Κατευθύνομαι βιαστικά και θυμωμένα προς το tube, το μετρό του Λονδίνου που κάποιος εμπνευσμένος εγκέφαλος ονόμασε...σωλήνα. Ο σωλήνας ξεκίνησε να λειτουργεί το 1863 όταν η Ελλάδα υποδεχόταν τον πρώτο από τους Γλύξμπουργκ. Εκ τότε, η Μεγάλη Βρετανία έγινε μικρή, παρέμεινε όμως βασιλευόμενη και ανέπτυξε την κατάλληλη εξωτερική και οικονομική πολιτική ώστε να δέχεται βομβιστικές επιθέσεις στο μετρό της. Ενώ η Ελλάδα, αφού αδίκησε τον Βασιλέα και τον έστειλε σπίτια του, αξιώθηκε μετρό προσφάτως και δεν ανέπτυξε την κατάλληλη πολιτική ώστε να της ανατινάζουν βαγόνια και πολίτες. Βέβαια, ποτέ δεν είναι αργά και το οικονομικό θαύμα περιμένει στη γωνία.
Περπατάω βιαστικά γιατί ήδη έχω κλείσει δεκάωρο στο «γραφείο». Δεν εργάζομαι. Διδακτορικό κάνω. Αναφερόμαστε στο πανεπιστήμιο όμως με τον όρο γραφείο, ίσως κυριολεκτώντας για την πολυτέλεια να διαθέτουμε γραφεία ή ίσως γιατί ο όρος εκφράζει εύστοχα το κλίμα: την άνευρη, απολίτικη, υπαλληλική, πελατειακή αντίληψη της βρετανικής academia nervosa. Περπατάω δε θυμωμένα γιατί μία αυτοαποκαλούμενη νεομαρξίστρια προφεσόρισσά μας κάλεσε τους φοιτητές να εντοπίσουν γόνιμα markets και να προτείνουν έξυπνους τρόπους προσέλκυσης νέων φοιτητών πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι αν η Κίνα αριθμεί τελικά 1.3 δις νεομαρξιστές.
Η πείνα όμως σαμποτάρει τη σκέψη. Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να λυθεί άμεσα. Έχω τρεις επιλογές. Να αγοράσω σάντουιτς φτιαγμένο από αυτοδιαφημιζόμενα ως βιολογικά προϊόντα των Starbuck$ ενισχύοντας και τις προσπάθειες της πολυεθνικής καφετερίας στον αγώνα κατά της Παλαιστίνης (1). Να αγοράσω πατάτες τηγανητές από τα McDonald’$ ενισχύοντας τη φθηνή πολιτική (cheap as chips) των αμερικανών που τις μετονόμασαν French fries σε freedom fries για να κάνουν ντα τους απόγονους του Αστερίξ που είπαν τσου στο ντου στο Ιράκ (2) . Ή να προμηθευτώ από το σούπερ μάρκετ πρώτες ύλες και να μαγειρέψω. Η υποεπιλογή είναι να επικροτήσω τη λογοκρισία που προωθεί το Tesco απαιτώντας εξοντωτικές αποζημιώσεις από Ταϋλανδό πολιτικό και δημοσιογράφο που τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στην μπίζνα που επέκτεινε τη δράση της (εμπορική και κατασταλτική) και στην Ταϋλάνδη (3) . Ή να αγοράσω προκάτ γεύμα από το Lidl που έχει αξιοποιήσει στο έπακρο τις μεθόδους κατασκοπείας των υπαλλήλων της, θυμίζοντάς Στάζι (4) . Τελικά αγοράζω εκτός εποχής λαχανικά, που ταξίδεψαν από το μακρινό Μεξικό και την εξωτική Κένυα με καύσιμα από τον αραβικό κόσμο για να μη λείψουν από την αγγλική κατσαρόλα μου. Πήρα και κοτόπουλο alien, ταϊσμένο με μεταλλαγμένα. Τα εξωγήινα κοτόπουλα θα λύσουν μια μέρα το πρόβλημα της πείνας στον πλανήτη και το δικό μου ασφαλώς (5) .
Με τις πλαστικές σακούλες ανά χείρας, πλησιάζω τις μπάρες εισόδου του μετρό. Ένας τύπος- μάλλον Ινδός- με το χαμόγελο του wannabe πωλητή μοιράζει τη δωρεάν εφημερίδα London Paper. Παίρνω την φυλλάδα που μου προτείνει. Αλλά δε μπορώ να αντισταθώ και στο βαριεστημένο και συνωμοτικό βλέμμα του άλλου -μάλλον Αφρικανός- που μου τείνει την Metro, την έτερη δωρεάν εφημερίδα με τον ευφάνταστο τίτλο. Ούτε ικέτης γονυκλινής ωστόσο δε θα με έπειθε να φορτωθώ και τη London Lite, της βλαχοπόπ κουλτούρας το τσάμπα απαύγασμα. Γι’ αυτό και προσπερνώ την Κινέζα που ανέκφραστα μοιράζει το περί ου ο λόγος έντυπο.
Εφοδιασμένη με τα δύο free press πλησιάζω ένα από τα πανταχού παρόντα ΑΤΜ και κάνω ανάληψη από την Barclay’s, την πολυεθνική τράπεζα που έχει εφαρμόσει στην επικοινωνιακή της πολιτική την πεμπτουσία της δικαιοσύνης το «you get what you pay for». Έτσι, μπορεί να σε ξεφτιλίσει αν δεν έχεις να πληρώσεις έγκαιρα τη δόση του δανείου ή να σου κάνει τεμενάδες αν είσαι επενδυταράς ή φρέσκος νοικοκυρεμένος δανειολήπτης (6). Πράγμα που ατυχώς δεν έκαναν οι Lehman Bros και επτωχεύσαμεν ομαδικώς.
Το τρένο έχει ξεκινήσει. Το Άη-Πόντ, μεγάλη η χάρη του, επίσης. Ευγνωμονώ την Apple που με απαλλάσσει από το ρόλο του ωτακουστή των παρακαθήμενών μου: μεθυσμένοι γιάπηδες, στυμμένες λεμονόκουπες των πολυεθνικών, παραμυθιασμένοι λακέδες των τραπεζών, συνειδητοποιημένοι losers και άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, συμπολίτες του Γλύξμπουργκ και της Ελισάβετ γαρ. Βυθίζω το κεφάλι μου στο λάκκο με τα free νέα. Μαθαίνω πως η Βικτωρία και ο Δαβίδ Μπέκαμ, το διασημότερο ζεύγος της μεσαιωνικής εποχής της πληροφορίας, κάπου πήγε, κάποιους είδε, κάτι έκανε. Διαβάζω τη στήλη του αναγνώστη γιατί μ’ αρέσει να ενημερώνομαι για τα πραγματικά προβλήματα του λαού. Στο σημερινό φύλλο μία 30χρονη δηλώνει πως είναι αποφασισμένη να κάνει προληπτικά botox. Μαζί σου συντρόφισσα. Δίπλα είναι η στήλη με το καμάκι. Ο ανώνυμος αφιερώνει στην ανώνυμη, για το κορίτσι με τη μπλε μάσκαρα που κατέβηκε βιαστικά στη Russel Square. Δε ψάχνω σπίτι αλλά οι διαφημίσεις των estate agencies μου κλείνουν το μάτι. Σπιταρώνες, διάκοσμος, φρου-φρου κι αρώματα. Προσφορά για λεύκανση δοντιών: στα δύο άτομα ο ένας είναι δωρεάν. Πρέπει να πείσω το σύντροφό μου να τα βάψουμε άσπρα. Ξεφορτώνομαι τις εφημερίδες στο διπλανό κάθισμα ενώ το χέρι του συνεπιβάτη πρόθυμα τις μαζεύει. Γυρνώντας στα σπίτια μας κι απόψε όλοι θα ξέρουμε πως η Αντζελίνα υιοθέτησε ένα ακόμα ορφανό, χρώματος σιέλ. Όλα τα άλλα χρώματα τα έχει στη συλλογή.
Ανοίγω για εξιλέωση ένα μυθιστόρημα που αγόρασα από τα Waterstone’$, μια αλυσίδα βιβλιοπωλείων, έναν διακινητή της πολιτισμικής παραγωγής, θεματοφύλακα της ελευθερίας του λόγου, της δημιουργίας και βέβαια της σάτιρας. Αρκεί να έχεις ή να πασχίζεις να κάνεις ένα όνομα στην κοινωνία. Αρκεί να μη θίγεις τα συμφέροντας της εταιρείας. Γι’αυτό όταν ένας υπάλληλος των Waterstone’s έφτιαξε σατιρικό blog και ανώνυμα σατίριζε τον μάνατζέρ του, χωρίς καν να αποκαλύψει πως πρόκειται για αφεντικό στα Waterstone’s, απολύθηκε (7).Αφού βέβαια τον ανακάλυψαν, τον κατασκόπευσαν και τον κατέδωσαν διάφοροι ρουφ συνάδελφοί του με τη βοήθεια πάντα των ηλεκτρονικών μέσων, βοήθειά μας.
Πριν απ’ την κρίση ήταν ο πόλεμος. Μετά την ανταπόκριση είναι τα references.
1. http://www.inminds.co.uk/boycott-starbucks.html
2. http://en.wikipedia.org/wiki/Freedom_fries
3. http://www.guardian.co.uk/business/2008/apr/08/tesco.supermarkets
4. http://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/1583027/Lidl-'spied-on-staff-using-Stasi-methods'.html
5. http://www.guardian.co.uk/science/2000/mar/31/gm.food
6. http://www.thisismoney.co.uk/news/special-report/article.html?in_article_id=418636&in_page_id=108
7. http://www.guardian.co.uk/technology/2005/jan/12/books.newmedia
(Post-Media, πρώτο τεύχος)
27/2/09
26/2/09
POST-MEDIA, το 2ο τεύχος κυκλοφορεί ελεύθερο... από διαφημίσεις
«Μια οργισμένη άποψη για τα γεγονότα»: o Rowan Thorpe εξοργίζεται με τους κάθε λογής θερμοκέφαλους του Δεκέμβρη του ‘08.
«Κόκα-Κόλα και ευεξία» : Ο Σήφης Αργυράκης αναρωτιέται γιατί η Κόκα-Κόλα υποστηρίζει προγράμματα για την υγεία και την ευεξία του πληθυσμού.
«Η μαμά ξέρει ποιό είναι το καλύτερο για ’σένα»: Η Κατερίνα Τσάκου συνειδητοποιεί ποιός κακομαθαίνει τους νέους άνδρες αυτής της χώρας.
«Σάκος του μποξ» : Η G700 περιγράφει και προτείνει λύσεις για τα εργασιακά προβλήματα των νέων.
«Ντιβιντί Κοντρόλ» : Ο Old-boy γράφει για τη σχέση αλήθειας-ψεύδους στην ελληνική τηλεόραση.
«Ο Σάμσα ανορεκτικός» : Η Δήμητρα Μήτκα με αφετηρία έναν ήρωα του Κάφκα, αναλύει το δίπολο ανορεξίας βουλιμίας.
«Ανοιχτή επιστολή» : Ο Πάνος Κάλαρης απευθύνεται στον Πρωθυπουργό με αφορμή το ΠΙΚΠΑ της Βούλας και τα επιχειρηματικά σχέδια για αυτό.
«Ένας Μπάνκσυ δε φέρνει την άνοιξη»: Η Niemandsrose στέλνει ανταπόκριση από το Λονδίνο της αστυνομοκρατίας.
«Κρατική Διαφήμιση, το Μεγάλο Φαγοπότι» : Ο Θανάσης Αντωνίου γράφει για τις συναλλαγές που γίνονται με πρόσχημα τη διαφήμιση του δημοσίου.
«facebook.com: Μετέωροι στον ιστό της κοινωνικής δικτύωσης»: Η Γεωργία Οικονομοπούλου αποκαλύπτει τους κινδύνους που βρίσκονται στα ψιλά γράμματα της νέας φρενίτιδας που ονομάζεται facebook.
«Στις ταινίες καταστροφής ο πρόεδρος είναι πάντα μαύρος»: Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης διαπιστώνει ότι το «χρώμα» δεν αλλάζει το κυρίαρχο αμερικανικό δόγμα.
«Υπόθεση λερωμένα χέρια: νομιμοποιώντας τη διαφθορά στην Ελλάδα»: Ο Μανώλης Ανδριωτάκης γράφει για την ελληνικού τύπου διαφθορά με αφετηρία το σκάνδαλο της Siemens.
«Αφιέρωμα στις διαφημιστικές πινακίδες: Το α-νομικό καθεστώς των διαφημιστικών πινακίδων»: Ο Κώστας Ονισένκο εξετάζει το θέμα των παράνομων διαφημιστικών πινακίδων απ’ την νομική του πλευρά.
«Πινακίδες πολιτικής βούλησης» : Ο Μιχάλης Γουδής ερευνά την υπόθεση των διαφημιστικών πινακίδων στη Θεσσαλονίκη.
«Διαλύοντας την πόλη»: Ο Σταύρος Μυλωνάς γράφει για την αλοίωση της φύσης του δημόσιου χώρου και του αστικού περιβάλλοντος.
«Σάο Πάολο: Απελευθερωμένη πόλη»: Η Κωνσταντίνα Σταθοπούλου γράφει για την πόλη που ξήλωσε τις διαφημιστικές πινακίδες δια νόμου.
«Ο Σαρκοζύ και τα ΜΜΕ»: Ο Νίκος Σμυρναίος αποκαλύπτει τη στενή σχέση του Γάλλου Προέδρου με την τέταρτη εξουσία.
«Αρκετά!»: Η Ιωάννα Μοσχονά γράφει για το βιβλίο του John Naish, “Enough”.
Και ακόμα: πρωτότυπες εικονογραφήσεις, ειδικά φτιαγμένες για το Post-Media / Photo-Essay του Σάκη Στριτσίδη / Post-Media ART: TRADE MARKS του Μανώλη Ανδριωτάκη
24/2/09
Στον εισαγγελέα η 29χρονη πουρόφιλη
Στον εισαγγελέα οδηγήθηκε το μεσημέρι της Δευτέρας μία 29χρονη απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών με την κατηγορία της σεξουαλικής παρενόχλησης ηλικιωμένων. Την 29χρονη γλύπτρια βαρύνουν οι κατηγορίες της ασέλγειας σε βάρος ηλικιωμένου πανεπιστημιακού, της αποπλάνησης υπερηλίκου ζωγράφου καθώς και της νεκροφιλίας! Σύμφωνα με πληροφορίες των διωκτικών αρχών, εντοπίσθηκε και κατασχέθηκε στην οικία της κατηγορουμένης πορνογραφικό υλικό ακόμα και με νεκρούς γέροντες. Σε έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στο σκληρό δίσκο του Η/Υ της 29χρονης βρέθηκε επίσης αντίγραφο της διατριβής γνωστού Καθηγητή Φιλοσοφίας, αντίγραφα έργων ηλικιωμένων καλλιτεχνών, κασέτες με συνεντεύξεις υπερήλικων διανοουμέων κλπ.
Σοκ έχει προκαλέσει στην τοπική κοινωνία η αποκάλυψη της πρωτοφανούς δράσης της νεαρής γλύπτριας ενώ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να πρόκειται για τον εγκέφαλο κυκλώματος πουροφιλίας. Οι κάτοικοι της οδού Σκαρίμπα δε γνώριζαν τίποτα για το πάθος της νεαρής εικαστικού προς ηλικιωμένους διανοούμενους και την περιγράφουν ως μία ήσυχη παρουσία, μάλλον εσωστρεφή και μονίμως αφηρημένη. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι η 29χρονη φαίνονταν αφοσιωμένη στην τέχνη της και στα μαθήματά της. Ερωτηματικά εγείρει ωστόσο το γεγονός της πρόσφατης εισαγωγής της σε Τμήμα Κοινωνιολογίας μέσω κατατακτηρίων εξετάσεων καθώς δεν αποκλείεται η κίνηση αυτή να συνδέεται με το αρρωστημένο πάθος της 29χρονης για πνευματική ολοκλήρωση.
Σοκ έχει προκαλέσει στην τοπική κοινωνία η αποκάλυψη της πρωτοφανούς δράσης της νεαρής γλύπτριας ενώ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να πρόκειται για τον εγκέφαλο κυκλώματος πουροφιλίας. Οι κάτοικοι της οδού Σκαρίμπα δε γνώριζαν τίποτα για το πάθος της νεαρής εικαστικού προς ηλικιωμένους διανοούμενους και την περιγράφουν ως μία ήσυχη παρουσία, μάλλον εσωστρεφή και μονίμως αφηρημένη. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι η 29χρονη φαίνονταν αφοσιωμένη στην τέχνη της και στα μαθήματά της. Ερωτηματικά εγείρει ωστόσο το γεγονός της πρόσφατης εισαγωγής της σε Τμήμα Κοινωνιολογίας μέσω κατατακτηρίων εξετάσεων καθώς δεν αποκλείεται η κίνηση αυτή να συνδέεται με το αρρωστημένο πάθος της 29χρονης για πνευματική ολοκλήρωση.
23/2/09
Lavatory Lovestory/ Δημοτικά Ουρητήρια
"Lavatory Lovestory"- Konstantin Bronzit
(Ταινία μικρού μήκους υποψήφια για Oscar)
--------------------------------------------------------------------------------------
"Δημοτικά ουρητήρια" του Νίκου Μεντζίνη
Δεκατέσσερα σκαλοπάτια προς τα κάτω, ένα πλατύσκαλο και δυο ακόμα σκαλοπάτια προς τα αριστερά ήταν ο δρόμος της. Κατόπιν ο διάδρομος διακλαδιζόταν, διχάλα θαρρείς. Αριστερά, οι τουαλέτες των ανδρών, δεξιά των γυναικών. Άσπρο πλακάκι με κιτρινισμένη γιρλάντα στις άκρες, κάλυπτε όλο το χώρο. Οι πόρτες βαμμένες μπλε, ένα μπλε βαθύ σαν σκοτεινή θάλασσα. Όχι, όχι, σαν το μπλε του καλύμματος των σχολικών βιβλίων της. Πόρτες κομμένες από κάτω, σαν ξεδοντιασμένες γριές, περίμεναν πελάτη. Ένας συνεχής ήχος από τους ελαττωματικούς «Νιαγάρα», τη συντρόφευε ολημερίς, ανταγωνιζόταν, αλλά και συντρόφευε το τραντζιστοράκι της.
«Δημοτικά Ουρητήρια, ώρες λειτουργίας 8πμ-1μμ και 5μμ-9μμ Φιλοδώρημα όχι υποχρεωτικό». Η ταμπέλα φρεσκοβαμμένη καρφώθηκε από δυο εργάτες.
-Γεια σου Μαρία! Πώς πάει ο κάτω κόσμος;
-Καλύτερα από τον πάνω, του ανταπόδωσε και φουρκισμένη έκλεισε την πόρτα της.
Κάτω κόσμος, ένας κόσμος παράμερος, στην αριστερή πλευρά της κεντρικής πλατείας στο Α..., μια επαρχιακή πόλη. Καλό μεροκάματο, με τα πουρμπουάρ της και το ΙΚΑ εξασφαλισμένο. Δυο χρόνια, με το λάστιχο ή τον κουβά, προσπαθεί να διώξει στον απόπατο όλα τα σκατά της πόλης. Μα αυτά, ξαναγυρνούν προς την επιφάνεια, σαν αναμνήσεις καταχωνιασμένες, που τις νομίζεις νεκρές κι ανήμπορες. Μα αυτές λαγοκοιμούνται. Περιμένουν την ώρα που ξέγνοιαστος θα `σαι και θα έρθουν, ίδιες ερινύες, να σε κεντήσουν και την εκδίκηση τους να πάρουν.
Ευτυχώς ο Δήμαρχος, «προοδευτικών αρχών», την προσέλαβε αμέσως:
-Κυρία Μαρία, εσείς; Η κόρη ενός αληθινού ήρωα, στα ουρητήρια; Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Τίποτα. Θα δούμε, θα δούμε.
Στο άλλο άκρο της πλατείας, το φάντασμα του πατέρα της την υποβλέπει. Ένα κομμάτι μάρμαρο, ακανόνιστο. Με τρεις - τέσσερις γραντζουνιές πάνω στο σώμα του, βρόγχος ακέραιος. Μαύρα, κυρτά γράμματα έγλειφαν το μάρμαρο:
Στους ήρωες που κρεμάστηκαν
υπό των Γερμανών στις 28 Οκτωβρίου 1943,
η πατρίς το γόνυ κλίνει
Πολλές φορές, κάποιες νύχτες του χειμώνα, που ψυχή δεν κυκλοφορεί, φεύγοντας για το σπίτι της, της αρέσει να πλησιάζει το μάρμαρο, να περνά απαλά το χέρι της σε αυτά τα γράμματα, απαλά σαν χάδι παλιό στο αξύριστο μάγουλο του πατέρα της.
-Κυρία Μαρία, καλημέρα, λίγο χαρτάκι; Συνάμενη, κουνάμενη, μπήκε η Δήμητρα η περιπτερού. Εξώλης και προώλης, δεν είχε αφήσει γάτο αρσενικό. Τις ξέρει τις πομπές της. Μα τι με αυτό; Καλά λεφτά. Ένα πεντακοσάρικο για να κλείνει την πόρτα της για κάνα τεταρτάκι. Πράγματι, σε λίγο ακούστηκαν αλαφροπατήματα. Ποιος κερατάς να είναι σήμερα; Αναρωτήθηκε κι έσκυψε στην κλειδαρότρυπα. Ένα κομμάτι παντελόνι φάνηκε, τίποτα. Κλείστηκαν στην Τρίτη καμπίνα και τράβηξαν το καζανάκι. Σε δέκα λεφτά το επανέλαβαν. Σε λίγο, η πόρτα άνοιξε, βήματα ανηφόρισαν στα σκαλοπάτια. Μια βαριά μυρωδιά γέμισε το χώρο. Μυρωδιά πίπας. Μα βέβαια ο Χάρης ο φωτογράφος, από απέναντι, θριαμβολόγησε για την παρατηρητικότητά της, η γριούλα. Είχε έρθει από την Αμερική, έχοντας πλύνει χιλιάδες παντελόνια, παλτά και βρακιά.
-Ούτε τα βρακιά τους, να πλύνουν δεν προλαβαίνουν εκεί, έλεγε συχνά. Μάζεψε λίγα δολάρια πουλώντας κοψοχρονιά το καθαριστήριο, όταν αρρώστησε και ήρθε στα χώματά του και άνοιξε «Το καλλιτεχνικόν Φωτογραφείον: Η Αστόρια». Ανύπαντρος, μα προσεκτικός. Δεν έβαζε αυτός, όποια κι όποια , στο σπίτι του και ιδίως παντρεμένες. Η μάνα του, μα περισσότερο η επιθυμία του να αποκατασταθεί με μεγάλη προίκα, του το απαγόρευαν.
Βγήκε από το κουτί της. Πήρε το λάστιχο και ξέπλυνε τα πάντα. Έτριψε τους τοίχους, σκούπισε τους καθρέπτες, γυάλισε τις βρύσες, έβαλε αποσμητικό, λίγα λουλούδια στο μίζερο βάζο. Πέρασαν έτσι κάμποσες ώρες που διακόπτονταν από βιαστικούς συνήθως άντρες, μα και μερικές γυναίκες που ξαλάφρωναν ή βάφονταν κι έβγαιναν και πάλι στην επιφάνεια, ανανεωμένες. Άντρες και γυναίκες, διαφόρων ειδών και ποιοτήτων. Άντρες διστακτικοί, που μπαίνανε σαν κλέφτες. Χαμηλά τα μάτια, δεν ζητούσαν ποτέ χαρτί, διάλεγαν την πιο απόμερη γωνιά και γύριζαν την πλάτη τους, στην είσοδο. Έφευγαν πιο βιαστικοί, έχοντας τινάξει και το τελευταίο ίχνος αυτοπεποίθησης στα πλακάκια της τουαλέτας. Άλλοι, κατέβαιναν σαν το σπίτι τους. Σιγοσφυρίζοντας. Σαν κοκόρια, επιδεικτικά, προκλητικοί έριχναν ματιές σε όλους και όλες που τυχόν έμπαιναν. Οι γυναίκες, από την άλλη, ήσαν αλλιώς: Με την τσάντα στο χέρι, αποσύρονταν διακριτικά ως και μισή ώρα, βαφόντουσαν, πέρναγαν λίγο ρουζ, τίναζαν τη φούστα τους. Κόσμος και κοσμάκης!! Και η Μαρία, εκεί. Κέρβερος του κάτω κόσμου, τυλιγμένη στον ιστό από άσπρα πλακάκια με κιτρινισμένες άκρες. Στην γωνιά της, στο κλουβί της. Άλλοτε πλέκοντας και άλλοτε ακούγοντας ραδιόφωνο, περίμενε να ακούσει τον ήχο των λιγοστών κερμάτων που θα συμπλήρωναν το πενιχρό εισόδημά της. Σαν τέλειωνε, κλείδωνε την κάμαρά της, έβαζε το λουκέτο στη σιδερένια πόρτα και ανέβαινε στον πάνω κόσμο.
Ο ήλιος σήμερα απογευματινός, μα καυτός ακόμα, κτυπούσε τις πλάκες της πλατείας, τιμωρώντας με τις ακτίνες του τους ανθρώπους που τολμούσαν να ξεμυτίσουν.
-Καλό βράδυ, κυρά Μαρία, τη χαιρέτησε ο Μιχάλης από το παπουτσάδικο της γωνίας.
-Καλό βράδυ. Η φωνή, μέσα από τα δόντια της, ίσα που ακούστηκε. Ανηφόρισε και χώθηκε στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι της. Το σπίτι, δίπατο είχε να δει χέρι μάστορα, τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Κατέρρεε. Είχε εγκατασταθεί σε μια κάμαρη του πρώτου ορόφου. Γωνιακή, τη σκίαζαν τα δέντρα του πάρκου. Σπάνια άνοιγε τα άλλα δωμάτια. Πνιγμένα από αναμνήσεις. Γεμάτα από πρόσωπα πεθαμένα, ξεχείλιζαν κούτες, χαρτιά, ρούχα. Απομεινάρια ζωών πολλών ανθρώπων. Κι αυτή, καθημερινά απομακρυνόταν από όλα αυτά και χωνόταν βαθύτερα στο δώμα της.
Αφού κολάτσισε το λιγοστό δείπνο της, συγύρισε στοιχειωδώς το δωμάτιο, πήρε την καρέκλα της και την έσυρε στο παράθυρο. Κούφωσε τα εξώφυλλα και περίμενε τη ζωή να αρχίσει...Το πάρκο, στην πιο προνομιακή περιοχή της πόλης, μπαλκόνι στην θάλασσα, έσφυζε από ζωή. Ιδίως τα καλοκαίρια, πλημμύριζε από νέους, ζευγάρια, περπατητές, γλεντζέδες που κατευθύνονταν στις γειτονικές ταβέρνες και καφενεία που στεφάνωναν το πάρκο. Μια λιμνούλα, έργο κάποιου Δημάρχου ξεχασμένου από όλους, προσπαθούσε να διώξει την κάψα, φιλοξενώντας πάπιες και χιλιάδες έντομα. Έτσι ζούσε η κυρά Μαρία. Κλέβοντας στιγμές από τους άλλους, ρουφώντας νέα από το παράθυρό της.
Τους είδε!! Περπατούσαν σαν ένας άνθρωπος. Πλοκάμια τα χέρια τους. Βεντούζες τα δάχτυλα, ρουφούσαν εκατοστό, εκατοστό το δέρμα του άλλου. Τα μαλλιά της, αγκάλιαζαν τον ώμο του, σαν από λύπηση για το χοντροκομμένο στρατιωτικό κούρεμά του. Πέρασαν κάτω από το παραθύρι της, σαν φάντασμα του έρωτα που την είχε συγκλονίσει, που ποτέ δεν θα ξεχνούσε, που ποτέ δεν θα συγχωρούσε. Και χώθηκαν στο πάρκο. Τα πόδια τους, τριζοβολούσαν πάνω στο χοντρό χαλίκι του μονοπατιού. Διασταυρώθηκαν μ` έναν μεθυσμένο, που τρεκλίζοντας κόντεψε να τους παρασύρει. Τον τράταραν, λίγο από το γάργαρο γέλιο τους κι εκείνος έσκυψε περισσότερο. Σαν να ντράπηκε. Η νύχτα, έπεσε απότομα, σκοτεινή απόψε η βραδιά. Το φεγγάρι στη χάση του, πολεμάει να δείξει τον εαυτό του για άλλη μια φορά. Τα δέντρα του πάρκου, κρατούν την ανάσα τους, ακίνητα. Φοβούνται μην τρομάξουν τα παιδιά, που αγαπιούνται. Κι οι γρύλοι, άλλο σκοπό απόψε αρχινούν: Μιλάει για χλόες καταπράσινες και ζουμερές, που μπορείς να κυλιστείς, χωρίς φόβο. Όσο θες. Μιλάει για κάτι άστρα που βγάζουν, σαν τα δεις, αλήθεια την κάθε σου ευχή. Και το κορίτσι που τους άκουγε, μέσα της ήταν γυναίκα και κατάλαβε τη φωνή των δέντρων και των γρύλων, λιγώθηκε κι έσκυψε. Πιο κοντά του, πιο κοντά του κι είπε, όχι με λόγια το ΝΑΙ. Αυτό το ναι, που τόσο φοβόταν, που τόσο ζητούσε. Φόβος και πάθος. Βάζει τα χέρια της μπροστά, να τον διώξει. Ύστατη άμυνα. Κι αυτά, λιποταχτούν και τον αγκαλιάζουν. Παραδίνονται στον εχτρό και τον καλούν να διαφεντέψει. Η φούστα της ψηλά. Τα χέρια του βουτηχτές επίμονοι. Ψάχνουν για κοράλλια μαγικά και για την πηγή με το νερό το αθάνατο. Τυφλά μεριάζουν τα βρύα του βυθού κι ανακαλύπτουν την πηγή, που αρχίζει να τρέχει γάργαρο νερό και μέλι και ... Ω!! τι θαύμα, η νύχτα γέλασε. Τα άστρα τρελάθηκαν, αλλοπαρμένα...
Η Μαρία, αποφάσισε να κλείσει το παραθύρι της, νωρίτερα απόψε. Είχε μερώσει από τα παιδιά κι ο κόσμος της φαινόταν -αν είναι δυνατόν-, καλύτερος. Κι εκεί πάνω στην κίνησή της, τον είδε.
Ναι, ήταν αυτός!! Είδε το κοντάρι για τα λαχεία, να ξεπροβάλλει πίσω από το θάμνο. Σκυμμένος, παραμόνευε τα παιδιά, σαν την οχιά που μαγνητίζει τα βατράχια. Τον ήξερε σαν κάλπικη δεκάρα. Σατανάς κι άγιος μαζί. Πρώτος στην ΕΠΟΝ, μπαινόβγαινε στο σπίτι της, δίνοντας και παίρνοντας μηνύματα από τον πατέρα της. Είρωνας κι απότομος. Την φόβιζε πάντα το βλέμμα του, σκοτεινό, σκιασμένο από τα σμιχτά φρύδια του. Μια μέρα την άρπαξε βίαια από το χέρι, την τράβηξε στα γόνατά του κι έχωσε το χέρι του κάτω από τα κουρέλια της. Τρόμαξε, μα απόρησε και σιχάθηκε τον εαυτό της που παραδόθηκε στο άγριο χάδι του. Τα βήματα του καπετάν Γιώργη, την έσωσαν κείνη την φορά. Την έσπρωξε πέρα, χαμογελώντας με κακία:
-Τσιμουδιά, γιατί χάθηκες, της σφύριξε. Δεν είπε κουβέντα, όχι από φόβο ή ντροπή, αλλά γιατί συνειδητοποίησε ότι της άρεσε. Από τότε, έγινε ο δαίμονάς της. Είδε την αποδοχή της κι έγινε πολύ γρήγορα ο αφέντης της. Αφέντης σκληρός. Οι συναντήσεις τους, λιγοστές μα γιομάτες ηδονή για τη Μαρία που ανακάλυψε, έναν άλλο κόσμο, ένα άλλο κορμί. Τον λάτρεψε, με μια λατρεία πρωτόγονη. Ήταν γι’ αυτήν, ο νέος κόσμος που πάντα ονειρευόταν. Τον έβλεπε, να υψώνεται, να γίνεται ο εκδικητής όλων των κατατρεγμένων. Ο πατέρας της χωμένος στις υποθέσεις του αγώνα, δεν κατάλαβε τίποτα. Μπαινόβγαινε στο σπίτι σαν αφεντικό. Όταν του είπε ότι είχε πιασμένο το παιδί του, γέλασε. Με κείνο το κακό γέλιο και δεν της είπε τίποτα. Χώθηκε στο δωμάτιο του πατέρας της. Την άλλη μέρα βγήκε στο βουνό. Ούτε γραφή! Ούτε ένα μήνυμα γι αυτήν. Η φήμη του εξαπλωνόταν. Αντάρτης φημισμένος, πέρασε στην Στερεά Ελλάδα για να είναι κοντά στον αρχηγό, στις εξελίξεις. Αναγκάστηκε να ρίξει το παιδί και το μαχαίρι που μπήκε μέσα της, της ξερίζωσε ότι καλό υπήρχε. Την άφησε κιβούρι αδειανό. Γραπώθηκε από τον πατέρα της, που έσκυβε καθημερινά ακόμα περισσότερο. Μέχρι που αυτός, κατάφερε να υψωθεί και να πετάξει, έστω και πάνω από την αγχόνη. Αυτή; Κουρεμένη σύρριζα, περίμενε... Με την ήττα, αυτός, δεν υπέγραψε συγχωροχάρτι. Σκληρός κι απόλυτος μέχρι το τέλος, έγινε Μακρονησιώτης. Μάθαινε νέα του, μα ποτέ δεν του έστειλε ένα γράμμα. Ούτε κι εκείνος. Όταν γύρισε στην πόλη, δέκα χρόνια μετά, δεν μίλησε σε κανέναν. Χώθηκε στο πατρικό του -μια παλιοκαλύβα είχε απομείνει- για κάμποσο καιρό. Δουλειές του ποδαριού. Μεροδούλι μεροφάι. Τα τελευταία χρόνια, έγινε λαχειοπώλης. Φήμες κυκλοφορούσαν για τα παράξενα γούστα του. Απομακρύνθηκε από τους παλιούς συντρόφους του. Με τη Μαρία, ποτέ δεν μίλησαν, ποτέ δεν κοιτάχτηκαν.
Ήταν αυτός που πλησίαζε τα παιδιά. Παρατημένο το κοντάρι του στους θάμνους, διαλαλούσε την τύχη στο βρόντο. Αυτός, σχεδόν γονατιστός, είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του. Τα παιδιά στον κόσμο τους, ανακάλυπταν τον έρωτά τους. Η κυρά Μαρία, έκλεισε το παράθυρό της, φόρεσε το μαντήλι της, ίσιωσε τη φούστα της. Το χέρι της καθυστέρησε στην άγονη πια κοιλιά, ορθώθηκε.
Την άλλη μέρα, η κυρά Μαρία, αξημέρωτα, μπήκε στον υπόγειο κόσμο της. Δουλειά, πολύ δουλειά σήμερα. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν συνεχώς. Αυτή κλεισμένη στην κάμαρά της, άκουγε τα βήματα και το λαχάνιασμά τους στις σκάλες. Άνοιξε την εφημερίδα. « Η Φωνή του Α...», ξερνούσε μελάνι. Επιτέλους κάτι να σπάσει την μονοτονία: «Άγριο έγκλημα στο πάρκο. Λαχειοπώλης, βρέθηκε μισόγυμνος με καρφωμένο το κοντάρι στο λαιμό του» Ο τίτλος γέμιζε τη μισή σελίδα. «Σεξουαλικά τα αίτια;» «Οπορτουνιστής που ξέφυγε από το δρόμο της πάλης του λαού». Το κόμμα, έβγαλε την ετυμηγορία του. Η αντιπολίτευση, κατηγορούσε την Δημοτική αρχή για αδιαφορία στα προβλήματα της πόλης. « Στις επόμενες εκλογές, να αναδείξουμε ανθρώπους με όραμα», κατέληξε. Ο Δήμαρχος, με δηλώσεις του τόνιζε: «Ο μη ηλεκτροφωτισμός του πάρκου, οφείλεται στις γνωστές καθυστερήσεις των χρηματοδοτήσεων από την κεντρική εξουσία. Την επόμενη τετραετία προτεραιότητά μας, θα είναι ο περιτοιχισμός του και η φύλαξή του, νύχτα μέρα» Ο σύλλογος για την προστασία των ηθών: «Η εθνική φλόγα», αξίωνε να κλείνει το πάρκο κατά τις βραδινές ώρες. Ο αστυνομικός Δ/ντής, δήλωνε ότι, ανακρίνονται ύποπτοι και η διαλεύκανση της υπόθεσης, είναι ζήτημα ημερών.
Η κυρά Μαρία, άνοιξε την πόρτα της, πήρε το λάστιχο και ξεκίνησε τη συνηθισμένη της δουλειά: να σπρώχνει στον απόπατο τα σκατά της πόλης.
(Πεζογράφημα δημοσιευμένο στο flytoistros και αλλού).
(Ταινία μικρού μήκους υποψήφια για Oscar)
--------------------------------------------------------------------------------------
"Δημοτικά ουρητήρια" του Νίκου Μεντζίνη
Δεκατέσσερα σκαλοπάτια προς τα κάτω, ένα πλατύσκαλο και δυο ακόμα σκαλοπάτια προς τα αριστερά ήταν ο δρόμος της. Κατόπιν ο διάδρομος διακλαδιζόταν, διχάλα θαρρείς. Αριστερά, οι τουαλέτες των ανδρών, δεξιά των γυναικών. Άσπρο πλακάκι με κιτρινισμένη γιρλάντα στις άκρες, κάλυπτε όλο το χώρο. Οι πόρτες βαμμένες μπλε, ένα μπλε βαθύ σαν σκοτεινή θάλασσα. Όχι, όχι, σαν το μπλε του καλύμματος των σχολικών βιβλίων της. Πόρτες κομμένες από κάτω, σαν ξεδοντιασμένες γριές, περίμεναν πελάτη. Ένας συνεχής ήχος από τους ελαττωματικούς «Νιαγάρα», τη συντρόφευε ολημερίς, ανταγωνιζόταν, αλλά και συντρόφευε το τραντζιστοράκι της.
«Δημοτικά Ουρητήρια, ώρες λειτουργίας 8πμ-1μμ και 5μμ-9μμ Φιλοδώρημα όχι υποχρεωτικό». Η ταμπέλα φρεσκοβαμμένη καρφώθηκε από δυο εργάτες.
-Γεια σου Μαρία! Πώς πάει ο κάτω κόσμος;
-Καλύτερα από τον πάνω, του ανταπόδωσε και φουρκισμένη έκλεισε την πόρτα της.
Κάτω κόσμος, ένας κόσμος παράμερος, στην αριστερή πλευρά της κεντρικής πλατείας στο Α..., μια επαρχιακή πόλη. Καλό μεροκάματο, με τα πουρμπουάρ της και το ΙΚΑ εξασφαλισμένο. Δυο χρόνια, με το λάστιχο ή τον κουβά, προσπαθεί να διώξει στον απόπατο όλα τα σκατά της πόλης. Μα αυτά, ξαναγυρνούν προς την επιφάνεια, σαν αναμνήσεις καταχωνιασμένες, που τις νομίζεις νεκρές κι ανήμπορες. Μα αυτές λαγοκοιμούνται. Περιμένουν την ώρα που ξέγνοιαστος θα `σαι και θα έρθουν, ίδιες ερινύες, να σε κεντήσουν και την εκδίκηση τους να πάρουν.
Ευτυχώς ο Δήμαρχος, «προοδευτικών αρχών», την προσέλαβε αμέσως:
-Κυρία Μαρία, εσείς; Η κόρη ενός αληθινού ήρωα, στα ουρητήρια; Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Τίποτα. Θα δούμε, θα δούμε.
Στο άλλο άκρο της πλατείας, το φάντασμα του πατέρα της την υποβλέπει. Ένα κομμάτι μάρμαρο, ακανόνιστο. Με τρεις - τέσσερις γραντζουνιές πάνω στο σώμα του, βρόγχος ακέραιος. Μαύρα, κυρτά γράμματα έγλειφαν το μάρμαρο:
Στους ήρωες που κρεμάστηκαν
υπό των Γερμανών στις 28 Οκτωβρίου 1943,
η πατρίς το γόνυ κλίνει
Πολλές φορές, κάποιες νύχτες του χειμώνα, που ψυχή δεν κυκλοφορεί, φεύγοντας για το σπίτι της, της αρέσει να πλησιάζει το μάρμαρο, να περνά απαλά το χέρι της σε αυτά τα γράμματα, απαλά σαν χάδι παλιό στο αξύριστο μάγουλο του πατέρα της.
-Κυρία Μαρία, καλημέρα, λίγο χαρτάκι; Συνάμενη, κουνάμενη, μπήκε η Δήμητρα η περιπτερού. Εξώλης και προώλης, δεν είχε αφήσει γάτο αρσενικό. Τις ξέρει τις πομπές της. Μα τι με αυτό; Καλά λεφτά. Ένα πεντακοσάρικο για να κλείνει την πόρτα της για κάνα τεταρτάκι. Πράγματι, σε λίγο ακούστηκαν αλαφροπατήματα. Ποιος κερατάς να είναι σήμερα; Αναρωτήθηκε κι έσκυψε στην κλειδαρότρυπα. Ένα κομμάτι παντελόνι φάνηκε, τίποτα. Κλείστηκαν στην Τρίτη καμπίνα και τράβηξαν το καζανάκι. Σε δέκα λεφτά το επανέλαβαν. Σε λίγο, η πόρτα άνοιξε, βήματα ανηφόρισαν στα σκαλοπάτια. Μια βαριά μυρωδιά γέμισε το χώρο. Μυρωδιά πίπας. Μα βέβαια ο Χάρης ο φωτογράφος, από απέναντι, θριαμβολόγησε για την παρατηρητικότητά της, η γριούλα. Είχε έρθει από την Αμερική, έχοντας πλύνει χιλιάδες παντελόνια, παλτά και βρακιά.
-Ούτε τα βρακιά τους, να πλύνουν δεν προλαβαίνουν εκεί, έλεγε συχνά. Μάζεψε λίγα δολάρια πουλώντας κοψοχρονιά το καθαριστήριο, όταν αρρώστησε και ήρθε στα χώματά του και άνοιξε «Το καλλιτεχνικόν Φωτογραφείον: Η Αστόρια». Ανύπαντρος, μα προσεκτικός. Δεν έβαζε αυτός, όποια κι όποια , στο σπίτι του και ιδίως παντρεμένες. Η μάνα του, μα περισσότερο η επιθυμία του να αποκατασταθεί με μεγάλη προίκα, του το απαγόρευαν.
Βγήκε από το κουτί της. Πήρε το λάστιχο και ξέπλυνε τα πάντα. Έτριψε τους τοίχους, σκούπισε τους καθρέπτες, γυάλισε τις βρύσες, έβαλε αποσμητικό, λίγα λουλούδια στο μίζερο βάζο. Πέρασαν έτσι κάμποσες ώρες που διακόπτονταν από βιαστικούς συνήθως άντρες, μα και μερικές γυναίκες που ξαλάφρωναν ή βάφονταν κι έβγαιναν και πάλι στην επιφάνεια, ανανεωμένες. Άντρες και γυναίκες, διαφόρων ειδών και ποιοτήτων. Άντρες διστακτικοί, που μπαίνανε σαν κλέφτες. Χαμηλά τα μάτια, δεν ζητούσαν ποτέ χαρτί, διάλεγαν την πιο απόμερη γωνιά και γύριζαν την πλάτη τους, στην είσοδο. Έφευγαν πιο βιαστικοί, έχοντας τινάξει και το τελευταίο ίχνος αυτοπεποίθησης στα πλακάκια της τουαλέτας. Άλλοι, κατέβαιναν σαν το σπίτι τους. Σιγοσφυρίζοντας. Σαν κοκόρια, επιδεικτικά, προκλητικοί έριχναν ματιές σε όλους και όλες που τυχόν έμπαιναν. Οι γυναίκες, από την άλλη, ήσαν αλλιώς: Με την τσάντα στο χέρι, αποσύρονταν διακριτικά ως και μισή ώρα, βαφόντουσαν, πέρναγαν λίγο ρουζ, τίναζαν τη φούστα τους. Κόσμος και κοσμάκης!! Και η Μαρία, εκεί. Κέρβερος του κάτω κόσμου, τυλιγμένη στον ιστό από άσπρα πλακάκια με κιτρινισμένες άκρες. Στην γωνιά της, στο κλουβί της. Άλλοτε πλέκοντας και άλλοτε ακούγοντας ραδιόφωνο, περίμενε να ακούσει τον ήχο των λιγοστών κερμάτων που θα συμπλήρωναν το πενιχρό εισόδημά της. Σαν τέλειωνε, κλείδωνε την κάμαρά της, έβαζε το λουκέτο στη σιδερένια πόρτα και ανέβαινε στον πάνω κόσμο.
Ο ήλιος σήμερα απογευματινός, μα καυτός ακόμα, κτυπούσε τις πλάκες της πλατείας, τιμωρώντας με τις ακτίνες του τους ανθρώπους που τολμούσαν να ξεμυτίσουν.
-Καλό βράδυ, κυρά Μαρία, τη χαιρέτησε ο Μιχάλης από το παπουτσάδικο της γωνίας.
-Καλό βράδυ. Η φωνή, μέσα από τα δόντια της, ίσα που ακούστηκε. Ανηφόρισε και χώθηκε στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι της. Το σπίτι, δίπατο είχε να δει χέρι μάστορα, τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Κατέρρεε. Είχε εγκατασταθεί σε μια κάμαρη του πρώτου ορόφου. Γωνιακή, τη σκίαζαν τα δέντρα του πάρκου. Σπάνια άνοιγε τα άλλα δωμάτια. Πνιγμένα από αναμνήσεις. Γεμάτα από πρόσωπα πεθαμένα, ξεχείλιζαν κούτες, χαρτιά, ρούχα. Απομεινάρια ζωών πολλών ανθρώπων. Κι αυτή, καθημερινά απομακρυνόταν από όλα αυτά και χωνόταν βαθύτερα στο δώμα της.
Αφού κολάτσισε το λιγοστό δείπνο της, συγύρισε στοιχειωδώς το δωμάτιο, πήρε την καρέκλα της και την έσυρε στο παράθυρο. Κούφωσε τα εξώφυλλα και περίμενε τη ζωή να αρχίσει...Το πάρκο, στην πιο προνομιακή περιοχή της πόλης, μπαλκόνι στην θάλασσα, έσφυζε από ζωή. Ιδίως τα καλοκαίρια, πλημμύριζε από νέους, ζευγάρια, περπατητές, γλεντζέδες που κατευθύνονταν στις γειτονικές ταβέρνες και καφενεία που στεφάνωναν το πάρκο. Μια λιμνούλα, έργο κάποιου Δημάρχου ξεχασμένου από όλους, προσπαθούσε να διώξει την κάψα, φιλοξενώντας πάπιες και χιλιάδες έντομα. Έτσι ζούσε η κυρά Μαρία. Κλέβοντας στιγμές από τους άλλους, ρουφώντας νέα από το παράθυρό της.
Τους είδε!! Περπατούσαν σαν ένας άνθρωπος. Πλοκάμια τα χέρια τους. Βεντούζες τα δάχτυλα, ρουφούσαν εκατοστό, εκατοστό το δέρμα του άλλου. Τα μαλλιά της, αγκάλιαζαν τον ώμο του, σαν από λύπηση για το χοντροκομμένο στρατιωτικό κούρεμά του. Πέρασαν κάτω από το παραθύρι της, σαν φάντασμα του έρωτα που την είχε συγκλονίσει, που ποτέ δεν θα ξεχνούσε, που ποτέ δεν θα συγχωρούσε. Και χώθηκαν στο πάρκο. Τα πόδια τους, τριζοβολούσαν πάνω στο χοντρό χαλίκι του μονοπατιού. Διασταυρώθηκαν μ` έναν μεθυσμένο, που τρεκλίζοντας κόντεψε να τους παρασύρει. Τον τράταραν, λίγο από το γάργαρο γέλιο τους κι εκείνος έσκυψε περισσότερο. Σαν να ντράπηκε. Η νύχτα, έπεσε απότομα, σκοτεινή απόψε η βραδιά. Το φεγγάρι στη χάση του, πολεμάει να δείξει τον εαυτό του για άλλη μια φορά. Τα δέντρα του πάρκου, κρατούν την ανάσα τους, ακίνητα. Φοβούνται μην τρομάξουν τα παιδιά, που αγαπιούνται. Κι οι γρύλοι, άλλο σκοπό απόψε αρχινούν: Μιλάει για χλόες καταπράσινες και ζουμερές, που μπορείς να κυλιστείς, χωρίς φόβο. Όσο θες. Μιλάει για κάτι άστρα που βγάζουν, σαν τα δεις, αλήθεια την κάθε σου ευχή. Και το κορίτσι που τους άκουγε, μέσα της ήταν γυναίκα και κατάλαβε τη φωνή των δέντρων και των γρύλων, λιγώθηκε κι έσκυψε. Πιο κοντά του, πιο κοντά του κι είπε, όχι με λόγια το ΝΑΙ. Αυτό το ναι, που τόσο φοβόταν, που τόσο ζητούσε. Φόβος και πάθος. Βάζει τα χέρια της μπροστά, να τον διώξει. Ύστατη άμυνα. Κι αυτά, λιποταχτούν και τον αγκαλιάζουν. Παραδίνονται στον εχτρό και τον καλούν να διαφεντέψει. Η φούστα της ψηλά. Τα χέρια του βουτηχτές επίμονοι. Ψάχνουν για κοράλλια μαγικά και για την πηγή με το νερό το αθάνατο. Τυφλά μεριάζουν τα βρύα του βυθού κι ανακαλύπτουν την πηγή, που αρχίζει να τρέχει γάργαρο νερό και μέλι και ... Ω!! τι θαύμα, η νύχτα γέλασε. Τα άστρα τρελάθηκαν, αλλοπαρμένα...
Η Μαρία, αποφάσισε να κλείσει το παραθύρι της, νωρίτερα απόψε. Είχε μερώσει από τα παιδιά κι ο κόσμος της φαινόταν -αν είναι δυνατόν-, καλύτερος. Κι εκεί πάνω στην κίνησή της, τον είδε.
Ναι, ήταν αυτός!! Είδε το κοντάρι για τα λαχεία, να ξεπροβάλλει πίσω από το θάμνο. Σκυμμένος, παραμόνευε τα παιδιά, σαν την οχιά που μαγνητίζει τα βατράχια. Τον ήξερε σαν κάλπικη δεκάρα. Σατανάς κι άγιος μαζί. Πρώτος στην ΕΠΟΝ, μπαινόβγαινε στο σπίτι της, δίνοντας και παίρνοντας μηνύματα από τον πατέρα της. Είρωνας κι απότομος. Την φόβιζε πάντα το βλέμμα του, σκοτεινό, σκιασμένο από τα σμιχτά φρύδια του. Μια μέρα την άρπαξε βίαια από το χέρι, την τράβηξε στα γόνατά του κι έχωσε το χέρι του κάτω από τα κουρέλια της. Τρόμαξε, μα απόρησε και σιχάθηκε τον εαυτό της που παραδόθηκε στο άγριο χάδι του. Τα βήματα του καπετάν Γιώργη, την έσωσαν κείνη την φορά. Την έσπρωξε πέρα, χαμογελώντας με κακία:
-Τσιμουδιά, γιατί χάθηκες, της σφύριξε. Δεν είπε κουβέντα, όχι από φόβο ή ντροπή, αλλά γιατί συνειδητοποίησε ότι της άρεσε. Από τότε, έγινε ο δαίμονάς της. Είδε την αποδοχή της κι έγινε πολύ γρήγορα ο αφέντης της. Αφέντης σκληρός. Οι συναντήσεις τους, λιγοστές μα γιομάτες ηδονή για τη Μαρία που ανακάλυψε, έναν άλλο κόσμο, ένα άλλο κορμί. Τον λάτρεψε, με μια λατρεία πρωτόγονη. Ήταν γι’ αυτήν, ο νέος κόσμος που πάντα ονειρευόταν. Τον έβλεπε, να υψώνεται, να γίνεται ο εκδικητής όλων των κατατρεγμένων. Ο πατέρας της χωμένος στις υποθέσεις του αγώνα, δεν κατάλαβε τίποτα. Μπαινόβγαινε στο σπίτι σαν αφεντικό. Όταν του είπε ότι είχε πιασμένο το παιδί του, γέλασε. Με κείνο το κακό γέλιο και δεν της είπε τίποτα. Χώθηκε στο δωμάτιο του πατέρας της. Την άλλη μέρα βγήκε στο βουνό. Ούτε γραφή! Ούτε ένα μήνυμα γι αυτήν. Η φήμη του εξαπλωνόταν. Αντάρτης φημισμένος, πέρασε στην Στερεά Ελλάδα για να είναι κοντά στον αρχηγό, στις εξελίξεις. Αναγκάστηκε να ρίξει το παιδί και το μαχαίρι που μπήκε μέσα της, της ξερίζωσε ότι καλό υπήρχε. Την άφησε κιβούρι αδειανό. Γραπώθηκε από τον πατέρα της, που έσκυβε καθημερινά ακόμα περισσότερο. Μέχρι που αυτός, κατάφερε να υψωθεί και να πετάξει, έστω και πάνω από την αγχόνη. Αυτή; Κουρεμένη σύρριζα, περίμενε... Με την ήττα, αυτός, δεν υπέγραψε συγχωροχάρτι. Σκληρός κι απόλυτος μέχρι το τέλος, έγινε Μακρονησιώτης. Μάθαινε νέα του, μα ποτέ δεν του έστειλε ένα γράμμα. Ούτε κι εκείνος. Όταν γύρισε στην πόλη, δέκα χρόνια μετά, δεν μίλησε σε κανέναν. Χώθηκε στο πατρικό του -μια παλιοκαλύβα είχε απομείνει- για κάμποσο καιρό. Δουλειές του ποδαριού. Μεροδούλι μεροφάι. Τα τελευταία χρόνια, έγινε λαχειοπώλης. Φήμες κυκλοφορούσαν για τα παράξενα γούστα του. Απομακρύνθηκε από τους παλιούς συντρόφους του. Με τη Μαρία, ποτέ δεν μίλησαν, ποτέ δεν κοιτάχτηκαν.
Ήταν αυτός που πλησίαζε τα παιδιά. Παρατημένο το κοντάρι του στους θάμνους, διαλαλούσε την τύχη στο βρόντο. Αυτός, σχεδόν γονατιστός, είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του. Τα παιδιά στον κόσμο τους, ανακάλυπταν τον έρωτά τους. Η κυρά Μαρία, έκλεισε το παράθυρό της, φόρεσε το μαντήλι της, ίσιωσε τη φούστα της. Το χέρι της καθυστέρησε στην άγονη πια κοιλιά, ορθώθηκε.
Την άλλη μέρα, η κυρά Μαρία, αξημέρωτα, μπήκε στον υπόγειο κόσμο της. Δουλειά, πολύ δουλειά σήμερα. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν συνεχώς. Αυτή κλεισμένη στην κάμαρά της, άκουγε τα βήματα και το λαχάνιασμά τους στις σκάλες. Άνοιξε την εφημερίδα. « Η Φωνή του Α...», ξερνούσε μελάνι. Επιτέλους κάτι να σπάσει την μονοτονία: «Άγριο έγκλημα στο πάρκο. Λαχειοπώλης, βρέθηκε μισόγυμνος με καρφωμένο το κοντάρι στο λαιμό του» Ο τίτλος γέμιζε τη μισή σελίδα. «Σεξουαλικά τα αίτια;» «Οπορτουνιστής που ξέφυγε από το δρόμο της πάλης του λαού». Το κόμμα, έβγαλε την ετυμηγορία του. Η αντιπολίτευση, κατηγορούσε την Δημοτική αρχή για αδιαφορία στα προβλήματα της πόλης. « Στις επόμενες εκλογές, να αναδείξουμε ανθρώπους με όραμα», κατέληξε. Ο Δήμαρχος, με δηλώσεις του τόνιζε: «Ο μη ηλεκτροφωτισμός του πάρκου, οφείλεται στις γνωστές καθυστερήσεις των χρηματοδοτήσεων από την κεντρική εξουσία. Την επόμενη τετραετία προτεραιότητά μας, θα είναι ο περιτοιχισμός του και η φύλαξή του, νύχτα μέρα» Ο σύλλογος για την προστασία των ηθών: «Η εθνική φλόγα», αξίωνε να κλείνει το πάρκο κατά τις βραδινές ώρες. Ο αστυνομικός Δ/ντής, δήλωνε ότι, ανακρίνονται ύποπτοι και η διαλεύκανση της υπόθεσης, είναι ζήτημα ημερών.
Η κυρά Μαρία, άνοιξε την πόρτα της, πήρε το λάστιχο και ξεκίνησε τη συνηθισμένη της δουλειά: να σπρώχνει στον απόπατο τα σκατά της πόλης.
(Πεζογράφημα δημοσιευμένο στο flytoistros και αλλού).
17/2/09
Γράμμα
Ένας φίλος, ο Λ., είχε την Τύχη να βρεθεί κοντά στον Μεγάλο Ερωτικό. Από τα λίγα που μοιράστηκε μαζί μου, με γεναιοδωρία και με σύνεση, για κείνη τη γνωριμία ήταν πως ο Χατζιδάκις του έμαθε να πλένει τα πιάτα με ευλάβεια. Θα' ναι τώρα δύο και χρόνια που είδα αυτή τη φράση να γράφεται στην οθόνη του υπολογιστή μου, αφού εγώ ήμουν στο Λονδίνο και ο Λ. κάπου στην Ελλάδα. Αλλά την είδα να καταγράφεται για πάντα μέσα μου. Και θα' ναι και άλλα πόσα χρόνια πριν που περίμενα να γραφεί αυτό. "Μου έμαθε να πλένω τα πιάτα με ευλάβεια"...
Απόψε θα κάνω μπάνιο στο μωρό με ευλάβεια. Και για να ξεπλύνω λίγη απ' την ντροπή του χρόνου που δε σεβάστηκα. Που στη φούρια μου να ζήσω, να προλάβω, να ζήσω, μπορεί ενώ μιλώ στο ασύρματο, να συνομιλώ με κάποιον στο skype, να θηλάζω την κόρη μου και παράλληλα να έχω παράθυρα ανοιχτά σε πέντε και έξι σάιτ ώστε πουθενά να μην είμαι ολόκληρη. Αυτή τη λαιμαργία, αυτό το ξόδεμα, εγώ το λέω ντροπή μου.
Απόψε έβαλα ραδιόφωνο. Δεύτερο Πρόγραμμα. Έπαιζε κάτι ωραίο. Το άφησα. Ετοίμασα το μπάνιο με αγάπη. Χωρίς βιασύνη. Απόψε το μπανάκι της δε θα είναι μια υποχρέωση που με αγχώνει. Και ας μου μοιάζει κάθε βράδυ όχι ρουτίνα, άθλος, επειδή δεν έχω βοήθεια. Απόψε θέλω ιεροτελεστία. Το μπουρνουζάκι, το ζιπουνάκι, το πιτζαμάκι. Ντυμένη τα υποκοριστικά. Το αφρόλουτρο και το σφουγγάρι παραταγμένα στρατιωτάκια. Περιμένουν την έλευσή της. Το καθισματάκι για το μπάνιο - ή ας είμαι ειλικρινής- το ανάκλιντρο της αρχόντισσας στη θέση του. Η θερμοκρασία του νερού στο χέρι μου. Εγώ, η μαμά της. Στο δικό μου το χέρι καλό το νερό. Στο δικό της σώμα καλό το νερό. Αργό, απαλό, τρυφερό το σαπούνισμα. Βουτάω το σφουγγαράκι στο αφρόλουτρο και της το στραγγίζω στην κοιλίτσα. Σαν πηγή. Θέλει κι άλλο. Αφού χτυπάει χέρια πόδια δυνατά. Το βουτάω πάλι. Μου χαμογελάει.
Η μουσική που ακούω, με ίσες δόσεις νοσταλγίας και μελαγχολίας, με γαληνεύει. Ανάμεσα στα τραγούδια μιλάει μια ώριμη γυναίκα με βραχνή φωνή. Γνώριμη. Η Μαντάμ Σουσού. Μεγάλωσε. Ακούγεται να διαβάζει δυο τρεις αράδες ανάμεσα στα τραγούδια. Πώς μπορεί να λες τόσες κοινοτοπίες μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα λόγου που σου αντιστοιχούν, αναρωτιέμαι. Πώς μπορεί να έχεις ζήσει από και μέσα στην τέχνη και να έχεις να πεις μόνο βαρετές κοινοτοπίες, αναρωτιέμαι. Πώς μπορεί να διάλεξαν να γεμίσουν μια εκπομπή με βαρετές κοινοτοπίες οι τον σταθμό διοικούντες. Το τελευταίο ερώτημα είναι και το μόνο ρητορικό. Αφού όλοι ξέρουμε. Ποιοι έχουν τα μέσα για να διοικούν τα μέσα. Είναι ιερόσυλο να πεις "ο θάνατος του Μάνου Χατζιδάκι" , αφού είναι ολοζώντανος, αλλά όμως έχει νόημα η φράση εδώ, στο κρατικό ραδιόφωνο: Ο ραδιοφονικός θάνατος του Μάνου Χατζιδάκι.
Συγχωρώ όμως την κουλτουριάκη κενότητα άμα ακούω να παίζει τη Μάσα Σιδερομάσα. Τότε είναι που σε θυμήθηκα και αποφάσισα να σου γράψω ένα γράμμα. Γιατί σε σένα; Γιατί είναι πρόκληση να υπερσκελίσω το δέος που μου προκαλείς. Από τι ασύλληπτο μάγμα είσαι φτιαγμένη... Συνήθως, θέλω να πω, γράφω σε φίλους με συγγενή ύλη. Εσύ δεν είσαι φίλη ούτε συγγενεύουν οι ουσίες μας. Ή μήπως όχι; Για φαντάσου. Να νιώθεις την ανάγκη να γράψεις σε κάποιον τόσο ξένο. Και τελικά να αχρηστεύονται οι όποιες συστολές σου και να του γράφεις. Και μάλιστα δημόσια. Αυτό είναι η δύναμη της μη ζωής; Ου ζω power.
Όμως, αν ο Λ. ήταν μια σειρά δεκαδικά ψηφία σε μια οθόνη υπολογιστή, άλλο τόσο ήταν εκείνη η φράση, "μου έμαθε να πλένω τα πιάτα με ευλάβεια" που ήρθε να καταγραφεί μέσα μου. Κι άλλο τόσο εσύ είσαι ένα ασπρόμαυρο ιστολόγιο με τη φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας- από-επιλογή και ξένη, κι άλλο τόσο οι κουβέντες μας, όλων εμάς, περνάν από μέσα μας σαν τέτοια: 010100010010. Και άλλο τόσο δεν έχει νόημα που απολαμβάνω διαβάζοντας όλους εκείνους τους εκλεκτούς που δε θα είχα πιθανοθεωρητικά την τύχη να συναντήσω σε ολόκληρη την πραγματική ζωή μου.
Πόσο βαρετές κοινοτοπίες θα ακούγονται όλα αυτά σε κάποιον άλλο, ίσως και σε σένα. Αλλά τι πειράζει; Στον χώρο και τον χρόνο μου δεν έτυχαν καρέκλες στις αυλές και στα πεζοδρόμια, κουβέντες στο πόδι, κουβέντες ολονύχτιες, στραγάλι, ελιά, καμιά τσικουδιά, παγωμένες μπύρες και οι αυγουστιάτικες νύχτες παρέα. Την ώρα που οι γειτονιές καλοπερνούσαν με το τίποτα, άλλοι δεν έκαναν κέφι και μ' όλα τα λεφτά του κόσμου. Εδώ κι εμείς με το τίποτα, κουβέντες στο πόδι, κουβέντες ολονύχτιες, ξεροσφύρι φτιάχνουμε κεφάλι και άλλοι με όλα τα μέσα του κόσμου τι να μας πούν και αυτοί απ' τη ζωή τους...Μόνο μια προφύλαξη σ' αυτό το επικοινωνιακό όργιο της μη ζωής. Με ευλάβεια.
Καληνύχτα Stassa.
Απόψε θα κάνω μπάνιο στο μωρό με ευλάβεια. Και για να ξεπλύνω λίγη απ' την ντροπή του χρόνου που δε σεβάστηκα. Που στη φούρια μου να ζήσω, να προλάβω, να ζήσω, μπορεί ενώ μιλώ στο ασύρματο, να συνομιλώ με κάποιον στο skype, να θηλάζω την κόρη μου και παράλληλα να έχω παράθυρα ανοιχτά σε πέντε και έξι σάιτ ώστε πουθενά να μην είμαι ολόκληρη. Αυτή τη λαιμαργία, αυτό το ξόδεμα, εγώ το λέω ντροπή μου.
Απόψε έβαλα ραδιόφωνο. Δεύτερο Πρόγραμμα. Έπαιζε κάτι ωραίο. Το άφησα. Ετοίμασα το μπάνιο με αγάπη. Χωρίς βιασύνη. Απόψε το μπανάκι της δε θα είναι μια υποχρέωση που με αγχώνει. Και ας μου μοιάζει κάθε βράδυ όχι ρουτίνα, άθλος, επειδή δεν έχω βοήθεια. Απόψε θέλω ιεροτελεστία. Το μπουρνουζάκι, το ζιπουνάκι, το πιτζαμάκι. Ντυμένη τα υποκοριστικά. Το αφρόλουτρο και το σφουγγάρι παραταγμένα στρατιωτάκια. Περιμένουν την έλευσή της. Το καθισματάκι για το μπάνιο - ή ας είμαι ειλικρινής- το ανάκλιντρο της αρχόντισσας στη θέση του. Η θερμοκρασία του νερού στο χέρι μου. Εγώ, η μαμά της. Στο δικό μου το χέρι καλό το νερό. Στο δικό της σώμα καλό το νερό. Αργό, απαλό, τρυφερό το σαπούνισμα. Βουτάω το σφουγγαράκι στο αφρόλουτρο και της το στραγγίζω στην κοιλίτσα. Σαν πηγή. Θέλει κι άλλο. Αφού χτυπάει χέρια πόδια δυνατά. Το βουτάω πάλι. Μου χαμογελάει.
Η μουσική που ακούω, με ίσες δόσεις νοσταλγίας και μελαγχολίας, με γαληνεύει. Ανάμεσα στα τραγούδια μιλάει μια ώριμη γυναίκα με βραχνή φωνή. Γνώριμη. Η Μαντάμ Σουσού. Μεγάλωσε. Ακούγεται να διαβάζει δυο τρεις αράδες ανάμεσα στα τραγούδια. Πώς μπορεί να λες τόσες κοινοτοπίες μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα λόγου που σου αντιστοιχούν, αναρωτιέμαι. Πώς μπορεί να έχεις ζήσει από και μέσα στην τέχνη και να έχεις να πεις μόνο βαρετές κοινοτοπίες, αναρωτιέμαι. Πώς μπορεί να διάλεξαν να γεμίσουν μια εκπομπή με βαρετές κοινοτοπίες οι τον σταθμό διοικούντες. Το τελευταίο ερώτημα είναι και το μόνο ρητορικό. Αφού όλοι ξέρουμε. Ποιοι έχουν τα μέσα για να διοικούν τα μέσα. Είναι ιερόσυλο να πεις "ο θάνατος του Μάνου Χατζιδάκι" , αφού είναι ολοζώντανος, αλλά όμως έχει νόημα η φράση εδώ, στο κρατικό ραδιόφωνο: Ο ραδιοφονικός θάνατος του Μάνου Χατζιδάκι.
Συγχωρώ όμως την κουλτουριάκη κενότητα άμα ακούω να παίζει τη Μάσα Σιδερομάσα. Τότε είναι που σε θυμήθηκα και αποφάσισα να σου γράψω ένα γράμμα. Γιατί σε σένα; Γιατί είναι πρόκληση να υπερσκελίσω το δέος που μου προκαλείς. Από τι ασύλληπτο μάγμα είσαι φτιαγμένη... Συνήθως, θέλω να πω, γράφω σε φίλους με συγγενή ύλη. Εσύ δεν είσαι φίλη ούτε συγγενεύουν οι ουσίες μας. Ή μήπως όχι; Για φαντάσου. Να νιώθεις την ανάγκη να γράψεις σε κάποιον τόσο ξένο. Και τελικά να αχρηστεύονται οι όποιες συστολές σου και να του γράφεις. Και μάλιστα δημόσια. Αυτό είναι η δύναμη της μη ζωής; Ου ζω power.
Όμως, αν ο Λ. ήταν μια σειρά δεκαδικά ψηφία σε μια οθόνη υπολογιστή, άλλο τόσο ήταν εκείνη η φράση, "μου έμαθε να πλένω τα πιάτα με ευλάβεια" που ήρθε να καταγραφεί μέσα μου. Κι άλλο τόσο εσύ είσαι ένα ασπρόμαυρο ιστολόγιο με τη φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας- από-επιλογή και ξένη, κι άλλο τόσο οι κουβέντες μας, όλων εμάς, περνάν από μέσα μας σαν τέτοια: 010100010010. Και άλλο τόσο δεν έχει νόημα που απολαμβάνω διαβάζοντας όλους εκείνους τους εκλεκτούς που δε θα είχα πιθανοθεωρητικά την τύχη να συναντήσω σε ολόκληρη την πραγματική ζωή μου.
Πόσο βαρετές κοινοτοπίες θα ακούγονται όλα αυτά σε κάποιον άλλο, ίσως και σε σένα. Αλλά τι πειράζει; Στον χώρο και τον χρόνο μου δεν έτυχαν καρέκλες στις αυλές και στα πεζοδρόμια, κουβέντες στο πόδι, κουβέντες ολονύχτιες, στραγάλι, ελιά, καμιά τσικουδιά, παγωμένες μπύρες και οι αυγουστιάτικες νύχτες παρέα. Την ώρα που οι γειτονιές καλοπερνούσαν με το τίποτα, άλλοι δεν έκαναν κέφι και μ' όλα τα λεφτά του κόσμου. Εδώ κι εμείς με το τίποτα, κουβέντες στο πόδι, κουβέντες ολονύχτιες, ξεροσφύρι φτιάχνουμε κεφάλι και άλλοι με όλα τα μέσα του κόσμου τι να μας πούν και αυτοί απ' τη ζωή τους...Μόνο μια προφύλαξη σ' αυτό το επικοινωνιακό όργιο της μη ζωής. Με ευλάβεια.
Καληνύχτα Stassa.
10/2/09
9/2/09
O χαμένος θησαυρός
Φάδερ & μάδερ, μάθατε να ανοίγετε το email που σας έφτιαξα?? Ξεκίνησα προχθές πρακτική άσκηση σε έναν κορυφαίο ψυχαναλυτή!!! Φανταστείτε ότι οι περισσότεροι συμφοιτητές μου δεν έχουν εξασφαλίσει ακόμα placement. Αnyway, μού' φεξε. LOL! Είχα και πολύ καλά references από τους tutors. Μέτρησε και αυτό. Μπήκα ηδη σε session με group therapy. Το πιστεύετε?! Δεν είναι ethical να σας πω λεπτομέρειες αλλά OK, αν δεν πω ονόματα δεν υπάρχει πρόβλημα. Ομάδα:
1. 55χρονος manager σε πολυεθνική παντρεμένος με 3 παιδιά και history αυτοκτονικού ιδεασμού και πρόσφατης απόπειρας! Η αιτία που επικαλείται αυτός είναι τα χρέη και η οικονομική κρίση αλλά ο δάσκαλός (ο ψυχαναλυτής εννοώ!), μου είπε να το κοιτάξω more in depth το θέμα. Δηλαδή; Υπάρχει άλλο background. ;)
2. 37χρονος banker στο City (μάλλον και gay) έμεινε άνεργος πριν μερικούς μήνες και χώρισε πρόσφατα με τον/την partner (τι κακό που δεν έχουν φύλο στα αγγλικά για να μαθαίναμε αν είναι γυναίκα ή άνδρας) που μένει στην Ισπανία. Εγώ φαντάστηκα πως επειδή τώρα έχει ξεμείνει από δουλειά δε μπορεί να πηγαίνει να τον/την βλέπει τακτικά γι' αυτό χώρισαν. Θα μάθουμε σύντομα! jeje!
3. 40χρονη μητέρα που έχασε πρόσφατα το παιδάκι της από ατύχημα. Ο άνδρας της έχει αλυσίδα jewellery shops(μάδερ μη ξερογλείφεσαι! Σε βλέπω!!) και αυτή μάλλον ασχολείται με οικιακά. :(
4. 50χρονη divorced, με προβλήματα αγοραφοβίας. Off the record: την απατούσε ο άνδρας της με την καλύτερη της φίλη για 10 χρόνια! Όταν το έμαθε ξεκίνησε ψυχανάλυση αμέσως. 'Εκανε πρώτα ατομική ψυχανάλυση για 7 χρόνια και τώρα την έβαλε ο δάσκαλος σε group therapy. Ερώτηση προς μάδερ: σε τι ηλικία ήταν η γυναίκα όταν τα έφτιαξε ο άνδρας της με την κολλητή της;...................... Στα 33 της! Not good at maths, huh? :)))
Λοιπόν, σας έχω task και για τους δύο. Τι νόμιζες φαδερούλη, θα γλίτωνες? Ο δάσκαλος μου ζήτησε να σκεφτώ τις περιπτώσεις των μελών της ομάδας και να βρω τι κοινό ενώνει όλα τα μέλη! Καμία ιδέα;;;; Αν σκεφτείτε κάτι μέχρι αύριο πάρτε με τηλ!! Έχω να γράψω και να παραδώσω mini report μέχρι τέλος της βδομάδας.
Kissya!!!
Φιλούρες στις αγαπημένες μούρες!!!
1. 55χρονος manager σε πολυεθνική παντρεμένος με 3 παιδιά και history αυτοκτονικού ιδεασμού και πρόσφατης απόπειρας! Η αιτία που επικαλείται αυτός είναι τα χρέη και η οικονομική κρίση αλλά ο δάσκαλός (ο ψυχαναλυτής εννοώ!), μου είπε να το κοιτάξω more in depth το θέμα. Δηλαδή; Υπάρχει άλλο background. ;)
2. 37χρονος banker στο City (μάλλον και gay) έμεινε άνεργος πριν μερικούς μήνες και χώρισε πρόσφατα με τον/την partner (τι κακό που δεν έχουν φύλο στα αγγλικά για να μαθαίναμε αν είναι γυναίκα ή άνδρας) που μένει στην Ισπανία. Εγώ φαντάστηκα πως επειδή τώρα έχει ξεμείνει από δουλειά δε μπορεί να πηγαίνει να τον/την βλέπει τακτικά γι' αυτό χώρισαν. Θα μάθουμε σύντομα! jeje!
3. 40χρονη μητέρα που έχασε πρόσφατα το παιδάκι της από ατύχημα. Ο άνδρας της έχει αλυσίδα jewellery shops(μάδερ μη ξερογλείφεσαι! Σε βλέπω!!) και αυτή μάλλον ασχολείται με οικιακά. :(
4. 50χρονη divorced, με προβλήματα αγοραφοβίας. Off the record: την απατούσε ο άνδρας της με την καλύτερη της φίλη για 10 χρόνια! Όταν το έμαθε ξεκίνησε ψυχανάλυση αμέσως. 'Εκανε πρώτα ατομική ψυχανάλυση για 7 χρόνια και τώρα την έβαλε ο δάσκαλος σε group therapy. Ερώτηση προς μάδερ: σε τι ηλικία ήταν η γυναίκα όταν τα έφτιαξε ο άνδρας της με την κολλητή της;...................... Στα 33 της! Not good at maths, huh? :)))
Λοιπόν, σας έχω task και για τους δύο. Τι νόμιζες φαδερούλη, θα γλίτωνες? Ο δάσκαλος μου ζήτησε να σκεφτώ τις περιπτώσεις των μελών της ομάδας και να βρω τι κοινό ενώνει όλα τα μέλη! Καμία ιδέα;;;; Αν σκεφτείτε κάτι μέχρι αύριο πάρτε με τηλ!! Έχω να γράψω και να παραδώσω mini report μέχρι τέλος της βδομάδας.
Kissya!!!
Φιλούρες στις αγαπημένες μούρες!!!
7/2/09
Φάκελοι Jumbo
Εργασιακά θέματα
Απόπειρα φίμωσης των συνδικαλιστών μεγέθους... «Τζάμπο»
Το Jumbo θέλει τους εργαζόμενους να δουλεύουν τζάμπα
Ένα ενημερωτικό σχόλιο για την απεργία στο Jumbo
Kαι πάλι για το JUMBO. Βαρεθήκαμε να γράφουμε
Το αίσχος των Jumbo
Καταγγέλουν απόλυση απο τα καταστήματα JUMBO
Αλληλεγγύη στους απεργούς του JUMBO στη Λευκωσία
Υγεία και ασφάλεια
Ανίχνευση μεταλλικών συρμάτων σε γλειφιτζούρι
ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΒΡΕΦ. ΚΟΥΤΑΛΑΚΙΑ & ΠΑΓΟΥΡΑΚΙ
Επικίνδυνο κινέζικο αρμόνιο
Ανακλήσεις προϊόντων και πρόστιμα
Ελεγχοι σε παιδικά παιχνίδια εν όψει εορτών
Πλαστικά παιχνίδια με χημικά
Φθηνά αλλά επικίνδυνα
JUMBO καρ - JUMBO κί - JUMBO νος...
Επικίνδυνο κινέζικο παγουράκι
Άκυρες αγορές από τα...Jumbo
Διαφήμιση
Λογοκρισία από τον διαφημιστή των Τζάμπο
Αρπαχτές Jumbo
Το βραβείο της πιο βρώμικης διαφήμισης στο...Jumbo
Επικίνδυνα παιχνίδια στην αγορά
Περί διαφημίσεων
Κλείσε επιτέλους αυτή την ηλίθια διαφήμιση...
Πάμε Jumbo
Οι ανήθικες διαφημίσεις του Jumbo
Jamba μάγκες
Jumbo adds!Τι πρέπει να γίνει για να σταματήσει αυτο το κιτσαριό???
Περιβαλλοντικά θέματα
Πολεοδομικές παραβάσεις της εταιρείας Jumbo
Θυμάστε τη φωτιά στα Jumbo Bebe; Greenpeace
Επιβολή προστίμου στη διαφημιζόμενη εταιρία JUMBO A.E.E. για την διαφήμιση που πραγματοποιεί σε διαφημιστική ρακέτα
Πλαστικές σακούλες
Σακούλες
H περιπέτεια μιας Barbie- Νέοι Φάκελοι, ΣΚΑΪ
6/2/09
3/2/09
Ο τόπος μας είναι κλειστός
Ο τόπος μας είναι κλειστός
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Χορωδία 1973
Δίσκος: Ο Στρατής ο Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγαπανθούς
Video clip: Niemandsrose
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Χορωδία 1973
Δίσκος: Ο Στρατής ο Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγαπανθούς
Video clip: Niemandsrose
2/2/09
Προλετάριοι όλων των χωριών ενωθείτε!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)