Κάντε έρωτα, όχι εμπόριο, θα μπορούσε να είναι το σύνθημα της μέρας των ερωτευμένων σε συνθήκες κρίσης.
Αλλά κάποιοι από μας θα προτιμήσουμε να ενισχύσουμε την καταναλωτική κίνηση ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, τονώνοντας λιγάκι το εμπόριο του έρωτα. Καρδούλες, αρκουδάκια, γλυκίσματα, εσώρουχα και δείπνα σε καλά εστιατόρια, to name a few.
Άλλοι θα μεμψιμοιρήσουμε ότι δεν την ενισχύσαμε επαρκώς, αν και θα το θέλαμε. Πολύ φτωχό θα μας φανεί το τριαντάφυλλο ενώ θα θέλαμε να του αγοράσουμε εκείνο το ακριβό πουλόβερ.
Και άλλοι πάλι, ούτε έρωτα θα κάνουμε, ούτε εμπόριο. Θα κάνουμε πνεύμα, επικρίνοντας την περιρρέουσα ερυθρορόζ κιτς σαχλότητα που κατακλύζει κάθε 14 Φλεβάρη την αγορά και τις καρδιές μας. Θα επικρίνουμε τα λούτρινα και εκείνα με τη σειρά τους θα λουφάξουν σε μια γωνιά πιο λυπημένα από αρλεκίνο. Και φυσικά δεν θα αποτελέσει η γιορτή μια αφορμή να του πούμε πως τον αγαπάμε. Ακόμα. Παρόλαυτα.
Κάποιοι άλλοι, ένεκα της ημέρας ή ανεξάρτητα αυτής θα κάνουμε αυτό που πρέπει. Να δηλώσουμε την αγάπη μας στον άλλο. Το πάθος μας. Τον πόθο μας. Whatever. Με λόγια, με έργα. Με συμβολισμούς.
Μάθαμε να δηλώνουμε τα εισοδήματά μας, τα ακίνητά μας, τα υπάρχοντά μας. Αλλά χωρίς τον έρωτα δεν θα υπήρχαμε για νά'χουμε υπάρχοντα. Έτσι όπως μαθαίνουμε μέρα τη μέρα πιο πολύ στην αστυνόμευση και τον έλεγχο, μόνο ένα ΣΔΟΕ του έρωτα θα επέβαλε την τάξιν. Την αγαπάς, κύριε; Την αγαπώ. Της το δήλωσες σήμερα και χτες και πάντα; Όχι ακριβώς. Πρόστιμο για απόκρυψη αισθημάτων. Ποινές κύριοι, ποινές για να μας πείτε πως μας λατρεύετε, πως είμαστε εκείνη που έψαχνες που πάντα λαχταρούσες στην αγκαλιά της θα'θελες για πάντοτε να ζούσες. Τώρα όμως. Χωρίς αναβολή. Αύριο δε θα' χεις καν αφορμή. Αύριο πάλι γκρίνια και σκεπτικισμός. Σήμερα έχει έρωτα. Αύριο πάλι πόλεμο.
14/2/11
13/2/11
"Όποιος ζει στην ξενιτειά δεν έχει κάτω από τα πόδια του αυτό το προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας που απλώνει σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα η χώρα που είναι δική του χώρα, όπου υπάρχουν η οικογένειά του, οι φίλοι του, κι όπου μπορεί χωρίς κόπο να γίνει κατανοητός στη γλώσσα που γνωρίζει απ' τα παιδικά του χρόνια."
Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι- Μίλαν Κούντερα
10/2/11
ομελέτα φούρνου
Είναι οι προσπάθειές μας μες στην κρίση σαν την ομελέτα φούρνου.
Χρειάζεται υπερβολικό κόπο για να γίνει αλλά λίγοι την εκτιμούν.
Χρειάζεται υπερβολικό κόπο για να γίνει αλλά λίγοι την εκτιμούν.
7/2/11
Του Αγίου Φόβου
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο, όπως έγραφε κι ο Χικμέτ μέσα απ' τις φυλακές, σήμερα είναι του Αγίου Φόβου, του ερημοφυλάκτη. Του Αγίου για όσους τον προσκυνούν. Του απατεώνα για όσους τον αντιμάχονται. Έτσι οι φοβομάχοι κήρυξαν την 7η του Φλεβάρη πόλεμο στους φοβοκλάστες. Σωστά μάντεψες, ψυχή μου. Πάλι δε τα κατάφερα να ανήκω σε κάποια από τις δυο ομάδες. Μάλλον πάσχω από belongingphobia. Αν και η συμπάθειά μου προς τους φοβομάχους είναι μάλλον φανερή. Κουβεντιάζοντάς το όμως μαζί σου, κάπου θα καταλήξω. Έτσι δεν κάνουμε πάντοτε;
Ο Άγιος Φόβος είναι ο προστάτης των αδυνάτων. Έτσι διαδίδουν οι δυνατοί και οι πιστοί τους υπηκόοι. Φυλάει τα έρημα. Όσους ζουν μετά φόβου Θεού. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου συνήθως έχουν λιγοστά και τρέμουν μη τα χάσουν. Αν έχεις πολλά, φοβάσαι λιγότερο την απώλεια. Κι αν έχεις καταστραφεί και δεν έχεις πια τίποτε να χάσεις, τότε είσαι επικίδυνος, όπως έλεγε στο Μοιραίο Πάθος η Ζυλιέτ Μπινός, κατεβαίνοντας τις σκάλες με το πτώμα του εραστή της να κείται νεκρό στο πάτωμα. Τότε πια όμως έχεις απελευθερωθεί από τον φόβο. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου. Τους βλέπεις πώς διπλοκλειδώνουν τις πόρτες, πώς μισούν ό,τι κι όποιον δε γνωρίζουν, πόσο βαθιά σκύβουν στον ισχυρό, πόσο γαντζωμένοι είναι στους θεούς, πόσο σφιγμένα είναι τα χείλη τους, πόσο εγκρατείς είναι στο δόσιμό τους, πόσο επιφυλακτικό είναι το βλέμμα τους, πώς σε ζυγίζουν, πώς σε μετρούν, πώς σε υποπτεύονται, πόσους σταυρούς φορούν, πόσες βαμβακερές φανέλλες, πόσα φυλαχτά, πόσος κρύος ιδρώτας στις ράχες τους, πώς περπατούν προσεκτικά, πώς έχουν το νου τους, πώς δεν έχουν την καρδιά τους, πόσο δεν καταστρέφονται, πόσο ανέραστοι μπορούν να γίνουν, πόσο δηλητηριάζουν τα παιδιά τους, πόσο φυλάγονται από το άγνωστο. Δε θα τους έβρισκες ποτέ στο Whisky a Go Go του Los Angeles να ουρλιάζουν με τον Τζίμ Μόρρισον "The future is uncertain and the end is always near", ξορκίζοντας τον κοινό, τον πανανθρώπινο φόβο. Τον μόνο σεβαστό. Του θανάτου.
Ο φόβος. Ένα τέρας με απροσδιόριστη μορφή, όταν το βλέπεις να' ρχεται από μακριά. Όταν το βλέπεις. Όσο είναι ακόμη μακριά. Όταν παρέλθει, όταν συντελεστεί ο ερχομός του, οταν πραγματωθεί το φεύ, δεν είναι παρά ένα βίωμα. Δεν είναι παρά άλλη μια εμπειρία, συχνά μάλιστα λιγότερο πικρή από την αναπάντεχη, αυτή που δε φοβήθηκες πως θά'ρθει. Κι αργότερα, που ο χρόνος θα τα σμιλέψει όλα, θα στρογγυλέψει τις αιχμές τω γεγονότων, θα γίνει απλώς μια ανάμνηση. Ο φόβος, αυτό το πελώριο τέρας με τη θολή μορφή, παίρνει μορφή και περιεχόμενο όταν γίνει βίωμα. Ξέρεις το πρόσωπό του και συνήθως δεν σε ξεπερνά στο ανάστημα. Είναι ίσα μ' εσένα. Γι' αυτό επιβίωσες.
Όσο είναι μακριά, κάπου στο μέλλον, κάπου στη σκέψη, κάπου στη φαντασία μας, υπάρχει. Μετά φλαπ, σκάει σα μπαλόνι. Από μακριά παίρνει την τερατώδη του μορφή αυτή που σου κόβει τα γόνατα, που σε βουλιάζει στις μαύρες σκέψεις, που σε απελπιζει. Κι έπειτα, όταν περάσει, η όψη του κατά κανόνα γίνεται λιγότερο επιβλητική, λιγότερο άγρια. Από το φίδι, μέχρι τον θάνατο του αγαπημένου άλλου, από την αρρώστια κι ως την ανεργία, αν έχεις αναμετρηθεί μ' αυτό που φοβόσουν, πια ξέρεις πως δε χάθηκε ο κόσμος. Αυτός θα χαθεί άπαξ, για τον καθένα, και τότε φοβαμαι δε θα' μάστε εδώ να μιλάμε πια ούτε για φόβο, ούτε για τίποτα.
Φοβάμαι πως θα ξυπνήσεις σε λίγο, μικρή μου και θα διακοπεί αιφνίδια αυτή η κουβέντα που κάνω μαζί σου ως συνομίληκή μου, σχεδόν. Κι έτσι πρέπει να συντομεύω. Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο φόβος προστατεύει. Αν φοβάσαι μην καείς δε θα πέσεις στη φωτιά. Ο φόβος φυλακίζει. Αν φοβάσαι πως θα καείς, κι αν ακόμα δε πέσεις στη φωτιά, θα' χεις χάσει μια ζωή υπόδουλος στο τέρας, ανελεύθερος, μια ζωή αβίωτη. Χωρίς βίωμα. Αυτό που τόσο σε έσκιαζε δε το έζησες , δεν ήρθατε πρόσωπο με πρόσωπο, δε το γνώρισες. Φοβόσουν το ανύπαρκτο. Και δε ξέρω αν αξίζει.
Ο φόβος έχει πάντοτε ένα διακύβευμα. Έρχεται σα ληστής και σαν προστάτης. Θα μείνεις άνεργος σου λέει. Σκάσε λοιπόν. Δούλευε σα σκυλί. Και γλείφε. Και μη δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει. Γιατί θα πάψει να σε ταϊζει. Και τι θα απογίνεις; Έρχεται και σε προστατεύει. Σου μαθαίνει πως για να μη συμβεί το φοβερό κακό θα κάνεις αυτό κι εκείνο. Και την ίδια στιγμή σου ληστεύει την αξιοπρέπειά σου. Που αξίζει. Όσο τίποτα, λατρεία μου. Γι' αυτό σου λέω, όταν έρχεται, στάσου όρθια απέναντί του και ρώτα τον ποιο είναι το διακύβευμα. Αυτό μη το φοβηθείς.
Ο Άγιος Φόβος είναι ο προστάτης των αδυνάτων. Έτσι διαδίδουν οι δυνατοί και οι πιστοί τους υπηκόοι. Φυλάει τα έρημα. Όσους ζουν μετά φόβου Θεού. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου συνήθως έχουν λιγοστά και τρέμουν μη τα χάσουν. Αν έχεις πολλά, φοβάσαι λιγότερο την απώλεια. Κι αν έχεις καταστραφεί και δεν έχεις πια τίποτε να χάσεις, τότε είσαι επικίδυνος, όπως έλεγε στο Μοιραίο Πάθος η Ζυλιέτ Μπινός, κατεβαίνοντας τις σκάλες με το πτώμα του εραστή της να κείται νεκρό στο πάτωμα. Τότε πια όμως έχεις απελευθερωθεί από τον φόβο. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου. Τους βλέπεις πώς διπλοκλειδώνουν τις πόρτες, πώς μισούν ό,τι κι όποιον δε γνωρίζουν, πόσο βαθιά σκύβουν στον ισχυρό, πόσο γαντζωμένοι είναι στους θεούς, πόσο σφιγμένα είναι τα χείλη τους, πόσο εγκρατείς είναι στο δόσιμό τους, πόσο επιφυλακτικό είναι το βλέμμα τους, πώς σε ζυγίζουν, πώς σε μετρούν, πώς σε υποπτεύονται, πόσους σταυρούς φορούν, πόσες βαμβακερές φανέλλες, πόσα φυλαχτά, πόσος κρύος ιδρώτας στις ράχες τους, πώς περπατούν προσεκτικά, πώς έχουν το νου τους, πώς δεν έχουν την καρδιά τους, πόσο δεν καταστρέφονται, πόσο ανέραστοι μπορούν να γίνουν, πόσο δηλητηριάζουν τα παιδιά τους, πόσο φυλάγονται από το άγνωστο. Δε θα τους έβρισκες ποτέ στο Whisky a Go Go του Los Angeles να ουρλιάζουν με τον Τζίμ Μόρρισον "The future is uncertain and the end is always near", ξορκίζοντας τον κοινό, τον πανανθρώπινο φόβο. Τον μόνο σεβαστό. Του θανάτου.
Ο φόβος. Ένα τέρας με απροσδιόριστη μορφή, όταν το βλέπεις να' ρχεται από μακριά. Όταν το βλέπεις. Όσο είναι ακόμη μακριά. Όταν παρέλθει, όταν συντελεστεί ο ερχομός του, οταν πραγματωθεί το φεύ, δεν είναι παρά ένα βίωμα. Δεν είναι παρά άλλη μια εμπειρία, συχνά μάλιστα λιγότερο πικρή από την αναπάντεχη, αυτή που δε φοβήθηκες πως θά'ρθει. Κι αργότερα, που ο χρόνος θα τα σμιλέψει όλα, θα στρογγυλέψει τις αιχμές τω γεγονότων, θα γίνει απλώς μια ανάμνηση. Ο φόβος, αυτό το πελώριο τέρας με τη θολή μορφή, παίρνει μορφή και περιεχόμενο όταν γίνει βίωμα. Ξέρεις το πρόσωπό του και συνήθως δεν σε ξεπερνά στο ανάστημα. Είναι ίσα μ' εσένα. Γι' αυτό επιβίωσες.
Όσο είναι μακριά, κάπου στο μέλλον, κάπου στη σκέψη, κάπου στη φαντασία μας, υπάρχει. Μετά φλαπ, σκάει σα μπαλόνι. Από μακριά παίρνει την τερατώδη του μορφή αυτή που σου κόβει τα γόνατα, που σε βουλιάζει στις μαύρες σκέψεις, που σε απελπιζει. Κι έπειτα, όταν περάσει, η όψη του κατά κανόνα γίνεται λιγότερο επιβλητική, λιγότερο άγρια. Από το φίδι, μέχρι τον θάνατο του αγαπημένου άλλου, από την αρρώστια κι ως την ανεργία, αν έχεις αναμετρηθεί μ' αυτό που φοβόσουν, πια ξέρεις πως δε χάθηκε ο κόσμος. Αυτός θα χαθεί άπαξ, για τον καθένα, και τότε φοβαμαι δε θα' μάστε εδώ να μιλάμε πια ούτε για φόβο, ούτε για τίποτα.
Φοβάμαι πως θα ξυπνήσεις σε λίγο, μικρή μου και θα διακοπεί αιφνίδια αυτή η κουβέντα που κάνω μαζί σου ως συνομίληκή μου, σχεδόν. Κι έτσι πρέπει να συντομεύω. Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο φόβος προστατεύει. Αν φοβάσαι μην καείς δε θα πέσεις στη φωτιά. Ο φόβος φυλακίζει. Αν φοβάσαι πως θα καείς, κι αν ακόμα δε πέσεις στη φωτιά, θα' χεις χάσει μια ζωή υπόδουλος στο τέρας, ανελεύθερος, μια ζωή αβίωτη. Χωρίς βίωμα. Αυτό που τόσο σε έσκιαζε δε το έζησες , δεν ήρθατε πρόσωπο με πρόσωπο, δε το γνώρισες. Φοβόσουν το ανύπαρκτο. Και δε ξέρω αν αξίζει.
Ο φόβος έχει πάντοτε ένα διακύβευμα. Έρχεται σα ληστής και σαν προστάτης. Θα μείνεις άνεργος σου λέει. Σκάσε λοιπόν. Δούλευε σα σκυλί. Και γλείφε. Και μη δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει. Γιατί θα πάψει να σε ταϊζει. Και τι θα απογίνεις; Έρχεται και σε προστατεύει. Σου μαθαίνει πως για να μη συμβεί το φοβερό κακό θα κάνεις αυτό κι εκείνο. Και την ίδια στιγμή σου ληστεύει την αξιοπρέπειά σου. Που αξίζει. Όσο τίποτα, λατρεία μου. Γι' αυτό σου λέω, όταν έρχεται, στάσου όρθια απέναντί του και ρώτα τον ποιο είναι το διακύβευμα. Αυτό μη το φοβηθείς.
4/2/11
real life
Στους φίλους- από-την-πραγματική- ζωή δε συνηθίζω να μιλάω για τους φίλους από το web. Λες και πραγματική ζωή είναι να βρίσκεσαι μεν με τον άλλο πρόσωπο με πρόσωπο αλλά να αναλώνεσαι στα πιο ψυχοφθόρα-βαρετά θέματα, να μιλάς πχ για τα τελευταία μοντέλα κινητών, τις συμφέρουσες λύσεις σε στεγαστικά δάνεια και τις ζωές των άλλων. Λες και πραγματική ζωή δεν είναι να συνομιλείς με κάποιον που αν συναντήσεις στο δρόμο θα σου είναι μεν άγνωστος αλλά που με μια σειρά ψηφίων στο δυαδικό σύστημα αγγίζει βαθιές χορδές σου, με το χιούμορ του, την δημιουργικότητα, την καλή του την κουβέντα, την αιρετική ματιά του. Λες και μπορεί ποτέ να χαραχτούν διαχωριστικές γραμμές σε ό,τι ζούμε, στην καθημερινότητα, το όνειρο, το εικονικό, το ο,τιδήποτε. Ό,τι ζω είναι βίωμα και δεν μπορεί να υπόκειται σε καμία κατηγοριοποίηση για μένα. Μπορούν να το μεταχειρίζονται όπως θέλουν οι διάφοροι –λόγοι για να έχουν λόγο ύπαρξης, αλλά εσύ κι εγώ δε μπορούμε να μπαίνουμε στη λογική η ζωή μου εντός και εκτός διαδικτύου. Η ζωή είναι μία και αδιαίρετη.
Κι όμως χρησιμοποιώ ψευδώνυμο. Κι όμως σε τριάμιση χρόνια παρουσίας στην μπλογκόσφαιρα έχω αποκαλύψει ελάχιστα για όσα μοιράζεσαι τα πρώτα λεπτά γνωριμίας στην πραγματική ζωή: πού μένεις, τι δουλειά κάνεις, από πού είσαι; Κι όμως σχεδόν δεν έχω δείξει το πρόσωπό μου. Όμως. Τι σημασία έχει πώς έτυχε να μοιάζει η φάτσα μου, πώς έτυχε να με βαφτίσουν, πού έτυχε να γεννηθώ, τι έτυχε να σπουδάσω, που έτυχε να δουλεύω. Αυτά να τα ρωτάνε οι κουτσομπόληδες γείτονες...της πραγματικής ζωής...Να τα ρωτούν οι μπάτσοι και όσοι πάνε να με στριμώξουν στο στερεότυπό τους, δηλαδή στη γνώση του ηλίθιου για τον άλλον. Αυτό που δεν έτυχε, αυτό που διάλεξα είναι να είμαι εδώ. Να εκφράζω ό,τι δεν ησυχάζει εντός μου, να επικοινωνώ με άλλα αγριμάκια και ναι, να βαυκαλιζόμαστε πως κάτι κάνουμε, κάτι γίνεται.
Δεν μιλάω όμως για τους φίλους μου στα social media στους real life friends. Γιατί οι τελευταίοι είναι φίλοι. Με τον εικονικό φίλο, όσο συγκλονιστικό και αν τον βρίσκω, όσες χιλιάδες λέξεις και αν έχουμε ανταλλάξει, ποτέ δε θα είναι αυτός που θα καλέσω μες στη νύχτα να με πάει στα επείγοντα. Ποτέ δε θα είναι αυτός που θα μοιραζόμαστε το βλέμμα στο θαύμα της ζωής που μεγαλώνει μέρα τη μέρα μες στο σπίτι μου. Ποτέ δε θα είναι αυτός που θα μου πει αν το φαγητό μου είναι καλό. Γιατί δεν έχουμε φάει μαζί ψωμί και αλάτι.
Και τώρα τι; Ανοίγεις την πόρτα σου σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους που σε έχουν συνεπάρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο διαδίκτυο; Δίνεις το όνομά σου, και το επώνυμό σου, και το τηλέφωνό σου, και τη διεύθυνσή σου και τις συντεταγμένες για να βρουν το σπίτι σου, και τον όροφο και το κουδούνι τι γράφει και ανοίγεις την πόρτα και βλέπουν πώς μοιάζεις, πόσο χρονών είσαι, πώς είναι ο χώρος που ζεις, πώς είναι το παιδί σου, ο σύντροφός σου, τα βιβλία στη βιβλιοθήκη σου, οι μουσικές στα ράφια σου, το κωλόχαρτο στο μπάνιο σου. Και χτυπάει το τηλέφωνο και το απαντάς και είναι η μάνα σου και της λες πρέπει να κλείσουμε, έχω παρέα και σπεκουλάρει ένα-δυο ονόματα φίλων από την πραγματική ζωή, την γαμημένη την πραγματική ζωή που στέκεται μπροστά μας σαν την μόνη αλήθεια, σαν να απαιτεί να την πεις αληθινή ζωή, και της απαντάς όχι δεν είναι αυτοί, είναι κάποιοι φίλοι που γνώρισα στο ίντερνετ; Από χίλιους γελοίους δρόμους, δρόμους που έχω συστολή να ανακοινώσω, μπορώ να φτάσω σε αυτό το πράγμα που' ναι αληθινό πέρα από την πραγματικότητα. Στα πρόσωπα που μπορώ να αγαπήσω, είτε έχουν πρόσωπα, είτε δεν.
Κι όμως χρησιμοποιώ ψευδώνυμο. Κι όμως σε τριάμιση χρόνια παρουσίας στην μπλογκόσφαιρα έχω αποκαλύψει ελάχιστα για όσα μοιράζεσαι τα πρώτα λεπτά γνωριμίας στην πραγματική ζωή: πού μένεις, τι δουλειά κάνεις, από πού είσαι; Κι όμως σχεδόν δεν έχω δείξει το πρόσωπό μου. Όμως. Τι σημασία έχει πώς έτυχε να μοιάζει η φάτσα μου, πώς έτυχε να με βαφτίσουν, πού έτυχε να γεννηθώ, τι έτυχε να σπουδάσω, που έτυχε να δουλεύω. Αυτά να τα ρωτάνε οι κουτσομπόληδες γείτονες...της πραγματικής ζωής...Να τα ρωτούν οι μπάτσοι και όσοι πάνε να με στριμώξουν στο στερεότυπό τους, δηλαδή στη γνώση του ηλίθιου για τον άλλον. Αυτό που δεν έτυχε, αυτό που διάλεξα είναι να είμαι εδώ. Να εκφράζω ό,τι δεν ησυχάζει εντός μου, να επικοινωνώ με άλλα αγριμάκια και ναι, να βαυκαλιζόμαστε πως κάτι κάνουμε, κάτι γίνεται.
Δεν μιλάω όμως για τους φίλους μου στα social media στους real life friends. Γιατί οι τελευταίοι είναι φίλοι. Με τον εικονικό φίλο, όσο συγκλονιστικό και αν τον βρίσκω, όσες χιλιάδες λέξεις και αν έχουμε ανταλλάξει, ποτέ δε θα είναι αυτός που θα καλέσω μες στη νύχτα να με πάει στα επείγοντα. Ποτέ δε θα είναι αυτός που θα μοιραζόμαστε το βλέμμα στο θαύμα της ζωής που μεγαλώνει μέρα τη μέρα μες στο σπίτι μου. Ποτέ δε θα είναι αυτός που θα μου πει αν το φαγητό μου είναι καλό. Γιατί δεν έχουμε φάει μαζί ψωμί και αλάτι.
Και τώρα τι; Ανοίγεις την πόρτα σου σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους που σε έχουν συνεπάρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο διαδίκτυο; Δίνεις το όνομά σου, και το επώνυμό σου, και το τηλέφωνό σου, και τη διεύθυνσή σου και τις συντεταγμένες για να βρουν το σπίτι σου, και τον όροφο και το κουδούνι τι γράφει και ανοίγεις την πόρτα και βλέπουν πώς μοιάζεις, πόσο χρονών είσαι, πώς είναι ο χώρος που ζεις, πώς είναι το παιδί σου, ο σύντροφός σου, τα βιβλία στη βιβλιοθήκη σου, οι μουσικές στα ράφια σου, το κωλόχαρτο στο μπάνιο σου. Και χτυπάει το τηλέφωνο και το απαντάς και είναι η μάνα σου και της λες πρέπει να κλείσουμε, έχω παρέα και σπεκουλάρει ένα-δυο ονόματα φίλων από την πραγματική ζωή, την γαμημένη την πραγματική ζωή που στέκεται μπροστά μας σαν την μόνη αλήθεια, σαν να απαιτεί να την πεις αληθινή ζωή, και της απαντάς όχι δεν είναι αυτοί, είναι κάποιοι φίλοι που γνώρισα στο ίντερνετ; Από χίλιους γελοίους δρόμους, δρόμους που έχω συστολή να ανακοινώσω, μπορώ να φτάσω σε αυτό το πράγμα που' ναι αληθινό πέρα από την πραγματικότητα. Στα πρόσωπα που μπορώ να αγαπήσω, είτε έχουν πρόσωπα, είτε δεν.
1/2/11
Η απόλυσή σου, το ψωμί μου
"Θα απεργήσεις αύριο τελικά;" Τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτάζω. Με το βλέμμα στερεωμένο κάπου άλλου. Όπως μαθαίνουν, μέρα τη μέρα, να (μην) κοιτάζονται οι άνθρωποι που ορκίστηκαν αιώνια πίστη και αφοσίωση. Aφοσιωμένοι σε κάποια οθόνη, πιστοί στη ρουτίνα τους. Αλλά ας μη μιλάμε για έρωτα και σχέσεις. Έχουμε πόλεμο κάθε λογής. Δε ταιριάζει στην περίσταση.
"Ναι". Μια ευπρεπής απάντηση σε μέρες εργασιακού θρίλλερ. Μια άρτια απάντηση σε ερώτηση ολικής αγνοίας. Καθολικής άγνοιας, όπως φάνηκε. Κάποτε έρχεται η στιγμή να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Κι ενώ ο άντρας μου δε πολέμησε στο μέτωπο, σαν τον παππού, τρέμει το φυλλοκάρδι μου μην μού 'ρθει μια μέρα λαβωμένος. Μην μού 'ρθει μέρα. Γιατί συνήθως έρχεται νύχτα στο σπίτι μας. Μη γυρίσει κουρέλι από μια αιφνιδιαστική απόλυση. Όπως εκείνοι οι 6 συνάδελφοί του που απολύθηκαν λίγο πριν το μεσημεριανό. Τους ζήτησε ο μάνατζερ ιδιαιτέρως. Τους ανακοίνωσε ότι απολύονται. Μετά μάζευαν τα μικροαντικείμενά τους απ' το γραφείο. Ένα τον ήξερε. Έτσι μου είπε. Ο άντρας μου. Που σηκώνεται κάθε πρωί να πάει στα χαρακώματα του ιδιωτικού τομέα, αντί να μείνει σπίτι να κάνουμε έρωτα. Και αν κάναμε έρωτα, δε θα κάναμε πόλεμο. Έχει ήδη ειπωθεί. Αλλά δεν είμαστε γραφικοί να αναπαράγουμε αντιπολεμικά σλογκανάκια των 60s. Εδώ όλα κυλούν ομαλά. Μια κρίση είναι. Πώς κάνεις έτσι; Και η Αίγυπτος δεν είναι Βιετνάμ. Και οι ΗΠΑ δεν είναι δαίμονας, διάολε. Πώς δε το βλέπεις;
"Είσαι σίγουρος;" Εγώ δεν είμαι σίγουρη. Αυτός είναι. Θα απεργήσει. Αφού έγινε συνέλευση. Από τους 3.500 εργαζομένους, συμμετείχαν και ψήφισαν κάπου 600. Καμιά δεκαπενταριά καταψήφισαν την πρόταση του σωματείου για απεργία.Όμως το 1/6 του συνόλου των εργαζομένων ήταν ήδη πλειοψηφία. Στη συνέλευση. Και έτσι αποφασίστηκε η 48ωρη, στην οποία αν δε συμμετείχες ήσουν απεργοσπάστης. Αλλά ούτε αυτή η ευκαιρία σου δινόταν, αφού το σωματείο θα έβαζε λουκέτα στις κεντρικές εισόδους. Λουκέτα και γιουχαϊσματα.
"Ναι." Ο άντρας μου, έχει μάθει σκοποβολή, εκεί στα χαρακώματα. Για δες τον τώρα που μου δείχνει πώς οπλίζει τις αντιστάσεις του. Ένα "ναι" μικρό σα σφαίρα.
"Και δε φοβάσαι μην είσαι στους 100 που θα απολύσουν;" Η απεργία είχε οργανωθεί μετά την απόλυση των έξι και πριν την επικείμενη απόλυση των εκατό. Έτσι νόμιζα. Εκατό στους τρεισήμισι χιλιάδες δεν ειναι λίγοι; Πες το και θα σου ανοίξω το κεφάλι με ένα ναι.
"Δε θα είμαι." Απόψε αυτή η σιγουριά του έχει μακρύνει πολύ τα γένια του, έχει αγριέψει την έκφρασή του, του έχει φορέσει διαγώνια στο στέρνο ζώνη με φυσίγγια και το όπλο παρά πόδας. Ίδιος ο παππούς. Επιτέλους.
"Πώς είσαι τόσο σίγουρος;" Τον σιγοντάρω. Και τον κοιτάω. Αναζητώ το βλέμμα του. Δεν τον αμφισβητώ. Δεν τον προκαλώ. Συνοδεύω σα δεύτερη φωνή την τόλμη του ως την έξοδό της. Θέλω να τον δω να εκτελεί. Να εκτελεί το χρέος του προς τους συναδέλφους, όχι μόνο προς τα αφεντικά.
"Τους απέλυσαν ήδη".
Και τότε άρχισε αυτό το αιμάτινο πολυβόλο που έχω αριστερά στο στήθος να πυροβολεί κατά ριπές. Λύτρωση. Δεν ήμαστε εμείς στους εκατό. Επιβιώσαμε. Ντροπή για τη λύτρωση. Και αμέσως λύπη. Βαθιά. Δακρύζω και για τα δυο. Που σκοτώθηκε ο γιος του γείτονα, όχι ο δικός μου. Πόσο εκτός εποχής είναι αυτός ο συναισθηματισμός μου. Να θυμηθώ να τον χαρίσω σαν παλιό ρούχο σε κάποιο φιλανθρωπικό μπαζάρ. Για τους εκατό που μάζεψαν τα πράγματά τους μέρα μεσημέρι και γύρισαν σπίτι ηττημένοι. Για τα συνάδελφα σκυλιά που κυνηγούσαμε μαζί ένα ψευτοκόκκαλο, και που τα κλώτσησαν έξω, πώς μπορώ να πω η απόλυσή σου, το ψωμί μου;
"Ναι". Μια ευπρεπής απάντηση σε μέρες εργασιακού θρίλλερ. Μια άρτια απάντηση σε ερώτηση ολικής αγνοίας. Καθολικής άγνοιας, όπως φάνηκε. Κάποτε έρχεται η στιγμή να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Κι ενώ ο άντρας μου δε πολέμησε στο μέτωπο, σαν τον παππού, τρέμει το φυλλοκάρδι μου μην μού 'ρθει μια μέρα λαβωμένος. Μην μού 'ρθει μέρα. Γιατί συνήθως έρχεται νύχτα στο σπίτι μας. Μη γυρίσει κουρέλι από μια αιφνιδιαστική απόλυση. Όπως εκείνοι οι 6 συνάδελφοί του που απολύθηκαν λίγο πριν το μεσημεριανό. Τους ζήτησε ο μάνατζερ ιδιαιτέρως. Τους ανακοίνωσε ότι απολύονται. Μετά μάζευαν τα μικροαντικείμενά τους απ' το γραφείο. Ένα τον ήξερε. Έτσι μου είπε. Ο άντρας μου. Που σηκώνεται κάθε πρωί να πάει στα χαρακώματα του ιδιωτικού τομέα, αντί να μείνει σπίτι να κάνουμε έρωτα. Και αν κάναμε έρωτα, δε θα κάναμε πόλεμο. Έχει ήδη ειπωθεί. Αλλά δεν είμαστε γραφικοί να αναπαράγουμε αντιπολεμικά σλογκανάκια των 60s. Εδώ όλα κυλούν ομαλά. Μια κρίση είναι. Πώς κάνεις έτσι; Και η Αίγυπτος δεν είναι Βιετνάμ. Και οι ΗΠΑ δεν είναι δαίμονας, διάολε. Πώς δε το βλέπεις;
"Είσαι σίγουρος;" Εγώ δεν είμαι σίγουρη. Αυτός είναι. Θα απεργήσει. Αφού έγινε συνέλευση. Από τους 3.500 εργαζομένους, συμμετείχαν και ψήφισαν κάπου 600. Καμιά δεκαπενταριά καταψήφισαν την πρόταση του σωματείου για απεργία.Όμως το 1/6 του συνόλου των εργαζομένων ήταν ήδη πλειοψηφία. Στη συνέλευση. Και έτσι αποφασίστηκε η 48ωρη, στην οποία αν δε συμμετείχες ήσουν απεργοσπάστης. Αλλά ούτε αυτή η ευκαιρία σου δινόταν, αφού το σωματείο θα έβαζε λουκέτα στις κεντρικές εισόδους. Λουκέτα και γιουχαϊσματα.
"Ναι." Ο άντρας μου, έχει μάθει σκοποβολή, εκεί στα χαρακώματα. Για δες τον τώρα που μου δείχνει πώς οπλίζει τις αντιστάσεις του. Ένα "ναι" μικρό σα σφαίρα.
"Και δε φοβάσαι μην είσαι στους 100 που θα απολύσουν;" Η απεργία είχε οργανωθεί μετά την απόλυση των έξι και πριν την επικείμενη απόλυση των εκατό. Έτσι νόμιζα. Εκατό στους τρεισήμισι χιλιάδες δεν ειναι λίγοι; Πες το και θα σου ανοίξω το κεφάλι με ένα ναι.
"Δε θα είμαι." Απόψε αυτή η σιγουριά του έχει μακρύνει πολύ τα γένια του, έχει αγριέψει την έκφρασή του, του έχει φορέσει διαγώνια στο στέρνο ζώνη με φυσίγγια και το όπλο παρά πόδας. Ίδιος ο παππούς. Επιτέλους.
"Πώς είσαι τόσο σίγουρος;" Τον σιγοντάρω. Και τον κοιτάω. Αναζητώ το βλέμμα του. Δεν τον αμφισβητώ. Δεν τον προκαλώ. Συνοδεύω σα δεύτερη φωνή την τόλμη του ως την έξοδό της. Θέλω να τον δω να εκτελεί. Να εκτελεί το χρέος του προς τους συναδέλφους, όχι μόνο προς τα αφεντικά.
"Τους απέλυσαν ήδη".
Και τότε άρχισε αυτό το αιμάτινο πολυβόλο που έχω αριστερά στο στήθος να πυροβολεί κατά ριπές. Λύτρωση. Δεν ήμαστε εμείς στους εκατό. Επιβιώσαμε. Ντροπή για τη λύτρωση. Και αμέσως λύπη. Βαθιά. Δακρύζω και για τα δυο. Που σκοτώθηκε ο γιος του γείτονα, όχι ο δικός μου. Πόσο εκτός εποχής είναι αυτός ο συναισθηματισμός μου. Να θυμηθώ να τον χαρίσω σαν παλιό ρούχο σε κάποιο φιλανθρωπικό μπαζάρ. Για τους εκατό που μάζεψαν τα πράγματά τους μέρα μεσημέρι και γύρισαν σπίτι ηττημένοι. Για τα συνάδελφα σκυλιά που κυνηγούσαμε μαζί ένα ψευτοκόκκαλο, και που τα κλώτσησαν έξω, πώς μπορώ να πω η απόλυσή σου, το ψωμί μου;
29/1/11
τα ανέπαφα
Τα χρήματα δεν περισσεύουν πια. Και μιλώ για όσους το υπόλοιπο των προθεσμιακών τους λογαριασμών, αν διαθέτουν, δε ξεπερνά τα τέσσερα ψηφία. Μιλώ για όσους η κουμμουνιστική φρασεολογία αναπαριστά σα μια καρικατούρα ανθρώπου του μόχθου, τίμιου μεροκαματιάρη που όμως πρέπει να σφύξει και να υψώσει τη γροθιά ενάντια στη ληστρική πολιτική της συμπαιγνίας των δύο μεγάλων κομμάτων, που πια είναι το εξής ένα, και το κεφάλαιο. Μιλώ για όσους το όχημα της κοινωνικής κινητικότητας άφησε μεταξεταστέους στην ίδια τάξη. Την ίδια κοινωνική τάξη, που μέχρι χτες ήταν τόσο μπανάλ όρος. Μέχρι χτες που το ποτάμι των αθλίων δεν κινδύνευε να πλημμυρίσει. Τώρα, άλλαξαν οι καιροί και τα ποτάμια πλημμυρίζουν κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Όμως εσύ δεν ανήκεις στο ποτάμι των αθλίων, εκτός και αν είσαι εκείνη η μεσήλικη γυναίκα που συνάντησα σήμερα το μεσημέρι στου Σκλαβενίτη απ' έξω που φορούσε τσεμπέρι και κρατούσε μια ταμπέλα που έγραφε με μαρκαδόρο ΑΝΕΡΓΗ και πλάι της είχε ένα πλαστικό κυπελλάκι για νομίσματα. Δεν ανήκεις δηλαδή σε αυτούς που ανάμεσα στο δίλημμα να βαφτίσω το παιδί μου ή να πάω ένα ταξίδι στο εξωτερικό, δεν έχουν καν επιλογή. Ή μήπως έχουν; Οι περικοπές στους μισθούς, οι ανατιμήσεις των προϊόντων και οι απολύσεις, στους έλληνες χριστιανορθόδοξους με το τσακισμένο πορτοφόλι, αλλά έστω με ένα πορτοφόλι αντί πλαστικό ποτηράκι, αφήνουν μια επιλογή.
Η οικονομική κρίση δεν ήρθε να προσφέρει ούτε μισό όφελος στις ζωές μας. Ήρθε να μας στερήσει τα ταξίδια που θα άνοιγαν τα μυαλά εμάς εδώ των απομονωμένων στη βαλκανική χερσόνησο. Δεν ήρθε να μας στερήσει μια στάλα από την εμμονή στην τήρηση των χριστιανορθόδοξων εθίμων που δεν άνοιξαν ποτέ μυαλά παρά μόνο κεφάλια. Θα ήθελα η κρίση να έπληττε το εκκλησιαστικό εμπόριο και όχι τη δυνατότητά μας να γνωρίσουμε τον κόσμο. Θα ήθελα ο μέσος έλληνας να το σκέφτεται αν πρέπει να κάνει μια πολιτική ονοματοδοσία στο παιδί του, που ειρήσθω εν παρόδω είναι νομικά ανώτερη σε ισχύ από ό,τι η αντίστοιχη θρησκευτική, αντί να ξοδεύει τα χρήματά του, που πια είπαμε δε περισσεύουν, σε μπομπονιέρες, προσκλητήρια και τα συναφή. Και ας ξέρω πως ζουν τόσοι άνθρωποι από αυτό το εμπόριο κακογουστιάς.
Αλλά όπως δε μπορώ να ευχηθώ να αυξηθεί η βία ώστε να αυξήσει η αστυνομία τους υπαλλήλους της και να μειωθεί η ανεργία, έτσι δε μπορώ να εύχομαι να συνεχίσουν οι έλληνες -και πια όχι μόνο- να βαπτίζουν χριστιανούς τα παιδιά τους μέσα σε ένα κλίμα κιτς γκλαμουριάς τη στιγμή μάλιστα που έχουν ζορίσει τα πράγματα. Αυτά τα δυο-τρία χιλιάρικα ευρώ που τελικά θα κοστίσει η επιβολή -ουσιαστικά- του θρησκεύματος στα παιδιά, θα στερήσει από τον δε-μου-περισσεύουν-πια ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κανένας δεν θα αφήσει το παιδί του αβάπτιστο, ανεξάρτητα αν κανένα κουσούρι δε θα του άφηνε κάτι τέτοιο. Όμως θα στερήσει στον εαυτό του και στο παιδί του μια βόλτα στον κόσμο. Στον κόσμο έξω από τον μικρόκοσμό μας που γέμισε οικονομικούς όρους, γκρίνια, μιζέρια, φόβο, μίσος ενώ αδειάζει από λογική, κριτική σκέψη, αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα, καλλιέργεια. Στο δίλημμα περισσότερος σκοταδισμός ή περισσότερο φως, έχουμε κιόλας απαντήσει. Ίσως γιατί μας μάθανε να κάνουμε οικονομία στο ρεύμα. Ίσως γι' αυτό.
Όμως εσύ δεν ανήκεις στο ποτάμι των αθλίων, εκτός και αν είσαι εκείνη η μεσήλικη γυναίκα που συνάντησα σήμερα το μεσημέρι στου Σκλαβενίτη απ' έξω που φορούσε τσεμπέρι και κρατούσε μια ταμπέλα που έγραφε με μαρκαδόρο ΑΝΕΡΓΗ και πλάι της είχε ένα πλαστικό κυπελλάκι για νομίσματα. Δεν ανήκεις δηλαδή σε αυτούς που ανάμεσα στο δίλημμα να βαφτίσω το παιδί μου ή να πάω ένα ταξίδι στο εξωτερικό, δεν έχουν καν επιλογή. Ή μήπως έχουν; Οι περικοπές στους μισθούς, οι ανατιμήσεις των προϊόντων και οι απολύσεις, στους έλληνες χριστιανορθόδοξους με το τσακισμένο πορτοφόλι, αλλά έστω με ένα πορτοφόλι αντί πλαστικό ποτηράκι, αφήνουν μια επιλογή.
Η οικονομική κρίση δεν ήρθε να προσφέρει ούτε μισό όφελος στις ζωές μας. Ήρθε να μας στερήσει τα ταξίδια που θα άνοιγαν τα μυαλά εμάς εδώ των απομονωμένων στη βαλκανική χερσόνησο. Δεν ήρθε να μας στερήσει μια στάλα από την εμμονή στην τήρηση των χριστιανορθόδοξων εθίμων που δεν άνοιξαν ποτέ μυαλά παρά μόνο κεφάλια. Θα ήθελα η κρίση να έπληττε το εκκλησιαστικό εμπόριο και όχι τη δυνατότητά μας να γνωρίσουμε τον κόσμο. Θα ήθελα ο μέσος έλληνας να το σκέφτεται αν πρέπει να κάνει μια πολιτική ονοματοδοσία στο παιδί του, που ειρήσθω εν παρόδω είναι νομικά ανώτερη σε ισχύ από ό,τι η αντίστοιχη θρησκευτική, αντί να ξοδεύει τα χρήματά του, που πια είπαμε δε περισσεύουν, σε μπομπονιέρες, προσκλητήρια και τα συναφή. Και ας ξέρω πως ζουν τόσοι άνθρωποι από αυτό το εμπόριο κακογουστιάς.
Αλλά όπως δε μπορώ να ευχηθώ να αυξηθεί η βία ώστε να αυξήσει η αστυνομία τους υπαλλήλους της και να μειωθεί η ανεργία, έτσι δε μπορώ να εύχομαι να συνεχίσουν οι έλληνες -και πια όχι μόνο- να βαπτίζουν χριστιανούς τα παιδιά τους μέσα σε ένα κλίμα κιτς γκλαμουριάς τη στιγμή μάλιστα που έχουν ζορίσει τα πράγματα. Αυτά τα δυο-τρία χιλιάρικα ευρώ που τελικά θα κοστίσει η επιβολή -ουσιαστικά- του θρησκεύματος στα παιδιά, θα στερήσει από τον δε-μου-περισσεύουν-πια ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κανένας δεν θα αφήσει το παιδί του αβάπτιστο, ανεξάρτητα αν κανένα κουσούρι δε θα του άφηνε κάτι τέτοιο. Όμως θα στερήσει στον εαυτό του και στο παιδί του μια βόλτα στον κόσμο. Στον κόσμο έξω από τον μικρόκοσμό μας που γέμισε οικονομικούς όρους, γκρίνια, μιζέρια, φόβο, μίσος ενώ αδειάζει από λογική, κριτική σκέψη, αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα, καλλιέργεια. Στο δίλημμα περισσότερος σκοταδισμός ή περισσότερο φως, έχουμε κιόλας απαντήσει. Ίσως γιατί μας μάθανε να κάνουμε οικονομία στο ρεύμα. Ίσως γι' αυτό.
26/1/11
Τριτοκοσμικές εικόνες
Κατεβαίνω την Πανεπιστημίου. Που (δε) τη λένε και Ελευθερίου Βενιζέλου. Όπως την Πατησίων που (δε) τη λένε και 28ης Οκτωβρίου. Όπως την Πειραιώς που (δε) τη λένε και Τσαλδαρη. Όταν τα τιμώμενα πρόσωπα ή ιστορικά γεγονότα είναι ασήμαντα μπορούν και να συγχρωτίζονται σε ονομασίες δρόμων. Αν είσαι η Βασίλισσα Σοφία, ή η Αμαλία ή ο Κωνσταντίνος, κανείς δε θα πει αλλιώς τη λεωφόρο σου. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Δείχνει πως κι εμείς ειχαμε κάποτε την τιμή να θρέφουμε μια βασιλική οικογένεια.
Κατεβαίνω την Πανεπιστημίου με το καινούργιο γιαπωνέζικο όχημά μου. Έχει ένα κουμπάκι στην πόρτα του οδηγού που κλειδώνει αυτόματα όλες τις πόρτες εσωτερικά. Είναι Τρίτη βράδυ αλλά έχουμε πήξει στην κίνηση. Ανάμεσα στα φρακαρισμένα οχήματα, κάποια υποθηκευμενα στις τράπεζες κι άλλα, όπως το παραπλήσιο διθέσιο με την ξανθιά μπροστά και το κανίς πίσω, χρυσοπληρωμενα και εξοφλημένα. Ασφαλώς. Ανάμεσα στα ΙΧ κινείται ένας άντρας στο φυζίκ του Τζεφιρελικού Χριστού, σε αναπηρικό καρότσι. Μας πλησιάζει. Ο άντρας μου, που έχει ένα ιεροποστολικό φυζίκ, πατάει το αυτόματο κλείδωμα. Δεν τον κατηγορώ. Όχι μόνο γιατί τον αγαπώ αλλά γιατί κι εγώ έτσι θα εκανα. Ίσως. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Να κλειδωνεσαι κι απ' τους ανήμπορους ακόμα. Προπάντων αυτούς. Γιατί αργούν οι Ιάπωνες να κατασκευάσουν ένα εσωτερικό αυτόματο κλείδωμα για τις ψυχές μας; Αργούν γιατί ξέρουν πως δε θα πουλήσει. Τα καταφέρνουμε καλά και μόνοι μας.
Παρκάρουμε στην Τοσίτσα. Μπροστά σε ένα κωλόμπαρο. Θα μας φυλάνε το όχημα οι συναγερμοί και τα κυριολεκτικά άγρυπνα βλέμματα των θαμώνων. Κάτι κοιλαράδων που ξερογλείφονται μπροστά στην αλλοδαπή μπαργούμαν. Εμείς δεν είμαστε τριτοκοσμικοί να έχουμε πεντέξι γυναίκες. Είμαστε μονογαμικά τζάνκια του ξενοπηδάν. Πιο κάτω, στον ίδιο δρόμο, ανάμεσα στο Μουσείο και το Πολυτεχνείο, ανάμεσα στο τότε και το αύριο, τρία τζάνκια έχουν ήδη ετοιμάσει τη ζουζού. Ο ψηλός σαρανταφεύγα καθησμένος στο διάζωμα με το μπρατσο γυμνό, γροθιά την παλάμη λέει με μια φωνή που θυμίζει σκληρό πορνό «τώρα, αχ, τώρα μπαίνω, αχ». Γυρνάω και κοιτάω. Έχει καρφωσει τη σύριγγα. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Εδώ τα καλά πρεζόνια.
Φτάνω Πατησίων διασχίζοντας ένα μπουλουκι μεταναστών. Αυτο δεν ειναι τρικοσμικό. Ανάπτυξη χωρίς φθηνά εργατικά χέρια δεν υφίσταται. Είμαι στο φουαγιέ του Θεάτρου Άλφα. Διαβάζω αποκόμματα εφημερίδων που χρονολογούνται στη Χούντα. Καταγγελίες και συλλήψεις για τους θιάσους του Στέφανου Ληναίου και Έλλης Φωτίου. Αν άφηναν τη δικτατορία να κάνει τη δουλειά της, θα είχαμε κι εμείς ένα οικονομικό θαύμα να διηγούμαστε, εκτός από της Μεγαλοχαρης, τα αμφιλεγόμενα. Βγαίνω έξω. Κοιτάζω την πύλη του Πολυτεχνείου. Να πεθαίνεις για μια ιδέα. Αυτό κι αν είναι τριτοκοσμικό. Να σε λιώνουν οι αλυσίδες του τανκ. Αίματα, ουρλιαχτά, κακό. Κάθομαι στην πρώτη σειρά. Γελάω με την καρδιά μου με τη Φωτίου. Βγαίνει στη σκηνή ο Ληναιος. Δακρύζω με αιτία. Όχι σαν τη Μεγαλόχαρη. Μετά θα πω σε φίλο εκστασιασμένη για την παράσταση και θα βρει μπανάλ το δίδυμο των μεγάλων ηθοποιών. Ό,τι παλιώνει είναι για πέταμα. Δε φοράς τα ίδια παπούτσια τρίτη σαιζόν. Είναι τριτοκοσμικό. Γιατί να συνεχιζεις να βλέπεις το Ληναίο; Είναι τόσο πασσέ. Γελάω, παρακαλάω να μην τελειώσει η παράσταση που τη βλέπω θολά μ' αυτό το αγενές δάκρυ που ήρθε και κάθησε μπροστά μου. Είμαι ευτυχισμένη. Καθόλου κουλ. Αυτό είναι τριτοκοσμικό.
Την επόμενη μέρα θα κατέβω από το μετρό στους Αμπελοκήπους, μια εξαιρετικά επιτυχή ονομασία της περιοχής, όπου μόνο με τρελή δόση ηρωίνης μπορείς να δεις κήπους κι αμπελώνες. Θα κατευθυνθώ προς το νοσοκομείο των γυναικών. Θα διασχίσω δυο διαδοχικά μπουλουκια ολοστρόγγυλων καλογριών που μου προτάσσουν κομποσκοίνια μες στα μούτρα. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Είναι μπαζάρ πίστης από μαζορέτες της δισκοποτηρούχου εκκλησίας. Θα μπω στο Δημόσιο νοσοκομείο και θα ξέρω πως κάθε μαιευτήρας εδώ μέσα πληρώνεται απ' τον φόρο μου αλλά έχει εξτρα ταρίφα για κάθε περίπτωση. 1000 ο φυσιολογικός τοκετός, 1500 η καισαρική. Αν δε θες να πληρώσεις, μπορείς. Απλώς θα σε μεταχειριστουν like a piece of shit. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Έχεις ελευθερία επιλογής. Λεφτά δεν έχεις. Αλλά ελευθερία έχεις.
Μετά θα μπω σε κάτι άθλια εξεταστήρια, με έπιπλα του '50, εξοπλισμό αρχαίο. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Τριτοκοσμικό είναι να πεις στο γιατρό πως είναι αλήτης του κερατά. Να βρίσεις τις κλώσσες πίσω από το γκισέ που σε έχουν κάνει μπαλάκι του τένις επειδή είναι άσχετες και δε δίνουν δεκάρα για σένα που τις συντηρείς. Να ρίξεις κανένα μπινελίκι στις καλόγριες που σου πουλάνε πίστη. Να κλαις για τά πρεζόνια, τον ανάπηρο, είναι τριτοσκομικό. Να συγκίνεισαι με τον παλιό ηθοποιό, είναι. Να μη πληρώνεις εισιτήριο στο μετρό από προχτές που έγινε κίνημα και το παίζουμε στο YouTube, στο Twitter, στο Wordpress και στο facebook, δεν είναι πια τριτοκοσμικό.
Τριτοκοσμική είναι η εικόνα των μεταναστών που νομικά είναι λαθραίοι, λες και είναι κανένας άνθρωπος λαθραιος στη Γη, λες και δεν είμαστε όλοι λαθραίοι στη ζωή. Που κατέλαβαν το κτίριο το οποίο στεγάζει το στολίδι απασών των επιστημών. Τη Νομική με τα υπέροχα κτίρια που λαμποκοπούν από καθαριότητα, με τους αγνούς ιδεολόγους στις κομματικές παρατάξεις, με τους εξαίρετους επιστήμονες αμέμπτου ηθικής στις πανεπιστημιακές έδρες, τις σύγχρονες βιβλιοθήκες και προγράμματα σπουδών και βέβαια τους φερέλπιδες απόφοιτους που θα σταδιοδρομήσουν διδάσκοντας αγωγή του πολίτη σε κανένα νυχτερινό Λύκειο με παιδαγωγική κατάρτιση εξπρές και διαγωνισμούς ΑΣΕΠ πολλές φορές. Εκεί που ενώνεται ο τρίτος κόσμος με το νομικό πολιτισμό γράφονται τα καλύτερα ποιήματα. Όμως δεν είναι τόσο γελοίο, τόσο μπανάλ, τόσο τριτοκοσμικό να μιλάμε για ποίηση οταν υπάρχουν όροι όπως η αναδιάρθρωση του χρέους, το μνημόνιο, η τρόικα, τα spreads, οι συγχωνεύσεις κι οι περικοπές; Η οικονομική κρίση θα περάσει. Η κρίση μας, αυτή που στρεβλώθηκε για τα καλά, βλέποντας τον εχθρό για όνειρο, και τον ανήμπορο για εχθρό, δε θα περάσει. Το όνειρό μας για τη μεζονέτα και το χλιδάτο αμάξι είναι ο εχθρός· δεν ήταν και δε θα' ναι ο καταληψίας της Νομικής, ο παραλής της λεωφόρου, το τζανκι του παράδρομου. Αυτός ίσως να μη μπορεί, ίσως και να μην θέλει να μας κλέψει. Ο άλλος όμως; Αυτός που σαν κρίση θα περάσει και σαν εχθρός θα μείνει, ήδη μας έχει κλέψει τις ζωές, το χρόνο και την αξιοπρέπειά μας. Σε εποχές που είναι πασσέ η ποίηση λογαριάζέ τα όλα κλεμμένα. Και πες με τριτοκοσμική.
Κατεβαίνω την Πανεπιστημίου με το καινούργιο γιαπωνέζικο όχημά μου. Έχει ένα κουμπάκι στην πόρτα του οδηγού που κλειδώνει αυτόματα όλες τις πόρτες εσωτερικά. Είναι Τρίτη βράδυ αλλά έχουμε πήξει στην κίνηση. Ανάμεσα στα φρακαρισμένα οχήματα, κάποια υποθηκευμενα στις τράπεζες κι άλλα, όπως το παραπλήσιο διθέσιο με την ξανθιά μπροστά και το κανίς πίσω, χρυσοπληρωμενα και εξοφλημένα. Ασφαλώς. Ανάμεσα στα ΙΧ κινείται ένας άντρας στο φυζίκ του Τζεφιρελικού Χριστού, σε αναπηρικό καρότσι. Μας πλησιάζει. Ο άντρας μου, που έχει ένα ιεροποστολικό φυζίκ, πατάει το αυτόματο κλείδωμα. Δεν τον κατηγορώ. Όχι μόνο γιατί τον αγαπώ αλλά γιατί κι εγώ έτσι θα εκανα. Ίσως. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Να κλειδωνεσαι κι απ' τους ανήμπορους ακόμα. Προπάντων αυτούς. Γιατί αργούν οι Ιάπωνες να κατασκευάσουν ένα εσωτερικό αυτόματο κλείδωμα για τις ψυχές μας; Αργούν γιατί ξέρουν πως δε θα πουλήσει. Τα καταφέρνουμε καλά και μόνοι μας.
Παρκάρουμε στην Τοσίτσα. Μπροστά σε ένα κωλόμπαρο. Θα μας φυλάνε το όχημα οι συναγερμοί και τα κυριολεκτικά άγρυπνα βλέμματα των θαμώνων. Κάτι κοιλαράδων που ξερογλείφονται μπροστά στην αλλοδαπή μπαργούμαν. Εμείς δεν είμαστε τριτοκοσμικοί να έχουμε πεντέξι γυναίκες. Είμαστε μονογαμικά τζάνκια του ξενοπηδάν. Πιο κάτω, στον ίδιο δρόμο, ανάμεσα στο Μουσείο και το Πολυτεχνείο, ανάμεσα στο τότε και το αύριο, τρία τζάνκια έχουν ήδη ετοιμάσει τη ζουζού. Ο ψηλός σαρανταφεύγα καθησμένος στο διάζωμα με το μπρατσο γυμνό, γροθιά την παλάμη λέει με μια φωνή που θυμίζει σκληρό πορνό «τώρα, αχ, τώρα μπαίνω, αχ». Γυρνάω και κοιτάω. Έχει καρφωσει τη σύριγγα. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Εδώ τα καλά πρεζόνια.
Φτάνω Πατησίων διασχίζοντας ένα μπουλουκι μεταναστών. Αυτο δεν ειναι τρικοσμικό. Ανάπτυξη χωρίς φθηνά εργατικά χέρια δεν υφίσταται. Είμαι στο φουαγιέ του Θεάτρου Άλφα. Διαβάζω αποκόμματα εφημερίδων που χρονολογούνται στη Χούντα. Καταγγελίες και συλλήψεις για τους θιάσους του Στέφανου Ληναίου και Έλλης Φωτίου. Αν άφηναν τη δικτατορία να κάνει τη δουλειά της, θα είχαμε κι εμείς ένα οικονομικό θαύμα να διηγούμαστε, εκτός από της Μεγαλοχαρης, τα αμφιλεγόμενα. Βγαίνω έξω. Κοιτάζω την πύλη του Πολυτεχνείου. Να πεθαίνεις για μια ιδέα. Αυτό κι αν είναι τριτοκοσμικό. Να σε λιώνουν οι αλυσίδες του τανκ. Αίματα, ουρλιαχτά, κακό. Κάθομαι στην πρώτη σειρά. Γελάω με την καρδιά μου με τη Φωτίου. Βγαίνει στη σκηνή ο Ληναιος. Δακρύζω με αιτία. Όχι σαν τη Μεγαλόχαρη. Μετά θα πω σε φίλο εκστασιασμένη για την παράσταση και θα βρει μπανάλ το δίδυμο των μεγάλων ηθοποιών. Ό,τι παλιώνει είναι για πέταμα. Δε φοράς τα ίδια παπούτσια τρίτη σαιζόν. Είναι τριτοκοσμικό. Γιατί να συνεχιζεις να βλέπεις το Ληναίο; Είναι τόσο πασσέ. Γελάω, παρακαλάω να μην τελειώσει η παράσταση που τη βλέπω θολά μ' αυτό το αγενές δάκρυ που ήρθε και κάθησε μπροστά μου. Είμαι ευτυχισμένη. Καθόλου κουλ. Αυτό είναι τριτοκοσμικό.
Την επόμενη μέρα θα κατέβω από το μετρό στους Αμπελοκήπους, μια εξαιρετικά επιτυχή ονομασία της περιοχής, όπου μόνο με τρελή δόση ηρωίνης μπορείς να δεις κήπους κι αμπελώνες. Θα κατευθυνθώ προς το νοσοκομείο των γυναικών. Θα διασχίσω δυο διαδοχικά μπουλουκια ολοστρόγγυλων καλογριών που μου προτάσσουν κομποσκοίνια μες στα μούτρα. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Είναι μπαζάρ πίστης από μαζορέτες της δισκοποτηρούχου εκκλησίας. Θα μπω στο Δημόσιο νοσοκομείο και θα ξέρω πως κάθε μαιευτήρας εδώ μέσα πληρώνεται απ' τον φόρο μου αλλά έχει εξτρα ταρίφα για κάθε περίπτωση. 1000 ο φυσιολογικός τοκετός, 1500 η καισαρική. Αν δε θες να πληρώσεις, μπορείς. Απλώς θα σε μεταχειριστουν like a piece of shit. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Έχεις ελευθερία επιλογής. Λεφτά δεν έχεις. Αλλά ελευθερία έχεις.
Μετά θα μπω σε κάτι άθλια εξεταστήρια, με έπιπλα του '50, εξοπλισμό αρχαίο. Αυτό δεν είναι τριτοκοσμικό. Τριτοκοσμικό είναι να πεις στο γιατρό πως είναι αλήτης του κερατά. Να βρίσεις τις κλώσσες πίσω από το γκισέ που σε έχουν κάνει μπαλάκι του τένις επειδή είναι άσχετες και δε δίνουν δεκάρα για σένα που τις συντηρείς. Να ρίξεις κανένα μπινελίκι στις καλόγριες που σου πουλάνε πίστη. Να κλαις για τά πρεζόνια, τον ανάπηρο, είναι τριτοσκομικό. Να συγκίνεισαι με τον παλιό ηθοποιό, είναι. Να μη πληρώνεις εισιτήριο στο μετρό από προχτές που έγινε κίνημα και το παίζουμε στο YouTube, στο Twitter, στο Wordpress και στο facebook, δεν είναι πια τριτοκοσμικό.
Τριτοκοσμική είναι η εικόνα των μεταναστών που νομικά είναι λαθραίοι, λες και είναι κανένας άνθρωπος λαθραιος στη Γη, λες και δεν είμαστε όλοι λαθραίοι στη ζωή. Που κατέλαβαν το κτίριο το οποίο στεγάζει το στολίδι απασών των επιστημών. Τη Νομική με τα υπέροχα κτίρια που λαμποκοπούν από καθαριότητα, με τους αγνούς ιδεολόγους στις κομματικές παρατάξεις, με τους εξαίρετους επιστήμονες αμέμπτου ηθικής στις πανεπιστημιακές έδρες, τις σύγχρονες βιβλιοθήκες και προγράμματα σπουδών και βέβαια τους φερέλπιδες απόφοιτους που θα σταδιοδρομήσουν διδάσκοντας αγωγή του πολίτη σε κανένα νυχτερινό Λύκειο με παιδαγωγική κατάρτιση εξπρές και διαγωνισμούς ΑΣΕΠ πολλές φορές. Εκεί που ενώνεται ο τρίτος κόσμος με το νομικό πολιτισμό γράφονται τα καλύτερα ποιήματα. Όμως δεν είναι τόσο γελοίο, τόσο μπανάλ, τόσο τριτοκοσμικό να μιλάμε για ποίηση οταν υπάρχουν όροι όπως η αναδιάρθρωση του χρέους, το μνημόνιο, η τρόικα, τα spreads, οι συγχωνεύσεις κι οι περικοπές; Η οικονομική κρίση θα περάσει. Η κρίση μας, αυτή που στρεβλώθηκε για τα καλά, βλέποντας τον εχθρό για όνειρο, και τον ανήμπορο για εχθρό, δε θα περάσει. Το όνειρό μας για τη μεζονέτα και το χλιδάτο αμάξι είναι ο εχθρός· δεν ήταν και δε θα' ναι ο καταληψίας της Νομικής, ο παραλής της λεωφόρου, το τζανκι του παράδρομου. Αυτός ίσως να μη μπορεί, ίσως και να μην θέλει να μας κλέψει. Ο άλλος όμως; Αυτός που σαν κρίση θα περάσει και σαν εχθρός θα μείνει, ήδη μας έχει κλέψει τις ζωές, το χρόνο και την αξιοπρέπειά μας. Σε εποχές που είναι πασσέ η ποίηση λογαριάζέ τα όλα κλεμμένα. Και πες με τριτοκοσμική.
22/1/11
το ρημάδι το ρήμα
Μπαρμπα-Μήτσο μανδραβελικέ, κλίνε μου το ρήμα "τα τρώγω" στον παγκαλικό αόριστο με εσάνς λαζοπουλικής αριστεράς.
"Εγώ τα έφαγα;
Εσύ τα έφαγες.
Αυτός τα έφαγε.
Εμείς τα φάγαμε;
Εσείς τα φάγατε.
Αυτοί τα έφαγαν".
"Εγώ τα έφαγα;
Εσύ τα έφαγες.
Αυτός τα έφαγε.
Εμείς τα φάγαμε;
Εσείς τα φάγατε.
Αυτοί τα έφαγαν".
18/1/11
trafficking
Καμιά φορά, όταν οδηγώ στους ελληνικούς δρόμους, μού 'ρχεται η επιθυμία να ανοίξω το τζάμι του οδηγού, να βγάλω έξω το κεφάλι μου

και να στείλω τον άλλο στο διάλογο. Να του πω, ρε φίλε, έχεις μάθει να συζητάς; Αλλά τελικά όλο προτιμώ να μένω με την απορία. Εξάλλου δεν είναι σωστό να διαλογοστέλνουμε τους ανθρώπους. Αφού ο διάλογος είναι η κόλαση κάθε εξουσίας. Να μη συζητάμε. Να βριζόμαστε μόνο και να υπακούμε.
και να στείλω τον άλλο στο διάλογο. Να του πω, ρε φίλε, έχεις μάθει να συζητάς; Αλλά τελικά όλο προτιμώ να μένω με την απορία. Εξάλλου δεν είναι σωστό να διαλογοστέλνουμε τους ανθρώπους. Αφού ο διάλογος είναι η κόλαση κάθε εξουσίας. Να μη συζητάμε. Να βριζόμαστε μόνο και να υπακούμε.
12/1/11
αμφίβια όλου του κόσμου ενωθείτε
Σκηνικό:κάποιο chat.
Διάλογος του Χ και του Υ.
Χ:"Γεια, τι γίνεται;"
Υ: σιωπή.
Χ:"Υυυυ,πού είσαι;"
Υ:σιωπή.
Χ "Ρε Υ,ζεις;"
Υ:"Ζω και εκτός διαδικτύου.Είμαι αμφίβιο".
Διάλογος του Χ και του Υ.
Χ:"Γεια, τι γίνεται;"
Υ: σιωπή.
Χ:"Υυυυ,πού είσαι;"
Υ:σιωπή.
Χ "Ρε Υ,ζεις;"
Υ:"Ζω και εκτός διαδικτύου.Είμαι αμφίβιο".
29/12/10
Master Chef
Έφτιαξα κι εγώ σήμερα μια ωραία πίτα.
Και για να μην ξεχνιόμαστε
Το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο από όλα τα κελιά.
24/12/10
Repeat
Επαναλήψεις. Επειδή δε θα μας σερβίρουν τα ίδια και τα ίδια μόνον οι τηλεοράσεις.
Μπορούμε κι εμείς οι εναλλακτικοί πληροφοριοδότες-διασκεδαστές να ξαναπροβάλλουμε τα πονήματά μας ασύστολα.
Καλές Γιορτές, αγάπες.
23/12/10
Το μήνυμα των Χριστουγέννων
Τελικά δε μετράει καθόλου το μέγεθος.
Ο Χριστός με 12 followers μόνο, είχε τα περισσότερα retweets ever.
Ο Χριστός με 12 followers μόνο, είχε τα περισσότερα retweets ever.
22/12/10
throw Jesus out the window(s)
8/12/10
είμαστε κάτι αρκούδες που δε χειροκρότησε κανένας
Τρεις παρά τέταρτο. Έχω μόλις σχολάσει. Είμαι από τους τυχερούς. Έχω δουλειά, ωράριο, οχτάωρο, δεν έχω βάρδιες, έχω μονιμότητα, πληρώνομαι στην ώρα μου, έχω προοπτικές εξέλιξης, έχω κέφι για δουλειά, δεν έχω δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Είμαι το καλό αρκουδάκι που κάθε πλουσιοκόριτσο θα' θελε ως μεταβατικό αντικείμενο.
Τρεις παρά τέταρτο. Στέκομαι ακίνητη μπροστά στο πράσινο φανάρι. Πράσινο για τους πεζούς. Δυο μπουλούκια πεζοί, από τη μια και την άλλη πλευρά του δρόμου.Θέλω να πάω σπίτι μου. Δε με βαστούν τα πόδια μου. Είμαι στο πόδι απ΄τις έξι. Θέλω να βγάλω τα ρούχα που βρωμάνε καυσάεριο, να φάω, να ξαπλώσω, να ξεκουραστεί το σώμα μου, να ηρεμήσει το κεφάλι μου, να μην είμαι ευγενική, να μη χαμογελάω υποκριτικά, χωρίς εντολές, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς. Κάθε μεσημέρι το σπίτι γίνεται η Ιθάκη μου. Αυτά τα 40 λεπτά, ποδαρόδρομος μέσα στης πόλης την αιθάλη, κι έπειτα συγκοινωνίες, όρθια μέσα στου άλλου τη μασχάλη, ώσπου να φτάσω, είναι Γολγοθάς. Είμαι το αρκουδάκι που κουράστηκε να το παίζουν.
Τρείς παρά. Ο τροχονόμος σφυρίζει προς τους οδηγούς. Ο δρόμος έχει ερημώσει από οχήματα. Συνεχίζει να σφυρίζει και να κουνάει τα χέρια του ώστε να περάσουν και τα υπόλοιπα ένα-δυο που καταφθάνουν σαστισμένα. "Τελείωνε ρε μαλάκα" μουρμουρίζει ο διπλανός μου προς τον ρυθμιστή της κυκλοφορίας, "άδειασε ο δρόμος". Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, Μεσογείων και Φειδιππίδου γωνία, περνάει από μπροστά μας ένα τσούρμο μπάτσοι πα' στις μηχανές, τρεις ή τέσσερις μπεμβεδάρες, με αλεξίσφαιρα τζάμια και δερμάτινα καθίσματα στην καθε μία από τις οποίες καθόταν ένας τροϊκανός κώλος. Πρώτος πρέπει να ήταν ο Στρος Καν, με βλέμμα βλοσυρό στραμμένο σε κάτι που'χε στη ποδιά του. Ένα λάπτοπ, ένα ipad, ένας χαρτοφύλακας, ένα φάιλοφαξ, μια δακτυλογραφημένη ομιλία, μια οικονομική εφημερίδα, κάτι από τα αξεσουάρ του πιθηκάνθρωπου, του economicus Crisus. Έπειτα ακολουθούσαν δυο-τρεις ακόμα BMW με σφουγκοκωλάριους, μετά μια κλούβα της αστυνομίας και ουραγός ένα ασθενοφόρο. Είμαι το αρκουδάκι που κοιτάει από κάποιο ράφι εκεί ψηλά ή κάποιο καλάθι εκεί κάτω, μόνο, ανήμπορο, σκονισμένο,στραπατσαρισμένο, ξεχασμένο κι άχρηστο.
Τρεις παρά. Ένας ασπρουλιάρης, ανήλιαγος, κόντρα ξυρισμένος, γυμνασμένος πλαταράς σκατόφλωρος με μαύρα γυαλιά που κοστίζουν κάτι παρά πάνω από το μηνιάτικό μου, και κουστούμι ατσαλάκωτο κι ασχολίαστο, ένας τρόμπας με γραβάτα, έχει σχεδόν κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι της καλογυαλισμένης μπεμβεδάρας, τη βενζίνη της οποίας πληρώνω εγώ, και κοιτάει έξω, κοιτάει προς τα πάνω, κοιτάει αχόρταγα. Κοιτάει εμάς τους πεζούς, που καμιά φορά γράφουμε ποιήματα, κοιτάει τα κτίρια, κοιτάει όπως ο λευκός τα άγρια ζώα στο σαφάρι. Μας κοιτάει σαν αρκούδες. Και είμαστε αρκούδες. Κάτι αρκουδάκια που τα κοιτάει κάποιος ξεδιάντροπα.
Τρεις. Έχει περάσει πια το κομβόι από μπροστά μας. Αλλά πριν φτάσει Κηφισίας, στο επόμενο φανάρι, το αχρηστευμένο από τη σφυρίχτρα του τροχονόμου, η κουστωδία των Homo Economicus και τα μαντροσκυλά τους έχει σταματήσει έξαφνα. Όλα ουρλιάζουν, σφυρίχτρες, κόρνες, σειρήνες, άνθρωποι. Ένας άντρας, μεγαλόσωμος, αξύριστος, με μπλε φόρμα μουτζουρωμένη, είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο. Ένας μπάτσος του πατάει το κεφάλι, ένας άλλος μπάτσος προσπαθεί να του περάσει χειροπέδες πιστάγκωνα. Ο άντρας δεν αντιδρά σχεδόν καθόλου. Τα εξαρτημένα μπατσικά αντανακλαστικά συνεχίζουν να παλεύουν με τον για τα καλά παραδομένο εχθρό. Ένα τεράστιο πηγάδι ανθρώπων, έχει σχηματιστεί πάνω από τον ακινητοποιημένο άνδρα. Ένα τείχος ένστολων έχει σχηματιστεί γύρω από τα αυτοκίνητα με τους τροϊκανούς. Τι έγινε; Τι έγινε; Ένα ποτάμι ερωτηματικά ξεχύνεται ανάμεσα στους περαστικούς. Τι να γίνει; Ο άνδρας, μόλις είδε τους δρόμους να παγώνουν για να περάσει το κονβόι με τους Δυτικούς εχθρούς, άρπαξε από το πεζοδρόμιο έναν ανατολίτη επαίτη που του' λειπαν τα δυο πόδια και το'να χέρι και τον πέταξε πάνω στις αυτοκινητάρες. Κι όπως λύθηκε η απορία, πάνω από το ποτάμι, το φρούριο και το πηγάδι άρχισαν, όπως οι βροχές, να πέφτουν απ΄τον ουρανό οι τίτλοι τέλους. Χωρίς χειροκροτήματα. Είμαστε κάτι αρκούδες που δε χειροκροτά ποτέ κανένας.
Τρεις παρά τέταρτο. Στέκομαι ακίνητη μπροστά στο πράσινο φανάρι. Πράσινο για τους πεζούς. Δυο μπουλούκια πεζοί, από τη μια και την άλλη πλευρά του δρόμου.Θέλω να πάω σπίτι μου. Δε με βαστούν τα πόδια μου. Είμαι στο πόδι απ΄τις έξι. Θέλω να βγάλω τα ρούχα που βρωμάνε καυσάεριο, να φάω, να ξαπλώσω, να ξεκουραστεί το σώμα μου, να ηρεμήσει το κεφάλι μου, να μην είμαι ευγενική, να μη χαμογελάω υποκριτικά, χωρίς εντολές, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς. Κάθε μεσημέρι το σπίτι γίνεται η Ιθάκη μου. Αυτά τα 40 λεπτά, ποδαρόδρομος μέσα στης πόλης την αιθάλη, κι έπειτα συγκοινωνίες, όρθια μέσα στου άλλου τη μασχάλη, ώσπου να φτάσω, είναι Γολγοθάς. Είμαι το αρκουδάκι που κουράστηκε να το παίζουν.
Τρείς παρά. Ο τροχονόμος σφυρίζει προς τους οδηγούς. Ο δρόμος έχει ερημώσει από οχήματα. Συνεχίζει να σφυρίζει και να κουνάει τα χέρια του ώστε να περάσουν και τα υπόλοιπα ένα-δυο που καταφθάνουν σαστισμένα. "Τελείωνε ρε μαλάκα" μουρμουρίζει ο διπλανός μου προς τον ρυθμιστή της κυκλοφορίας, "άδειασε ο δρόμος". Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, Μεσογείων και Φειδιππίδου γωνία, περνάει από μπροστά μας ένα τσούρμο μπάτσοι πα' στις μηχανές, τρεις ή τέσσερις μπεμβεδάρες, με αλεξίσφαιρα τζάμια και δερμάτινα καθίσματα στην καθε μία από τις οποίες καθόταν ένας τροϊκανός κώλος. Πρώτος πρέπει να ήταν ο Στρος Καν, με βλέμμα βλοσυρό στραμμένο σε κάτι που'χε στη ποδιά του. Ένα λάπτοπ, ένα ipad, ένας χαρτοφύλακας, ένα φάιλοφαξ, μια δακτυλογραφημένη ομιλία, μια οικονομική εφημερίδα, κάτι από τα αξεσουάρ του πιθηκάνθρωπου, του economicus Crisus. Έπειτα ακολουθούσαν δυο-τρεις ακόμα BMW με σφουγκοκωλάριους, μετά μια κλούβα της αστυνομίας και ουραγός ένα ασθενοφόρο. Είμαι το αρκουδάκι που κοιτάει από κάποιο ράφι εκεί ψηλά ή κάποιο καλάθι εκεί κάτω, μόνο, ανήμπορο, σκονισμένο,στραπατσαρισμένο, ξεχασμένο κι άχρηστο.
Τρεις παρά. Ένας ασπρουλιάρης, ανήλιαγος, κόντρα ξυρισμένος, γυμνασμένος πλαταράς σκατόφλωρος με μαύρα γυαλιά που κοστίζουν κάτι παρά πάνω από το μηνιάτικό μου, και κουστούμι ατσαλάκωτο κι ασχολίαστο, ένας τρόμπας με γραβάτα, έχει σχεδόν κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι της καλογυαλισμένης μπεμβεδάρας, τη βενζίνη της οποίας πληρώνω εγώ, και κοιτάει έξω, κοιτάει προς τα πάνω, κοιτάει αχόρταγα. Κοιτάει εμάς τους πεζούς, που καμιά φορά γράφουμε ποιήματα, κοιτάει τα κτίρια, κοιτάει όπως ο λευκός τα άγρια ζώα στο σαφάρι. Μας κοιτάει σαν αρκούδες. Και είμαστε αρκούδες. Κάτι αρκουδάκια που τα κοιτάει κάποιος ξεδιάντροπα.
Τρεις. Έχει περάσει πια το κομβόι από μπροστά μας. Αλλά πριν φτάσει Κηφισίας, στο επόμενο φανάρι, το αχρηστευμένο από τη σφυρίχτρα του τροχονόμου, η κουστωδία των Homo Economicus και τα μαντροσκυλά τους έχει σταματήσει έξαφνα. Όλα ουρλιάζουν, σφυρίχτρες, κόρνες, σειρήνες, άνθρωποι. Ένας άντρας, μεγαλόσωμος, αξύριστος, με μπλε φόρμα μουτζουρωμένη, είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο. Ένας μπάτσος του πατάει το κεφάλι, ένας άλλος μπάτσος προσπαθεί να του περάσει χειροπέδες πιστάγκωνα. Ο άντρας δεν αντιδρά σχεδόν καθόλου. Τα εξαρτημένα μπατσικά αντανακλαστικά συνεχίζουν να παλεύουν με τον για τα καλά παραδομένο εχθρό. Ένα τεράστιο πηγάδι ανθρώπων, έχει σχηματιστεί πάνω από τον ακινητοποιημένο άνδρα. Ένα τείχος ένστολων έχει σχηματιστεί γύρω από τα αυτοκίνητα με τους τροϊκανούς. Τι έγινε; Τι έγινε; Ένα ποτάμι ερωτηματικά ξεχύνεται ανάμεσα στους περαστικούς. Τι να γίνει; Ο άνδρας, μόλις είδε τους δρόμους να παγώνουν για να περάσει το κονβόι με τους Δυτικούς εχθρούς, άρπαξε από το πεζοδρόμιο έναν ανατολίτη επαίτη που του' λειπαν τα δυο πόδια και το'να χέρι και τον πέταξε πάνω στις αυτοκινητάρες. Κι όπως λύθηκε η απορία, πάνω από το ποτάμι, το φρούριο και το πηγάδι άρχισαν, όπως οι βροχές, να πέφτουν απ΄τον ουρανό οι τίτλοι τέλους. Χωρίς χειροκροτήματα. Είμαστε κάτι αρκούδες που δε χειροκροτά ποτέ κανένας.
5/12/10
Camino Butara
Ζητείται συνθέτης, μίμος του Carl Orff, να γράψει σάουντρακ για το νέο ΠΑΣΟΚ, το λάιτ, το άντερκαβερ, το μασκέ, το συριζίτικο, με τίτλο Camino Butara.
29/11/10
4/11/10
να τους δω να τρέχουν
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)