μάτια ίδιας κοπής- όπως όλοι μας-, κανένας δεν θα το έπαιρνε στα σοβαρά.

Η αδερφή του ντρεπόταν πολύ για το ζαβό μικρό τους. Κι όσο ντρεπόταν τόσο διάβαζε και διάβαζε και κάποτε με το μυαλό της έφτασε πολύ ψηλά, αν και κορίτσι. Γνώρισε τους άρχοντες, τους πλούσιους και τους σοφούς της μεγάλης πολιτείας όπου ζούσε μακριά πολύ μακριά.

Μια νύχτα, όταν ακόμα ήσαν παιδιά, εκείνη κι ο μικρός της αδερφός, είχαν σταθεί στην πίσω αυλή, εκεί όπου δεν είχε κληματαριά κι ο ουρανός φαινόταν ολοκάθαρα. Του έδειχνε τα αστέρια, που άλλοι έλεγαν πως το λάβωσαν σαν η κακή του μοίρα, μα εκείνη μονάχα τα έλεγε με τα ονόματά τους. 

Τότε, το αδερφάκι της σήκωσε το χέρι του και, δείχνοντας το φεγγάρι, τη ρώτησε  “Αυτό ποιος το άναψε;”

Κάποτε η αδερφή του γέρασε. Καθόταν σε μια καρέκλα κουνιστή κι αναπολούσε τη γεμάτη της ζωή ώσπου νύχτωσε. Κοίταξε στον ουρανό κι αναρωτήθηκε “Αυτό ποιος το άναψε;”

Ξέροντας πια πως όλοι οι σπουδαίοι, ισχυροί, φανταχτεροί που γνώρισε δεν έφταναν ίσαμε το γόνατο του μικρού ζαβού της αδελφού, έκλεισε ήσυχα τα μάτια της για πάντα.


10/5/20

Η ιστορία κάποιας Ρίτας

Η Ρίτα Ζερβάκη, για την οποία θα σας μιλήσω, έχει μάλλον πετύχει πέντε πράματα στη ζωή της. Παραδίδει μαθήματα στο πανεπιστήμιο, εργάζεται στη δημόσια διοίκηση, έχει γράψει βιβλία. Είναι ένα παράδειγμα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας.

Ωστόσο προέρχεται από την εργατική τάξη. Ο πατέρας της δούλευε εργάτης σε εργοστάσιο ζυθοποιίας το οποίο η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έκρινε ως “προβληματική επιχείρηση” και του έβαλε λουκέτο. Η μητέρα της δεν εργαζόταν, με την έννοια ότι δεν λάμβανε αμοιβή και ασφάλιση για την εξαιρετικά απαιτητική -αλλά τόσο άδικα περιφρονημένη- οικιακή εργασία που πρόσφερε ανατρέφοντας τρία παιδιά και κουλαντρίζοντας ένα νοικοκυριό.

Όταν ο πατέρας της Ρίτας απολύθηκε, η πενταμελής οικογένεια θα βρισκόταν στο δρόμο. Ευτυχώς είχαν ένα δικό τους σπίτι, το οποίο το είχε χτίσει ο παππούς της, ένας αγρότης και βιοτέχνης που κατάφερε να βγάλει κάποια χρήματα προσφέροντας στο συνεταιριστικό ελαιουργείο μια καινοτόμο “πατέντα”. Έτσι, αγόρασε ένα οικόπεδο στην πόλη κι έχτισε μια οικοδομή με χίλιες δυο στερήσεις. Για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον στις τρεις κόρες του. Και τότε η οικογένεια της Ρίτας κατάλαβε τι σημαίνει να έχεις πρώτη κατοικία, τι θα πει να έχεις ένα σπίτι από το οποίο δεν θα σου κάνουν έξωση επειδή ξαφνικά βρέθηκες στη δεινή θέση να μην έχεις να πληρώσεις το νοίκι.

Όμως η εξασφάλιση της στέγης δεν αρκεί. Οι άνθρωποι -και ειδικά στα αστικά κέντρα- έχουν κι άλλες ανάγκες, σε τροφή, σε ένδυση, σε φως, νερό, τηλέφωνο, καύσιμα και άλλα. Και σε εκπαίδευση. (Αλήθεια τα φροντιστήρια δεν είναι ιδιωτική εκπαίδευση; Η μισή μας εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι πληρωμένη από τις τσέπες μας.) Ο πατέρας της λοιπόν στα 45 του έψαχνε να βρει δουλειά. Αλλά στη δεκαετία του ’90, της “ευμάρειας”, αυτό που πραγματικά συνέβαινε είναι ότι οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Ενώ, για παράδειγμα στην Αθήνα, οι διαφημιστές πουλούσαν αέρα κοπανιστό και έκαναν περιουσίες και “ζωάρα”, στην επαρχία ο πατέρας της Ρίτας εργαζόταν περιστασιακά χειρωνάκτης ανασφάλιστος και με πενιχρό μεροκομάτο. Τελικά, όταν έλαβε την αποζημίωση από το εργοστάσιο, άνοιξαν ένα καφενείο. Δεν περίσσευαν χρήματα για να βάλουν υπάλληλο και έτσι απασχολήθηκαν και οι δύο γονείς της εκεί.

Ταυτόχρονα όμως στο σπίτι μεγάλωναν σχεδόν μόνα τους τρία παιδιά στην εφηβεία. Αν η εφηβεία είναι περίοδος της αμφισβήτησης και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε μια προνομιούχα οικογένεια, στην εργατική τάξη και τα δεδομένα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα θεριεύει και μπορεί να οδηγήσει από παραβατικότητα μέχρι την αυτοκτονία. Η Ρίτα ήθελε να πεθάνει γιατί βίωνε ενοχικά την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η οικογένειά της, ντρεπόταν, το έκρυβε από τις φίλες και τους φίλους της, έβλεπε το μέλλον ζοφερό. Τα αδέρφια της είχαν αγριέψει: μηχανάκια, τσιγάρα και τσιγαριλίκια, κοπάνες, χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα. Ο πιο μικρός και πιο ευαίσθητος κλονίστηκε πιο πολύ. Παράτησε το σχολείο, ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Γυρνούσε σπίτι μουτζουρωμένος. Όλα είχαν μαυρίσει γύρω.

Η Ρίτα είχε όμως την τύχη να πιστεύει πολύ στη μόρφωση και στην καλλιέργεια. Διάβαζε, έγραφε ποιήματα, δημιουργούσε, εκφραζόταν. Κι αυτό κατεύναζε κάπως τους δαίμονές της. Ακόμη ήταν τυχερή γιατί είχε καλές φίλες, καλές μαθήτριες, καλά πρότυπα. Μία απ΄ αυτές, η Δ., ανακάλυψε την ανεργία του πατέρα της. Η Δ. ήταν ένα σοφό κορίτσι, και οι δυο γονείς της οργανωμένοι στην Αριστερά, στήριξε τη Ρίτα και κάπως της έμαθε πως δε φταίει η ίδια για ό,τι συμβαίνει. Τότε άρχισε να αποκτά αυτό που λέμε “ταξική συνείδηση”.

Ύστερα, ξεκίνησαν οι μαθητικές κινητοποιήσεις ενάντια στον αναχρονιστικό κι ακραία συντηρητικό νόμο Κοντογιαννόπουλου για τη δημόσια εκπαίδευση. Η Ρίτα, αν και υπήρξε πολύ καλή μαθήτρια κι ένα παιδί συμμορφωμένο στο σχολικό περιβάλλον, ένιωσε την αδικία και συμμετείχε ενεργά στο κίνημα. Όταν δολοφονήθηκε ο Νίκος Τεμπονέρας, η Ρίτα φρίκαρε.

Ο θείος της, οργανωμένος στο ΚΚΕ, την πλησίασε και της πρότεινε να την γράψει στην ΚΝΕ. Μία καθηγήτρια αλληλέγγυα στους μαθητικούς αγώνες, την προσέγγισε και επίσης της πρότεινε να οργανωθεί πολιτικά. “Άκου να σου πω, εγώ που είμαι ενήλικας έχω το Κόμμα που μου δίνει γραμμή. Εσένα ποιος σου δίνει; Πού θα απευθυνθείς αν σε κυνηγήσουν αύριο- μεθαύριο;” τη ρώτησε. Όμως η Ρίτα δεν ήθελε να μπει στο ΚΚΕ. Τότε με το ένστικτο, τώρα πια και με τη λογική ξέρει τι την έδιωχνε μακριά από το Κόμμα παρά το μεγάλο της σεβασμό. Έτσι έμεινε εκτός.

Για μια στιγμή σκέφτηκε να παραιτηθεί από το Συντονιστικό, είχε εκτεθεί πολύ, ακόμα και στο τοπικό ραδιόφωνο είχε βγει. Βοηθούσε και η ευφράδεια που είχε από πάντα. Ο διευθυντής του Γυμνασίου, ένα ακροδεξιό καθίκι, είχε τηλεφωνήσει σπίτι της και απειλούσε τους γονείς της ότι θα καλέσει τον Εισαγγελέα ανηλίκων αν δεν αναγκάσουν τα παιδιά τους να σπάσουν την κατάληψη. Έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Η Ρίτα πείσμωσε ακόμα πιο πολύ, παρόλο που ένιωθε πια έντονα έωλη κι ανυπεράσπιστη.

Κάποτε, όλα αυτά τέλειωσαν. Ο Υπουργός Παιδείας παραιτήθηκε, το νομοσχέδιο αποσύρθηκε, το κίνημα κόπασε. Η Ρίτα επέστρεψε στο σχολείο. Όμως πια είχε να αντιμετωπίσει το μένος των δεξιών εκπαιδευτικών, δύο συγκεκριμένων, του γυμνασιάρχη και μιας φιλολόγου ξένης γλώσσας. Κι αυτά κάποτε τέλειωσαν. Αποφοίτησε, πήγε στο Λύκειο.

Τελικά η Ρίτα δεν κατάφερε παρά να εισαχθεί σε ένα Τμήμα του ΤΕΙ Αθήνας. Μόνο συλλυπητήρια δεν της απηύθυναν, εκπαιδευτικοί, φίλοι και συγγενείς. Είχε δημιουργήσει τόσο μεγάλες προσδοκίες από παιδί χάρη στις επιδόσεις της και τα καλλιτεχνικά της ταλέντα, ώστε η εισαγωγή σε ΤΕΙ εκλήφθηκε σαν αποτυχία. Στην αρχή οι σπουδές της δεν της άρεσαν, δεν της ταίριαζε το αντικείμενο της “υγείας”, προερχόταν από την Τρίτη Δέσμη- αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιστορία. Όμως πήρε το πτυχίο επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, επειδή θα εξασφάλιζε μια δουλειά στο δημόσιο και δε θα είχε την εργασιακή επισφάλεια που της είχε σφραγίσει τη ζωή λόγω του πατέρα.

Έπειτα κατέκτησε μια κρατική υποτροφία κι έκανε μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Ανανέωσε την υποτροφία και πήρε διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Όταν γύρισε πια στην Ελλάδα με ένα παιδί στην αγκαλιά, απέκτησε ακόμα ένα πτυχίο από το Πάντειο, σε μια επιστήμη που λάτρεψε, την Κοινωνιολογία. Πλέον τη διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, στο Τμήμα Δημόσιας και Κοινοτικής Υγείας και είναι πασίχαρη γι’ αυτό. Γιατί πια ξέρει τι σπουδαίο πράγμα είναι η υγεία, η δημόσια υγεία, το δημόσιο σύστημα υγείας. Και μετά την πανδημία γίνεται συνείδηση σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους.

Όμως, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, παρά τα τυπικά της προσόντα διορίστηκε σε ένα νοσοκομείο, όπου δεν αξιοποιούσε τίποτα από ό,τι είχε κάνει. Μάλιστα σε κάποιους χαλούσε τη μαγιά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ένιωθε άχρηστη κι ανεπιθύμητη. Και να σκεφτείτε πως την σπούδασε το κράτος με εκείνη την υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. Απόσβεση στο μορφωτικό κεφάλαιο μηδέν.

Τότε την ανακάλυψε, μέσα στη δομή όπου εργαζόταν, ένας συνεργάτης του Τομεάρχη Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ. “Τι κάνεις εσύ εδώ με διδακτορικό;” τη ρώτησε αφού την ήξερε πια ως μπλόγκερ. “Τίποτα. Αλλά και πού να πάω;” απόρησε εκείνη. Ένιωθε κοντά σ’ αυτό το κόμμα, αλλά δεν ήταν η φύτρα της να γραφτεί και να ανήκει κάπου. Δεν είχε ψηφίσει τίποτα ως τα 35 της, εκλογική απεργία. Ήταν γοητευμένη πάντα από τον αναρχισμό.

Έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε Κυβέρνηση και αποσπάστηκε στο Γραφείο του Ανδρέα Ξανθού, τότε Αν. Υπ. Υγείας. Αφού ολοκλήρωσε το έργο της εκεί, πήγε ακόμα πιο ψηλά, στην Αντιπροεδρία της Κυβέρνησης, στο γραφείο του Γιάννη Δραγασάκη. Τους έζησε αυτούς τους ανθρώπους, τους πίστεψε γιατί την έπεισαν με το ήθος τους.

Η Ρίτα Ζερβάκη, αν και αναμίχθηκε με την πολιτική σε επιτελικό επίπεδο, ξέρω ότι δε θα ζητήσει ποτέ την ψήφο σας. Δε θέλησε να αφηγηθώ την ιστορία της γιατί κρύβει κάποια σκοπιμότητα. Το ξέρω καλά, γιατί την ξέρω καλά.

Ονειρεύεται έναν άλλο κόσμο και, έχοντας πια διανύσει τη μισή της ζωή, καταλαβαίνει πως δεν θα τον δει. Θα παραμείνει ουτοπία. Ωστόσο, αν αύριο τα κλειδιά των κρατικών ταμείων, των νοσοκομείων και των σχολείων πρέπει κάπου να δοθούν, ξέρει ποια είναι τα καλά χέρια. Και ποιοι θα φροντίσουν να μη βρεθεί στο δρόμο ο πατέρας κάποιας άλλης Ρίτας.


(Ενθέματα της Αυγής, 26-04-20)


Ξύπνα κι αρρώστησε η αυγή

Ο Βάσιλας υπήρξε ο πρωτότοκος γιος της πιο πλούσιας οικογένειας του τότε γνωστού κόσμου, του Απανωσήφη, μίας αποικίας των Ανωγείων στα Αστερούσια Όρη. Προηγήθηκε η γέννηση μίας από τις αδελφές του, χάνοντας έτσι τα απόλυτα πρωτεία. Όμως, αυτά συμβαίνουν όταν το ΧΧ χρωμόσωμα του σπέρματος υπερνικά το ΧΥ, όταν δηλαδή ηττάται η πατριαρχία από τον ίδιο της τον εαυτό. Υπό μία άλλη έννοια, ωστόσο, καταπιεστής χωρίς καταπιεζόμενο δεν υφίσταται, οπότε και θα πρέπει να μην ερμηνεύεται ως ήττα της πατριαρχίας, εφόσον οι γεννήσεις θηλέων είναι απαραίτητες για την εκμετάλλευσή τους από τους άνδρες.

Το Βάσιλας,  οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε στο μη μυημένο ακροατήριό μας, δεν πρόκειται για επώνυμο, αλλά για μία παράφραση του Βασίλη. Ή, ας είμαστε πιο ακριβείς, πρόκειται για μία μυλοποταμίτικη εκδοχή του προαναφερθέντος κύριου ονόματος το οποίο προφέρθηκε από το νονό του Βασιλείου, Χαράλαμπο παρά τις δυσκολίες.

Οι δυσκολίες εστιάζονταν στο ότι ο Χαραλάμπης δεν γνώριζε ανάγνωση ώστε να διαβάσει ολόκληρο το Σύμβολον της Πίστεώς μας και, επειδή -αλλά αυτό ας μείνει μεταξύ μας- απέφευγε την Εκκλησία έως την αποστρεφόταν, δεν είχε το είχε αποστηθίσει ακούγοντάς το σε ανάλογες τελετές. Έτσι στα δεκάξι του, οπότε πρωτόγινε νονός, απήγγειλε την αρχή “Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανού καί γῆς”, το οποίο γνώριζουν έως και οι πέτρες, παραλείποντας εντούτοις τα καταληκτικά -ν της αιτιατικής και επανέλαβε, μετά από σκούντηγμα της μάνας του και αγριοκοίταγμα του παπα-Παντελή, τους τελευταίους τρεις στίχους ως εξής:

“Ὁμορογώ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 
Προσδοκώ ἀνάστασιν νεκρῶν.
Καὶ ζωὴν τοῦ μέρροντος αἰῶνος. 
Ἀμήν.” 

Στο σημείο αυτό έχουμε την υποχρέωση να καταστήσουμε σαφές ότι το λάμδα στην ανωγειανή προφορά αντικαθίσταται από το ρω πλην όμως εκπεφρασμένο πολύ πιο υγρό από το ήδη υγρό σύμφωνο. Τούτου δοθέντος, θα λέγαμε “ο Χαραράμπης ήταν ο σάντορος του Βάσιρα”. Όμως, το πρώτο ρω του Χαραλάμπη προφέρεται έντονα και το δεύτερο πιο απαλά, πιο υγρά. Η δε λέξη “σάντολος”, η οποία σημαίνει νονός ή πνευματικός πατέρας στο συγκεκριμένο ιδιόλεκτο, ως “σάντορος” έχει μόνο προφορική ισχύ. Αλλά εδώ θα σταματήσουμε τις μετατροπές του λάμδα σε ρω γιατί ακόμη και εμείς οι μύστες κάπου…ζαριστήκαμε.

Επιστρέφοντας στην ιστορία μας, ο Βάσιλας έλαβε το χρίσμα του χριστιανού ορθόδοξου στη μητρόπολη, όπου και πρωτόδε το φως του ήλιου. Μονάχα που το γλέντι διήρκεσε μοναχά μια μέρα, αντί για τρεις όπως συνήθως συνέβαινε στις πιο εύπορες οικογένειες όταν επρόκειτο βεβαίως για βάπτιση υιού.

Ωστόσο, εικάζουμε ότι δεν αντελήφθηκε την κοινωνική αυτή αδικία το βυζιανιάρικο, παρότι ανέπτυξε -όπως θα δούμε ευθύς αμέσως- πολύ πρώιμα ταξική συνείδηση, την οποία -λυπούμαστε για το σπόιλερ- απώλεσε μόλις έγινε ο ίδιος αφεντικό, όπως τραγούδησε ο Τζων Λέννον στο Working class hero το ’70, δηλαδή περίπου μισόν αιώνα αργότερα, για ανάλογες περιπτώσεις.

Παρεμπιπτόντως, αναφορικά με τον χαρακτηρισμό βυζανιάρικο και επειδή το τεχνητό γάλα δεν είχε ακόμα αναμετρηθεί με το μητρικό -αυτό θα συνέβαινε μισόν αιώνα αργότερα και πάλι τη δεκαετία του ’70-, δε θα πρέπει να βιαστεί κανείς να προσδιορίσει την ηλικία του βαπτισθέντος γύρω στους έξι μήνες, κρίνοντας με βάση τα σύγχρονα βρέφη (σ.σ.: το παρόν διήγημα γράφτηκε το 2020). Τη δεκαετία του 1920 τα παιδιά θήλαζαν μέχρι δυο- τριών χρονών από τις μανάδες ή από παραμάνες που διέθεταν ικανές ποσότητες προλακτίνης και ωκυτοκίνης ώστε να ρέει άφθονη από τις ρώγες τους η βασική τροφή κάθε θηλαστικού, τουλάχιστον στην εκκίνησή τους στον μάταιο τούτο βίο (εάν μας επιτρέπεται μια αξιολογική αποτίμηση της ανθρώπινης ύπαρξης).

Αντίθετα με τα ειωθότα, ο Βάσιλας βαφτίστηκε κάπως καθυστερημένα, δηλαδή δυο χρονών, διότι έπρεπε να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα αιγοπρόβατα για σφαγή. Τα μεν αρνιά για οφτό αντικρυστό, οι δε ρίφια για βραστό με μακαρούνες και αθότυρο. Επομένως, μέχρι τα δύο του, ως μη χριστιανός, ήταν ακόμα έκθετος στην επίδραση του Εωσφόρου.

Στο κεφαλοχώρι λοιπόν έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, προορισμένος να παριστάνει τον “φαμέγιο” (=υπηρέτη) σε κάποιον μεγαλογαιοκτήμονα ή σε κάποιον μεγαλοκτηνοτρόφο, πράγμα που, σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, θα τον είχε οδηγήσει σε αυτοχειρία περίπου στα δεκαεφτά του, σύμφωνα με τρεις ερμηνείες.

Κατά μία κοινωνιολογική ερμηνεία, ο Βάσιλας θα έδινε τέλος στη ζωή του μη υπομένοντας την καταπίεση της “υπέρμετρης ρύθμισης των κοινωνικών θεσμών” κατά την “φαταλιστική” κατηγοριοποίηση στη σχετική τυπολογία του μνημειώδους έργου του Εμίλ Ντιρκέμ για τα κοινωνικά αίτια της αυτοκτονικότητας.

Σύμφωνα με μία δεύτερη θεωρητική προσέγγιση, αστρολογική αυτή τη φορά, ο αστερισμός του Κριού, στον οποίο ανήκει, διακατέχεται από υπέρμετρο αίσθημα ανυποταξίας έναντι κάθε μορφής εξουσίας, όχι βέβαια γιατί τα κριάρια επιθυμούν να χειραφετήθουν οι μάζες αλλά γιατί επιδιώκουν εξάπαντος την ηγεσία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο νεαρός Βάσιλας επιθυμούσε διακαώς να να βρίσκεται στην κορυφή του κοπαδιού οδηγώντας το και όχι στην ούγια εμποδίζοντάς τα πρόβατα να μη φύγουν. Με άλλα λόγια, ήθελε “να ξωλαλεί το κουράδι στην ομπρός μερά όι να ‘παντά τα πρόβατα να μη μολάρουνε”. Κι αφού αυτό δε θα συνέβαινε εφόσον δεν ήταν δικό του το κοπάδι, ο άνθρωπος- κριάρι θα χτυπούσε τα κέρατά του στον τοίχο "ίσαμε να σπάσει η κεφαλή του, να γενεί ψίχαλα”.

Τέλος, παραθέτοντας μία τρίτη, θεολογική εξήγηση, προτεινόμενη από άλλο μέλος της πολυπληθούς μας συγγραφικής μας ομάδας, η παραταταμένη παραμονή υπό την σατανική επίδραση, εφόσον έζησε δυο ολάκερα χρόνια ζωής αβάφτιστος, είχε επιτρέψει την ανάπτυξη των δαιμονικών αυτοκαταστροφικών δυνάμεων. Οι σατανικές επιδράσεις θα μπορούσαν να έχουν εξουδετερωθεί με ευλαβική πίστη στον Παντοκράτορα, μετάνοιες και προσευχές και άλλα τελετουργικά, τα οποία όμως, όπως συνέβαινε στο πνευματικό του πατέρα, απέφευγε. Οπότε ο διάολος του ετοίμαζε ήδη την αγχόνη, του γέμιζε ήδη το τουφέκι.

Σε κάθε περίπτωση, συνομολογούμε ότι το μπάσιμο του Βάσιλα στην παραγωγική διαδικασία, δεν ήταν και το πιο χαρμόσυνο γεγονός στη ζωή του. Αλλά και για ποιον είναι δηλαδή πέρα από τους κεφαλαιοκράτες, τους δυνάστες μας;  Σε ηλικία πέντε χρονών, παιδί ακόμα, αναγκάστηκε να δουλέψει, λόγω του χαμηλού βιοτικού επιπέδου μιας οικογένειας. Η οικογένειά του, ωστόσο, αποκτούσε κάθε χρόνο από ένα παιδί, ήδη εξαμελής. Στην έναρξη σχεδόν της κτηνοτροφικής του καριέρας, ο Βάσιλας δέχτηκε στα αχαμνά έναν μεγάλο σβώλο από και χώμα και χαλίκια από τον μπροστάρη βοσκό επειδή, λέει, δεν εμπόδιζε τα πρόβατα να αυτομολήσουν. Τα πρόβατα μιλάμε τώρα που είναι πιο υποταγμένα στις κεφαλές της εξουσιαστικής δομής από ό,τι ο γερμανικός λαός στον Φύρερ κατά το Γ’ Ράιχ. Συνομολογούμε, παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας, ότι ο βοσκαράς ήταν κακός άνθρωπος και πέταξε του παιδιού το σβώλο, ο οποίος σβώλος, να το πούμε κι αυτό, ευτυχώς δεν του προκάλεσε κανένα πρόβλημα στο αναπαραγωγικό σύστημα, αφού χρόνια αργότερα απέκτησε δυο παιδιά.

Έπειτα από αρκετές ημέρες, εφόσον το τραύμα δεν αποκαλύπτεται αμέσως, ή ίσως και ποτέ λόγω των μηχανισμών άμυνας του εγώ και ειδικά την “απώθηση”, ο Βάσιλας έθεσε ένα ερώτημα στον “κύρη” του, δηλαδή τον πατέρα του τον Μίχαλο: “ Καλλιά δεν ήτονε νά ΄χαμε όλοι ίσα οζά, να κατέχει ο καθείς μας ίντα του γίνεται;” Έτσι ο ήρωάς μας είχε ήδη συλλάβει την ιδέα μίας πιο δίκαιης κατανομής του πλούτου.

Για καλή του τύχη η αυτοχειρία απεφεύχθη, αφού ένα χρόνο αργότερα το σόι του ενεπλάκη έμμεσα σε μια βεντέτα, οπότε εγκατέλειψαν την μητρόπολη των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ένας από το σόι του Χαραλάμπη, δηλαδή του συντέκνου του Μίχαλου και σάντολου του Βάσιλα, ξεκοίλιασε “έναν μασκαρά, ένα βρομιάρη, μια μαγαρισά των αντρώς”, σύμφωνα με μαρτυρίες προφανώς από την πλευρά των θυτών.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σε μία αρραβώνιαση του σογιού του Χαραλάμπη, σέρβιρε μια ξαδέρφη για τα καλορίζικα. Ο δίσκος περιeλάμβανε μια μποτίλια τσικουδιά, ρακοπότηρα και πιατελάκια με σταφίδες και στραγάλια. Το θύμα έτεινε το χέρι του στον δίσκο τον οποίο περιέφερε η “αξαδέρφη”, η οποία όμως ήταν νυμφευμένη με τον θύτη. Μετά το φονικό, το σόι του φονιά διατεινόταν ότι της έβαλε χέρι, “τσ’ άγγιξε τα βυζά εξεπίτηδες”. Το δε σόι του φονευμένου επέμενε πως ο νεκρός απλώς προσπάθησε να κεραστεί ο ίδιος από τη μποτίλια γιατί “η αξαδέρφη επέρασε απ’ ομπρός του  δίχως να τονε τρατάρει”. Η υπερβολική ρακοποσία όμως, έτσι κι αλλιώς, δε βοήθησε να δοθεί μια αντικειμενική ερμηνεία κι ούτε βέβαια συγκράτησε το χέρι του φονιά.

Έτσι, δύο οικογένειες ολάκερες ξεριζώθηκαν από τους πρόποδες του Ψηλορείτη, το σόι του φονιά και του συντέκνου του. Φορτώθηκαν μπόγους, γερόντους και παιδιά και πήραν το δρόμο της εσωτερικής προσφυγιάς. Κάποτε βρέθηκαν στον όμορο νομό, στα ανατολικά, στο νομό Ηρακλείου, που πρέπει να επισημάνουμε ότι βγάζει καλόκαρδες πλην έξυπνες γυναίκες, φροντιστικές αλλά ταυτόχρονα φλογερές, καθώς η ομάδα αποφάσισε να κάνουμε ευλογήσουμε τα γένια μας, να κάνουμε γκρίζα διαφήμιση.

Στ΄ Αστερούσια Όρη είχαν μεταναστεύσει, για αντίστοιχους ή και άλλους λόγους, προγενέστερα άλλοι Ανωγειανοί. Να μην τα πολυλογούμε, στον καινούργιο τόπο ο Μίχαλος απέκτησε εφτά παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και αφού την ξέκανε από τις πολλές γέννες και τις πολλές χειρωνακτικές εργασίες, έσπειρε άλλα πέντε κοπέλια στη δεύτερη. Το όλον δώδεκα.

Εκτός από πολλά παιδιά, ο Μίχαλος απέκτησε και μεγάλη περιουσία καθώς οι Τούρκοι είχαν αφήσει πίσω τους τα κτήματα, ταμάμ για τους νέους κατοίκους της περιοχής η οποία έβριθε ιδίως από βοσκοτόπια.

Στα δώδεκα παιδιά, πρώτος γιος ο Βάσιλας, όπως προείπαμε. Άρα υπαρχηγός της μεγάλης οικογένειας και επιστάτης των πολλών εργατών ήδη από τα δέκα του. Ευτύχησε λοιπόν κοινωνικά και οικονομικά, οπότε για την ώρα κίνδυνος να αποδημήσει πρόωρα εις Κύριον, μάλλον έδειχνε να έχει αποσοβηθεί.

Επειδή ωστόσο θέλουμε να διαλύσουμε τυχόν στερεότυπα περί του είδους της επιστασίας του αλλά και του αισθήματος της ιδιοκτησίας ας πούμε πάλι δυο λογάκια. Ο Βάσιλας δεν εξελίχθηκε σε ένα μοχθηρό κτήνος όπως ο Κέρλι στο μυθιστόρημα του συναδέλφου Στάινμπεκ στο “Άνθρωποι και ποντίκια”. Υπήρξε δίκαιος και μάλλον ανεκτικός, αν όχι συμπονετικός προς το εργατικό δυναμικό. Εκείνο όμως που μεταβλήθηκε άρδην όταν συνειδητοποίησε ότι έχουν πια περιουσία είναι η αντίληψή του περί ισοκατανομής του κεφαλαίου.

Όμως, για να προχωρήσουμε παρακάτω, ενώ ζούσε ευτυχισμένος ήρθε κάποτε η ώρα που ερωτεύθηκε σφόδρα. Η έλευση του έρωτα στη ζωή του ανθρώπου προκαλεί κατά βάση αναστάτωση και κάπου εδώ μπορείτε να κάνετε ένα διάλειμμα να φτιάξετε καφέ ή να ανάψετε τσιγάρο, αν και μέλος της ομάδας μας θέτει σοβαρές αντιρρήσεις ως προς αυτή μας την προτροπή ως ειδική επί της δημόσιας υγείας. Παρόλαυτα, με δημοκρατικές διαδικασίες αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε την παραίνεση με την υποσημείωση να μη το δέσετε και σκοινί κορδόνι.

Η κοπέλα η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο του πόθου, διέθετε μια εκθαμβωτική ομορφιά. Διέθετε πράσινα μάτια, ροδαλά ζυγωματικά, κόκκινα χείλη, σταρένια επιδερμίδα και καστανόξανθα μαλλιά δεμένα πάντοτε σε περίτεχνες πλεξούδες τυλιγμένες σε έναν κότσο που διέσχιζε σαν ρυάκι το καλοσχηματισμένο μέτωπό της. Διακρινόταν δε από ένα βλέμμα τόσο άδολο κι ένα χαμόγελο τόσο ενάρετο, ώστε θα αποτολμούσαμε να την συγκρίνουμε με την εικόνα της Παναγίας, όπως την έχει καθένας μας στο νου του, όχι όπως τις αγιογραφίες της χριστιανορθόδοξης παράδοσης όπου αναπαρίσταται αυστηρή, αν όχι βλοσυρή η Μεγαλόχαρη, γεννώντας μας εύλογες απορίες τις οποίες όμως θα πραγματευτούμε σε έτερο πόνημα. Το μόνο της ψεγάδι της κοπέλας ήταν το υποκοριστικό της, Κωστούλα εκ του Κωνσταντίνα.


Ωστόσο, όπως σε κάθε εμπνευστικό για την τέχνη έρωτα, υφίστατο ένα άλυτο πρόβλημα. Οι έρωτες οι οποίοι καταφέρνουν να υπερβούν σύντομα τις δυσκολίες θεωρούμε ότι δεν εντυπωσίασαν ούτε τις αναγνώστριες του Ρομάντζο, στίβες των οποίων μπορείτε να εντοπίσετε στα παλιατζίδικα πέριξ της πλατείας Αβυσσηνίας στο Μοναστηράκι, όπου θα επιβεβαιώσετε την παρατήρησή μας. Η Κωστούλα ήταν τέσσερα, μπορεί και πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον ερωτοχτυπημένο Βάσιλα. Το γεγονός ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, ένα απαγορευτικό στοιχείο για τη σύναψη ερωτικής σχέσης -δηλαδή γάμου- σύμφωνα με την ηθική της τοπικής κοινωνίας.

Η αμφιταλάντευσή μας ως προς την ηλικιακή διαφορά των δύο νέων, η οποία φάνταζε χάσμα και ταμπού στον μεσοπόλεμο, έγκειται στο ότι η δήλωση των γεννήσεων στην αρμόδια Αρχή συντελούταν πολύ ετεροχρονισμένα, σαν τύχαινε δηλαδή κάποιος να επισκεφτεί τη Χώρα, όπου έδρευε το Ληξιαρχείο, σε ένα μήνα, δύο, μπορεί και μετά από κανα’ χρόνο.

(Μέλος της συγγραφικής μας ομάδας έθεσε το ερώτημα αν υπήρξε άνθρωπος στην Κρήτη που έζησε ολότελα αδήλωτος στο Ληξιαρχείο, αλλά μία τέτοια παρέκκλιση από το κύριο θέμα της παρούσας αφήγησης θα εκνεύριζε και την/τον πιο καλόπιστη/ο αναγνώστριά/τη μας, οπότε η πλειοψηφία αποφάσισε να μην ασχοληθούμε με αυτό το ερώτημα).

Η βεβαιότητά μας δε ότι ο Βάσιλας ανήκε στο ζώδιο του Κριού βασίζεται στο ότι γεννήθηκε πρώτη του μήνα, Πρωταπριλιά συγκεκριμένα, αν και διατηρούμε σοβαρές αμφιβολίες ότι το April’s fool ήταν ένα έθιμο διαδεδομένο και στην οροσειρά της Ίδας το 1922, οπότε και γεννήθηκε ο κεντρικός μας ήρωας.

(Στο σημείο αυτό, μέλη της συγγραφικής μας ομάδας, επιθυμούν να καταγγείλουν την “καταφανώς σεξιστική, επαίσχυντη κι αυθαίρετη απόφαση” να αποδώσουμε στον Βάσιλα τον χαρακτηρισμό “κεντρικός χαρακτήρας” εφόσον καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη και εντέλει κατάληξη της ιστορίας μας θα διαδραματίσει η Κωστούλα. Προς απάντηση, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, έθεσαν ως κύρια δικαιολογία το ποσοτικό ζήτημα, ότι δηλαδή εφόσον τα 4/5 του παρόντος καταλαμβάνονται από την εξιστόρηση της ζωής του Βάσιλα, δικαιωματικά του απονέμεται ο όρος “κεντρικός ήρωας”. Η φεμινιστική πτέρυγα υπαναχώρησε με τον όρο να απαλειφεί ο όρος “ήρωας” και να επαναπροσδιοριστεί ο χαρακτηρισμός ως “ο κατά την ποσοτική διάσταση κεντρικός χαρακτήρας”, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό προκειμένου να τελεσφορήσει η κοινή μας προσπάθεια συγγραφής μιας ερωτικής ιστορίας ως απάντηση στις επικρίσεις ότι τα κείμενά μας είναι σχεδόν αποκλειστικά πολιτικά και φλερτάρουν επικίνδυνα με την στρατευμένη τέχνη. Κλείνει η παρένθεση και ευχαριστούμε για την κατανόηση και την υπομονή σας.)

Την πρωταπριλιά πια του 1938 ο Βάσιλας θα έκλεινε τα δεκάξι. Τα γενέθλια όμως ως αμιγώς αστικό έθιμο δεν εξασκείτο στην ύπαιθρο και δη προπολεμικά. Γνωρίζοντας όμως ο ίδιος ότι έχει γεννηθεί σαν σήμερα, και πρωτοπόρος λόγω ιδιοσυγκρασίας, οργάνωσε ένα γλέντι στο σπίτι του να το γιορτάσει με πεντέξι φίλους του και να ξεδώσει από τον νταλκά. Γλέντι χωρίς μουσική όμως δεν νοείται, οπότε κλήθηκε ένας λαουτιέρης από το πλησιέστερο χωριό. Αν έχεις λεφτά, ή έστω ένα άλογο και ένα ντενεκέ λάδι, όλα γίνονται. Αφού ήπιαν τα παλικάρια ρακή για να ανοίξει η όρεξη, κρασί με το φαϊ και ρακή για τη χώνεψη, πήραν να τραγουδούν ίσαμε τα μεσάνυχτα.

Το γλεντοκόπι αντηχούσε σ’ όλο το χωριό γιατί, καθώς η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας δεν εξαπλωνόταν στην επικράτεια με ταχύτητα φωτός, σύσσωμος ο οικισμός ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι και την σιγαλιά της νύχτας.

Κι αφού πια είχε φανερωθεί η εορταστική ατμόσφαιρα στο αρχοντόσπιτο, ο Βάσιλας πήρε την παράτολμη απόφαση να φανερώσει και τον έρωτά του. Η απόφαση πάρθηκε όταν ο λαουτιέρης έπαιξε την μαντινάδα που εξέφραζε μέχρι τον πυθμένα της ύπαρξής του τον κατά την ποσοτική διάσταση κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας μας.

“Το ένα μου χέρι στη φωθιά και τ’ άλλο στο μαχαίρι
ή θα καώ ή θα σφαγώ ή θα σε κάμω ταίρι.”

Γιατί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πυροδοτήθηκε ο αυτοκτονικός ιδεασμός και αποφάσισε πως αντί να εγκαταλείψει νωρίς τον μάταιο τούτο κόσμο (μας συγχωρείτε για την επανάληψη της αξιολογικής κρίσης περί της ύπαρξης), προτιμούσε να τα παίξει όλα για όλα προκειμένου να αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου, χωρίς το οποίο όλα έμοιαζαν ανούσια, αν όχι φρικαλέα.

“Σηκωθείτε απάνω μρε ΄σεις” πρόσταξε τη συντροφιά του, η οποία και υπάκουσε. “Θα πάμε να τση κάμουμε καντάδα κι ό,τι γενεί.” Πόρισε την πόρτα όξω και οι άλλοι εκλούθηξαν από πίσω ντου.

Λίγο μετά, τρεκλίζοντας και παραπατώντας, οι πέντε φίλοι και ο οργανοπαίχτης βρίσκονταν κάτω από το κονάκι της Κωστούλας. Ο λαουτιέρης τους έκανε νόημα να μη βγάλουν άχνα ίσαμε να κουρδίσει το έγχορδο, οπότε ακουγόταν μονάχα η κουκουβάγια και το τριζόνι. Αφού τέλειωσε το κούρδισμα, ο κοντοχωριανός μουσικός πήγε και στάθηκε κάτω από το μπαλκόνι, χρησιμοποιώντας το κατώφλι σαν υποπόδιο προκειμένου να ακουμπήσει το λαούτο στον μηρό του, αλλά και να γλιτώσει τυχόν κουβάδες με νερό από την οικογένεια της Κωστούλας, η οποία εξάλλου καθόλου δεν είχε δείξει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό πάθος του Βάσιλα.

Ένα ταξίμι μινόρε, αισθαντικό και παραπονιάρικο, στρώθηκε χαλί να τραγουδήσουν ήρεμα κι αδελφωμένα τα πέντε κοπέλια την μαντινάδα:

“Ξύπνα και ‘ρώστησε η αυγή ξύπνα και ξημερώνει
ξύπνα και φάγανέ με μπλιο οι εδικοί σου πόνοι.”

Ο έρωτας είχε πια φανερωθεί με το πρώτο φως της αυγής.

Η Κωστούλα τον είχε επίσης ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή, όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους καθώς εκείνη κουτσοκόρφιζε στο διπλανό αμπέλι κι εκείνος παρίστανε τον επιστάτη. Και τον ερωτεύτηκε, όχι γιατί ήταν αφεντικό μα γιατί έτσι απλά, ταίριαζαν, όπως φάνηκε στα εβδομήντα δυο χρόνια που έζησαν ζευγάρι.

Ήταν η μοίρα τους να σμίξουν και να γεράσουν μαζί, διατηρώντας το ερωτικό ανάμεσά τους, ακόμα κι όταν πια ο χρόνος έσκαψε άγρια τις μορφές τους. Ο τρόπος που την κοιτούσε, ο τρόπος που τον κοιτούσε φώτιζε τα πρόσωπά τους μέχρι το τέλος. Σαν το πρώτο φως εκείνης της αυγής. Κι ο έρωτας τον έσωσε από τον θάνατο.



30/12/19

λαχείο

Τα πρώτα χρόνια της μετοίκησης στην πόλη, ακολουθούσε τον άρρητο νόμο της ευταξίας στα τάγματα των μπουγάδων. Τα σώβρακα πλάι στα σώβρακα, τα πουκάμισα πλάι στα πουκάμισα και οι κάλτσες ζευγαρωμένες. Με τα χρόνια πλήθυναν τα παιδιά, αυγάτεψε και ο ρουχισμός, λιγόστεψε ο χρόνος, μειώθηκε και η έγνοια της τι θα πουν οι γειτόνισσες αν τύχει και ελέγξουν τον ακάλυπτο. Αράδιαζε στο σύρμα τα ρούχα όπως να’ ναι, ώστε από τακτικός στρατός η μπουγάδα μετατράπηκε σε βενετσιάνικο καρναβάλι.

Τα πρώτα χρόνια σιδέρωνε ό,τι υπήρχε στον μπόγο με τα πλυμμένα, από ζιπουνάκια μέχρι λινά τραπεζομάντηλα. Με τα χρόνια πλήθυναν τα παιδιά, αυγάτεψε και ο ρουχισμός, λιγόστεψε ο χρόνος, μειώθηκε και η έγνοια της τι θα πουν οι επισκέπτες αν τύχει και ελέγξουν τις ντουλάπες. Παράδειγμα, οι πετσέτες διπλώνονταν ασιδέρωτες, οπότε με τον καιρό το κουσκουσέ τους τρίχωμα σκλήρυνε, γίνονταν αγριοπετσέτες, σου έγδερναν το πρόσωπο το πρωί, μπορεί και να έκρωζαν. Σιδέρωνε αυτά που φαίνονταν και μοναχά τα παιδικά εσώρουχα, γιατί ακουμπούσανε κατάσαρκα τα κορμάκια τους.

Ο άνδρας της ξυπνούσε αχάραγα, δούλευε όλη μέρα, γυρνούσε σπίτι, πλενόταν, έτρωγε, κοιμόταν, ξυπνούσε, έβλεπε τηλεόραση, κοιμόταν. Η μόνη του έξοδος ήταν κάθε Τετάρτη μέχρι το πρακτορείο ΠροΠο. Τζόγαρε χωρίς να έχει ιδέα από μπάλα. Ήθελε όμως να κερδίσει, να πάρει μια BMW και ένα τριώροφο σε άλλη γειτονιά, στο ένα να κάθεται με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, στο άλλο τα πεθερικά του για να μην είναι στο λυόμενο και το τρίτο θα το νοίκιαζε. Στο δικό του θα είχε και ξύλινη κάβα με πάγκο και πολλά ουίσκι, όπως αυτά στις διαφημίσεις.

Όμως δεν κέρδιζε. Ούτε καν έβλεπε ποδόσφαιρο, γιατί είχε μυωπία και δεν το έκανε η καρδιά του να φοράει γυαλιά. Δε ταίριαζαν με το μουστάκι, παρεκτός αν ήσουν κριτικός κινηματογράφου. Μα αυτός ήταν εργάτης στη Βιομηχανική. Κι όταν παρακολουθούσε κάποια ματς με την παρέα, δε διέκρινε καλά τη μπάλα, πάντα γιουχάιζε, σιχτίριζε ή πανηγύριζε με ελαφρά χρονοκαθυστέρηση, σαν αντίλαλος των υπολοίπων. Όσο γι’ αυτό το γαμημένο το οφσάιντ ποτέ του δε μπόρεσε να καταλάβει πότε δίνεται. 

Αλλά συνέχιζε να παίζει ΠροΠο ελπίζοντας να πιάσει την καλή. Μια φορά τον είχε βρει μπόσικο ο “Μαραντόνας”, ένας σχεδόν συνομίληκός του, τριαντάρης, ο οποίος περνιόταν για μεγάλος μπαλαδόρος, γόης και ξύπνιος. “Πάλι θα πιάσεις 13άρι; Ρε τι θα τα κάνεις τόσα λεφτά;” του είχε πει καθώς εκείνος έβγαζε από το πορτοφόλι εκατόν είκοσι δραχμές να πληρώσει για το δελτίο. 

Γύρισε σπίτι, έβαλε να δει τηλεόραση αλλά η οθόνη έκανε παράσιτα και από το ηχείο δεν ακουγόταν κιχ. Όλοι οι άλλοι στη γειτονιά είχαν αγοράσει πια έγχρωμες, μονάχα εκείνοι βολεύονταν ακόμα με την ασπρόμαυρη. Σηκώθηκε και της έριξε μια καρπαζιά στο πλάι να συνέλθουν οι λυχνίες. Αλλά, ενώ έφτιαξε η εικόνα, ο ήχος αποσυντονίστηκε τελείως . Κάθησε πάλι στον καναπέ πίνοντας Χένιγκερ και τρώγοντας παξιμάδι, τσακιστές ελιές και σαρδέλες με καυτερή πιπεριά.

-Χαμήλωσέ τη, είπε η γυναίκα του, δε βλέπεις ότι έχουν πάει για ύπνο τα κοπέλια;
-Δε χαμηλώνει, της απάντησε φτύνοντας το κουκούτσι από την ελιά. 
-Πέταμα θέλει, μουρμούρισε εκείνη, αλλά είσαι και άξιος να πάρεις μια καινούργια;

Τότε αυτός σηκώθηκε όρθιος και έβαλε μια φωνή στα παιδιά να παρουσιαστούν στο καθιστικό. Βγήκαν από το υπνοδωμάτιό τους και στήθηκαν μπροστά του.

-Ακόμα δεν βάλατε τις πιτζάμες σας; έσπευσε να τα ρωτήσει η μαμά τους. Ο πατέρας την αγριοκοίταξε, δεν ήταν η σειρά της να μιλήσει.

-Ποιος χάλασε την τηλεόραση; τα ρώτησε αυτός.

Εκείνα στιγμιαία σάστισαν, έπειτα άρχισαν να κατηγορούν το ένα το άλλο, να τσακώνονται, ώσπου έπεσαν κάτω και πάλευαν. 

Ο πατέρας τους έβγαλε τη ζώνη από το παντελόνι του και τα μαστίγωσε στα τυφλά σαν ένα μπόγο στο πάτωμα.

Ύστερα βγήκε έξω και χτύπησε πίσω του την πόρτα βλαστημώντας. Πήγε στην πίσω αυλή έκοψε με το κλαδευτήρι το συρματόσχοινο για τη μπουγάδα, το πέρασε στο λαιμό του, το έσφιγγε, το έσφιγγε, μόλις γούρλωσε τα μάτια κι ένιωσε να πνίγεται, το πέταξε πέρα. Μετά, βρήκε τη σκάλα, ανέβηκε στην ταράτσα, μόλις σίμωσε στο στηθαίο, το μετάνιωσε. Τελικά βάλθηκε να φτιάχνει την κεραία.

Εκείνη τα βοηθούσε να γδυθούν και να φορέσουν τις πιτζάμες τους. Κοιτούσε τις χαρακιές στα κορμάκια τους και δάγκωνε τα χείλη της. Έσκυψε πρώτη φορά να τα φιλήσει για καληνύχτα, όπως είχε δει να κάνουν στις ταινίες. Μια στάλα αίμα έβαψε το καλοσιδερωμένο φανελάκι. 

"Ο γάμος είναι λαχείο", έλεγε η γιαγιά της. Μ' αυτόν τον άντρα θα ζούσε αλλά θα τον μαχαίρωνε συχνά στα όνειρά της.





29/12/19

ωραίος πόνος

"Η γλώσσα μου, γιατρέ, πονάει πάνω αριστερά", είπε σουφρώνοντας τα χείλη, σφραγίδα πως ό,τι έλεγε αλήθεια ήταν.

"Ο πόνος σας; Πώς είναι ο πόνος σας; Βαρύς για αλαφρύς, μουντός για διαυγής, συνεχής για διακοφτός, λιτός για πλουμιστός;" ρώτησε πατικώνοντας τα γυαλιά στη ράχη της ρινός, σύμπτωμα ενδιαφέροντος.

"Γαζωτός", απάντησε κείνη και ξεροκατάπιε το σάλιο της σαν περασμένο από ραπτομηχανή.
Ο γιατρός πάτησε τον αντίχειρα στο γραφείο κι έφερε μισή σβούρα τα υπόλοιπα δάχτυλα, όπως διαβήτης στο χαρτί να γράφει ημικύκλιο. Είχε ζηλέψει το κουστούμι που έραψε στον πόνο. Μοδίστρα ήταν βέβαια, δικό της το γαζί, δικά της και τα τόπια, αλλά στάσου μια στιγμή, ποιος έχει δεκαοχτώ χρόνια σπουδές και ποιος πεντέξι, τέσσερα;

Σηκώθηκε, κουμπώθηκε, έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα.

Η Ρηγώ στάθηκε ασάλευτη, μισό αιώνα αφίλητη, πάγωσαν τα μάτια της, χύθηκαν δυο σβώλοι κρούσταλλα στο χώμα, ένα λουλούδι άνθησε γαζωτό, σφυριά τη σφυριά, ωραίος πόνος.


(Δημοσιευμένο στη "Θράκα")

3/10/19

ψεύτη κόσμε!

Πάχνη, πάχνη, παγωνιά, μπούζι και αγιάζι. Γύρω- γύρω χριστιανικές εορτές, τρίγωνα κάλαντα, πρωτοχρονιά, πρώτη χιονιά, βουνοκορφές πασπαλισμένες ζάχαρη άχνη κρύσταλλα, κουραμπιέδες παγωτό. Στους πρόποδες χωριό.
Ωστόσο: μάνα γη και θάνατος δε νιώθουν από αργίες, ήτοι τα λιόφυτα απαιτούν συγκομιδή, ο παγετός θερίζει μοναχός του τον καρπό, η αρρώστια παίζει τυφλόμυγα κι ο Χάρος όποιον πάρει. Οπότε, ο γέρος στην ελαιοπαραγωγή μέσα στη βαρυχειμωνιά, έχοντας περάσει πνευμονίες και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, με κρασαρισμένο αναπνευστικό σύστημα και δυόμιση πακέτα τσιγάρα τη μέρα, απέθανε.
Ο  αγροτικός γιατρός έσπευσε επιτόπου, διαπίστωσε το μοιραίο, άφησε μια προφορική πιστοποίηση θανάτου καθώς και μία σειρά οδηγιών στη χήρα πλέον δια τα περαιτέρω. Ωστόσο παρέμενε προβληματισμένος. Η συμπεριφορά της κυρίας Ερωφίλης έμοιαζε πέρα από το αναμενόμενο. Επέμενε πως ο άντρας της απλώς κοιμάται βαριά, δικαιολογώντας τον πως χρειάζεται ανάπαυση, οπότε θα ησύχαζε κι αυτή μια στάλα από βήχα, φλέμματα, φωνή βραχνή, ντουμάνια στο καπακωμένο σπιτικό. Διατηρούσε δε τη βεβαιότητα ότι θα ξυπνήσει εντέλει.
Ο εκτελών υπηρεσία υπαίθρου νεαρός ιατρός στο άκουσμα της ερωφίλειας εκδοχής περί της κατάστασης του συζύγου της αναρωτήθηκε αν έπρεπε να της είχε συνταγογραφήσει ενα ηρεμιστικό per os ή θα έπρεπε να καταφύγει σε ενδοφλέβια χορήγηση. Εν πάση περιπτώσει, θα την επισκεπτόταν αργότερα μαζί με το ασθενοφόρο για τη διακομιδή στο νοσοκομείο, οπότε θα έπραττε αναλόγως.
Κλείνοντας πίσω του την αυλόπορτα, έφερε στο νου του το βιβλίο «Ο παλαιός των ημερών» του Παύλου Μάτεσι. Η θεία του Ελισαίου, του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Αντίθετα, κατηγορούσε τους νεκρούς πως είναι οι μεγαλύτεροι ψεύτες, πέφτουν για ύπνο και δε σηκώνονται.
«Αυτός μπρε πολυκουράστηκε ετούτεσες τσι μέρες γιατί εσηκωνούντανε από την ταχυνή  και τονε πόνιε ο κόκκαλός του, ίδια επαέ, θωρείς; Πράμα δε του κάμανε τα φάρμακα που τού ‘γραψες, μα δεν είπα σου κουβέντα μη σε στεναχωρέσω γιατί είσαι και μικιός και δε τα πολυκατέχεις φαίνεται και γράφεις άλλα των αλλώ. Κι έμενα πονούνε τα κόκκαλά μου μα ίντα να κάμω;  Ήβανα τον Ανέστη και με πότριβε κι έγειαινε μιαολιά ο πόνος. Εδά που κάνει το ποθαμένο ίντα θα γενώ;»
Αυτά λίγο- πολύ είχε χειμαρρωδώς εκστομίσει η γυναίκα του νεκρού και ο νεαρός επιστήμων τα άκουσε εμβρόντητος. Εκείνο το τελευταίο, ότι παριστάνει τον πεθαμένο, τον είχε αφήσει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
«Ίντα χάσκεις μπρε; Δε το κατέχεις κοντό πως δε ποθαίνουνε οι αθρώποι μόνο θέτουνε και κοιμούνται; Το γινάτι δε τσ’ αφήνει να σηκωθούνε γιατί κάνουνε οραμάι  τσοι ποθαμένους. Επαέ ξανοίξετε ένα μακαρίτη!» είπε σκουντώντας τον Ανέστη, ο οποίος μας είχε μόλις αφήσει χρόνους.
Ο γιατρός επανέλαβε αποσβολωμένος κάποιες οδηγίες για τη νεκροψία και το πιστοποιητικό θανάτου και βάδισε κατά την εξώπορτα. Πίσω του η κυρία Ερωφίλη συνέχιζε.

«Άμε στην ευκή του Θεού. Θα τονε ‘φήσω να θέσει μιαολιά κι ύστερα θα  τονε σηκώσω.»
Μόλις αποχώρησε ο γιατρός, η κυρα-Ρωφίλη ζαλώθηκε τις γαλότσες της κι έναν κουβά και κίνησε κατά τον στάβλο. 

Έξω ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό, μουσκεμένο χώμα, καταιγίδες έριχνε τη νύχτα. Ο ουρανός είχε πάρει να καθαρίζει. Από τα μεγάφωνα έψαλλε ο παπάς. Κάποιες μαύρες κουκκίδες κατηφόριζαν προς την πλατεία του χωριού όπου ήταν χτισμένη η εκκλησία. Το σπίτι του Ανέστη βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού.
Η Ρωφίλη πλησίασε την κατσίκα αλλά αυτή περισσότερο από κάθε άλλη φορά αντιστεκόταν στο άρμεγμα, αποφεύγοντας σθεναρά την αφεντικίνα της. Όμως δεμένη καθώς ήταν και έγκλειστη στον αχυρώνα, αντιλαμβανόταν ακόμα και ως απλό τετράποδο το μάταιον της απόδρασης. Τελικά η Ρωφίλη καβάλησε το ζωντανό, άρπαξε τα μαστάρια του από τις ρώγες και γρύλλισε.
«Ετά στάσου να μη σου τη παίξω μεσοκέφαλα με τη χαχαλόβεργα, εξέβγαλές με κι εσύ, δαίμονα. Δε ‘α σηκωθεί ο κύρης μου; Θα σε σφάξουμε να ξεμαγαρίσουμε, εγανάχτησα να σε ταΐζω και να σε ποτίζω και να μη στένεσαι ούτε να σ’ αρμέξω δαίμονα τω δαιμόνω.»
Μόλις χύθηκε και η τελευταία σταγόνα από τα βυζιά της κατσίκας, η Ρωφίλη, παρά τα χρόνια της, ξεπέζεψε με αστραπιαίες κινήσεις  από τη ράχη του θηλαστικού και σήκωσε τον κούβα για να μην τον κλωτσήσει ο «δαίμονας». Κατόπιν πέρασε στο κονάκι της όπου έβρασε μια κατσαρόλα γάλα στο πετρογκάζι. Έσπασε κομμάτια ένα κομμάτι παξιμάδι εφτάζυμο.
«Να φα’ θες ή θα πομείνεις νηστικός;» ρώτησε τον επί πενήντα έξι χρόνια σύντροφο της ζωής της, αλλά δίχως να λάβει απάντηση. Αγνόησε την αγένειά του, ευχαριστήθηκε το προσφάγι κι έκανε το σταυρό της. Έπειτα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έβαλε τα χέρια στη μέση της και κοίταξε βλοσυρά το πτώμα.
“Σήκω απάνω οι διαόλοι να σε πάρουνε. Μα ίντα λέω; Απού σε πήραν και σε πογύρανε μαθές. Αλλά δε τα πιστεύγω εγώ τα ψόμματά σου. Εδά κοντό και Θέ’ μου ευρήκες να ποθάνεις ν ́αφήσουμε μέσα- πέρα τσ’ ελιές; Κατέχεις το πως δεν έχω ποιος θα μου συντράμει ν ‘απομαζώξουμε, απού έχουνε βεντέμα οφέτος τα λιόφυτα. Εφταρμίσανέ ντα οι λιόχεντρες “Ξάνοιξε εκέ Ρωφίλη ανθό απού  ́χουνε τα μουρέλα σας, ίντα θα το κάμεις τόσονα λάδι;” Ντα α' δε τσοι κλαδεύγαμε ετσά πιτήδεια, α' δε τος ερίχναμε τα λιπάσματα κι α' δε τσοι ψεκάζαμε να μη τσι φάει ο δάκος, ήθελα να σας επώ εγώ ίντα βεντέμα ήθελα ν' είχανε. Τάξε πως τό’ χανε σκεδιασμένο οι σκρόφες και εδά πάνω στην ώρα επήρανέ μου μου εκειονέ το Μπακιστανό, Αφγανό, ίντα διαολους είναι δε γατέχω, ποιος τσι αναμάζωξε επαέ χάμαι και γενήκανε μιλιούνια, όι ψόμματα, μιλιούνια δεν είναι αυτοί μπρε, γιατί δεν θα τσι ξεσυνοριζόμασταινε με την Ευτέρπη του Κοτσυφομανώλη και την Βαγγελιά του Κουκούβελου. Ίδια μέσα από κονάκι ντου τον αρπάξανε οι σκάρες, “εσύ” λέει “Ρωφίλη έχεις μπρε τον Ανέστη να σου συντράμει να μαζώξετε, μόνο άφησε μας τούτονα το κακορίζικο, κι αν εζοριστείς, θα κάμουμε συμισακά”.
Να, πουλίδια στα μάθια μου, τος ήδωκα το Γιαννιό η παράωρη και εδά ήκατσα στο καζίκι. Μα ίδια στο καζίκι του αλλουνού του Βούργαρου, του Αλβανού, από πού διάολο ήντονε, εκειοσές ο Βασίλης, θυμάσαι τονε κοντό, απού ήφυγε πρόπερσι και μας ήφηκε στα κρύα του λουτρού και δεν εκουτσοκορφίσαμε τ’ αμπέλια, οι διαόλοι στο κοιλίδι του, εδά που το θυμήθηκα.
Ίδια στο καζίκι του Βούργαρου φαίνεται εκάθουντανε και η νύφη τση Βαγγελιάς και πόμεινε βαρεμένη, ντα αυτοί μπρε δεν εκάνανε κοπέλια, πόσα χρόνια ήντονε παντρεμένοι με το γιο τση Βαγγελιάς και πολεμούσανε ν’ απομείνει έγκυος, μα πράμα. Κι απήτις  ήρθενε στο χωριό ο Βούργαρος ήκαμε μια κοιλιά να! Κι εκάμανε χαρές που έβγαλε και γιο. Ντα αυτό ‘ναι φτυστό εκειοσές ο Βασίλης, ο βούργαρος, ο ρώσος, μα από πού εκράθιενε δεν γατέχω, εσύ Ανέστη τα κάτεχες ετουτανά, γιατί εκάτεχες και γράμματα. Ήσουνε άνθρωπος σ’ έργου του Θεού μα σε γλωσσοφάγανε με τη ζηλεία και την κακοσκωτία τους, απ’ ης στιγμής δούνε άθρωπο να προκόβγει πέφτουνε απάνω του να τον φταρμίσουνε. Δε με γνοιάζει εμένα, Ανέστη, θέσε ετά χάμαι να αναπάρεις γιατί εξεβγήκες κι εσύ, μόνο λυπούμαι που θα κείτεσαι και δε θα δεις ταχυτέρου το έργο.”
Η Ρωφίλη χαμογελάει σαρδόνια γνωρίζοντας την κρυφή έξη του Ανέστη στο τηλεοπτικό σήριαλ.
“Όι θέλω να δω ανέ κάνεις αύριο βράδυ το ποθαμένο και θα χάσεις το έργο, απού είναι εδά στην πιο κρίσιμή του φάση, γιατί εγώ σου τό’ χω ειπωμένο πως θα τον βρούνε το Ρωμανό που χώνεται ύστερα που ήκαμε τη κομπίνα και ήφαε τα λεφτά τση πεθεράς του, γιατί είναι του διαόλου κάλτσα η αδερφή ντου και τον εκατάλαβε πως αυτός ήκαμε τη δουλειά τση κουνιάδας του και πόμεινε έγκυος και θα τονε μαρτυρήσει η σκρόφα, μόνο να μου το θυμάσαι. Ίδια τάξε με τη νύφη τση Βαγγελιάς και το Βούργαρο, από τη ζωή ‘ναι βγαρμένα. Μα πε’ μου δα πώς θα το κάμει η ψυχή σου να κάνεις τον ποθαμένο και να χάσεις το έργο. Όι, πε μου!
Καλά, μη μιλείς σα δε θες κι εγώ θα σου ζεστάνω πάλι μια φλυτζάνα γάλα τση αίγας. Επήα κι ήρμεξα το δαίμονα, σφάμα θέλει, εγώ σου τό’ χω ειπωμένο, να πέψουμε και ένα γουλίδι τω κοπελιώ στη Χώρα. Αλλά να μου πεις δε τρώνε αυτά τέθοιο ντόπιο κριγιάς, γιατί τος εβρωμεί. Γροικάς; Κάνει και τη πρωτευουσιάνα η εγγόνα σου “βρωμάει γιαγιά” ήλεγε τσοι προάλλες που ήρθενε με τον αρραβωνιάρη και τος έβρασα μιαολιά γάλα, “ντα γατέχετε να φάτε;”, ήθελα τση πω, μα δεν εμίλησα, σα δε θέλει να πιει με γεια τζη με χαρά τζη, δεν επιμένω ‘γώ, γιατί δεν είμαι εγώ άθρωπος να καταδικάζω. Αν εσφίξουνε οι πείνες, θα σου πω ‘γώ πότε θα θέλει να τση πέμπω τα δέματα, σαν όντε ήτονε φοιτήτρια στην Αθήνα, κρίμα στσοι κόπους τω γονέων τση, ούτε δουλειά βρίσκει εδά, ούτε πράμα, μόνο ήλεγε του κύρη τση πως ήθελ’ α’ φύγει, λέει, να πάει στην Αγγλία, στη Γερμανία, δε γατέχω πού στο πύρος, να βρει δουλειά, ναι, σκότω θα τηνε κάμουνε, αυτή μπρε είναι τεμπέλα, μέχρι να σείρει τον ένα τση πόδα, βρωμεί ο άλλος, για πράμα δε κάνει, μα δε λέω ‘ γώ κουβέντα γιατί δε μου πέφτει και λόγος, είναι κι εγγόνα μου, δε πάει όμορφα. Τέθοιαν ωραία οικογένεια εκάμαμε Ανέστη και εδά κάνεις τον ποθαμένο και δε ντρέπεσαι, ίντα ‘παθα. Άνοιξε τα φεγγίδια σου δα μπλιό και εγανάχτησα ν’ ανιμένω, ξανοίξετε επαέ εναν άνθρωπο, να κείτεται και ν’ αφήνει μοναχή τη κερά του.”




2/10/19

Η Αλίκη στο δεύτερο υπόγειο

Πολλές ελληνικές ταινίες έβλεπε μικρή. Από χωριό δεν ήταν αλλά η γειτονιά τόσο στενωπή ώστε σ’ έπνιγε η ναφθαλίνη απ΄τη ντιβανοκασέλα όπου κι αν βρισκόσουν. Είχαν μια ξύλινη ντουλάπα με εσωτερικό καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρα των γονιών. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, χωνόταν στο βεστιάριο πλατεία δύο σε ένα, πρόβαρε την Αλίκη στο ναυτικό με ένα κασκέτο του πατέρα της απ΄ την οικοδομή, την Αλίκη κλοτσοσκούφι με την ποδιά της μάνας της, την Αλίκη στα χτυποκάρδια στα θρανία σκαμπιλίζοντας τον εαυτό της, στο απόγειο της υποκριτικής τέχνης.

Στρώθηκε, διάβασε, πέρασε σε κάποια σχολή στην Αθήνα, πανηγύρια στο σπίτι και στη φτωχογειτονιά -έτσι την ανέφερε αργότερα, όταν της πήραν μια συνέντευξη κι ήταν της μόδας πια η φτώχεια, είχε έρθει η κρίση. Νοίκιασε μια γκαρσονιέρα στο υπόγειο του υπογείου στην Κυψέλη, απέναντι ζούσαν ακόμα τότε αφρικανοί. Το υπόγειο γέμιζε κατσαρίδες, μούλιαζε στην υγρασία, έζεχνε μούχλα, τα μαθήματα στη Φιλοσοφική ήτανε βαρετά και δύσκολα, κι οι συμφοιτήτριες το ίδιο βαρετές και δύσκολες, μια απ’ αυτές την μιμούταν για την προφορά της και οι άλλες γελούσαν. Η μοναδική της φιλενάδα από τα παιδικά χρόνια μπήκε σε σχολή της συμφοράς σε πόλη που αντέχεις ίσαμε σαββατοκύριακο κι αυτό με τη βοήθεια ναρκωτικών ουσιών ή οινοπνεύματος, δεν πήγε καν να γραφτεί, έστω για το πάσο στις συγκοινωνίες. Οπότε μονάχη στην Αθήνα η πρωταγωνίστριά μας.

Ένα βράδυ χτύπησε απέναντι στον μαύρο, μήπως είχε να της δανείσει ένα αρωματικό στικάκι, γιατί το πίστευε ακράδαντα πως η βαριά του μυρωδιά έδιωχνε τις κατσαρίδες περισσότερο κι από το τέζα. Εκείνος βέβαια τα άναβε για να καλύπτει τον καπνό της ινδικής κάνναβης. Όταν της ανοιξε την πόρτα είχε το πρόσωπό του μια έκφραση πανάγια, σαν μελαμψός Χριστός. Πίστευε η ηρωίδα μας, πολύ πίστευε, αυτό να το πούμε, οπότε η μορφή του Ιησού κάπου τη σαγήνεψε. Ο Χριστός της αραπιάς την υποδέχτηκε μ’ ένα αχνό μα όλο θαλπωρή χαμόγελο και ένα ζευγάρι μάτια γλαρά, το φαινόμενο μπελαντόνα, όταν την πίνεις και την ακούς στερεοφωνικά διαστέλλονται οι κόρες των ματιών.

Η κόρη γλάρωσε ομοίως κι ήθελε να του τραγουδήσει “Μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια/ κι ήτανε κι ένας γλάρος με ολόλευκα φτερά”. Αλλά τελοσπάντων είχε καταλάβει πως δε μιλούσε παρά σπαστά ελληνικά, οπότε μάταιος κόπος. Είχε ακόμα μυριστεί πως η Αλίκη no passaran στους κύκλους των πανεπιστημίων της πρωτεύουσας, οπότε γενικά απέκρυπτε τον ασίγαστο θαυμασμό για την εθνική μας σταρ. Κι έτσι κατάπιε το τραγούδι σα λυγμό.

“Get in” της είπε με ένα γλυκό μειδίαμα ο γείτονας με το μακροσκελές όνομα στο κουδούνι, όπου για λόγους ευκολίας συστηνόταν Τζο και τρέχα γύρευε. Ύστερα πρόσθεσε “have a seat”. Με τα αγγλικά καλά τα πήγαινε εκείνη, να το πούμε κι αυτό. Γιατί αν ήθελες να κάνεις διεθνή καριέρα ήταν απαραίτητα. Ο Τζο την πλησίασε με δυο ινδικά στικάκια στα χέρια. Οι παλάμες του λευκές, τα χέρια του μαύρα, χελιδόνια με άρωμα σανδαλόξυλου πετάρισαν σιμά της. Λιγώθηκε, κάθησε πάνω του μόλις κάθησε δίπλα της, καλύτερο γαμήσι ούτε είχε κάνει, ούτε θα ξανάκανε στη ζωή της. Αυτό που ψιθυρίζεται για τα προσόντα της μαύρης φυλής είναι μεν αλήθεια, αλλά ούτε τα πλούσια ελέη του Θεού, ούτε το αισθησιακό ολόψυχο δόσιμό του την εκστασίασε τόσο, όσο ότι της μύριζε διαρκώς ναφθαλίνη σαν τα προικιά της στην κασέλα. Αργότερα του ζητούσε να τη χαστουκίζει, εκείνος αρνιόταν, ούτε οι αράπηδες δεν απέμειναν πια άντρακλες, όπως πιχί ο Δημήτρης ο Παπαμιχαήλ,  άρα  αναγκάστηκε να αυτοχαστουκίζεται τη στιγμή της κορύφωσης κι αυτός μία να απορεί, μια να χαμογελάει με τα καμώματά της.

Χρόνια μετά, όταν κατάφερε να κάνει κάποια παράσταση με μια κολεκτίβα αντάμωσε ξανά τον Τζο ο οποίος είχε σταματήσει να πουλάει CD, δούλευε στο βενζινάδικο απέναντι από την κατάληψη όπου θα παιζόταν ο Ιονέσκο από το σχήμα το εναλλακτικό το ερασιτεχνικό. Τον πλησίασε, τον ασπάστηκε σταυρωτά, η μυρωδιά του νίκησε τη βενζινίλα. Άλλη μεθυστική έξη κι αυτή, με βενζινούλα ένα διάστημα έκανε κεφάλι, γιατί, όταν πια μπήκε στη δραματική σχολή και μεταμορφώθηκε από Αλίκη Βουγιουκλάκη σε PJ Harvey, έβαψε μαύρο το μαλλί, ψαλίδισε αφέλειες μονάχη της για πιο πανκ αποτέλεσμα, χτύπησε κι ένα πολύ ωραίο τατού στον αστράγαλο, αρουραίος που ανέβαινε βραχάκι, έπιναν και σνίφαραν διάφορα. Η μεγάλη ντόπα παρέμενε το χειροκρότημα.

Τη φίλησε πεταχτά στο μέτωπο, εκείνη λιγώθηκε πάλι σαν τότε, ήθελε επιτόπου να φορέσει στολή καμαριέρας, να βάψει το μαλλί ξανθό, να του ζητήσει να κάνουν τέσσερα παιδιά ανοιγοκλείνοντας μάτια με ψεύτικες βλεφαρίδες αλά Τζέσικα Ράμπιτ.

Ο Τζο μιλούσε πια άψογα ελληνικά, ροδάνι η γλώσσα του, της είπε πως ήταν πολύ καλά, σε σχέση, έβγαλε το κινητό και της έδειξε τον γκόμενό του, έναν παίδαρο σαν αυτούς που παίζουν στις τσόντες, μαύρος κι αυτός.

Καθώς απομακρυνόταν η πρωταγωνίστριά μας, σκέφτηκε να πετάξει ένα αναμμένο σπίρτο στο ρυάκι από τη βενζίνα ανάμεσα στα πόδια του, αλλά η κακή σκέψη χάθηκε καθώς της απέσπασε την προσοχή η πινακίδα του πρατηρίου υγρών καυσίμων που έγραφε με καλλιγραφικά σαν παλιός ελληνικός κινηματογράφος “ΤΕΛΟΣ”. Ήταν φανερό πως έλειπε κάποια συλλαβή από την επωνυμία της επιχείρησης. Πάντα κάτι θα έλειπε.

Τη νύχτα μετά την παράσταση στην κατάληψη, βρήκε δυο σβόλους ναφθαλίνη και τους μύριζε ώσπου έβγαλε τα σωθικά της στη  λεκάνη του σπιτιού της στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι.




28/8/19

Δροσουλίτες και μια κόκκινη Βολγκσβάγκεν

"Εμείς οφέτος δεν επήγαμε πουθενά γιατί αργήσαμε να κάμουμε τσι κουρές κι ύστερα όντε πιάσανε οι ζέστες με έπαιρνε ο πατέρας μου στα πρόβατα. Πέρυσι που ήμουνε πιο μικιός επήγα με το θειό μου και τα ξαδέρφια μου στο Φραγκοκάστελλο. Να γράψω θέλει για πέρυσι μα το ίδιο κάνει."

Ο Χαραλάμπης, αφού έγραψε τον παραπάνω πρόλογο, έπιασε να ξύνει το μολύβι του ροκανίζοντας τον χρόνο, ώσπου να τον επισκεφθεί η άπιστη ερωμένη των καλαμαράδων με το σαγηνευτικό όνομα «έμπνευση» και να ανταποκριθεί στο «σκέφτομαι και γράφω» της Γλώσσας της Ε’ Δημοτικού με τίτλο «Πώς πέρασα το καλοκαίρι» αλλά και να εντυπωσιάσει το Κουλιώ, μια συμμαθήτριά του όλο σκέρτσο και νάζι.

Όμως η αλήθεια είναι ότι για τις κτηνοτροφικές οικογένειες στα ορεινά της Κρήτης οι καλοκαιρινές διακοπές σπανίζουν όσο το χιόνι για τους βεδουίνους, η έρημος για τους Εσκιμώους και το πρωτάθλημα για την ΑΕΛ. Έτσι ο Χαραλάμπης, αμάθητος σε διακοπές έπαθε μια ξεγυρισμένη ηλίαση, οπότε την έβγαλε ανάμεσα σε υψηλό πυρετό, εμετούς, ρίγη και χριστοπαναγίες, οι οποίες ενδημούν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Τι τις ήθελε τις διακοπές;

Οι διακοπές, οι εξοχικές κατοικίες και τα συμπαρομαρτούντα είναι επινόηση των Ρωμαίων ευγενών, οι οποίοι αρέσκοντο στα λουτρά, τα σταφύλια, τις χρυσές κούπες, τα δάφνινα στεφάνια και τους καυγάδες σύμφωνα πάντα με τον Αστερίξ και άλλα ιστορικά ντοκουμέντα.

Η σύντομη διακοπή στο αυτοματοποιημένο καπιταλιστικό παραγωγικό μοντέλο διέρρευσε από την άρχουσα τάξη, επεκτάθηκε στην υπόλοιπη κοινωνική πυραμίδα και βεβαίως ευτελίστηκε. Έτσι φτάσαμε από το χλιδάτο παραθερισμό επί Τιβέριου Ιούλιου Καίσαρα στα μπάνια του λαού επί Ανδρέα Παπανδρέου. Αλλά αυτά συμβαίνουν όταν ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός δεν ανακόπτεται από τους αστούς, όταν δεν αναχαιτίζεται η πρόσβαση στις ακτές χάρη στην όμορφη ιδιωτική πρωτοβουλία και τη γλυκιά τουριστική ανάπτυξη.

Έτσι το καλοκαίρι του 1987, κι αφού η πατρίδα μας είχε θριαμβεύσει στο Ευρωμπάσκετ, είχε αποσοβηθεί ο κίνδυνος σύρραξης λόγω παραβίασης της υφαλοκρηπίδας μας από το Σισμίκ στο Αιγαίο, και είχαν πάλι τελματώσει οι συζητήσεις για τον διαχωρισμό Εκκλησίας- Κράτους μετά την οξεία αντιπαράθεση των δύο μερών με αφορμή το νόμο Τρίτση, ο Χαραλάμπης βρέθηκε να παραθερίζει αρχοντικά μέσα σε σμαραγδένια νερά και αντίκρυ σε ενετικά κάστρα.

Ο θείος διέθετε μία κόκκινη κλούβα Βολγκσβάγκεν, την οποία είχε επενδύσει εσωτερικά με κόντρα πλακέ, ώστε να μαλακώσει το γερμανικό το μέταλλο σε ντόπιο ψευτόξυλο και να μπορέσει να υποδεχθεί το στρωματέξ με εμπριμέ πανωσέντονα και άφθονα μαξιλάρια, αφήνοντας χώρο και για μίνι κουζίνα, δηλαδή πλαστικό ψυγειάκι, κατσαρολικά, πιατικά και πετρογκάζ. Προς θεού, το πετρογκάζ δε το άναβαν μέσα στο όχημα, παρεκτός βέβαια αν έπιαναν τα τρελά μελτέμια και ο θείος έπρεπε εξάπαντος να πιει τον γλυκύ βραστό το πρωί, οπότε συντελούταν η κουζουλάδα να ανάψει η φλόγα με κίνδυνο να λαμπαδιάσει και να γίνει αποκαΐδια το αυτοσχέδιο τροχόσπιτο.

Ο θείος του, χεριστής ανυψωτικών μηχανημάτων στο επάγγελμα, μερακλής μάστορας στο χόμπι, περιέφερε με περηφάνια το έργο του, μόνος του έκανε τις μετατροπές στη κλούβα. Φόρτωνε τη γυναίκα και τα δυο ξαδέρφια του Μπάμπη -να σημειωθεί εδώ πως όταν κατέβαινε από τα βουνά στα πεδινά της πρωτεύουσας αποκτούσε υποκοριστικό- ζαλώνονταν θερμός, πτυσσόμενες καρέκλες, λουξάκια, τάπερ, ψάθες και πράσινα φιδάκια αντικουνουπικά και μισανθρωπικά και εξορμούσαν κομβόι με δυο ακόμα οικογένειες στην πάραλο κρητική γη.

"Δεν είδαμε βέβαια τσι Δροσουλίτες γιατί εμείς επήγαμε τση Παναγιάς κι αυτοί βγαίνουνε από το Μάη μέχρι τον Ιούνη. Αλλά είπε μου ο θειός μου πως του χρόνου, πρώτα ο Θεός, θα πάμε την Πρωτομαγιά μπας και τσι δούμε. Δε με γνοιάζουν εμένα τα φαντάσματα, κι ας είναι και στρατιώτες. Μόνο να είμαστε καλά να κάμουμε πάλι στρωματσάδα στο τροχόσπιτο."

Η δασκάλα διάβασε την έκθεση του Χαραλάμπη μέσα στην τάξη. Προοδευτική εκπαιδευτικός, δεν επιθυμούσε να επιβραβεύει μόνο τους άριστους με την ανάγνωση των πονημάτων τους, οπότε τα διάλεγε με κλήρωση. Στην κατακλείδα η κυρία Ματίνα με ένα ειρωνικό μειδίαμα σχολίασε πως δεν ήταν τροχόσπιτο αυτό που περιέγραφε αλλά μια απλή κλούβα.

Το βοσκαρουδάκι, πολλά χρόνια αργότερα έμαθε, χαζεύοντας σε ένα τηλεπαιχνίδι, πως volk θα πει λαός και wagen αυτοκίνητο, όλο μαζί το αμάξι του λαού, και θα της το έλεγε να φανεί πως ξέρει και τι πειράζει που δεν ήτανε κανονικό τροχόσπιτο, τροχόσπιτο ήταν γι’ αυτούς και εξοχικό και θερινά ανάκτορα, αλλά τότε μονάχα λούφαξε στο θρανίο ντροπιασμένος. Και το Κουλιώ πάντως δεν είχε γελάσει.

Αργότερα παντρεύτηκε με το Κουλιώ, αλλά πιάστηκαν στα ορεινά, δεν κατάφεραν ακόμα σήμερα που μιλάμε να πάνε διακοπές το καλοκαίρι, τα ζωντανά θέλουν τάισμα και πότισμα όλο το χρόνο. Έτσι εκείνες οι διακοπές, οι μοναδικές του Χαραλάμπη, ξεθώριασαν με τα χρόνια, έμοιασαν μια οφθαλμαπάτη, κάπως σαν τους Δροσουλίτες, κάτι που ίσως είδε, ίσως και όχι.


(Δημοσιεύθηκε στο "Εξιτήριον")

18/5/19

Προδημοσίευση από τις "Ανάποδες στροφές" στην Εφημερίδα των Συντακτών

«Αν με γυρίσεις τούμπα, δε θα πέσει ούτε δίφραγκο», συνήθιζαν να παραδέχονται οι άνθρωποι σε πιο παραδοσιακούς κοινωνιακούς τύπους, όπου η φτώχεια δεν ήταν ακραίο ταμπού. Στην επαρχιακή πρωτεύουσα, όπου διαδραματίζεται το νέο βιβλίο της Πέλας Σουλτάτου, οι κεντρικοί ήρωες αποκρύπτουν την οικονομική και οικογενειακή κατάστασή τους, τις επιθυμίες τους, τους φόβους τους, ακόμα και την ταυτότητά τους ώστε να συνεχίζουν να είναι αποδεκτοί σαν... κανονικοί άνθρωποι. Οταν όμως η αγία ελληνική οικογένεια αντιστρέφεται, η αποκάλυψη θα φέρει τη σταύρωση.

Απόσπασμα από το βιβλίο δημοσιεύουμε παρακάτω

Στην κουζίνα τον υποδέχεται ένας χαμογελαστός Εσκιμώος, πλαστικό σηματάκι στο ψυγείο, γύρω του πάτσγουερκ φάτσες αθλητών, νεκροκεφαλές, ράλι, φορτηγά, μηχανές, μπάλες, ούφο, λιοντάρια και ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος του Ολυμπιακού, εκβιασμοί για να φάει, «ή θα μου δώσεις να πάρω αυτοκόλλητα ή δεν τρώω», μετά κόλλησε στα καπάκια από αναψυκτικά, έπειτα στην πιο μακάβρια συλλογή, κομμένα κεφάλια τζιτζικιών, ύστερα του εξήγησε ο μικρός αδερφός της μάνας του.

«Τα τζιτζίκια ζουν σαν σκουλήκια στο χώμα κοντά δέκα χρόνια, προτού βγάλουν φτερά να ανέβουν στα δέντρα και να υμνήσουν τη ζωή για ένα μόνο καλοκαίρι», είχε πει σοφά ο Βενιαμίν, καταλήγοντας: «γι’ αυτό, ρε τσόγλανε, μην τα σκοτώνεις έτσι άκαρδα, να πούμε», οπότε ο Μανόλης κατάλαβε πως ο μικρός αδερφός της μάνας του έχει σαλτάρει και, πράγματι, λίγα χρόνια αργότερα, τα μάζεψε και πήγε στο χωριό, όπου κατοικούν πέντε γριές, δυόμισι γέροι, τρεις κότσυφες, οχτώ σαύρες, εκ των οποίων μία κολοβή –τη βρήκε κοτρόνα απ’ ανθρώπου χέρι–, δυο φίδια ολάκερα και μια νυφίτσα, η οποία κατεβαίνει και τρώει τα κεφάλια από τις εφτά κότες, οι οποίες ξαναγίνονται εφτά χάρη στην επιμονή της πιο μουστακαλούς γριάς –αυτή εξέκανε τη σαύρα–, για να ζήσει σαν ερημίτης.

Ανοίγει την πόρτα του ψυγείου, αναζητά την απομίμηση κόκα κόλας που παίρνουν από το πολυκατάστημα όπου δουλεύει η μάνα του, να πιει μόνος του μερικά ουίσκι ακόμα, να πέσει τάβλα, να ξυλιάσει από το κρύο μέσα έξω, οι άλλοι τώρα θα τα σπάνε στην πίστα, πού στο διάολο τα βρίσκουν τα λεφτά μέσα στην κρίση, αν και τελειώνει φέτος, βγαίνουμε απ’ τα μνημόνια, το ’πε ο Τσίπρας, ’ντάξ’, τα πιάσαμε τα λεφτά μας, ρε, πού τα βρίσκουν οι άλλοι κι αυτός μόνος κι απένταρος ανάμεσα σε μια ντουζίνα κοπρίτες, έχουν τον τρόπο τους, σκατά να φάνε!

Του Μάνθου ο πατέρας ταξιτζής, μέσα στη μίρλα και στα νεύρα μια ζωή, ένας σατράπης, έδερνε τα παιδιά του, είχε γκόμενες, αλλά έφερνε καλά λεφτά στο σπίτι, οπότε… Του Παύλου οι γέροι έχουν το περίπτερο στην πλατεία, ξετσούμισε από απλό κιόσκι σε κοτζάμ λούνα παρκ, με κουνιστό αλογάκι και σκαραβαίο με κερματοδέκτη, επιχείρηση-θησαυρός, ειδικά μετά που πίεσαν το δήμο και τους κότσαρε μόνιμα χημική τουαλέτα από δίπλα, να ξαλαφρώνει τη φούσκα του το παιδί, από δεκαπέντε χρονώ βαράει κι αυτό βάρδιες στο κουβούκλιο, εξελίχτηκε σε μεγάλο κόπανο. Ο Αντρέας την έχει καλύτερα απ’ όλους, με μάνα διορισμένη στο Δημόσιο, κάθε δεκαπέντε πέφτουν τα μισθά, και πατέρα ιδιοκτήτη ταξιδιωτικού γραφείου, ο τουρισμός στην Κρήτη δεν ανακόπτεται ούτε αν καταλάβει τον Μυλοπόταμο και το Μονοφάτσι η Χεζμπολάχ, όχι, επειδή κάτι είχε ακουστεί για τον πατέρα του και για παράνομη μεταφορά όπλων με την νταλίκα, τι μαλακίες λέει ο κόσμος, οπωροκηπευτικά κουβαλούσε να φάει, να ντερλικώσει κι η πάνω Ελλάδα, Κρήτη, Γη της Επαγγελίας, ρε, στύψτε κάνα πορτοκάλι, κόψτε καμιά ντομάτα, ντόπια, κι αφήστε τις μπερέτες και τα Μάγκνουμ για όσους ξέρουν να τα χειρίζονται. Ο Θωμάς, μόλις αποστρατευτεί, θα αναλάβει την ψαροταβέρνα του παππού του στο λιμάνι, εκατό φορές κινδύνεψε να της βάλει λουκέτο, εκατό φορές σώθηκε, ο πατέρας του το ’χει ρίξει τελευταία στο πιοτό, «αν δε το αναλάβεις εσύ, Θωμά, πάει το μαγαζί, θα πέσει πείνα», λέει η μάνα του φίλου του, αλλά ο ψάρακας περί άλλα τυρβάζει, ξέρεις τι, έχει όνειρο να μπει στην Εμποροπλοιάρχων, με τους βαθμούς που βγάζει ο ντούγανος ούτε μέχρι Ιχθυοκαλλιέργειας.

Του Μανόλη ο πατέρας είχε βγάλει επαγγελματικό δίπλωμα, φορτηγατζής δηλαδή, μια μέρα, λέει, θα τα κανόνιζε να πάρει άδεια και τότε ποιος τον έπιανε, προς το παρόν τον είχε οδηγό ένας τύπος που είχε μεγάλη μεταφορική εταιρεία με έδρα τον Πειραιά, μαφιόζο τον ανέβαζε, μαφιόζο τον κατέβαζε τον αφεντικό, ένας αυτοκινητιστής στο Ηράκλειο, όπου δούλευε, βάρεσε μπιέλα κι εκείνος έμεινε στον άσο για καιρό, άνεργος, πολλά νεύρα τότε, ξέσπαγε στη γυναίκα του, τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές, αναγκάστηκε να κάνει ό,τι χαμαλοδουλειά υπήρχε για να τα βγάλει πέρα μονάχη της, βρήκε δουλειά με έδρα Πειραιά ο Σήφης, πλήρωνε μια ψευτοδιατροφή λίγο καιρό, μετά την έκοψε, της Μαρίας δεν της περίσσευαν λεφτά για αγωγές και δικαστικά έξοδα, οπότε παγιώθηκε η κατάσταση, ο Σήφης ξαναπαντρεύτηκε, απέκτησε μια κορούλα, πέντε χρόνων πια, πολλά τα έξοδα. Πήγαν να τον χώσουν σε κάτι βρομοδουλειές να κουβαλάει λαθραία μετανάστες από τα νότια παράλια του νησιού μέχρι το Κιλκίς, αλλά δεν ήθελε να μπλέξει, έτσι έλεγε στον γιο του, αλήθεια ή φούμαρα για να παραστήσει τον τίμιο βιοπαλαιστή, ποιος ξέρει;

Επινε τώρα το δεύτερο ουίσκι-κόλα ιμιτασιόν, δεύτερο βρακί να μην είχαν να φορέσουν, το ουίσκι δεν έλειπε απ’ αυτό το σπίτι, έπινε και η μάνα του τελευταία, πού ήταν τέτοια ώρα, οι άλλοι τώρα θα χόρευαν ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια στην πίστα, θα έραιναν με γαρίφαλα τις γκόμενες, θα κατέβαζαν τα ακριβά ουίσκια και θα κάπνιζαν Ντάβιντοφ για φιγούρα, ο Παύλος θα έχει βγάλει πάλι τα πούρα, τα παίρνει χονδρική λόγω περιπτέρου, θα καπνίζει για εφέ στα πουτανάκια με βλεφαρίδες σαν ντεραπαρισμένα σαμάρια γαϊδάρου και νύχια με περικοκλάδες στρας.



20/3/19

Προδημοσίευση από τη νουβέλα της Πέλας Σουλτάτου "Ανάποδες στροφές"



Οι ρόδες οχτάρια στην άσφαλτο, τα φώτα της πόλης θολό φράκταλ, βούισμα από τρεις χιλιάδες μέλισσες στ’ αυτιά του, στο στομάχι οχτώ μποφόρ θαλασσοταραχή, φρενάρει, σταματάει στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ξεπεζεύει, ξερνάει σε μια βιτρίνα στολισμένη με γκι και γιρλάντες. Στην τζαμαρία λευκό στένσιλ «Ευτυχισμένο το Νέο Έτος». Σκουπίζει το στόμα του στο μανίκι του μπουφάν, καβαλάει το μηχανάκι και οδηγεί για το σπίτι.

Στο γυρισμό, τον κυνηγούν οι μέλισσες, τον τσιμπούν, τον πρήζουν, όλοι τού τα έχουν πρήξει, μακάρι να πάθαινε καμιά σοβαρή αρρώστια να βγει «γιωτάς», τουλάχιστον να γλίτωνε τον στρατό, αυτή είναι η ευχή του για τη χρονιά που έρχεται. Οι άλλοι απόψε θα τα σπάσουν στο σκυλάδικο, ξεκίνησαν να ανοίγουν μπουκάλες ήδη από το κλαμπ, αυτός είχε μείνει με πέντε ευρώ στην τσέπη, προφασίστηκε πως τον βάρεσε πάλι το άσθμα, έβαλε την ουρά στα σκέλια, την κοπάνησε σαν δαρμένος σκύλος.

Το σπίτι σκοτεινό, ούτε μία πλεξούδα λαμπιόνια φέτος, «μεγάλωσε πια και ο γιος», δικαιολογιόταν η μητέρα του, όταν τη ρωτούσαν: «Μα δεν θα στολίσετε για το καλό;» Ποιο καλό, κατάκοπη γυρνούσε από τη δουλειά, οι γιορτές στο πολυκατάστημα τη γονάτιζαν, σπίθιζαν οι πατούσες της από την ορθοστασία, τις νύχτες ντάνιαζε μαξιλάρια να ξεκουράσει τα πρησμένα πόδια της, ζωσμένα από μαβιά κλωνάρια, μάζευε λεφτά να κάνει λέιζερ στο φλεβίτη, ποιο καλό, δεν είχε αντοχή ούτε να κατεβάσει το δέντρο απ’ το πατάρι.

Το σπίτι αδειανό, η μάνα του έχει ξεπορτίσει, ζωντοχήρα είναι βέβαια, έχει κάθε δικαίωμα, μέρες που ’ναι, να βγει να ξεσκάσει κι αυτή, δεν είναι κάνας χωριάτης, κανένας με κολλημένα μυαλά, αλλά και η γειτονιά έχει μάτια και βλέπει, έχει στόμα και μιλάει, έχει αυτιά κι ακούει, όμως καλού-κακού τής έκανε αναπάντητες κλήσεις με απόκρυψη, να τσεκάρει πού βρίσκεται.

Το κεφάλι του καζάνι, το καζάνι της Κολάσεως, κοχλάζουν άνθρωποι ολόκληροι, σκέτα χέρια που μάλλον έκλεβαν, στόματα που πρέπει να βλαστημούσαν, πόδια αμαρτωλά. Ένα πόδι ποια εντολή παράκουσε και βράζει ακρωτηριασμένο, απορία το ’χε όποτε βρισκόταν μπροστά στη χρυσαφιά κορνίζα στο αρχονταρίκι, τρώγοντας λουκούμι τριαντάφυλλο, στην Ιερά Μονή Παναγίας της Παντάνασσας, όπου τον είχε τάξει η αδερφή του πατέρα του, επειδή είχε πάθει έναν νεογνικό ίκτερο, υπόθεση ρουτίνας για τα μαιευτήρια, υπόθεση πίστης για τη θεία.

Αλλού πατεί αλλού βρίσκεται, δεν έπρεπε να έχει πιει τόσα σφηνάκια αφάγωτος, σκουντουφλά σ’ ένα έπιπλο, του απλώνει μια χριστοπαναγία σεμεδάκι. Τρυπώνει στο μπάνιο να βρέξει τα μούτρα του, μπούζι το νερό, άλλο ένα γαμωσταυρίδι. Όσο τον έσερνε η θεία στις εκκλησίες τόσο φούντωνε μέσα του υβρεολόγιο-πυρκαγιά, ώσπου τον άκουσε να περιλούζει με ένα οχετό μεγατόνων τον γιο της, μπάλα έπαιζαν, «παιδιά είναι», δικαιολογήθηκε η μάνα του, αλλά το σοκ της θείας υπερέβη δικαιολογίες, συγγένειες και τάματα, τους έκανε πέρα, ησύχασαν απ’ τα πάρε-δώσε με τη «Λιόχεντρα», τρυφερό παρατσούκλι της μάνας του προς την πάλαι ποτέ κουνιάδα της.

Στον καθρέφτη του μπάνιου ένας άντρας δεκαοχτώ χρόνων, μούσια, μαλλιά, ρούχα, ψυχή, μυαλά, όλα μαύρα, κάτι πενθούσε από παιδί, αλλά είχε σκαλώσει στο δεύτερο στάδιο του πένθους, θυμός, πολύς θυμός, έπαιρνε ανάποδες στροφές το μυαλό του, έβρισκε χαρά στα σπασίματα, τσάκιζε μολύβια μόλις ζοριζόταν στα μαθήματα, τσαλάκωνε χαρτιά αν δεν του πετύχαινε η ζωγραφιά, ξέσκιζε τετράδια από μίσος στα κόκκινα Β και τα Γ των δασκάλων, μικρός όταν ήταν· ύστερα, επεκτάθηκε σε πιάτα, ποτήρια, κούπες, άλλο πράγμα το γυαλί, έχει ήχο, θρύψαλα, αφήνει εποχή. Η μητέρα του, η Μαρία, τα θραύσματα από αρχαίους καβγάδες που ανακάλυπτε στις πιο απίθανες γωνίες του σπιτιού με την ξύλινη σκούπα –την προτιμούσε γιατί δεν έκαιγε ρεύμα– τα πρόσθετε σε μία μπιζουτιέρα, ως συλλογή.

«Μην είσαι σκαλωματίας», «ξεκόλλα, ρε παιδάκι μου», κλασικές μητρικές συμβουλές ώστε να μην είναι εμμονικός, να προχωράει παρακάτω, να αφήνει πίσω του τα άσχημα, τα δύσκολα, τα στενόχωρα, «ό,τι έγινε έγινε», του επαναλάμβανε όποτε βεντούζαρε στρείδι στην αποτυχία, στον πόνο, στο άλυτο πρόβλημα, αλλά εκείνος επέμενε, κολληματίας γαρ, από μικρός είχε μανία με τ’ αυτοκολλητάκια, τα κολλούσε όπου έβρισκε, ποτέ δεν τη θυμάται να τον μαλώνει για τις σκανταλιές του, έριχνε το καθαριστικό στο γυαλί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πέφτει πάνω τους και του τα ξεφτίσει. Τώρα, δεκαοχτώ χρονώ μαντράχαλος, τι του τα κρατάει ακόμα;

Νιώθει έντονα την ανάγκη να ρίξει μία μπουνιά, να μην αντικρίζει το είδωλο ενός μαλάκα που ξέμεινε με πέντε ευρώ στην τσέπη, παραμονή Πρωτοχρονιάς, και προφασίζεται το χρόνιο πρόβλημά του γιατί δεν μπορεί να ακολουθήσει την παρέα στα μπουζούκια. Ο Μάνθος, ο κολλητός, ο αυτοκόλλητος, το κατάλαβε, «έλα, ρε κόπανε, κερνάω εγώ, μου τα ’σκασε ο γέρος», του είπε παράμερα να μην τον προσβάλει μπροστά στους άλλους, αλλά αυτός επέμενε πως δεν μπορεί να αναπνεύσει με την τσιγαρίλα κι έπρεπε να γυρίσει πίσω, να πάρει έστω τα εισπνεόμενα για το άσθμα, και βλέπουμε.

Έβλεπε να διαψεύδεται ακόμα μια προσδοκία: Ήθελε –τι ήθελε;– τις τελευταίες μέρες της ελευθερίας του να τις περάσει αξέχαστα. Σε μία βδομάδα παρουσιάζεται στο Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στον Αυλώνα, θα κουρευτεί γουλί και θα ξυρίζεται κόντρα σαν φλώρος, θα ξυπνάει αχάραγα, μέσα στην πάχνη και στ’ αγιάζι θα τρέχει γύρω γύρω από τον αξιωματικό φωνάζοντας παραδοσιακά συνθήματα κατά Τούρκων, Βούλγαρων και Αλβανών, ανανεωμένα εσχάτως με στροφές κατά Αφρικανών και Αράβων, θα μαζεύει αποτσίγαρα, κάλυκες και πευκοβελόνες από το χώμα, και θα καθαρίζει καμπινέδες σκύβοντας το κεφάλι, ενώ θα φωνάζει: «μάλιστα, κύριε λοχαγέ, στις διαταγές σας», θα βαράει γερμανικά νούμερα στα φυλάκια και στην πύλη, «αλτ, τις ει;» Τον Χριστούλη σας, μέρες που ’ναι, μόνιμο συννεφάκι της σκέψης του. Απόψε έπρεπε πάση θυσία να πάει στον «Minoas», τη μεγάλη πίστα της πόλης, έκοβε το κεφάλι του πως η γκόμενα που “γείωσε” ο Παύλος, και καλά, θα ήταν απόψε στο μαγαζί. Τραγουδούσε ο τύπος που κέρδισε πέρσι στο «Ελλάδα, έχεις ταλέντο», και θα γινόταν ο κακός χαμός, θα του τα διηγιόταν ο κολλητός την επομένη και θα σκύλιαζε κατά την προσφιλή του συνήθεια.

Ο Μάνθος έχει καταταγεί πρόσφατα, αλλά τα έχει πάρει όλα στο χαβαλέ, μιλούσε για τις πρώτες μέρες στο στρατόπεδο λες και είχε πάει πενθήμερη εκδρομή με το σχολείο, του φαινόταν αστεία η διαχρονική αργκό των φαντάρων, το «έρπινγκ», το «αντιγόπινγκ», το «πευκοβελόνινγκ», οι «καλλιόπες», κωμικές οι αγγαρείες, οι σκοπιές, οι υπηρεσίες, οι εντολές, ακόμα και με τα καψόνια γελούσε.

«Καλά, ρε μαλάκα, τι σας ποτίζουν εκεί μέσα;» απορούσαν οι άλλοι ακούγοντάς τον να χαχανίζει καθώς αφηγούνταν ακόμα και πώς τους ήλεγχε ο δεκανέας όταν έστρωναν τις κουκέτες στους θαλάμους.

Περίμεναν να ακούσουν ότι κρυφά έστριβαν κανένα γάρο κι έκαναν κεφάλι, στα μαγειρεία, στις αποθήκες και στο πευκόδασος, το οποίο υπηρετούσε κι αυτό την ιερή πατρίδα στο πυροβολικό.

Όμως, όλοι γνώριζαν καλά ότι, και πριν ανακαλύψει το ευφορικό χορταράκι του Θεού, ο Μάνθος ήταν «χαζό παιδί, χαρά γεμάτο» και «πέρα βρέχει» και «τα ζώα μου αργά», είχε άσο στο μανίκι του τον αλγόριθμο της μακροβιότητας, παρά το γραμμένο του, είχε πιάσει το νόημα, από τα αρχίδια το κρατούσε, παράδειγμα για τον Παύλο και τις γκόμενές του, ο οποίος όλες θα τις παντρευόταν κι όλες θα τις τεμάχιζε, εντέλει, του το συνόψισε: «Καλά, εσύ κουβερλί και πριονοκορδέλα». Ενώ ο Μάνθος μονίμως με αλεξίλυπο γιλέκο, ζεν και κουλ και γιόλο. Ωστόσο, μια γάτα τσαλαπατημένη να έβλεπε στο οδόστρωμα, έλιωνε, έπεφτε σε πένθος, έκλαιγε με το παραμικρό, πλέον στα κρυφά. Το πιο βαρύ άγχος κουβαλούσε, σιδερένια μπάλα στον αστράγαλο. Αλλά γι’ αυτό τσιμουδιά. «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη» είχε βάλει λεζάντα στα σόσιαλ μίντια, όπου εμφανιζόταν κλασμένος από τα μπαφογέλια σε βιντεάκι άδειας εξόδου με άλλους άκυρους, καμένους και πεταμένους τύπους στη Θήβα.

Αντίθετα, ο Μανόλης, μόλις παρέλαβε το χαρτί κατάταξης από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, εισήλθε μετά βαΐων και κλάδων στην Εβδομάδα των Παθών. Άρα… Πρώτα ήθελε να κρεμάσει τη μάνα του από τη συκιά στο διπλανό σπίτι, καθότι την έπιανε αλλεργία όταν είχε ανθοφορία το δεντρί, οπότε στο έμπα της άνοιξης τον ξυπνούσαν τα φταρνίσματα, ο βήχας και τα ξεμυξίσματά της. Ύστερα, ήθελε να ξεσκίσει νουμεράδα όλες τις φιλενάδες της, πιο ηλίθιες από ποτέ του φαίνονταν ξαφνικά, και αυτό του τη βαρούσε κατακούτελα, -τσο και -λο, θα τις πετούσε από το μπαλκόνι ή θα τις έσφαζε σαν τ’ αρνιά, αναλόγως τις διαθέσεις.

Μετά, θ’ άρπαζε απ’ τα μαλλιά την παλιοκαριόλα τη Μάγδα, την πρώην και νυν, και δώσ’ του να τα φτιάχνει και να χωρίζει με τον Πολ, παράτα τον, μωρή, τον μαλάκα, κι έλα να στον δώσω εγώ, εφόσον την ήθελε και το ’ξερε, γιατί τον έπαιζε έτσι, γιατί δεν χώριζε μια και καλή με τον Πολ, ρε τι πουτάνες όλες τους, τι πουτάνες, γαμώ το ξεσταύρι μας! Κατόπιν, στράβωσε με τους φίλους του, έναν έναν, καλά καθίκια όλοι τους, μόνο την πάρτη τους κοιτούσαν, μια χαρά την είχανε βολέψει εκείνοι, σκασίλα τους για τα ζόρια του αλλουνού, κωλόπαιδα, να τους καλούσε να τους έκανε το τραπέζι το αποχαιρετιστήριο πριν παρουσιαστεί στα Τεθωρακισμένα στην Αυλώνα και να τους δηλητηρίαζε όλους, όχι, ρε, τι δηλητήρια και μαλακίες, αυτά τα κάνουν οι γυναίκες, οι μουλωχτές, ουστ, αυτός θα τους καθάριζε με ένα μπαζούκας όλους, λουτρό αίματος, ψυχάκι σίριαλ κίλερ σε αμερικάνικο κολέγιο, μελαχρινό με κρητικό αξάν. Αλλά δεν χωρούσαν στο τριάρι, αυτό ήταν το πρόβλημα. Τελικά, το μόνο που παραδεχόταν φόρα παρτίδα ήταν πως ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης.

Μικρός, το πίστευε ακράδαντα, γινόταν αόρατος, όπως ο Αϊ-Βασίλης στην κατάβαση από τις καμινάδες, καμινάδες βέβαια στη Νέα Ελαία δεν υπήρχαν, κάτι μπουριά από ξυλόσομπες μονάχα σε κάποια χαμόσπιτα και λεβητοστάσια, πετρελαίου όλα, η αορατοσύνη ένα ατού που κληρονόμησε από τον πατέρα του, τον Σήφη τον «Ανύπαρκτο», προσωνύμιο κι αυτό μητρικής έμπνευσης, επιθυμούσε διακαώς να περάσει στην ανυπαρξία, για λίγο, έστω, να υπάρχει undo, κάπως σαν ανάσταση νεκρών, να τον χάσουν, να τον κλάψουν, και τσουπ πάλι πίσω, ήθελε να εξαφανιστεί, είναι κουραστικό να είσαι το επίκεντρο της προσοχής και ταυτόχρονα μία νούλα, όπερ ο μοναχογιός μιας χωρισμένης από έναν ανέκαθεν χαμένο πατέρα, και να σέρνεις σε κάθε σου βήμα κουβέντες-σκιές, να θαρρείς πως είσαι η ανωμαλία σε έναν κόσμο πολύ ομαλό.

Πριν από ή μετά την αορατοσύνη, αδύνατο πια να θυμάται πότε, ήρθε ο πόθος της μεταμορφώσεως. Η μάνα του τού διάβαζε ελληνική μυθολογία, καλά είχαν ξεκινήσει, ότι θα τα δώσει όλα για τον μοναχογιό, καλή μαθήτρια υπήρξε, είχε περάσει στα ΤΕΙ, έβγαλε δύο σκάρτα έτη, τα παράτησε λόγω εγκυμοσύνης, αλλά, τέλος πάντων, της άρεσε το διάβασμα, ορθογραφικά δεν έκανε, από μαθηματικά ψιλοσκάμπαζε, γιατί όχι... Οπότε, έμαθε τα κόλπα του Διός.

Πίστευε πως μπορεί να μεταμορφωθεί σε ταύρο, σε χρυσή βροχή, πουλί, περιστέρι ή αετό αναλόγως τις προθέσεις, σε φίδι ή ακόμα και σε έναν απλό βοσκό, όπως τον θειο του, τον Βενιαμίν. Τέλος, πίστεψε, αλλά όχι όσο χρειαζόταν ώστε να πραγματοποιηθεί, ότι μπορούσε να περπατήσει πάνω στο νερό, πανευκολάκι τού φαινόταν, αφού ήξερε ύπτιο, ποια η δυσκολία, αντί για ανάσκελα, θα το πήγαινε στο όρθιο, σιγά τώρα, δοκίμαζε ξανά και ξανά, αλλά –φευ!– η βαρύτητα δεν αφήνει άνθρωπο να προκόψει, τον κρατά καθηλωμένο στη γη ώσπου να ανοίξει έναν λάκκο να τον ρουφήξει μέσα, και πάπαλα. Κι όσο για μετά θάνατον ζωή, ωραία παρηγοριά και παραμύθια τούμπανο για όσους πέρασαν καλά στην προ θανάτου, για τον Μανόλη έμοιαζε εφιάλτης να κουτελώνει ξανά τα ίδια πρόσωπα μπροστά του, καλύτερα μαύρη μαυρίλα και τέλος εντελώς παντελώς.

Κανένας δεν τον πίστευε ότι είχε μαγικές ιδιότητες, αορατοσύνη, αβαρύτητα, μεταμορφωσιμότητα, συμβαίνουν αυτά, λάθος του ότι το εκμυστηρεύτηκε μια φορά σε έναν, έπεσε σύρμα, το έμαθαν όλοι, «ο Μανόλης, ρε, νομίζει πως είναι ο Μπάτμαν», για Μπάτμαν δεν είχε πει κουβέντα, από το μυαλό τους το είχαν βγάλει, εκείνος από Αϊ-Βασίλη κι απάνω, τον πήραν στο ψιλό, έφτασε στ’ αυτιά μιας δασκάλας, τον μάλωσε, «μονάχα ο Κύριος κάνει θαύματα», παρεξήγηση, εκείνος δεν ήθελε να κάνει θαύματα, να εξαφανιστεί ήθελε ή, έστω, να αλλάξει φάτσα και ζωή, παραδέχτηκε πως το τρικ με τον περίπατο στην επιφάνεια του νερού μια πλάκα ήταν, «σιγά, μωρή πατσαβούρα, πώς κάνεις έτσι;» θα της έλεγε αν είχε φτάσει μέχρι Λόουερ στο υβρεολόγιο, μάλλον θα σκέφτηκε απλώς «ηλίθια» στα δέκα του και ζάρωσε στο πίσω θρανίο.

Να γινόταν όμως διάφανος ή, έστω, κατσαρίδα τη μέρα της κατάταξης, λέει, και βάλτε μετά, στρατόκαυλοι, τα λαγωνικά σας να με βρούνε, έσφιγγε τη γροθιά και τη μασέλα, να έβρισκε, λέει, την τόλμη να γίνει λιποτάκτης, αλλά να μην περάσει στρατοδικείο, να κάνει τη ζημιά και να τη σκαπουλάρει, όπως στα τέσσερά του, όταν είχε σπάσει κατά λάθος μία πορσελάνινη μασκότ σουβενίρ των Ολυμπιακών Αγώνων, οπότε εθίστηκε στο «θρυμματίζειν».

Ωραίες αναμνήσεις, είχε ανεβεί σε μία καρέκλα να κατεβάσει το δίδυμο Αθηνάς-Φοίβου από τη σερβάντα της γιαγιάς, αλλά αυτό γλίστρησε από τα χέρια του, είχε φάει μία βρουβόπιτα πριν, δεν σκούπισε τα χέρια του, «λαδομπούσκα» τον αποκαλούσε η γιαγιά χαϊδευτικά, έπεσε το ολυμπιακό το σύμβολο, ψίχαλα στο μωσαϊκό, ψυχανεμίστηκε ο μικρός την τιμωρία, έγινε μπουχός, «πού είναι ο Μανόλης;», άφαντος ο Μανόλης, άρα, αν θες, μπορείς, αρκεί να το πιστέψεις. Τελικά, τον ανακάλυψαν να κοιμάται του καλού καιρού κάτω από το διπλό κρεβάτι, πάνω σε εφημερίδες στρωσίδι, τον τράβηξαν έξω, «έβγα και δεν θα σε μαλώσουμε», εμφανίστηκε μουντζουρωμένος, έβαλαν τα γέλια, και πήρε το μήνυμα ότι μπορεί να τα σπάει χωρίς επιπτώσεις.

Κοχλάζει τώρα στα τρίσβαθα, είναι μεγάλη ξεφτίλα όλοι γύρω να γιορτάζουν κι εσύ να μην έχεις, αν δεν το έζησες, δεν ξέρεις τι πάει να πει να είσαι «στην απέξω», ειδικά τέτοιες μέρες, η άδεια τσέπη σε ξεφτιλίζει, βράζει μέσα αλλά γύρω παγωνιά, δεν άναψαν πάλι φέτος τα καλοριφέρ, όλο το χειμώνα την έβγαλαν με το μπουφάν μέσα σε σπίτι ιγκλού, βγαίνει από την τουαλέτα, τουαλέτα τη λένε στα καλά σπίτια, εκεί που λένε το χέζω αφοδεύω, εδώ τη λένε καμπινέ κι απόπατο παλιά, εδώ ο χρόνος έχει παγώσει, τα νέα έτη και κουραφέξαλα είναι για αλλού, εδώ οι δείκτες του ρολογιού σταλακτίτες και σταλαγμίτες, πάγος.

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, 07.03.19